Οι ρίζες του φαινομένου που ζούμε σήμερα στην Ελλάδα είναι βαθιές, και μπορεί να φτάνουν ως τη τουρκοκρατία.
Σίγουρα υπήρχαν ακόμη και τη δεκαετία του 1920, τότε που από την μια υπήρχε ραδιόφωνο, αυτοκίνητα, και κινηματογράφος, από την άλλη όμως οι συμπατριώτες μας θαύμαζαν και υποστήριζαν τους ελάχιστους… φουστανελοφόρους λήσταρχους, που ακόμη δρούσαν στα βουνά των Γρεβενών, της Κοζάνης, και αλλού, π.χ. τον Γιαγκούλα, κ.ά. ενώ καταδίκαζαν στη συνείδησή τους τα αποσπάσματα της χωροφυλακής που τους κυνηγούσαν μπας και εξαλειφθεί το αναχρονιστικό αυτό κατάλοιπο της τουρκοκρατίας, που μας έκανε παγκοσμίως ρεζίλι.
Μπορούμε όμως για την οικονομία της συζήτησης να ξεκινήσουμε από το 1949, τότε που τελείωσε ο εμφύλιος σπαραγμός, και έτσι η χώρα μας δεν έγινε Βουλγαρία, Ρουμανία ή Αλβανία. Ίσως αν γίνονταν τότε, σήμερα θα ήταν όλα διαφορετικά…
Ίσως δηλαδή να χρειαζόμασταν ένα ηλεκτροσόκ δεκαετιών, μπας και συνέλθουμε, αλλά φευ…
Η «επάρατη» δεξιά λοιπόν νίκησε τον πόλεμο, μαζί και ο «καπιταλισμός», και μαζί τους όλα εκείνα τα συμπαρομαρτούντα που τους χαρακτήριζαν σε μια οπισθοδρομική και υπανάπτυκτη, σε όλους τους τομείς, αγροτική Ελλάδα.
Τα επόμενα χρόνια χαρακτηρίστηκαν από πολιτική καταστολή, μαύρη προπαγάνδα, εξορίες, διώξεις, λογοκρισία, εθνικοφροσύνη με το στανιό, κοινωνικό και οικονομικό αποκλεισμό μεγάλου μέρους των πολιτών, και άλλα τέτοια πολλά που σίγουρα θα θυμούνται οι παλιότεροι.
Μάλιστα, τη δεκαετία του ’60, τότε που όλος ο υπόλοιπος κόσμος ανακάλυπτε τον υλικό ευδαιμονισμό, τη μουσική ροκ, τα ταξίδια, τη σεξουαλική απελευθέρωση, την ενεργή αντίθεση στους πολέμους, τα κοινωνικά και φοιτητικά κινήματα, με τους χίπηδες και τους ειρηνιστές να εκρήγνυνται κυριολεκτικά, εδώ στα καθ’ ημάς ζούσαμε με τη βέργα του δασκάλου, κουρεμένοι εν χρω, παρακολουθώντας ασπρόμαυρες ταινίες καρικατούρες της πραγματικότητας, εθνοπρεπή σίριαλ με τον Πρέκα, και με κυβέρνηση είτε γκρίζων παλαιοκομματικών κομματαρχών, είτε αγράμματων, πλην όμως αυστηρών όσο και γραφικών, στρατιωτικών.
Με αυτά και με αυτά, η νέα κοινωνική τάξη που προέκυψε δειλά δειλά, από τον πόλεμο και μετά, λόγω κυρίως της αστυφιλίας, αλλά και της υποτυπώδους οικονομικής ανάπτυξης, η μεσαία δηλαδή, έβραζε στο ζουμί της αισθανόμενη αποκομμένη από τις διεθνείς εξελίξεις, με την νεολαία της εγκλωβισμένη στη ντόπια μιζέρια, διψασμένη και αυτή για ροκ εντ ρολ, ελεύθερο σεξ και «επανάσταση».
Ήταν δηλαδή η εποχή του ανερχόμενου τότε μικροαστισμού, που σε συνδυασμό με όλα τα παραπάνω (παπαδαριό, χωροφύλακας, χούντα, ΕΣΑ, κατηχητικό κλπ.) δημιούργησε μια νέα γενιά που ψάχνονταν όπου δει, προκειμένου να «ζήσει το όνειρο», που της στερούσε το ισχύον βαλκανοβλαχομπαρόκ καθεστώς.
Μέχρι που επιτέλους έπεσε η χούντα, με τεράστιο εθνικό κόστος, και ποιος είδε τους νέους και δεν φοβήθηκε;
Από τη μια μέρα στην άλλη ο κουρεμένος γουλί και καταπιεσμένος φοιτητάκος, που παρακολουθούσε τα επίκαιρα στην ΥΕΝΕΔ, και που άκουγε Κοινούση (στα κρυφά που και που άκουγε και τους μαλλιάδες τους Μπιτλς) πίνοντας βερμούτ, ξάφνου απελευθερώθηκε, και έβγαλε από μέσα του τον… όψιμο αντάρτη, τον χίπη, τον αντιστασιακό, τον σούπερ ντούπερ επαναστάτη. Έγινε δηλαδή (στο μυαλό του) κι αυτός ένας Τσε. Κυκλοφορώντας με άρβυλα, με στρατιωτικό τζάκετ, καπνίζοντας χύμα «σιγαρέτα», ακούγοντας Μάνο Λοϊζο στο πικάπ.
Κι’ από κει που έβλεπε χωροφύλακα και κρύβονταν στο πλυσταριό, ξαφνικά να οι μαζικές διαδηλώσεις γεμάτες παλμό για την τιμωρία των χουντικών, να οι πορείες για την Κούβα και την Παλαιστίνη, και να οι συναυλίες σε κατάμεστα στάδια για να ακούσει τον έτερο όψιμο επαναστάτη, τον Νταλάρα ντε, και για το πώς στην Αθήνα μες’ το κέντρο φύτρωσε καινούργιο δένδρο…
Εν ολίγοις, και για να μην πλατειάζω, όλα ήρθαν τα πάνω κάτω.
Όλη η καταπίεση, η στέρηση, ο υποχρεωτικός εκκλησιασμός, η ψευδεπίγραφη εθνικοφροσύνη, η λογοκρισία, και χίλια άλλα τέτοια, δημιούργησαν ένα τέρας.
Κάτι βεβαίως που ήταν φυσικό, αφού το καπάκι της χύτρας που έβραζε, νομοτελειακά έπρεπε κάποτε να σπάσει. Μόνο που στη δική μας περίπτωση όλα έγιναν σε διαδικασία φαστ τρακ, άρα στρεβλά, διότι έπρεπε να προλάβουμε σε χρόνο ντε τε όλα όσα είχαμε στερηθεί επί δεκαετίες, που στους ξένους «βελανιδοφάγους» ήταν φυσιολογικά αφού συνέβησαν στην ώρα τους.
Και έτσι, ότι απαγορεύονταν μέχρι τότε, λόγω του φαινόμενου που η ψυχολογία ονομάζει psychological reactance, έγινε ποθητό. Έγινε must…
Και επειδή οι στρατιωτικοί, οι υπουργοί, οι βιομήχανοι, οι Αμερικάνοι, η CIA, όλοι αυτοί που μας «έγδερναν τα όνειρα», δεν ήταν και τόσο προσιτοί στόχοι όσο σήμερα, λόγω έλλειψης τηλεοπτικών καναλιών, ίντερνετ κλπ., ο βασικός στόχος όλου αυτού του επί δεκαετίες συσωρευμένου μίσους (και φθόνου) έγινε ο «αστός», ο «νοικοκύρης», ο συμβιβασμένος μίζερος κύριος του διπλανού ψιλικατζίδικου, ο κυρ Παντελής του Πάνου Τζαβέλα.
Και όλη η υφέρπουσα επαναστατικότητα, που έψαχνε διέξοδο να εκδηλωθεί, αφού εξαντλήθηκε στις πορείες που λέγαμε για το ζαχαροκάλαμο στη Νικαράγουα, και για τα δίκια του Γιασέρ, ήρθε και επικεντρώθηκε στον διπλανό μας … στον κυρ Παντελή… στους γονείς μας δηλαδή, και στους συγγενείς μας.
Σάρκα τους ήταν η επαναστατημένη νεολαία, η οποία σε μια επανάληψη του διαχρονικού οιδιπόδειου συμπλέγματος αποφάσισε να «φάει» τους… γονείς της.
Θυμόσαστε το The End των Doors; Ή αργότερα τον Τζιμάκο με το «μικροαστοί θα σας φάνε τα παιδιά σας»; Έ λοιπόν κάπως έτσι...
Και ήρθε μετά και το Πασόκ το 1981, με τον μικροαστό βιοτέχνη, καταστηματάρχη, δημόσιο υπάλληλο κ.ο.κ., να μεταλλάσσεται έτσι διά μαγείας σε «σοσιαλδημοκράτη» μαρξιστή, ασυμβίβαστο, να αποποιείται δηλαδή του πραγματικού του ρόλου, να αλλάζει αυθαίρετα τάξη, και όλα έδεσαν αρμονικά. Οι φρικτοί μικρομεσαίοι (πάλι Τζιμάκος) δηλαδή ξαναέγιναν καθεστώς, από την ανάποδη.
Αργότερα επί Σημίτη, με τα δάνεια, το ευρώ, τις 72 δόσεις… τότε που αφήναμε τις Καγιέν μας ξεκλείδωτες, η επαναστατικότητα κόπασε κάπως, κι αυτό κυρίως επειδή η νεολαία άλλαξε ρότα. Κουράστηκε να επαναστατεί και τώρα ήθελε λεφτά... πολλά λεφτά.
Τέρμα το κυνήγι των ανεμόμυλων… μάγκας είναι όποιος έχει «μαρούλια» στη τσέπη του. Όποιος κάθεται πρώτο τραπέζι πίστα με τις λουλουδούδες να βαράνε προσοχές.
Το έλεγε και το έδειχνε καθημερινά ο Πετράν με τα κοχίμπας του, το πλάσαρε στα μούτρα μας η Ρούλα με τις τσαούσες της, και το σιγοντάριζε το Πασόκ του Λαλιώτη και του Γιάννου, με το χρηματιστήριο και τους Λαναράδες….
Οι νέοι δηλαδή σταμάτησαν να ζηλεύουν τους αντάρτες της Λατινικής Αμερικής, και τώρα ήθελαν να γίνουν γιάπηδες, χρηματιστές, διευθυντές, και γενικά μπρούκληδες, με εφόδια τα πτυχία από ιδιωτικά και μη ΙΕΚ, και ένα πέτσινο μεταπτυχιακό (δι’ αλληλογραφίας) από την Αγγλία…
Και έτσι θα πορευόμασταν, αν δεν επέρχονταν η κουφάλα η κρίση, που ξανά μανά έφερε τα πάντα όλα πάνω κάτω, με αποτέλεσμα ο σημερινός νέος, που δεν μπορεί να γίνει πλέον γιάπης, ούτε καν κλητήρας στο δημόσιο, μόνο ντελιβεράς στη καλύτερη, ανακάλυψε εκ νέου ότι είναι φύσει επαναστάτης, κομμουνιστής, ασυμβίβαστος, και άσχετα αν δεν έζησε ούτε σφαλιάρες από χωροφύλακα, ούτε βέργα από δάσκαλο, ούτε υποχρεωτικό εκκλησιασμό, έχοντας μεγαλώσει με μίλκο και χυμό μάνγκο, ξεσηκώθηκε για να ξεσηκωθεί, και με όπλο τις μολότοφ, ελλείψει ινδαλμάτων ηρωοποίησε τη νέα ιδεολογικά κυρίαρχη τάξη, το λούμπεν προλεταριάτο, το περιθώριο δηλαδή, και αφού το έκανε σημαία, αποφάσισε να τα βάλει και αυτός με τη σειρά του με τον διαχρονικό εχθρό της ελληνικής νεολαίας… Τη μιζέρια, δηλαδή τους αστούς, δηλαδή τους γονείς του, δηλαδή τους νοικοκυραίους.
Και σε μια αγαστή συνεργασία, λόγω συγκυριών και συμπαντικής συνωμοσίας, με την σημερινή «αριστερή» κυβέρνηση, η οποία επίσης ομνύει στο όνομα του κάθε είδους περιθωρίου, άσχετα αν είναι πιο συντηρητική και εγγενώς φασιστική ακόμη κι από τη χούντα, ο πόλεμος μοιάζει να φτάνει στο τέλος του, με τους άλλοτε φυσιολογικούς και νορμάλ ανθρώπους, τους γονείς μας δηλαδή, να παραδίνονται άνευ όρων στη νέα κυρίαρχη τάξη και ιδεολογία… Στους λούμπεν… Στο περιθώριο.
Εν κατακλείδι, ο πόλεμος επιτέλους τελείωσε… Οι νοικοκυραίοι έχασαν.
Καληνύχτα μας…
ΥΓ-Στα νιάτα μου έτυχε και διάβασα, μεταξύ άλλων, και το έργο ενός σχετικά άγνωστου πολιτικού φιλοσόφου, του Alfred G. Meyer,που όσο περίεργο κι αν ακούγεται ήταν ο πρώτος που είχε προβλέψει πως στο μέλλον (σήμερα) η επανάσταση δεν θα προέλθει από το προλεταριάτο (που έχει συμβιβαστεί), αλλά από το περιθώριο, από τα κατακάθια, από τους κοινωνικά απόβλητους, από το λούμπεν προλεταριάτο, που για τον Μαρξ ήταν η τέταρτη και άκρως επικίνδυνη για τις άλλες τρεις, τάξη.
Το ζούμε ή μάλλον το λουζόμαστε σήμερα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου