Γράφω ἐγώ.
Ἕνας ἄνθρωπος.
Ὄχι ἄξιος, ὄχι ἕτοιμος, ὄχι καθαρὸς ὅπως θὰ ἤθελα.
Κι ὅμως, γράφω γιὰ τὰ Χριστούγεννα, γιατί αὐτὴ ἡ νύχτα δὲν ζητᾶ καθαροὺς· ζητᾶ ἀνοιχτὲς καρδιές.
Ἐκείνη τὴ νύχτα ὁ Θεὸς δὲν κατέβηκε μὲ βροντές.
Δὲν ζήτησε θρόνους.
Δὲν ντύθηκε μὲ δύναμη.
Χώρεσε σὲ μιὰ φάτνη.
Στὴν ἀνάσα τῶν ζώων.
Σὲ μιὰ σιωπὴ ποὺ ἔτρεμε ἀπὸ τὸ κρύο.
Καὶ κάθε φορὰ ποὺ τὸ σκέφτομαι, κάτι μέσα μου λυγίζει καὶ συντρίβεται.
Γιατί ἂν ὁ Θεὸς ἔγινε ἄνθρωπος, τότε δὲν ὑπάρχει πιὰ ἄνθρωπος ποὺ νὰ μὴν Τὸν ἀφορᾶ.
Ἄν ὁ Ἄπειρος δέχτηκε ὅρια, τότε τὰ ὅριά μου δὲν εἶναι ντροπή.
Ἄν Ἐκεῖνος πείνασε, ἔκλαψε, κρύωσε, φοβήθηκε, τότε οἱ δικές μου ρωγμὲς δὲν εἶναι
ἀπόρριψη — εἶναι τόπος συνάντησης.

.jpg)

.jpg)




.jpg)

.jpg)
.jpg)


.jpg)


.jpg)
.jpg)