Τρίτη 16 Ιουνίου 2020

Η ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΤΟΥ ΚΟΡΩΝOΪΟΥ ΚΑΙ ΟΙ ΣΤΟΧΟΙ…


*Defense Advanced Research Projects Agency =Υπηρεσία Έρευνας Προηγµένων Αµυντικών Ερευνητικών Προγραµµάτων. Είναι οργανισμός του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, υπεύθυνος για την ανάπτυξη αναδυόμενων τεχνολογιών για χρήση από το στρατό.



Ο ΚΟΡΩΝΑΪΟΣ ΔΙΝΕΙ ΕΠΙΚΙΝΔΥΝΗ ΩΘΗΣΗ ΣΤΗΝ ΣΚΟΤΕΙΝΗ ΑΤΖΕΝΤΑ ΤΗΣ DARPA
Της Whitney Webb
*Defense Advanced Research Projects Agency =Υπηρεσία Έρευνας Προηγµένων Αµυντικών Ερευνητικών Προγραµµάτων.
Είναι οργανισμός του Υπουργείου Άμυνας των ΗΠΑ, υπεύθυνος για την ανάπτυξη αναδυόμενων τεχνολογιών για χρήση από το στρατό.
Tεχνολογία που αναπτύχθηκε από το αμφιλεγόμενο ερευνητικό παρακλάδι του Πενταγώνου δέχεται τεράστια ώθηση εν μέσω της τρέχουσας κρίσης του κορονοϊού, με λίγη προσοχή να δίδεται στα απώτερα κίνητρα αυτής της Υπηρεσίας για ανάπτυξη των αναφερόμενων τεχνολογιών, τη δυνητική τους χρήση ως όπλα ή τις ακούσιες συνέπειες τους.
Τον Ιανουάριο, πολύ πριν η κρίση του κοροναϊού (Covid-19) οδηγήσει σε lockdowns, καραντίνα και οικονομική καταστροφή στις Ηνωμένες Πολιτείες και παραπέρα, η κοινότητα των υπηρεσιών πληροφοριών των ΗΠΑ και το Πεντάγωνο συνεργάζονταν με το Συμβούλιο Εθνικής Ασφάλειας για να δημιουργήσουν απόρρητα σχέδια αναπόκρισης σε μια επικείμενη πανδημία.
Έκτοτε υποστηρίζεται ότι οι κοινότητες πληροφοριών και στρατιωτικών πληροφοριών γνώριζαν για μια πιθανή πανδημία στις Ηνωμένες Πολιτείες ήδη από τον περασμένο Νοέμβριο, και ενδεχομένως ακόμη και πριν από τότε.
Δεδομένης αυτής της πρόγνωσης και των πολυάριθμων προσομοιώσεων που διεξήχθησαν στις Ηνωμένες Πολιτείες πέρυσι σχετικά με τις παγκόσμιες ιογενείς πανδημίες (τουλάχιστον έξι διαφορετικού πεδίου και μεγέθους), συχνά προέκυπτε το ερώτημα:
Γιατί η κυβέρνηση δεν ενήργησε ή δεν προετοιμάστηκε εάν μια επικείμενη παγκόσμια πανδημία και οι ατέλειες κάθε ανταπόκρισης σε αυτό το γεγογός, ήταν γνωστά; Παρόλο που η απάντηση στο ερώτημα αυτό έχει συχνά παρουσιαστεί ως απλή «ανικανότητα» στα ΜΜΕ, αξίζει να διερευνηθεί η πιθανότητα ότι η κρίση αφέθηκε να ξεδιπλωθεί.
Γιατί θα μπορούσε η κοινότητα πληροφοριών ή μια άλλη ομάδα της κυβέρνησης των ΗΠΑ να επιτρέψει εν γνώσει της μια τέτοια κρίση; Η απάντηση είναι ξεκάθαρη αν κοιτάξει κανείς την ιστορία, καθώς οι διάφορες κρίσεις έχουν χρησιμοποιηθεί συχνά από την κυβέρνηση των ΗΠΑ για την εφαρμογή πολιτικών που κανονικά θα απορρίπτονταν από το αμερικανικό κοινό, ξεκινώντας από τη λογοκρισία του Τύπου έως τα δίκτυα μαζικής παρακολούθησης.
Αν και η κυβερνητική απάντηση στις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου, όπως το Patriot Act, μπορεί να είναι το πιο προσιτό παράδειγμα για πολλούς Αμερικανούς, οι προσπάθειες της κυβέρνησης των ΗΠΑ να περιορίσουν τη ροή της «επικίνδυνης» δημοσιογραφίας και να παρακολουθήσουν τον πληθυσμό ξεκινούν ήδη από τον Α’.Π.Π.
Πόλλες από αυτές τις πολιτικές όπως το Patriot Act μετά την 9/11, είτε τα πολιτικά δίκτυα «κατάσκοπων» της εποχής του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, δεν έκαναν τίποτα για να προστατεύσουν την πατρίδα, αλλά αντίθετα οδήγησαν σε αυξημένη επιτήρηση και έλεγχο που συνέχιστηκε για πολύ μετά που η κρίση που τις προκάλεσε τελείωσε.
Χρησιμοποιώντας αυτό το ιστορικό ως φίλτρο, είναι δυνατόν να κοιτάξουμε την τρέχουσα κρίση του κοροναϊού για να δούμε πώς οι μακροχρόνιες ατζέντες της συνεχώς διευρυνόμενης μαζικής παρακολούθησης και της λογοκρισίας των μέσων μαζικής ενημέρωσης παίρνουν ξανά μια δραματική ώθηση χάρη στο χάος που εξαπέλυσε η πανδημία του κοροναϊού.
Ωστόσο, αυτή η κρίση είναι μοναδική, διότι έδωσε επίσης ώθηση σε μια νεότερη αλλά συμπληρωματική ατζέντα που – εάν εκπληρωθεί – θα καθιστούσε τις περισσότερες, αν όχι όλες τις άλλες κυβερνητικές προσπάθειες για τον έλεγχο και τον περιορισμό του πληθυσμού τους, άνευ αντικειμένου.
Η ΔΥΣΤΟΠΙΑ ΤΗΣ DARPA
Για χρόνια, η Υπηρεσία Προηγμένων Αμυντικών Ερευνητικών Προγραμμάτων του Πενταγώνου (DARPA) παρέμεινε σε μεγάλο βαθμό εκτός της προσοχής και σκέψης των περισσότερων Αμερικανών, καθώς τα ερευνητικά τους προγράμματα σπάνια καλύπτονται από τα ΜΜΕ και, όταν αυτό συμβαινει, τα προγράμματα τους συχνά επαινούνται ως κάτι που «ζωντανεύει ταινίες επιστημονικής φαντασίας».
Ωστόσο, υπήρξαν πρόσφατα γεγονότα που έχουν αμαυρώσει τη συχνά θετική απεικόνιση της DARPA από τα μέσα ενημέρωσης, τα οποία απεικονίζουν τον οργανισμό ως φάρο επιστημονικής «προόδου» που έχει «αλλάξει τον κόσμο» προς το καλύτερο.
Για παράδειγμα, το 2018, μια ομάδα ευρωπαίων επιστημόνων κατηγόρησε το πρόγραμμα της DARPA «Έντομα σύμμαχοι» ότι ήταν πραγματικά ένα πρόγραμμα δυστοπικών βιολογικών όπλων που αφορούσε έντομα που θα εισάγουν γενετικά τροποποιημένους ιούς σε φυτά για να επιτεθούν και να καταστρέψουν την προμήθεια τροφίμων της χώρας-στόχου.
Η DARPA, φυσικά, υποστήριξε ότι η πρόθεσή της να χρησιμοποιήσει αυτά τα έντομα για τη γενετική τροποποίηση των φυτών ήταν αντ ‘αυτού η «προστασία» της τροφοδοσίας τροφίμων. Ανεξάρτητα από τους ισχυρισμούς της DARPA ότι είναι απλώς ένα «αμυντικό» πρόγραμμα, θα πρέπει να είναι σαφές στους αναγνώστες ότι μια τέτοια τεχνολογία θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιηθεί με κάθε τρόπο, ανάλογα με αυτόν που θα τη χειρίζεται.
Αν και τα φουτουριστικά πολεμικά όπλα της DARPA συχνά λαμβάνουν την περισσότερη προσοχή από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, ο οργανισμός έχει μακροχρόνια συμφέροντα ενασχόλησης, όχι μόνο με τη βιολογία των φυτών, αλλά και των ανθρώπων.
Η DARPA, η οποία χρηματοδοτείται με περίπου 3 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, έχει διάφορους δρόμους μέσω των οποίων επιδιώκει αυτά τα φιλόδοξα προγράμματα, με πολλούς από αυτούς τώρα υπό την εποπτεία του «Γραφείου Βιολογικών Τεχνολογιών» (BTO) , που που αποτελεί τμήμα της και δημιουργήθηκε το 2014.
Μέχρι προσφάτως, ορισμένα από τα προγράμματα ανθρώπινης βιολογίας και βιοτεχνολογίας της DARPA στο BTO, έχουν λάβει τεράστια ώθηση δημοσιων σχέσεων χάρη στην τρέχουσα κρίση του κοροναϊού, με πρόσφατες αναφορές ακόμη να ισχυρίζονται ότι η υπηρεσία «ίσως έχει δημιουργήσει τις μεγαλύτερες ελπίδες για να σταματήσει το Covid-19».
Οι περισσότερες από αυτές τις τεχνολογίες που συγκεντρώνουν θετική δημοσιότητα χάρη στον Covid-19, αναπτύχθηκαν πριν από αρκετά χρόνια.
Περιλαμβάνουν τις πλατφόρμες που χρηματοδοτούνται από τη DARPA και χρησιμοποιούνται για την παραγωγή εμβολίων DNA και RNA, τύπους εμβολίων που δεν έχουν ποτέ εγκριθεί για ανθρώπινη χρήση στις ΗΠΑ και περιλαμβάνουν έγχυση ξένου γενετικού υλικού στο ανθρώπινο σώμα.
Συγκεκριμένα, είναι αυτή ακριβώς η κατηγορία εμβολίων που τώρα παράγονται από εταιρείες που συνεργάζονται με την DARPA, και που ο δισεκατομμυριούχος και «φιλάνθρωπος» της παγκόσμιας υγείας Μπιλ Γκέιτς ισχυρίστηκε πρόσφατα ότι τον «έχει ενθουσιάσει πιο πολύ» σε σχέση με άλλα υποψήφια εμβόλια για τον Covid-19.
Ωστόσο, βασικές πτυχές σχετικά με αυτά τα εμβόλια και άλλες πρωτοβουλίες «υγειονομικής περίθαλψης» της DARPA έχουν μείνει εκτός αυτών των πρόσφατων θετικών αναφορών, πιθανώς επειδή δέιχνουν αυτά που είναι αναμφισβήτητα η πιο σκοτεινή ατζέντα του οργανισμού.
«IN VIVO ΝΑΝΟΠΛΑΤΦΟΡΜΕΣ»
Το 2006, η DARPA ανακοίνωσε το πρόγραμμα της για την πρόβλεψη υγείας και νόσων (PHD), το οποίο προσπαθεί να προσδιορίσει «εάν ένα άτομο θα αναπτύξει μια μολυσματική ασθένεια πριν από την έναρξη των συμπτωμάτων.»
Το πρόγραμμα PHD σχεδίαζε να το επιτύχει αυτό «εντοπίζοντας αλλαγές στη βασική κατάσταση της ανθρώπινης υγείας μέσω συχνής παρακολούθησης» με ιδιαίτερη έμφαση στα «ιογενή παθογόνα του ανώτερου αναπνευστικού».
Τρία χρόνια αργότερα, το 2010, ερευνητές του Πανεπιστήμιο Duke που χρηματοδοτήθηκαν από τη DARPA δημιούργησαν τα θεμέλια για αυτό το εργαλείο, το οποίο θα χρησιμοποιούσε τη γενετική ανάλυση δειγμάτων αίματος για να προσδιορίσει εάν κάποιος έχει μολυνθεί με ιό πριν εμφανίσει συμπτώματα.
Οι τότε εκθέσεις ισχυρίστηκαν ότι αυτές οι «προληπτικές διαγνώσεις» θα μεταδοθούν σε «έναν εθνικό, διαδικτυακό χάρτη γρίπης» διαθέσιμο μέσω smartphone.
Μετά τη δημιουργία του BTO της DARPA το 2014, το συγκεκριμένο πρόγραμμα οδήγησε στο πρόγραμμα «In Vivo Nanoplatforms (IVN)».
Ο διαγνωστικός κλάδος αυτού του προγράμματος, που συντομογραφείται ως IVN:Dx, «διερευνά τεχνολογίες που ενσωματώνουν εμφυτεύσιμες νανοπλατφόρμες αποτελούμενες από βιο-συμβατά, μη τοξικά υλικά.
In vivo ανίχνευση μικρών και μεγάλων μορίων βιολογικού ενδιαφέροντος. πολυπλεξική ανίχνευση αναλυτών σε κλινικά σχετικές συγκεντρώσεις · και εξωτερική ανάκριση των νανοπλατφορμών χωρίς τη χρήση εμφυτευμένων ηλεκτρονικών για επικοινωνία.
«Παλαιότερες αναφορές για το πρόγραμμα το περιγράφουν ως ανάπτυξη «τάξεων νανοσωματιδίων με αισθητήρες για τη διάγνωση και θεραπεία μιας ασθένειας, νόσου και μόλυνσης εκ των έσω. Η τεχνολογία περιλαμβάνει εμφυτεύσιμα νανοσωματίδια που αισθάνονται συγκεκριμένα μόρια βιολογικού ενδιαφέροντος.»
Το πρόγραμμα IVN της DARPA βοήθησε έκτοτε τη χρηματοδότηση και παραγωγή «μαλακών, εύκαμπτων υδροτζέλ που εγχέονται ακριβώς κάτω από το δέρμα για την παρακολούθηση της σωματικής υγείας και συγχρονίζονται με μια εφαρμογή smartphone ώστε να δίνουν άμεσες πληροφορίες για την υγεία», ένα προϊόν που κυκλοφόρησε και δημιουργήθηκε επί του παρόντος από την εταιρεία Profusa που χρηματοδοτείται από την DARPA και τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH).
Η Profusa, η οποία έχει λάβει εκατομμύρια εκατομμυρίων από την DARPA τα τελευταία χρόνια, ισχυρίζεται ότι οι πληροφορίες που αποσπώνται από τον ενέσιμο βιοαισθητήρα της θα «κοινοποιούνται με ασφάλεια» και θα είναι προσβάσιμες σε «άτομα, γιατρούς και επαγγελματίες της δημόσιας υγείας».
Ωστόσο, η τρέχουσα ώθηση για ένα εθνικό σύστημα «εντοπισμού επαφών» που βασίζεται στα προσωπικά δεδομένα υγείας των πολιτών είναι πιθανό να επεκτείνει αυτήν την κοινή χρήση δεδομένων, συνταιριαζόμενη βολικά με τον παλιό στόχο της DARPA για τη δημιουργία μιας εθνικής, διαδικτυακής βάσης δεδομένων προληπτικών διαγνώσεων.
Η Profusa υποστηρίζεται επίσης από την Google, η οποία εμπλέκεται στενά σε αυτές τις νέες για μαζική παρακολούθηση πρωτοβουλίες«ανίχνευσης επαφών»και έχει τον πρώην ηγέτη της πλειοψηφίας της Γερουσίας William Frist μεταξύ των μελών του διοικητικού της συμβουλίου. Συνεργάζονται επίσης με τα Εθνικά Ινστιτούτα Υγείας (NIH).
Η εταιρεία έχει επίσης σημαντική εμπλοκή με τη διαγνωστική εταιρεία Cepheid, η οποία πρόσφατα κέρδισε την έγκριση του FDA για το γρήγορο τεστ κοροναϊού και της είχαν στο παρελθόν ανατεθεί επικερδείς κυβερνητικές συμβάσεις για την ανίχνευση άνθρακα στο ταχυδρομικό σύστημα των ΗΠΑ.
Από τον περασμένο Μάρτιο, η Profusa κέρδισε και πάλι χρηματοδότηση από τη DARPA για να καθορίσει εάν οι ενέσιμοι βιοαισθητήρες τους μπορούν να προβλέψουν μελλοντικές πανδημίες, συμπεριλαμβανομένου του τώρα ευρέως προβλεπόμενου «δεύτερου κύματος» του Covid-19, και να εντοπίσουν εκείνους που έχουν μολυνθεί έως και τρεις εβδομάδες πριν την εμφάνιση συμπτωμάτων .
Η εταιρεία αναμένει να έχει τους βιοαισθητήρες της εγκεκριμένους από το FDA για το σκοπό αυτό, έως τις αρχές του επόμενου έτους, περίπου την ίδια στιγμή που ένα εμβόλιο για τον κοραναϊό αναμένεται να είναι διαθέσιμο στο ευρύ κοινό.
«LIVING FOUNDRIES»
Ένα άλλο μακροχρόνιο πρόγραμμα της DARPA, το οποίο τώρα εποπτεύεται από το BTO, είναι γνωστό ως “Living Foundries”.
Σύμφωνα με τον ιστότοπο της DARPA, το Living Foundries «στοχεύει να επιτρέψει την προσαρμόσιμη, επεκτάσιμη και κατ ‘απαίτηση παραγωγή [συνθετικών] μορίων μέσω του προγραμματισμού των θεμελιωδών μεταβολικών διαδικασιών των βιολογικών συστημάτων για τη δημιουργία ενός τεράστιου αριθμού σύνθετων μορίων που δεν είναι διαφορετικά προσβάσιμα.
Μέσω του Living Foundries, η DARPA μετατρέπει τη συνθετική βιοπαραγωγή σε μια προβλέψιμη τεχνική πρακτική που υποστηρίζει ένα ευρύ φάσμα στόχων εθνικής ασφάλειας. ”
Οι τύποι έρευνας που υποστηρίζει το «Living Foundries» περιλαμβάνει τη δημιουργία «τεχνητής ζωής», συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας τεχνητού γενετικού υλικού, τεχνητών χρωμοσωμάτων, της δημιουργίας «εντελώς νέων οργανισμών» και της χρήσης τεχνητού γενετικού υλικού για την «προσθήκη νέων δυνατοτήτων» στα ανθρώπινα όντα (δηλ. γενετική τροποποίηση του ανθρώπου μέσω της εισαγωγής συνθετικά δημιουργημένου γενετικού υλικού).
Το τελευταίο είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό (παρόλο που τα πάντα ειναι ανησυχητικά), καθώς η DARPA έχει επίσης άλλο ένα πρότζεκτ που ονομάζεται «Advanced Tools for Mammalian Genome Engineering» (Προηγμένα Εργαλεία Μηχανικής Γονιδιώματος Θηλαστικών) , το οποίο – παρά το ότι έχει τη λέξη “θηλαστικό” στο όνομα – επικεντρώνεται ειδικώς στη βελτίωση “της χρησιμότητας των ανθρώπινων τεχνητών χρωμοσωμάτων (HAC)”, τα οποία η DARPA περιγράφει ως «θεμελιώδες εργαλείο για την ανάπτυξη προηγμένων θεραπειών, εμβολίων και κυτταρικών διαγνωστικών».
Αν και έρευνες συχνά επικεντρώνονται στα HACs ως μια επαναστατική ιατρική πρόοδο, συχνά προωθούνται ως μέσο «ενίσχυσης» των ανθρώπων με την ενσωμάτωσή τους με μη φυσικά χαρακτηριστικά, όπως η διακοπή της γήρανσης ή η βελτίωση της γνώστικής ικανότητας.
Η DARPA είναι γνωστό ότι συμμετέχει στην έρευνα όπου αυτές οι μέθοδοι χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία «σούπερ στρατιωτών» που δεν χρειάζονται πλέον ύπνο ή κανονικά γεύματα μεταξύ άλλων επαυξημένων «χαρακτηριστικών», και έχει ένα άλλο πρόγραμμα για τη δημιουργία «μεταβολικά κυρίαρχων» μαχητών.
Οι αναφορές για αυτά τα προγράμματα αναφέρουν επίσης την άλλη, πολύ ανησυχητική χρήση αυτών των ίδιων τεχνολογιών, ως «γενετικά όπλα» που «ανατρέπουν το DNA» και «υπονομεύουν το μυαλό και το σώμα των ανθρώπων».
Μια άλλη πιθανή εφαρμογή που διερευνάται ενεργά από τη DARPA είναι το πρόγραμμα Βιοσχεδιασμού (BioDesign), το οποίο εξετάζει τη δημιουργία συνθετικών οργανισμών που έχουν δημιουργηθεί για να είναι αθάνατοι και προγραμματίζονται με ένα “διακόπτη θανάτωσης” που επιτρέπει σε έναν συνθετικό, αλλά οργανικό οργανισμό να “απενεργοποιηθεί” οποιαδήποτε χρονική στιγμή.
Αυτό οδήγησε ορισμένους να υποθέσουν ότι μια τέτοια έρευνα θα μπορούσε να ανοίξει τις πόρτες στη δημιουργία «ανθρώπινων κλόνων» που θα χρησιμοποιούνται σε πολέμους και άλλες εργασίες, όπως αυτούς που εμφανίζονται στην ταινία επιστημονικής φαντασίας Bladerunner.
Ωστόσο, αυτοί οι γενετικοί «διακόπτες θανάτωσης» θα μπορούσαν επίσης να εισαχθούν σε πραγματικούς ανθρώπους μέσω τεχνητών χρωμοσωμάτων, τα οποία – όπως ακριβώς έχουν τη δυνατότητα να παρατείνουν τη ζωή – έχουν επίσης τη δυνατότητα να τη συντομεύουν.
Συγκεκριμένα, αποκαλύφθηκε το 2017 ότι η DARPA είχε επενδύσει 100 εκατομμύρια δολάρια σε έρευνα «γονιδιακής κίνησης», η οποία περιλαμβάνει τη χρήση γενετικής μετάλλαξης για την εξάλλειψη ολόκληρων πληθυσμών, πράγμα που εξηγεί τη συχνή αναφορά της ως τεχνολογία «γενετικής εξαφάνισης».
Επιπλέον, άλλα πειράματα περιλαμβάνουν τη χρήση γενετικά τροποποιημένων ιών που εισάγουν γενετικό υλικό σε ανθρώπινα κύτταρα, και συγκεκριμένα σε νευρώνες του εγκεφάλου, προκειμένου να «τροποποιήσουν» τη χημεία του ανθρώπινου εγκεφάλου.
Σε μια περίπτωση, έρευνα που χρηματοδοτήθηκε από τη DARPA άλλαξε τα ανθρώπινα εγκεφαλικά κύτταρα ώστε να παράγουν δύο νέες πρωτεΐνες, με την πρώτη να επιτρέπει στη νευρική δραστηριότητα να ανιχνεύεται εύκολα από εξωτερικές συσκευές και τη δεύτερη να επιτρέπει σε «μαγνητικά νανοσωματίδια» να «δημιουργούν μια εικόνα ή ένα ήχο στο μυαλό του ασθενούς “.
«ΜΗ ΕΠΕΜΒΑΤΙΚΗ ΝΕΥΡΟΤΕΧΝΟΛΟΓΙΑ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΓΕΝΙΑΣ»
Η αλλαγή της χημείας και της λειτουργικότητας του ανθρώπινου εγκεφάλου σε κυτταρικό επίπεδο είναι μόνο μία από τις πολυάριθμες πρωτοβουλίες της DARPA που στοχεύουν στην αλλαγή του τρόπου με τον οποίο τα ανθρώπινα όντα σκέφτονται και αντιλαμβάνονται την πραγματικότητα. Από το 2002, η DARPA παραδέχτηκε τις προσπάθειές της για τη δημιουργία μιας «διεπαφής εγκεφάλου-μηχανής (BMI)».
Αν και πρώτα αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός «ασύρματου εγκεφαλικού μόντεμ ένός αρουραίου που θα κινούνταν ελεύθερα», το οποίο θα επέτρεπε τον έλεγχο των κινήσεων του ζώου από απόσταση, η DARPA δεν ήταν ντροπαλή για τον τελικό στόχο να εφαρμόσει αυτήν την «βελτίωση» του εγκεφάλου στον άνθρωπο προκειμένου οι στρατιώτες να «επικοινωνούν μόνο με σκέψη» ή για να ελέγχουν εξ αποστάσεως ανθρώπινα όντα (μόνο από την πλευρά του εχθρού, έτσι λένε) για πολεμικούς σκοπούς.
Το πρότζεκτ αυτό, το οποίο έχει προχωρήσει πολύ τα τελευταία χρόνια, έχει προκαλέσει εδώ και καιρό μεγάλη ανησυχία μεταξύ διακεκριμένων επιστημόνων της άμυνας, μερικοί από τους οποίους προειδοποίησαν σε μια έκθεση του 2008 ότι «η απομακρυσμένη καθοδήγηση ή ο έλεγχος ενός ανθρώπου» θα μπορούσε γρήγορα να γυρίσει μπούμερανγκ εάν ένας αντίπαλος αποκτούσε πρόσβαση στην εμφυτευμένη τεχνολογία (ανοίγοντας τη δυνατότητα «χακαρίσματος» του εγκεφάλου ενός ατόμου), και επίσης εξέφρασαν ανησυχίες σχετικά με τους γενικούς ηθικούς κινδύνους τέτοιων τεχνολογιών.
Οι εργασίες ξεκίνησαν το 2011 για την ανάπτυξη «εγκεφαλικών εμφυτευμάτων» για χρήση σε στρατιώτες, με στόχο επισήμως τη θεραπεία νευρολογικών βλαβών σε βετεράνους, και τέτοια εμφυτεύματα έχουν δοκιμαστεί σε εθελοντές σε πειράματα που χρηματοδοτεί η DARPA τουλάχιστον από το 2015.
Ανησυχίες, όπως αυτές που ανέφεραν αυτοί οι επιστήμονες το 2008, απορρίπτονταν συνεχώς από την DARPA, η οποία ισχυρίζεται σταθερά ότι τα αμφιλεγόμενα ερευνητικά της πρότζεκτς αξιολογούνται από τους «ηθικούς εμπειρογνώμονες» τους.
Ωστόσο, αξίζει να σημειωθεί πώς η ηγεσία της DARPA βλέπει αυτά τα ηθικά διλήμματα, αφού τελικά έχουν την τελευταία λέξη. Για παράδειγμα, το 2015, ο Michael Goldblatt, τότε διευθυντής του Γραφείου Επιστημών Άμυνας (DSO) της DARPA, το οποίο επιβλέπει τις περισσότερες πτυχές του προγράμματος «super στρατιώτης», δήλωσε στην δημοσιογράφο Annie Jacobsen ότι δεν είδε καμία διαφορά μεταξύ « ενός τσιπ στο δικό σας εγκέφαλο που θα μπορούσε να βοηθήσει στον έλεγχο των σκέψεών σας » και « ένα κοχλιακό εμφύτευμα ωτός που βοηθά τους κωφούς να ακούσουν ».
Όταν πιέστηκε για τις ανεπιθύμητες συνέπειες μιας τέτοιας τεχνολογίας, ο Goldblatt δήλωσε ότι «υπάρχουν ανεπιθύμητες συνέπειες για τα πάντα».
Επομένως, αξίζει να επισημανθεί ότι, ενώ οι τεχνολογίες που αναπτύχθηκαν από τη DARPA (από την ανθρώπινη γενετική μηχανική έως τις διεπαφές εγκεφάλου-μηχανής) συχνά προωθούνται πρώτα ως κάτι που θα φέρει επανάσταση και θα βελτιώσει την ανθρώπινη υγεία, η DARPA θεωρεί ότι η χρήση αυτών των τεχνολογιών για τέτοιους σκοπούς είναι στο ίδιο επίπεδο με άλλες δυστοπικές και ειλικρινά εφιαλτικές εφαρμογές, όπως ο έλεγχος της σκέψης.
Οι διεπαφές εγκεφάλου-μηχανής δεν αποτελούν εξαίρεση, έχοντας προωθηθεί για πρώτη φορά ως τρόπος «ενίσχυσης των σωματικών λειτουργιών των βετεράνων με νευρική βλάβη ή μετατραυματική διαταραχή στρες» και για να επιτρέπεται στους ακρωτηριασμένους να ελέγχουν εξελιγμένα προσθετικά μέλη.
Ενώ αυτά αντιπροσωπεύουν πράγματι μεγάλα ιατρικά επιτεύγματα, η ηγεσία της DARPA έχει καταστήσει σαφές ότι δεν βλέπουν καμία διάκριση μεταξύ της ιατρικής χρήσης των διεπαφών εγκεφάλου μηχανής και της χρήσης τους για άσκηση σχεδόν απόλυτου ελέγχου σε έναν άνθρωπο «καθοδηγώντας» τις σκέψεις του και ακόμη και τις κινήσεις του.
Αυτή η ξεκάθαρη θέση της ηγεσίας της DARPA καθιστά άξια διερεύνησης τα τωρινά πρότζεκτς διεπαφών «εγκεφάλου-μηχανής», καθώς και τους σαφείς στόχους τους. Για παράδειγμα, ένας από τους στόχους του πρότζεκτ Μη Επεμβατικής Νευροτεχνολογίας Επόμενης Γενιάς (N3), περιλαμβάνει τη χρήση «μη επεμβατικών ή ελάχιστα επεμβατικών διεπαφών εγκεφάλου-υπολογιστή» για «ανάγνωση και εγγραφή» απευθείας στον εγκέφαλο.
Σύμφωνα με μια πρόσφατη έκθεση για το πρότζεκτ N3 της DARPA, ένα παράδειγμα «ελάχιστα επεμβατικών» τεχνολογιών θα περιελάμβανε:
«μια ένεση ενός ιού που μεταφέρει αισθητήρες ευαίσθητους στο φως, ή άλλα χημικά, βιοτεχνολογικά ή αυτοσυναρμολογούμενα νανομπότ που μπορούν να φτάσουν σε μεμονωμένους νευρώνες και να ελέγχουν τη δραστηριότητά τους ανεξάρτητα, χωρίς να καταστρέφουν ευαίσθητους ιστούς.
Η προτεινόμενη χρήση για αυτές τις τεχνολογίες δεν είναι ακόμη καλά καθορισμένη, αλλά όπως έχουν δείξει πειράματα σε ζώα, ο έλεγχος της δραστηριότητας μεμονωμένων νευρώνων σε πολλαπλά σημεία αρκεί για τον προγραμματισμό τεχνητών αναμνήσεων φόβου, επιθυμίας και εμπειριών, απευθείας στον εγκέφαλο. ”
Αν και ο υποτιθέμενος στόχος του Ν3 σχετίζεται με τη δημιουργία όπλων «ελεγχόμενων από τη σκέψη» που αντιδρούν και πυροδοτούνται βάσει των σκέψεων ενός στρατιώτη, το γεγονός ότι η τεχνολογία είναι επίσης αμφίδρομη, δημιουργεί την ανησυχητική πιθανότητα ότι θα καταβληθούν προσπάθειες για τον έλεγχο και τον προγραμματισμό των σκέψεων και των αντιλήψεων ενός στρατιώτη.
Αυτό μπορεί να είναι το κυρίως σχέδιο άσχετα από ότι δημοσίευσε η DARPA, καθώς επίσημα στρατιωτικά έγγραφα έχουν δηλώσει ανοιχτά ότι ο απώτερος στόχος του Πενταγώνου είναι να αντικαταστήσει ουσιαστικά τους στρατιώτες με «αυτοσυνειδητά» διασυνδεδεμένα ρομπότ που θα σχεδιάζουν και θα διεξάγουν επιχειρήσεις εναντίον στόχων, επιλεγμένων από συστήματα τεχνητής νοημοσύνης.
Αυτό το οπλικό σύστημα του όχι τόσο μακρινού μέλλοντος φαίνεται να έχει περιορισμένο χώρο για τα ανθρώπινα όντα, ακόμη και εκείνα που είναι ικανά να «ελέγχουν» όπλα με το μυαλό τους, υποδηλώνοντας ότι οι φουτουριστές στρατιωτικοί ηγέτες βλέπουν τους στρατιώτες με διασυνδέσεις εγκεφάλου-μηχανής ως ένα «όπλο» που θα συνδεόταν επίσης στο ίδιο σύστημα τεχνητής νοημοσύνης. Αξίζει επίσης να επισημανθεί ότι η DARPA προσπαθεί να δημιουργήσει έναν «τεχνητό ανθρώπινο εγκέφαλο» από το 2013.
Επιπλέον, αναφορές για αυτές τις διασυνδέσεις εγκεφάλου-μηχανής της DARPA έχουν δείξει ότι αυτή η αμφίδρομη τεχνολογία θα χρησιμοποιηθεί για να «θολώσει την αντίληψη των στρατιωτών» «απομακρύνοντάς τους από τη συναισθηματική ενοχή του πολέμου», μια κίνηση που θα δημιουργούσε ένα επικίνδυνο προηγούμενο και σίγουρα θα κατέληγε σε αλματώδη αύξηση των εγκλημάτων πολέμου.
Φυσικά, αυτές είναι μόνο οι παραδεκτές, πιθανές «στρατιωτικές» εφαρμογές αυτής της τεχνολογίας. Μόλις αυτή η τεχνολογία μετακινηθεί από τον στρατό στην πολιτική σφαίρα, όπως στο παρελθόν αρκετές εφευρέσεις της DARPA, η χρήση της για «απομακρυσμένη καθοδήγηση», «έλεγχο σκέψης» ή / και τον προγραμματισμό σκέψεων και εμπειριών είναι πολύ πιθανό να καταχρασθεί από κυβερνήσεις, εταιρείες και άλλους μεσίτες ισχύος στις ΗΠΑ και πέραν αυτών, για σκοπούς ελέγχου.
Η είσοδος των διεπαφών εγκεφάλου-μηχανής στην πολιτική σφαίρα δεν είναι πολύ μακριά, καθώς στελέχη και ερευνητές της DARPA που έχουν εργαστεί στο N3 και σε άλλα προγράμματα τέτοιων διεπαφών που υποστηρίζονται από τη DARPA, έχουν «μαζευτεί» από την Verily (μια συνεργασία των Google και GlaxoSmithKline), τη Neuralink του Elon Musk και τη Building 8 του Facebook – οι οποίες έχουν εργαστεί για να φέρουν στην αγορά συσκευές «νευροδιαμόρφωσης» και διεπαφών εγκεφάλου-μηχανής.
«ΑΝΘΡΩΠΙΝΟΙ ΒΙΟ-ΑΝΤΙΔΡΑΣΤΗΡΕΣ», «ΝΑΝΟΘΕΡΑΠΕΙΕΣ» ΚΑΙ ΓΕΝΝΕΤΙΚΑ ΕΜΒΟΛΙΑ ΜΕ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΗΣ DARPA
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η DARPA συχνά προσδιορίζει τις αμφιλεγόμενες τεχνολογίες που αναπτύσει, ως αναπτυσσόμενες προς ιατρικό και υγειονομικό όφελος. Εκτός από τις τεχνολογίες που έχουν ήδη συζητηθεί, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η DARPA ενδιαφέρεται πολύ για την υγεία, ιδιαιτέρως για τα εμβόλια, εδώ και καιρό.
Για παράδειγμα, το 2010, η DARPA άρχισε να αναπτύσσει μια κατηγορία εμβολίων που θα μπορούσαν να «χρησιμοποιηθούν ενάντια σε άγνωστα παθογόνα», ένα στοιχείο του προγράμματος Accelerated Manufacture of Pharmaceuticals .
Το εμβόλιο θα ενέσει χιλιάδες συνθετικά αντισώματα, όπως αυτά που αναπτύχθηκαν μέσω του προγράμματος «Living Foundries», στο ανθρώπινο σώμα. Αυτά τα συνθετικά αντισώματα ή τα «συν-σώματα» θα «δημιουργούσαν ένα κιτ εργαλείων ανοσίας που μπορεί να συνδυαστεί με μυριάδες τρόπους για την αντιμετώπιση σχεδόν κάθε παθογόνου».
Την ίδια χρονιά, η DARPA άρχισε να χρηματοδοτεί προσπάθειες για τη δημιουργία «συνθετικών εμβολίων DNA πολλαπλών παραγόντων» που θα διανεμηθούν στο ανθρώπινο σώμα μέσω «μη επεμβατικής ηλεκτροδιάτρησης» και γρήγορα προωθήθηκε σε αναφορές των ΜΜΕ ως ένας τρόπος γρήγορης παραγωγής εμβολίων, σε σύγκριση με τις παραδοσιακές μεθόδους παραγωγής εμβολίων.
Αυτή η κατηγορία εμβολίου θα περιλαμβάνει τον ίδιο τύπο συνθετικού DNA που η DARPA επίσης ταυτόχρονα ερευνούσε για τον σκοπό τόσο της «ενίσχυσης» όσο και της «ανατροπής» των ανθρώπων σε γενετικό επίπεδο. Ήταν επίσης το ίδιο έτος 2010, που το Ίδρυμα Bill και Melinda Gates άρχισε να χρηματοδοτεί έντονα εμβόλια DNA και RNA.
Τα εμβόλια DNA, τα οποία δημιουργήθηκαν για πρώτη φορά το 2005, δεν έχουν εγκριθεί ποτέ για ανθρώπινη χρήση στις Ηνωμένες Πολιτείες και προηγούμενες μελέτες έχουν προειδοποιήσει ότι «είναι μη προβλέψιμα και διαθέτουν αρκετούς εν δυνάμει κινδύνους» και ότι «υπάρχει ανεπαρκής γνώση για τον προσδιορισμό είτε της πιθανότητας ανεπιθύμητων ενεργειών είτε των συνεπειών των γενετικών τροποποιήσεων. ”
Ένα άλλο μακροχρόνιο ζήτημα με τέτοια εμβόλια είναι ο μετριασμός των «ανεπιθύμητων ανοσολογικών αντιδράσεων» που προκύπτουν από τη φυσική ανοσοαπόκριση στο ξένο γενετικό υλικό που περιέχουν.
Το 2011, η DARPA ανακοίνωσε το πρόγραμμα «Rapidly Adaptable Nanotherapeutics», το οποίο επιδιώκει να δημιουργήσει μια «πλατφόρμα ικανή να συνθέσει γρήγορα θεραπευτικά νανοσωματίδια» με στόχο την καταπολέμηση των «εξελισσόμενων και ακόμη και των γενετικά κατασκευασμένων βιολογικών όπλων».
Το σχέδιο της DARPA για αυτά τα νανοσωματίδια, τα οποία σε αναφορές των μέσων ενημέρωσης περιγράφονται απλά ως «μικρά, αυτόνομα συστήματα χορήγησης φαρμάκων,» ήταν να τα συνδυάσουν με «μικρό παρεμβαλλόμενο RNA (siRNA),» τα οποία είναι αποσπάσματα του RNA που μπορούν να στοχεύσουν και να τερματίσουν συγκεκριμένα γονίδια.
Όπως έγγραψε τότε το Wired : «το siRNA θα μπορούσε να επαναπρογραμματιστεί «εν κινήσει» και να εφαρμοστεί σε διαφορετικά παθογόνα, επιτρέποντας στα νανοσωματίδια «να φορτωθούν με τα σωστά μόρια siRNA και να σταλούν απευθείας σε κύτταρα υπεύθυνα για τη μόλυνση».
Τη δημιουργία αυτού του προγράμματος ακολούθησε σύντομα η απόφαση της DARPA το 2013 να χρηματοδοτήσει τη Moderna Therapeutics με κεφάλαιο ύψους 25 εκατομμυρίων δολαρίων για να αναπτύξει την πλατφόρμα παραγωγής συνθετικών εμβολίων RNA της. Η DARPA χρηματοδότησε το πρότζεκτ για να «αναπτύξει τεχνολογίες πλατφόρμας που μπορούν να παραταχθούν με ασφάλεια και ταχύτητα για να παρέχουν στον πληθυσμό των ΗΠΑ άμεση προστασία έναντι των αναδυόμενων μολυσματικών ασθενειών και των βιολογικών όπλων».
Στη συνέχεια, το 2015, η έρευνα της DARPA για εμβόλια που περιλαμβάνουν συνθετικά αντισώματα και συνθετικό γενετικό υλικό επεκτάθηκε, με την παροχή 45 εκατομμυρίων δολαρίων στην εταιρεία εμβολίων DNA, Inovio Pharmaceuticals. Την ίδια χρονιά, τα εμβόλια RNA και DNA που χρηματοδοτήθηκαν από τη DARPA άρχισαν να παρουσιάζονται διαφορετικά τόσο από τους ερευνητές της DARPA όσο και από τα μέσα ενημέρωσης – που περιέγραψαν την τεχνολογία ως μετασχηματισμό του ανθρώπινου σώματος σε «βιοαντιδραστήρα».
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι εταιρείες εμβολίων DNA και RNA που υποστηρίζονται από την DARPA, συμπεριλαμβανομένων των Moderna, Inovio καθώς και της γερμανικής CureVac , δεν μπόρεσαν να πάρουν άδεια για τα προϊόντα τους για ανθρώπινη χρήση, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι τα εμβόλια τους απέτυχαν να παρέχουν επαρκή ανοσία σε ανθρώπινες δοκιμές. Παραδείγματα αυτών των αναποτελεσματικών εμβολίων περιλαμβάνουν την απόπειρα της CureVac για ένα εμβόλιο λύσσας και τις προσπάθειες της Moderna να δημιουργήσει ένα εμβόλιο για τον ιό Zika (που χρηματοδοτήθηκε από την κυβέρνηση των ΗΠΑ).
Έχουν προταθεί αρκετές λύσεις για αυτό το ζήτημα, συμπεριλαμβανομένων εμβολίων όπου το γενετικό υλικό (RNA ή DNA) «αυτο-ενισχύεται». Ωστόσο, η λύση που επιλέχθηκε για να αντιμετωπιστεί η έλλειψη ανοσοαπόκρισης και άλλων εμποδίων των εμβολίων DNA / RNA, είναι η ενσωμάτωση νανοτεχνολογίας σε αυτά. Ως αποτέλεσμα, η χρήση νανοσωματιδίων ως φορέων για το γενετικό υλικό σε αυτά τα εμβόλια έχει προωθηθεί ευρέως και μελετήθηκε, καθώς επίσης προωθήθηκε ως ο καλύτερος τρόπος για τη βελτίωση της σταθερότητάς τους, την αύξηση της στοχευμένης ικανότητας παράδοσής τους και την ενίσχυση της ανοσολογικής απόκρισης που προκαλούν.
Ο συνδυασμός εμβολίων DNA ή RNA με νανοτεχνολογία έχει ήδη γίνει πραγματικότητα χάρη στις εταιρείες που ηγούνται αυτού του τομέα.
Για παράδειγμα, η εταιρεία εμβολίων DNA που υποστηρίζεται από τη DARPA, η Inovio Pharmaceuticals χρησιμοποιεί κάτι που αναφέρονται ως “νανοτεχνολογία DNA” στη σειρά των συνθετικών εμβολίων της με την επωνυμία “SynCon”, η οποία χρησιμοποιεί απόρρητο αλγόριθμο υπολογιστή για να σχεδιάσει τα εμβόλια της.
Είναι μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση, λοιπόν, ότι το εμβόλιο της Inovio, το “SynCon” για τον Covid-19, τώρα φαίνεται να είναι μπροστά από τα υπόλοιπα, με την υποστήριξη του Bill Gates, της DARPA, του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργιών και Λοιμωδών Νοσημάτων (NIAID) και άλλων κυβερνητικών υπηρεσιών.
ΘΑ ΜΑΣ ΣΩΣΕΙ Η DARPA ΑΠΟ ΤΟΝ COVID-19;
Τον Ιανουάριο, ο CEPI (Συνασπισμός για Καινοτομίες Επιδημιολογικής Ετοιμότητας) ανακοίνωσε ότι θα ξεκινήσει τη χρηματοδότηση υποψήφιων εμβολίων κοροναϊού, πολύ πριν γίνει σημαντικό παγκόσμιο ζήτημα.
Ο CEPI περιγράφεται ως «μια συνεργασία δημόσιων, ιδιωτικών, φιλανθρωπικών και πολιτικών οργανώσεων που θα χρηματοδοτήσουν και θα συντονίσουν την ανάπτυξη εμβολίων κατά απειλών για τη δημόσια υγεία, υψηλής προτεραιότητας» και ιδρύθηκε το 2017 από τις κυβερνήσεις της Νορβηγίας και της Ινδίας μαζί με το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ (WEF) και το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates.
Τον ίδιο μήνα, ο CEPI επέλεξε μόνο δύο φαρμακευτικές εταιρείες για να λάβουν χρηματοδότηση για να αναπτύξουν εμβόλιο για τον Covid-19 – τις Moderna και Inovio Pharmaceuticals.
Όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, αυτές οι δύο εταιρείες είναι εταιρείες που υποστηρίζονται από την DARPA, οι οποίες συχνά διαφημίζουν τη «στρατηγική συμμαχία» τους με αυτή σε δελτία τύπου και στους ιστότοπούς τους. Η DARPA προσέφερε επίσης σε αυτές τις εταιρείες σημαντικά ποσά χρηματοδότησης.
Για παράδειγμα, οι κορυφαίοι χρηματοδότες πίσω από την Inovio Pharmaceuticals περιλαμβάνουν τόσο τη DARPA όσο και το Defense Threat Reduction Agency (DTRA) του Πενταγώνου και η εταιρεία έχει λάβει εκατομμύρια δολάρια σε επιχορηγήσεις από την DARPA, συμπεριλαμβανομένης επιχορήγησης 45 εκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη εμβολίου για τον Έμπολα.
Πρόσφατα έλαβαν πάνω από 8 εκατομμύρια δολάρια από τον στρατό των ΗΠΑ για την ανάπτυξη μιας μικρής, φορητής ενδοδερμικής συσκευής χορήγησης εμβολίων DNA, η οποία αναπτύχθηκε από κοινού από την Inovio και το Ινστιτούτο Ιατρικής Έρευνας Λοιμωδών Νοσημάτων του Στρατού των ΗΠΑ (USAMRIID), το οποίο διαχειρίζεται επίσης το “βιοαμυντικό ” εργαστήριο στο Fort Detrick.
Επιπλέον, η γερμανική εταιρεία CureVac, η οποία αναπτύσσει επίσης ένα εμβόλιο RNA με υποστήριξη του CEPI για τον Covid-19, είναι μια άλλη μια εταιρία που χρηματοδοτείται εδώ και καιρό από την DARPA.
Ήταν μια από τις πρώτες επενδύσεις της DARPA σε αυτή την τεχνολογία εμβολίων, κερδίζοντας ένα συμβόλαιο ύψους 33,1 εκατομμυρίων δολαρίων για την ανάπτυξη της πλατφόρμας εμβολίων «RNActive», το 2011.
Όσον αφορά τη Moderna, η DARPA χρηματοδότησε την παραγωγή και ανάπτυξη της πλατφόρμας παραγωγής εμβολίων RNA της εταιρείας όπως και την υποψήφια θεραπεία RNA για τον ιό Chikungunya (την πρώτη τους για μια μολυσματική ασθένεια) που αναπτύχθηκε σε άμεση συνεργασία με την υπηρεσία.
Από το 2016, το πρόγραμμα εμβολίων RNA της Moderna έχει λάβει 100 εκατομμύρια δολάρια χρηματοδότησης από το Ίδρυμα Bill and Melinda Gates. Το Ίδρυμα Γκέιτς έκτοτε έριξε εκατομμύρια απευθείας στις προσπάθειες ανάπτυξης εμβολίων για τον Covid-19 των εταιρειών Moderna και Inovio.
Η υποστήριξη του Gates για εμβόλια DNA και RNA είναι σημαντική, δεδομένου ότι ο Gates – ένας δισεκατομμυριούχος με απαράμιλλη επιρροή και έλεγχο στην παγκόσμια πολιτική υγειονομικής περίθαλψης – πρόσφατα ισχυρίστηκε ότι οι καλύτερες επιλογές για ένα εμβόλιο για τον Covid-19 είναι αυτά τα εμβόλια, παρά το γεγονός ότι ποτέ δεν έχουν εγκριθεί για χρήση σε ανθρώπους.
Ωστόσο, χάρη στις άδειες έκτακτης ανάγκης που ενεργοποιήθηκαν λόγω της τρέχουσας κρίσης, τόσο οι δοκιμές της Moderna όσο και της Inovio για αυτά τα εμβόλια έχουν παραλείψει τις δοκιμές σε ζώα και πήγαν κατευθείαν σε δοκιμές σε ανθρώπους.
Είναι επίσης προγραμματισμένα να προωθηθούν γρήγορα για ευρεία χρήση μέσα σε λίγους μήνες. Η κλινική δοκιμή της Moderna σε ανθρώπους ξεκίνησε στα μέσα Μαρτίου, ακολουθούμενη από της Inovio στις αρχές Απριλίου.
Έτσι, δεν είναι μόνο τα αγαπημένα του Γκέιτς για να είναι το νέο εμβόλιο, αλλά είναι επίσης τα πρώτα που θα ολοκληρώσουν κλινικές δοκιμές και θα πάρουν έκτακτη έγκριση από την αμερικανική κυβέρνηση, ειδικά το εμβόλιο της Moderna που αναπτύσσεται από κοινού με το κυβερνητικό NIH (Εθνικά Ινστιτούτα Υγειας).
Η ταχεία άνοδος των εμβολίων Covid-19 των Moderna και Inovio είχε ως αποτέλεσμα πολλά άρθρα των μέσων ενημέρωσης να επαινέσουν τη DARPA που παρείχε την «καλύτερη ελπίδα» μας για αποτροπή της κρίσης του κοροναϊού.
Εκτός από την υποστήριξη της Moderna και της Inovio, η ίδια η DARPA, συγκεκριμένα η BTO της DARPA, θα έχει διαθέσιμο ένα «προσωρινό» εμβόλιο για τον Covid-19 μέσα σε λίγες εβδομάδες που θα περιλαμβάνει την παραγωγή συνθετικών αντισωμάτων που θα μπορούσαν φαινομενικά να παρέχουν ανοσία για λίγους μήνες έως ότου είναι διαθέσιμο ένα εμβόλιο μεγαλύτερης διάρκειας (όπως αυτά που παράγονται από τη Moderna και την Inovio).
Η θεραπεία με αντισώματα της DARPA για τον Covid-19 ακολουθεί δύο οδούς, συμπεριλαμβανομένης της προσέγγισης « του ανθρώπινου σώματος ως βιοαντιδραστήρα» που θα περιλαμβάνουν την ένεση συνθετικού DNA ή RNA προκειμένου να ωθήσουν το σώμα να παράγει τα απαραίτητα αντισώματα.
Το Defense One σημειώνει ότι η θεραπεία για τον Covid-19 της DARPA θα χρησιμοποιούσε τεχνικές που είχαν προκύψει από τις επενδύσεις της υπηρεσίας σε μικρορευστά (χειρισμός υγρών στο εύρος κάτω του χιλιοστού), σε κατασκευές νανοτεχνολογίας και σε “νέες προσεγγίσεις στην αλληλουχία γονιδίων”.
ΕΠΙΜΟΝΕΣ ΑΝΗΣΥΧΙΕΣ
Ενώ οι περισσότερες αναφορές των μέσων ενημέρωσης έχουν χρωματίσει αυτές τις προσπάθειες υπό την ηγεσία της DARPA ως εντελώς θετικές, αξίζει να σημειωθεί ότι έχουν προβληθεί ανησυχίες, αν και αυτές οι ανησυχίες δεν έλαβαν την κάλυψη που τους αναλογεί.
Για παράδειγμα, το Nature παρατήρησε πρόσφατα ορισμένα βασικά σημεία σχετικά με θέματα ασφάλειας που σχετίζονται με τον αγώνα για το εμβόλιο του Covid-19, συμπεριλαμβανομένου του γεγονότος ότι όλα τα «προηγούμενα εμβόλια κοροναϊού δεν έχουν αποδειχθεί εξ ολοκλήρου κατάλληλα ή ακόμη και ασφαλή», με κάποιες προηγούμενες προσπάθειες για εμβόλια κοροναϊού να έχουν ως αποτέλεσμα αυξημένη εξάρτηση αντισωμάτων (ADE). Η ADE έχει ως αποτέλεσμα τα κύτταρα να προσλαμβάνουν ταχύτερα τον ιό και να επιταχύνουν την αναπαραγωγή του ιού, αυξάνοντας τη μολυσματικότητα και την τοξικότητα.
Το Nature σημείωσε επίσης ότι τα δύο εμβόλια κοροναϊού για τον SARS που κατάφεραν να περάσουν τις δοκιμές της φάσης 1, κατέληξαν σε μεταγενέστερες μελέτες, να προκαλούν ανοσοϋπερευαισθησία σε ποντίκια «με αποτέλεσμα σοβαρή ανοσοπαθολογία», δηλαδή μόνιμα ελαττώματα ή δυσλειτουργίες στο ανοσοποιητικό σύστημα.
Επιπλέον, το Nature επεσήμανε επίσης ότι είναι άγνωστο πόσο ισχυρή ανοσοαπόκριση απαιτείται για να προσδώσει ανοσία για τον Covid-19 και τους κοροναϊούς γενικά, καθιστώντας εξαιρετικά δύσκολο να εκτιμηθεί εάν ένα εμβόλιο είναι αποτελεσματικό.
Ένα άλλο ζήτημα που αξίζει να σημειωθεί αφορά τις ανησυχίες που τέθηκαν σχετικά με την Inovio Pharmaceuticals από την εταιρεία επενδύσεων Citron Research, η οποία συνέκρινε την Inovio με την Theranos, την δυσφημισμένη εταιρεία ιατρικής τεχνολογίας που είχε αρχικά υποσχεθεί να προσφέρει διαγνώσεις για πολλές ασθένειες μέσω μιας απλής εξέτασης αίματος, αλλά αργότερα αποκαλύφθηκε ότι ήταν ψέματα.
Η Citron ισχυρίστηκε ότι «έχουν περάσει περισσότερα από 40 χρόνια από την ίδρυση της Inovio, αλλά η εταιρεία ΠΟΤΕ δεν κυκλοφόρησε ένα προϊόν στην αγορά, και εν τω μεταξύ οι εκ των έσω της πλούτισαν με μεγάλους μισθούς και πωλήσεις μετοχών».
Η Citron Research συνέχισε λέγοντας ότι ο ισχυρισμός της εταιρείας ότι σχεδίασε το εμβόλιο του Covid-19 σε μόλις 3 ώρες με βάση έναν αλγόριθμο υπολογιστών ήταν δύσκολο να γίνει πιστευτός, δηλώνοντας ότι «η Inovio έχει έναν αλγόριθμο υπολογιστών που κανένας άλλος στον κόσμο δεν έχει και είναι αναμφισβήτητα μια από τις μεγαλύτερες ανακαλύψεις στην ιστορία των εμβολίων τα τελευταία 100 χρόνια, και όμως αυτός ο αλγόριθμος υπολογιστών δεν αναφέρεται μία φορά σε κανένα από τα 10-K ή 10-Q της (ετησιες αναφορές και αναφορές τετραμήνου);
Ακούγεται σαν την Theranos σε εμάς».
Σημείωσε επίσης ότι οι συνεργασίες της Inovio με τις φαρμακευτικές εταιρείες Roche και AstraZeneca κατέληξαν σε αποτυχία με αυτές τις δύο εταιρείες να ακυρώνουν τη συνεργασία παρά τους ισχυρισμούς του Διευθύνοντος Συμβούλου της Inovio ότι «θα συνεχίσουν να ευδοκιμούν».
ΜΙΑ ΟΧΙ ΚΑΙ ΤΟΣΟ ΚΡΥΦΗ ΑΤΖΕΝΤΑ
Φυσικά, αυτές είναι απλώς ανησυχίες που εστιάζονται στην εταιρική συμπεριφορά και τα εμπόδια στη δημιουργία ενός εμβολίου του Covid-19 γενικά.
Όπως έχει ήδη δειχθεί λεπτομερώς επί του παρόντος, τα άλλα πειράματα της DARPA με τις ίδιες τεχνολογίες (και ιδιαίτερα τη γενετική μηχανική, τα συνθετικά χρωμοσώματα και τη νανοτεχνολογία) που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή εμβολίων RNA και DNA για τον Covid-19 είναι αναμφισβήτητα πιο ανησυχητικά.
Αυτό είναι ιδιαιτέρως αληθινό, δεδομένου ότι οι εταιρείες που υποστηρίζονται από την DARPA και χαρακτηρίζονται ως «στρατηγικοί εταίροι» είναι αυτές που κατασκευάζουν αυτά τα εμβόλια.
Επιπλέον, χάρη στην υποστήριξη της αμερικανικής κυβέρνησης και του Μπιλ Γκέιτς, μεταξύ άλλων, αναμένεται επίσης να είναι μεταξύ των πρώτων εμβολίων (αν όχι τα πρώτα) εγκεκριμένα για ευρεία χρήση.
Είναι σίγουρα ανησυχητικό το γεγονός ότι η κάλυψη των μέσων ενημέρωσης σχετικά με τις προσπάθειες της DARPA, της Moderna και της Inovio μέχρι στιγμής δεν περιελαμβάνει κριτική αναφορά για τους διάφορους ερευνητικούς κλάδους της DARPA, η οποία δημιούργησε την τεχνολογία που εμπλέκεται στη δημιουργία αυτών των εμβολίων, αφήνοντας λίγο χώρο για δημόσιο έλεγχο της ασφάλειας, της αποτελεσματικότητας και της πιθανότητας για ανεπιθύμητες επιπτώσεις στην ανθρώπινη βιολογία.
Αυτό είναι ιδιαίτερα ανησυχητικό δεδομένου ότι, τις τελευταίες εβδομάδες, έχουν γίνει προσπάθειες σε πολλές χώρες για την επιβολή υποχρεωτικών εμβολιασμών μόλις γίνει διαθέσιμο ένα εμβόλιο για τον Covid-19.
Σε ορισμένες χώρες, φαίνεται πιθανό ότι το εμβόλιο του Covid-19 δεν θα είναι υποχρεωτικό (τρόπος του λέγειν),αλλά θα απαιτηθεί για εκείνους που επιθυμούν να επιστρέψουν σε μια επίφαση «ομαλότητας» όσον αφορά τις δημόσιες συγκεντρώσεις, τις θέσεις εργασίας, την έξοδο από το σπίτι για μεγαλύτερες χρονικές περιόδους και ούτω καθεξής.
Θα μπορούσαν αυτοί που εμπλέκονται στη δημιουργία ενός τέτοιου υποχρεωτικού εμβολίου, π.χ. η DARPA, να χάσουν την ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν τις ίδιες τεχνολογίες που εμπλέκονται στην παραγωγή του εμβολίου, για ορισμένους από τους άλλους παραδεκτούςστόχους τους;
Αυτό το ερώτημα, φυσικά, δεν έχει καμία προφανή απάντηση, αλλά το γεγονός ότι το εύρος της έρευνας της DARPA που στοχεύει στη χρήση της ανθρώπινης βιολογίας και γενετικής ως όπλα με τρόπο που είναι πρόσφορο για κακή χρήση, υποδηλώνει πολύ ανησυχητικές πιθανότητες που απαιτούν προσεκτική εξέταση.
Πράγματι, εάν κανείς απλώς εξετάσει πώς η πανδημία οφέλησε τα οργουελιανά σχέδια της Εθνικής Επιτροπής Ασφαλείας της Τεχνητής Νοημοσύνης (NSCAI) και τις τρέχουσες προσπάθειες της ομοσπονδιακής κυβέρνησης να αυξήσει δραματικά τις εξουσίες της εν μέσω της τρέχουσας κρίσης, καθίσταται όλο και πιο δύσκολο να δοθεί σε κυβερνητικούς φορείς όπως η DARPA και οι εταίροι της όπως η Moderna και η Inovio το πλεονέκτημα της αμφιβολίας.
Αυτό ισχύει ιδιαίτερα δεδομένου ότι χωρίς μια μεγάλη κρίση όπως αυτή που κυριαρχεί επί του παρόντος σε παγκόσμια κλίμακα, οι άνθρωποι πιθανώς δεν θα δεχόντουσαν την ευρεία εισαγωγή πολλών από τις τεχνολογίες που αναπτύσσει η DARPA, είτε πρόκειται για την πίεση να δημιουργήσουν σούπερ στρατιώτες- cyborgs, είτε ενέσιμες διασυνδέσεις εγκεφάλου-μηχανής ικανές να ελέγχουν τις σκέψεις κάποιου.
Ωστόσο, εν μέσω της τρέχουσας κρίσης, πολλές από αυτές τις τεχνολογίες προωθούνται στο κοινό ως «υγειονομική περίθαλψη», μια τακτική που χρησιμοποιεί συχνά η DARPA. Καθώς ο πανικός και ο φόβος σχετικά με τον ιό συνεχίζουν να αυξάνονται και καθώς οι άνθρωποι γίνονται ολοένα και πιο απελπισμένοι να επιστρέψουν σε οποιαδήποτε κατάσταση που προσομοιάζει φυσιολογική, εκατομμύρια θα εμβολιαστούν πρόθυμα, ανεξάρτητα αν είναι υποχρεωτικό το πρόγραμμα εμβολιασμού από την κυβέρνηση.
Όσοι είναι φοβισμένοι και απελπισμένοι δεν θα νοιάζονται αν το εμβόλιο περιλαμβάνει νανοτεχνολογία ή αν έχει τη δυνατότητα να τους τροποποιήσει γενετικά και να προγραμματίσει εκ νέου την ύπαρξή τους, καθώς θα θέλουν μόνο να σταματήσει η τρέχουσα κρίση που έχει ανατρέψει τον κόσμο.
Σε αυτό το πλαίσιο, η τρέχουσα κρίση του κοροναϊού φαίνεται να είναι η τέλεια καταιγίδα που θα επιτρέψει στο δυστοπικό όραμα της DARPA να αναδυθεί από τις πιο σκοτεινές γωνιές του Πενταγώνου, σε πλήρη δημόσια θέα.
Ωστόσο, το μετανθρωπιστικό όραμα της DARPA για τον στρατό και την ανθρωπότητα αποτελεί μια άνευ προηγουμένου απειλή, όχι μόνο για την ανθρώπινη ελευθερία, αλλά μια υπαρξιακή απειλή για την ανθρώπινη ύπαρξη και τα δομικά στοιχεία της ίδιας της βιολογίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου