Η άγρια βοή της μάχης δεν έφτανε στα αυτιά της γυναίκας. Μεγάλη απόσταση, μιας μέρας δρόμος χώριζε τις δύο πόλεις, τη Σηλώ απ’ την Αφέκ. Μα αυτό δεν εμπόδιζε την καρδιά της να φτερουγίζει τρελά.
Ο μικρός της Αχιτώβ στριφογύριζε ολημερίς με τα συνομήλικά του. Σέρνοντας με δυσκολία τα πόδια της που όλο και βάραιναν απ’ την επτάμηνη εγκυμοσύνη της, πάσχιζε ν’ ασχοληθεί με τη λάτρα της. Μα όλα μάταια. Το μυαλό της σήμερα πετούσε μακριά.
Ο λαός της, ο λαός του Θεού, δοκιμαζόταν σκληρά. Από αλλόφυλους που συναθροίστηκαν για τον αφανισμό του. Από την πρώτη τους κιόλας σύγκρουση τα πράγματα πήγαν στραβά. Τέσσερις χιλιάδες νεκροί συμπατριώτες της σκέπασαν το πεδίο της μάχης. Γιατί ο Θεός τους παρέδωσε στα χέρια των εχθρών τους; Πώς άφησε να γίνει τέτοια συμφορά;