Τελικά τι είναι η ιστορία; Η χαμένη αναφορά μας; Ο μύθος μας; Μια ρετρό γοητεία; Δύσκολο να βρεις μια απάντηση. Η ιστορία ίσως είναι ο τελευταίος ισχυρός μύθος της επανοικειοποίησης του βιώματος μας.
Δεν έχει να κάνει με πεποιθήσεις, με επιλογές, με κριτήρια, τρέφεται όμως από το ένσαρκο βίωμα, από την πληρότητα του χωροχρόνου.
Στα χρόνια που πέρασαν η ιστορία με εθνικό περιεχόμενο περιθωριοποιήθηκε από τους εθνοφοβικούς και τους εθνονιχιλιστές (προβοκάτορες της μνήμης) που ψάχνουν το χαμένο κέντρο του διεθνισμού, ταυτόχρονα εργαλειοποιήθηκε από τους ζητωπάτριδες της αποδεικτικής αξίας (είρωνες της αταραξίας του χρόνου).
Οι εθνοφοβικοί και οι εθνονιχιλιστές αμάρτησαν χρόνια τώρα στο ερώτημα της αλήθειας και οι ζητωπάτριδες στους καταλόγους των γνωστικό-συναισθηματικών παλινδρομήσεων.
Εκείνοι όμως που υπερίσχυσαν τα τελευταία 40 χρόνια ήταν οι παρασιτικοί προβοκάτορες της αντι-εθνικής υστερίας. Με εμμονικές αντιλήψεις, και μηδενιστικό αμοραλισμό, με επικίνδυνες και νοσηρές ιδεοληψίες, αλλά και με στείρες προσκολλήσεις σε πολιτικές δουλοπρέπειας και μειοδοσίας, σπεκουλάρουν στην υπόθεση που λέγεται απελευθέρωση από εθνικά χαρακτηριστικά.
Ο Φρόϋντ έγραφε πως η ιστορία έχει δύο δρόμους. Ο ένας είναι να καταστεί μια αναδρομική υπόθεση και να εξελιχθεί σε φετιχισμό και ο άλλος δρόμος είναι να αναδειχθεί ως τραύμα και ως απώλεια αναφοράς.
Σ’ εμάς έχει συμβεί το δεύτερο. Ο πλούτος, η δυναμική, η αδιάλειπτη συναρπαστική αφήγηση της ελληνικής ιστορίας έχει καταστεί αγωνία τραυματική, απώλεια αναφοράς, γι’ αυτό οι νεοέλληνες στην πλειοψηφία τους συμπεριφέρονται ως πατροκτόνοι απέναντι στα ιστορικά γεγονότα.
Χρόνια τώρα οι νεοέλληνες έχουν γίνει απεργοί των ιστορικών νοημάτων. Ιστορικά είμαστε μανιοκαταθλιπτικοί. Μελετάμε τα ιστορικά γεγονότα της ελληνικής ιστορίας και βυθιζόμαστε ακόμη πιο βαθιά στην απραξία και ταυτόχρονα μας διαπερνά σταθερά η ιδέα της κατάθλιψης η οποία μας βγαίνει τις περισσότερες φορές (όπως μας έλεγε και η ψυχαναλύτρια Μ. Κλάϊν) ως κεντρομόλος επιθετικότητα.
Ως εκ τούτου ποιό πρόσωπο θα μπορούσε να επιλέξει ο κ. Μητσοτάκης για να τιμήσει τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, μόνο ένα πρόσωπο της υπερβολής και έτσι ορίστηκε επικεφαλής της επιτροπής «Ελλάδα 2021» η κ. Γ. Αγγελοπούλου.
Θα έπρεπε να ήταν ένα πρόσωπο που θα διέσχιζε την ανέκκλητη βασιλεία της φαινομενικότητας, ένα πρόσωπο που θα υπέγραφε την πολιτική προσομοίωση και τη φόρμουλα του τέλους της ιστορίας.
Η κ. Δασκαλάκη έρχεται από αυτόν τον κόσμο, του προσομοιωμένου νέο-νάρκισσου που δεν ονειρεύεται την ιδανική του εικόνα αλλά μια φόρμουλα που θα παραγάγει τον εαυτό του επ’ άπειρον.
Και η φόρμουλα αυτή είναι η ευκαιρία της επετείου, για τα 200 χρόνια από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης που αποτελεί μια ακόμη στιγμή της κ. Δασκαλάκη να δείξει το εικονικό-δυνητικό της ιστορίας ως φούσκα ζουμαρισμένη μιας τελειωμένης υπόθεσης και την προσπάθειά της να είναι η πρώτη που θα ενταφιάσει την εθνική επανάσταση στην αναφορική σιωπή.
Γιατί όπως λέει και ο ανατόμος Δρ. Γκίντερ φον Χάγκενς γνωστός και ως «Δρ. θάνατος», «Το ζήτημα είναι να ρίξουμε τα τελευταία ταμπού». Ε, λοιπόν αυτό κάνουν σήμερα οι σπεκουλαδόροι του διεθνοποιημένου πρωτογονισμού στέλνουν στην απόλυτη σιωπή τους τελευταίους ισχυρούς μύθους και την ιστορία.
Τα κανάλια, οι ανακοινώσεις, οι επετειακές εκδηλώσεις, αποτελούν τεχνική εκζήτηση και επιτήδευση της ιστορίας του 1821, κοιταγμένα από χειριστικούς πολλαπλασιασμούς που μιλούν για ένα θάνατο χωρίς πένθος. (ο Πλάτων λέει κάπου «ουκ επί παντού θανάτω τα πένθη δειν»).
Η ελληνική ιστορία του 1821 υποβιβάζεται σε μια ανακατανομή επιφανειών. Όλα είναι απονευρωμένα. Αποτελούν μια υπερβολή ανεξάρτητα από την αποχρώσα αιτία της. Εξάλλου η ιστορία αποτελεί συμφυρμό τελειωμένων γεγονότων για τους εθνονιχιλιστές .
Οι ιστορίες των λαών έχουν λήξει και αυτό γιατί ο νέος εικονικός κυβερνητικός κόσμος, δεν πρέπει να έχει δράση πέρα από το υπερσύμπαν του διαδικτύου. Όλα εκεί γίνονται προσομοιωμένες τελικότητες από σπασμένα κομμάτια ενός καθρέφτη που αντανακλώνται φευγαλέα σε εικόνες.
Αυτός είναι εξάλλου και ο κόσμος του κ. Μητσοτάκη, ένας κόσμος της εκζήτησης, μιας σταθερής ακινησίας που όλα εξαφανίζονται.
Να γιατί με απίστευτο θράσος δεν τίμησαν την ημέρα του θανάτου του Θ. Κολοκοτρώνη (4 Φεβρουαρίου 1843).Γιατί κυβέρνηση και επιτροπή δεν πιστεύουν στα εθνικά γεγονότα αλλά στη γιγάντια αναθεώρηση της ιστορίας και στον ενθουσιασμό της ερήμου της εικονικής διαδικτυακής πραγματικότητας, εκεί δηλαδή, όπου η ιστορία χάνεται στην απόσυρση ενός ορίζοντα του τέλους.
Είμαστε στο δρόμο της ύβρεως και στην τρέλα του ομηρικού Αίαντος. Έτοιμοι να ξεπουλήσουμε για μια ακόμη φορά πατρίδα (οι συμφωνίες με τους Τούρκους έρχονται) και να σβήσουμε ότι έχει μείνει από την ιστορία μας.
Απόστολος Αποστόλου. Δρ. Φιλοσοφίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου