Δευτέρα 23 Απριλίου 2018

«Ο Γιάννης Αγιάννης της Αθήνας» (του Ελπιδοφόρου Ιντζέμπελη)

http://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/9678-o-giannis-agianis-tis-athinas

Η ψιλή βροχή είχε γεμίσει τους δρόμους με νερά, που σαν ρυάκια γέμιζαν την άσφαλτο και σου δημιουργούσαν πρόβλημα να περάσεις. Οι πεζοί προτιμούσαν τη ζεστασιά των σπιτιών ή να πιουν τον καφέ τους σε κάποιο ήσυχο μέρος. Από τη βιτρίνα των καφέ απολάμβαναν τη βροχή – ή από το παράθυρο του μπαλκονιού οι γεροντότεροι. Είναι όμορφη η βροχή όταν δε βρέχεσαι ο ίδιος.

Όλα αυτά τα σκεφτόταν καθώς καθόταν σε μια άκρη σε ένα υπόστεγο και δε βρεχόταν. Είχε απλώσει ένα χαρτόκουτο και ένα πλαστικό για να μην κρυώνει. Ευτυχώς το κατάστημα που είχε στην πλάτη του είχε κλείσει εδώ και καιρό. Θύμα της κρίσης κι αυτό, όπως και τόσα άλλα. Είχε διαλέξει αυτό το μέρος γιατί απέναντι υπήρχε ένας φούρνος. Μπορούσε και επόπτευε τον κόσμο που έβγαινε από το κατάστημα και παρακολουθούσε την κίνηση. Οι περισσότεροι έπαιρναν ψωμί ή κάτι άλλο από τον φούρνο και έφευγαν. Υπήρχαν και μερικοί με μικρά παιδιά που τους αγόραζαν μια τυρόπιτα ή ένα ψωμί, που αρχικά το έτρωγαν, αλλά μετά δεν το ήθελαν και το πετούσαν στον κάδο που ήταν στην απέναντι πλευρά, δηλαδή μπροστά του. Για τον Γιάννη αυτός ο μποναμάς ήταν ο καλύτερος. Έτρωγε ζεστό το υπόλοιπο και ευλογούσε αυτούς που το άφησαν. Το έπιανε στα χέρια του και το έτρωγε με μυσταγωγία. Του έτρεχαν τα σάλια προτού ξεκινήσει να το φάει.
Δε σκεφτόταν καθόλου το παρελθόν του. Πού ήταν και πού έφτασε…
Είχε ένα σπίτι, μια μικρή επιχείρηση που έφτιαχνε ρούχα, και όλα πήγαιναν καλά. Κάποιος τον μούτζωσε και άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες της παρακμής. Προσπάθησε να πάρει δάνεια. Έκλεισε τις τρύπες, μα για λίγο. Οι δουλειές δεν πήγαιναν καλά και οι τράπεζες θέλαν τα λεφτά τους. Χαρτιά έρχονταν και ζητούσαν πράγματα που δεν μπορούσε να κάνει. Χρώσταγε στους εργαζόμενους και δεν μπορούσε να τους κοιτάξει στα μάτια. Και μια μέρα όπως οι άλλες ήρθε ο κόσμος ανάποδα. Η τράπεζα του σφράγισε την επιχείρηση. Το τέλος είχε έρθει.
Κόντεψε να του στρίψει. Ποιος να τον βοηθήσει; Η φίλη του η Μαριάνα; Όσο της αγόραζε δαχτυλίδια και αρώματα τόσο τον αγαπούσε. Τώρα τι να της πρόσφερε; Εξαφανίστηκε, όπως και όλοι οι φίλοι και οι γνωστοί του. Του έδωσαν με το ζόρι κάποια δανεικά και αγύριστα και μετά σιωπή. Ξενοίκιασε το σπίτι που ζούσε και τώρα δεν είχε τίποτε. Πήγε να πεθάνει. Μάζεψε ρούχα, πράγματα από το σπίτι και τα πούλησε όσο όσο. Με τα λίγα χρήματα άρχισε τον αγώνα επιβίωσης. Να τρώει ό,τι έβρισκε και να πηγαίνει όπου άκουγε ότι μοίραζαν συσίτιο. Πήγε σε εκκλησίες, στο Σαράφειο κολυμβητήριο, πήγε παντού για να φάει κάτι, να σταθεί στα πόδια του. Με μια κούτα στην πλάτη και ένα πλαστικό για να μην τον κλέψουν γύριζε σαν την έρημη κατάρα στους δρόμους. Τα γένια του είχαν μεγαλώσει και τα ρούχα του είχαν βρομίσει από την απλυσιά. Με το ζόρι έβρισκε κάπου να κάνει μπάνιο. Γύριζε σε γειτονιές, έμενε σε διαφορετικά μέρη, μέχρι που κάποια στιγμή βρήκε αυτή τη θέση. Τον βόλευε και του άρεσε που έβλεπε τον φούρνο απέναντί του. Οι μυρωδιές και η σκέψη ότι τις δοκίμαζε τον ταξίδευαν αλλού. Αλλά είχε και το μαρτύριο της πείνας. Το στομάχι του άρχιζε να γουργουρίζει και ύστερα από λίγο έφτανε στα όρια, διπλωνόταν στα δύο και του κόβονταν τα γόνατα από την πείνα. Τότε άνοιγε τον κάδο και έτρωγε ό,τι έβρισκε. Αν και τελευταία δεν έβρισκε και σπουδαία πράγματα.
Έτσι και σήμερα έψαξε τον κάδο και δε βρήκε τίποτα. Ένα βλέμμα απογοήτευσης κάλυψε το πρόσωπό του. Τι θα έκανε; Δάκρυσε, γιατί δεν άντεχε την πείνα. Τι να έκανε όμως; Πήγε και κάθισε στο χαρτόκουτο όπου είχε τη βολή του. Άρχισε να ψάχνει με τα μάτια μήπως βρει την ελπίδα. Κοίταξε δίπλα του, κοίταξε απέναντι στον φούρνο και τότε πρόσεξε ότι ένας ηλικιωμένος που κρατούσε μερικές σακούλες μπήκε μέσα. Έπειτα από λίγο βγήκε, φαίνεται κάτι είχε αγοράσει, μάλλον ψωμί, και ξεκίνησε να επιστρέψει σπίτι του. Κόσμο δεν είχε και ο φουκαράς κρατούσε μια ομπρέλα και με το ζόρι τις σακούλες. Βάδισε κάποια μέτρα προσεκτικά, γιατί είχε νερά και έβρεχε πολύ. Κάπου πήγε να πέσει, αλλά ξαναβρήκε την ισορροπία του. Του έφυγε όμως από το χέρι μια σακούλα, μέσα στην οποία είχε μια φραντζόλα ψωμί. Έπεσε κάτω και βράχηκε. Ο ηλικιωμένος κούνησε το κεφάλι και την άφησε στο πεζοδρόμιο. Τον ενδιέφερε περισσότερο να γυρίσει σπίτι του, γιατί είχε κάνει λάθος που βγήκε με τέτοια βροχή. Βάδιζε αργά και η φιγούρα του εξαφανίστηκε μετά από λίγα λεπτά. Ο Γιάννης τα έχασε. Ενώ το στομάχι του είχε φτάσει στην πλάτη από την πείνα, είχε μπροστά του ένα κελεπούρι. Κοίταξε γρήγορα απέναντι. Δεν είδε κανέναν. Έπρεπε να προλάβει. Σηκώθηκε σαν ελατήριο, με αποφασιστικότητα. Τι άλλο να έκανε από το να τρέξει να πάρει τη φραντζόλα; Έτριψε τα χέρια του από ικανοποίηση και ξεκίνησε. Έπρεπε, διάολε, να προλάβει. Να προλάβει. Άνοιξε τον διασκελισμό του και πέρασε από το πεζοδρόμιο στο πλάτωμα του δρόμου. Η βροχή ράπιζε το πρόσωπό του. Τα ρούχα του έγιναν μούσκεμα μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα. Τι τον ένοιαζε; Θα έτρωγε και θα την έκανε ταράτσα! Είχε πατήσει στο πλάτωμα όταν κάτι ακούστηκε και πλαφ τον έριξε κάτω. Μετά δε θυμόταν τίποτε. Ένα ασθενοφόρο τον πήγε στο νοσοκομείο και όταν άνοιξε τα μάτια του βρισκόταν σε ένα κρεβάτι νοσοκομείου. Μια νοσοκόμα τού χαμογέλασε:
–Τυχερέ, τη γλίτωσες, του είπε.
Εκείνος τι να απαντήσει… Τα μάτια του έπεσαν στο στήθος της όμορφης γυναίκας και του θύμισαν τη φίλη του, τη Μαριάνα. Πήγε να κλάψει, όχι από χαρά, αλλά από λύπη, μα το μετάνιωσε και είπε στον εαυτό του να πάρει δύναμη και να φερθεί ως άντρας, με υπερηφάνεια. Κάποια στιγμή άνοιξε η πόρτα και ήρθε το φαγητό. Μια αχνιστή σούπα με κοτόπουλο. Πόσα χρόνια είχε να φάει τέτοιο γεύμα! Καθώς έτρωγε σκεφτόταν ότι ήταν τυχερός που θα καθόταν λίγες μέρες και θα έτρωγε σαν άνθρωπος φαγητό ζεστό. Αφού τέλειωσε το γεύμα του, η νοσοκόμα τον ρώτησε αν ήθελε να δεχτεί μια επίσκεψη. Ο Γιάννης αναρωτήθηκε ποιος μπορεί να ήθελε να τον δει. Μήπως κανένας παλιός δανειστής; Και τι να του δώσει; Θέλησε να απαντήσει αρνητικά, αλλά, όταν η πόρτα άνοιξε, είδε μια νέα κοπέλα, που του χαμογέλασε. Ξαφνιάστηκε και η νοσοκόμα τον βοήθησε να καταλάβει.
–Είναι η κοπέλα που πέσατε στις ρόδες του αμαξιού της.
–Όχι ακριβώς, είπε εκείνη και του χαμογέλασε.
–Φταίω και εγώ. Ευτυχώς όμως. Σας ζητώ συγγνώμη για ό,τι έγινε. Θα προσπαθήσω να κάνω ό,τι μπορώ για εσάς.
Δεν είπε τίποτε άλλο και τις επόμενες ώρες άρχισαν να έρχονται γλυκίσματα και καλοψημένα ψωμάκια. Το ίδιο και τις ημέρες που έμεινε στο νοσοκομείο. Ο Γιάννης είχε απορήσει. Η νοσοκόμα τού είπε ότι η κοπέλα ήταν η κόρη του ιδιοκτήτη του φούρνου που βρισκόταν απέναντι από εκεί που καθόταν. Αυτή τον χτύπησε και τώρα του έστελνε όλα αυτά τα καλούδια. Σε ένα από τα πακέτα τού άφησε ένα σημείωμα.
Αγαπητέ κύριε Γιάννη
Όταν ήμουν μικρή, διάβαζα βιβλία. Το αγαπημένο μου ήταν Οι άθλιοι του Βίκτορα Ουγκό. Ο ήρωας, ο Γιάννης Αγιάννης, με είχε γοητεύσει. Ο Ιαβέρης τον καταδίκασε γιατί έκλεψε μια φραντζόλα ψωμί. Ξέρετε τι κλάμα είχα ρίξει για αυτό τον ήρωα; Και να τώρα που και εσείς, κύριε Γιάννη, παραλίγο να σκοτωθείτε γιατί θελήσατε να πάρετε μια φραντζόλα ψωμί. Εσείς δεν την κλέψατε, δεν τη φάγατε, ενώ πεινούσατε, αλλά είχατε χειρότερη τύχη. Να σας χτυπήσει ένα αυτοκίνητο, δηλαδή εγώ. Επειδή έχω μάθει να αγαπώ τη ζωή και να σέβομαι τους ανθρώπους, το συζήτησα με τον πατέρα μου και μου είπε ότι μπορείτε να παίρνετε από εμάς δωρεάν το καθημερινό σας ψωμί. Είναι το λιγότερο που μπορούμε να κάνουμε.
Καλή ανάρρωση
Μίνα Μορφονιού
Ο Γιάννης δίπλωσε το γράμμα και δάκρυσε. Ξέσπασε σε κλάματα, γιατί θυμήθηκε όσα είχε πάθει. Δεν τον ένοιαζε που τα έχασε όλα, αλλά που δεν είχε να φάει. Και να τώρα μια κοπέλα που… αντί να τον στείλει στον άλλο κόσμο, του πρόσφερε ένα πολύτιμο δώρο. Πήρε το γράμμα, το κράτησε στην καρδιά του και κοίταξε έξω, προς το παράθυρο. Ο ουρανός είχε καθαρίσει και τα σύννεφα του έδιναν μια παράξενη ομορφιά. Ένα δέντρο φαινόταν στο βάθος. Φωνές περαστικών και τα αυτοκίνητα που πηγαινοέρχονταν με έναν αφύσικο τρόπο. Κάπου εκεί πρέπει να βρίσκεται και αυτός, ανάμεσά τους, σκέφτηκε. Μέσα στον κόσμο του πάθους και της φτώχειας. Εκεί που πρωτοξεκίνησε ως νέος. Σε αυτό τον κόσμο έπρεπε να δώσει την υπόσχεση ότι θα επιστρέψει. Δυνατός μετά την παραμονή του στο νοσοκομείο και με κουράγιο, για να συνεχίσει να ζει. Άξιζε να προσπαθήσει για μια ακόμη φορά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου