Οφείλουμε στους προγόνους, στον εαυτό μας και στις επόμενες γενιές να δρομολογήσουμε τάχιστα μια συστηματική προσπάθεια επαναπατρισμού των αρχαιοτήτων που μας έκλεψαν
Oι απόγονοι του Αλάριχου ζητούν πίσω εντόκως όσα δανεικά μας έδωσαν, αλλά αρνούνται να επιστρέψουν τους δικούς μας θησαυρούς.
Μερικοί εξ αυτών είναι οι ανεκτίμητης αξίας αρχαιότητες που ξηλώθηκαν από τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα. Στο βιβλίο «Ο πυρετός των μαρμάρων 1800-1820. Μαρτυρίες για τη λεηλασία των ελληνικών μνημείων»* υπάρχει η αφήγηση του Τσαρλς Ρόμπερτ Κόκερελ (1788-1863), «Αφαία, το χρονικό της ανασκαφής». Ο Κόκερελ και ο Γερμανός βαρόνος Καρλ Χάλερ φον Χάλερσταϊν (1774-1817) είναι δύο από τους αρχαιοκαπήλους που ήλθαν στην τουρκοκρατούμενη Ελλάδα για πλιάτσικο και άρπαξαν αρχαιότητες ανεκτίμητης αξίας από τον ναό της Αφαίας στην Αίγινα.
Ο Κόκερελ στην αφήγησή του περιγράφει, μεταξύ άλλων, την αξία όσων έκλεψαν από την πατρίδα μας. Διαβάζουμε στις σελίδες 105-106 του βιβλίου «Ο πυρετός των μαρμάρων»: «Προς το παρόν δουλεύουμε σκληρά για να συναρμολογήσουμε τα σπασμένα κομμάτια, νοικιάσαμε μάλιστα ένα μεγάλο σπίτι για αυτό το σκοπό. Μερικά από τα αγάλματα έχουν ήδη αποκατασταθεί και είναι πολύ εντυπωσιακά. Οι καλλιτέχνες τους οποίους συμβουλευόμαστε δεν τα θεωρούν κατώτερα από τα λείψανα του Παρθενώνα και σίγουρα τα κατατάσσουν μόνο σε δεύτερη μοίρα μετά το torso του Βατικανού και άλλα αριστουργήματα. Διεξάγουμε με τη μεγαλύτερη μυστικότητα όλες τις εργασίες που έχουν σχέση με τα μάρμαρα, από φόβο μήπως οι Τούρκοι τα ζητήσουν πίσω ή παρεμβάλλουν εμπόδια στην εξαγωγή τους. [...]
Η συλλογή δεν θα διασπαστεί. Πρόκειται για ένα σύνολο το οποίο κάθε βασιλιάς ή ηγεμόνας που τρέφει θερμό ενδιαφέρον για τις καλές τέχνες της πατρίδας του θα προσπαθούσε να αποκτήσει με κάθε δυνατό μέσον, αφού θα αποτελούσε υπόδειγμα τέχνης αλλά και στολίδι για οποιαδήποτε χώρα. Οι Γερμανοί έγραψαν σχετικά στους υπουργούς τους, και εγώ έγραψα στον Κάννινγκ. Ο Φωβέλ, που έχει σχετική εξουσιοδότηση από το υπουργείο του, θα μας κάνει μία προσφορά για λογαριασμό των Γάλλων».
Η ομάδα των αρχαιοκαπήλων αρχικά μετέφερε τα κλοπιμαία στην Αθήνα. Τα τοποθέτησαν σε ένα διαμέρισμα που είχαν νοικιάσει και από εκείνο το σημείο ξεκίνησε μια διελκυστίνδα διαπραγματεύσεων για την τελική τύχη των αρχαιοτήτων. Στο τέλος κατέληξαν να τα δημοπρατήσουν. Οι ελληνικοί πολιτισμικοί θησαυροί βγήκαν στο σφυρί στη Ζάκυνθο - τόπος πρόσφορος για τέτοιου είδους «δραστηριότητες», αφού βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή. Στη δημοπρασία πλειοδότησε ο εκπρόσωπος των Βαυαρών που λειτουργούσε για λογαριασμό του Λουδοβίκου του Α΄. Τώρα εκτίθενται στη Γλυπτοθήκη του Μονάχου.
Η άποψη που σχημάτισαν τότε οι ξένοι συμμορίτες για τους Ελληνες δεν απέχει ιδιαίτερα από αυτή που έχουν σήμερα κύκλοι της ευρωγραφειοκρατίας και ελληνόφωνοι συνεργάτες τους. Ο Κόκερελ γράφει για τους Ζακυνθινούς (σελ. 115): «Οι Ζακυνθινοί, καθώς έχουν δεχτεί για μεγάλο διάστημα τη δυτική επιρροή -η Ζάκυνθος ανήκε τρεις περίπου αιώνες στη Βενετία-, είναι απαίσιοι. Είναι λιγότερο αμαθείς από τους υπόλοιπους Ελληνες αλλά η ημιμάθεια τους κάνει ακόμη περισσότερο απεχθείς».
Συνολικά για τους Ελληνες εκφράζεται κάτι ανάμεσα σε απέχθεια, περιφρόνηση και απορία (109): «Οι Ελληνες, αν και δουλοπρεπείς αγύρτες, συχνά έχουν ένα ιδιαίτερο είδος υπερηφάνειας. Μόλις παραιτήθηκε ένας από τους υπηρέτες μας που πληρωνόταν ένα πιάστρο την ημέρα: η εκλεκτή του, που έμενε κοντά μας, τον είδε να κουβαλάει νερό και να εκτελεί άλλες ταπεινές υπηρεσίες και τον κορόιδεψε. Αυτός είπε πως δεν μπορούσε να το ανεχτεί περισσότερο και παράτησε μία θέση όμοια της οποίας δεν πρόκειται να ξαναβρεί στην Αθήνα».
Πέρα, ωστόσο, από τις ύβρεις που εκτοξεύουν οι κλέφτες της Ιστορίας μας εναντίον μας αναφέρεται και κάτι εύστοχο σε αυτό το βιβλίο (σελ. 103): «Οσο κι αν παραμελούν οι άνθρωποι τα υπάρχοντά τους, αρχίζουν αμέσως να τα εκτιμούν μόλις πάρουν είδηση πως κάποιοι άλλοι τα εποφθαλμιούν».
Οι Ελληνες όντως εκτιμούν τα υπάρχοντά τους και γι' αυτό πρέπει να ξεκινήσει μια συστηματική προσπάθεια επαναπατρισμού και των αρχαιοτήτων που μας έκλεψαν οι Γερμανοί. Κι αν αμφιβάλλει κάποιος ότι η Ελλάδα μπορεί να υποδεχτεί τα τεκμήρια του υλικού πολιτισμού που μας έκλεψαν ξένοι, δεν έχει παρά να σκεφτεί ότι για να φτάσει η στιγμή της επιστροφής θα πρέπει να έχει προηγηθεί μια συλλογική προσπάθεια την οποία θα φέρει εις πέρας ένα κράτος που θα αξίζει να λέγεται ελληνικό...
Αρα, οφείλουμε στους προγόνους, στον εαυτό μας και στις επόμενες γενιές να δρομολογήσουμε τάχιστα τούτη την εξέλιξη.
*Επιμέλεια - εισαγωγή Γιώργος Τόλιας, μετάφραση Γ. Δεπάστας, Β. Λούβρου, εκδόσεις Ολκός, Αθήνα 1996
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου