https://enromiosini.gr/biografies/askites-mesa-ston-kosmo-18/
Στήν Τρίπολη, ὁδός Σεραγίου, ἀριθμός 13, ἔζησε μία εὐλογημένη ψυχή, ἡ κυρα–Γιαννούλα Θάνου ἀλλά πολύ θά ἀδικηθῆ ἀπό τά λίγα πού γράφονται καί πού δέν μποροῦν νά ἀποδώσουν τήν μεγάλη πνευματική κατάστασή της. Θά μποροῦσε νά γραφῆ ὁλόκληρο συναξάρι, πολυσέλιδος τόμος, μέ τούς ἀγῶνες της, τά βιώματά της καί τίς πνευματικές νουθεσίες της, ἀλλά τότε πού ζοῦσε δέν σκέφθηκε κανείς νά κρατήση σημειώσεις.
Ἀπό τά λίγα πού ἔμειναν στήν μνήμη κάποιου πού λίγο τήν γνώρισε πρίν τριάντα περίπου χρόνια, δίδεται μιά ἁμυδρή εἰκόνα αὐτῆς τῆς χαριτωμένης ψυχῆς.
Γεννήθηκε στίς 22 Ἰανουαρίου 1923 στό χωριό Λάβδα Τριπόλεως. Ἦταν δευτερότοκη ἀπό τέσσερα ἀδέλφια. Κατά τίς διηγήσεις της προερχόταν ἀπό φτωχή οἰκογένεια ἀλλά ἦταν πολύ πιστοί οἱ γονεῖς της. Ἡ μάννα της ἰδιαίτερα ἦταν πολύ εὐλαβής. Τήν εἶχε ὡς πρότυπο στήν ζωή της καί ἔλεγε: «Ἐγώ δέν φθάνω στήν μάννα μου».
Ὅταν ἦταν μικρή καί μαγείρευαν στό σπίτι τους καλό φαγητό, ὁ πατέρας της τήν ἔστελνε νύχτα, κρυφά, κατά τό εὐαγγελικό «ὅταν ποιῇς ἐλεημοσύνην μή σαλπίσῃς ἔμπροσθέν σου»[1], νά πάη φαγητό σέ φτωχές οἰκογένειες. Στόν δρόμο συναντοῦσε σκυλιά ἄγρια πού γαύγιζαν. Αἰσθανόταν φόβο ὡς μικρή πού ἦταν, ἔκανε τόν σταυρό της, προσευχόταν καί παίρνοντας δύναμη ἔλεγε στά σκυλιά: «Σούτ! Σωπᾶστε. Ἐσεῖς στήν δουλειά σας καί ἐγώ στήν δουλειά μου». Τά σκυλιά, ὅλως παραδόξως, ἡσύχαζαν καί αὐτή συνέχιζε ἥσυχη τόν δρόμο της.