http://www.liberal.gr/arthro/197303/amyna--diplomatia/2018/i-ellas-kai-to-dogma-tou-protou-pligmatos-kata-tis-tourkias.html
Των Δημ. Ν. Τσαϊλά και Αλέξανδρου Δρίβα*
Το συμπέρασμα του Παναγιώτη Κονδύλη σχετικά με έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, το οποίο έχει επανέλθει τον τελευταίο καιρό σε διαβούλευση όλο και συχνότερα, είναι ότι η Ελλάδα (εφόσον μάλιστα ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την ολοένα και πιο δυνατή Τουρκία) θα έπρεπε να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό.
Η απόφαση να επιτεθούμε στο εχθρικό έδαφος είναι μια από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας Έλληνας ηγέτης, καθώς υπάρχουν κρίσιμα επιχειρήματα κατά της απόφασης για μια πρώτη αιφνιδιαστική επίθεση στην εχθρική χώρα. Ας τα εξετάσουμε ένα προς ένα:
1. Επιχειρησιακοί κίνδυνοι: Οι στόχοι υψηλής αξίας, όπως στρατιωτικά αεροδρόμια, ναύσταθμοι και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, προστατεύονται επαρκώς και ως εκ τούτου μια επίθεση συνεπάγεται τον κίνδυνο ατυχημάτων και ενδεχόμενης αποτυχίας της αποστολής, γεγονός που μπορεί να μας οδηγήσει σε στρατηγική αμηχανία με στρατηγικό και πολιτικό κόστος πολύ υψηλό. Καθώς, μια αποτυχία θα είχε ως αποτέλεσμα ανθρώπινο, υλικό κόστος και απώλεια του εθνικού γοήτρου.
2. Πολιτικοί κίνδυνοι: Η διεθνής κοινότητα αντιτίθεται ακόμη και στις προληπτικές επιθέσεις και τις θεωρεί πράξεις επιθετικότητας και όχι αυτοάμυνα. Ως εκ τούτου, οι διεθνείς κυρώσεις και οι καταδίκες κατά της Ελλάδας είναι πιθανές αντιδράσεις σε μια επίθεση εναντίον μάλιστα ενός συμμάχου στο ΝΑΤΟ και ενός προς ένταξη μέλους της ΕΕ, και αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικό στρατηγικό κόστος ολοκλήρου του Ελληνισμού.
3. Κίνδυνος επιδείνωσης του πολέμου: Η αντίδραση του εχθρού μπορεί να είναι ευρεία και οδυνηρή. Από πυραυλική επίθεση κατά της ηπειρωτικής Ελλάδος μέχρι και επιθέσεις σε κατοικημένους νήσους και στόχους υψηλής αξίας στην περιοχή της Θράκης.
4. Θετικές εναλλακτικές λύσεις: με την πάροδο του χρόνου, αν και θεωρείται απίθανο τουλάχιστο στο εγγύς μέλλον, ενδέχεται να προκύψουν πρόσθετες, λιγότερο ριζοσπαστικές λύσεις από ό, τι μια προληπτική επίθεση. Ίσως το σημερινό καθεστώς που είναι εχθρικό έναντι της Ελλάδος να αλλάξει ή οι παγκόσμιες δυνάμεις να το αμφισβητήσουν και να συνταχθούν με το μέρος μας ώστε σταματήσουν την επιθετική ρητορική από το αδίστακτο σημερινό Τουρκικό κράτος.
5. Το πρώτο πλήγμα είναι δυνατό μόνο προ της εκδήλωσης του οποιοδήποτε θερμού επεισοδίου. Δηλαδή να επιτύχει μόνο πολύ πριν αναπτυχθεί η επιχειρησιακή ικανότητα του εχθρού. Και εδώ βρίσκεται το μεγάλο δίλημμα. Σε πρώιμο στάδιο, η αποδοτικότητα μιας επίθεσης είναι υψηλή ενώ η νομιμότητα είναι χαμηλή, αλλά από τη στιγμή που φτάνει η νομιμότητα, η επίθεση δεν είναι πλέον επιλογή. Η αναβολή της απόφασης επίθεσης σταδιακά αποκλείει κάθε δυνατότητα αιφνιδιασμού του αντιπάλου.
6. Από τεχνική και μηχανική άποψη, η καταστροφή μέρους των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου μπορεί να αναβάλει μόνο, το «αναπόφευκτο» για μερικά χρόνια, υποθέτοντας ότι η Τουρκία είναι αποφασισμένη να “βάλει χέρι” στα δικαιώματά μας που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο θάλασσα, εφόσον δεν αποδέχεται η ίδια το Διεθνές Δίκαιο ή το ερμηνεύει κατά το δοκούν. Μερικές φορές η ίδια η πρώτη επίθεση μπορεί να επιταχύνει την προσπάθεια του αντιπάλου να αποκτήσει τον έλεγχο με το μέρος του.
Ως εκ τούτου, προτού η ελληνική πλευρά αποφασίσει να εκτελέσει το πρώτο κτύπημα, φρονώ ότι απαιτείται να διεξαχθούν διεξοδικές συζητήσεις και οι διαφωνίες που θα προκύψουν τόσο στα πολιτικά όσο και στα στρατιωτικά κλιμάκια σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της πραγματοποίησης της επίθεσης, να εξετασθούν με σοβαρότητα.
Αυτό που πρέπει συνεχώς να θυμόμαστε είναι πως η Άγκυρα γνωρίζει τις δυσκολίες μιας ολοκληρωμένης διεξαγωγής εχθροπραξιών. Η απόδειξη έρχεται από την ίδια της την πολιτική. Από την κρίση των Ιμίων και μετά εκμεταλλεύεται την προβληματική συνύπαρξη Ελλάδος-Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ. Πιο συγκεκριμένα, εκμεταλλεύεται το ‘’κενό’’ που υπάρχει στο ΝΑΤΟ αναφορικά με συγκρουσιακές σχέσεις και προβλήματα μεταξύ συμμάχων. Δεύτερον, η Τουρκία χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης βίας σαν μοχλό πίεσης για τη διεύρυνση των διεκδικήσεών της. Η χρήση του πλεονεκτήματος της Τουρκίας στο στρατό ξηράς (ειδικά στα άρματα μάχης) είναι δύσκολο να γίνει πράξη στον Έβρο.
Από την άλλη πλευρά, το Αιγαίο δεν είναι το καλύτερο δυνατό θέατρο επιχειρήσεων για έναν γενικευμένο πόλεμο. Ωστόσο οφείλουμε να μην ξεχνάμε το δίλημμα της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει ξεκάθαρο πλεονέκτημα δημιουργίας τετελεσμένων (αποκλεισμός ή κατάληψη ελληνικού νησιού) καθώς υπάρχουν πολλές επιλογές νησιών γι’ αυτό το σκοπό. Αντίθετα, η Ελλάδα μπορεί θεωρητικά να προχωρήσει σε ένα ισοδύναμο τετελεσμένο μόνο πιθανώς σε Ίμβρο ή Τένεδο. Το πρόβλημα όμως της Τουρκίας είναι πως η αναπτυγμένη περιοχή της, μπορεί σε μια γενικευμένη σύρραξη να βληθεί από εχθρικά πυρά. Παρόλα αυτά, το σύμπλεγμα νήσων του Καστελόριζου παραμένει για την χώρα μας ένα σημείο ασφυξίας. Είναι ευάλωτο και ταυτόχρονα κρίσιμο καθώς Ελληνική και Κυπριακή ΑΟΖ, ενώνονται χάρη σε αυτό το νησιωτικό σύμπλεγμα. Είναι πολύ σημαντικό η Ελλάδα να υπολογίσει κάθε δυνατούς τρόπους ενεργείας και να επενδύσει στους ειδικούς συντελεστές ισχύος της (επί της σκληρής ισχύος της) που είναι σήμερα τα Mirage 2000 και τα ελληνικά υποβρύχια τύπου Παπανικολής. Ωστόσο η ψαλίδα σκληρής ισχύος πρόκειται να ανοίξει έτι περαιτέρω καθώς οι εξοπλισμοί στην Τουρκία δείχνουν να μην έχουν τελειωμό (Patriot, S-400, F-35, αεροπλανοφόρο).
Ζωτικό συμφέρον της Ελλάδας είναι η ασφάλεια και ηρεμία στα σύνορά μας. Η Άγκυρα δεν έχει παραιτηθεί από την πρόθεση να αναθεωρηθούν οι συνθήκες που καθορίζουν τα σημερινά σύνορα εις βάρος μας, και θεωρούν τη στρατιωτική σύγκρουση ως κεντρικό άξονα προς την επίτευξη αυτού του στόχου, εφόσον πολιτικά δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί. Αυτός είναι ο σοβαρός λόγος που απαιτείται ισχυρή αποτρεπτική ισχύς.
Ωστόσο, σε περίπτωση που συρθούμε σε μια σύγκρουση στο Αιγαίο ή τη Μεσόγειο, η Ελλάς πρέπει να είναι προετοιμασμένη με σύνεση και επιμέλεια, σε αντίθεση με την εμπειρία της τελευταίας κρίσης των Ιμίων.
* Ο Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαραχος ε.α. και ο Αλέξανδρος Δρίβας είναι υποψήφιος Δρ. Διεθνών Σχέσεων, Συντονιστής της Ομάδας Ανατολικής Μεσογείου στο ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ
Το συμπέρασμα του Παναγιώτη Κονδύλη σχετικά με έναν ελληνοτουρκικό πόλεμο, το οποίο έχει επανέλθει τον τελευταίο καιρό σε διαβούλευση όλο και συχνότερα, είναι ότι η Ελλάδα (εφόσον μάλιστα ο επιτιθέμενος με την ιστορική και την πολιτική έννοια δεν μπορεί να είναι άλλος από την ολοένα και πιο δυνατή Τουρκία) θα έπρεπε να καταφέρει το πρώτο (μαζικό) πλήγμα, αιφνιδιάζοντας τον εχθρό.
Η απόφαση να επιτεθούμε στο εχθρικό έδαφος είναι μια από τις πιο δύσκολες αποφάσεις που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας Έλληνας ηγέτης, καθώς υπάρχουν κρίσιμα επιχειρήματα κατά της απόφασης για μια πρώτη αιφνιδιαστική επίθεση στην εχθρική χώρα. Ας τα εξετάσουμε ένα προς ένα:
1. Επιχειρησιακοί κίνδυνοι: Οι στόχοι υψηλής αξίας, όπως στρατιωτικά αεροδρόμια, ναύσταθμοι και στρατιωτικές εγκαταστάσεις, προστατεύονται επαρκώς και ως εκ τούτου μια επίθεση συνεπάγεται τον κίνδυνο ατυχημάτων και ενδεχόμενης αποτυχίας της αποστολής, γεγονός που μπορεί να μας οδηγήσει σε στρατηγική αμηχανία με στρατηγικό και πολιτικό κόστος πολύ υψηλό. Καθώς, μια αποτυχία θα είχε ως αποτέλεσμα ανθρώπινο, υλικό κόστος και απώλεια του εθνικού γοήτρου.
2. Πολιτικοί κίνδυνοι: Η διεθνής κοινότητα αντιτίθεται ακόμη και στις προληπτικές επιθέσεις και τις θεωρεί πράξεις επιθετικότητας και όχι αυτοάμυνα. Ως εκ τούτου, οι διεθνείς κυρώσεις και οι καταδίκες κατά της Ελλάδας είναι πιθανές αντιδράσεις σε μια επίθεση εναντίον μάλιστα ενός συμμάχου στο ΝΑΤΟ και ενός προς ένταξη μέλους της ΕΕ, και αυτές μπορεί να οδηγήσουν σε σημαντικό στρατηγικό κόστος ολοκλήρου του Ελληνισμού.
3. Κίνδυνος επιδείνωσης του πολέμου: Η αντίδραση του εχθρού μπορεί να είναι ευρεία και οδυνηρή. Από πυραυλική επίθεση κατά της ηπειρωτικής Ελλάδος μέχρι και επιθέσεις σε κατοικημένους νήσους και στόχους υψηλής αξίας στην περιοχή της Θράκης.
4. Θετικές εναλλακτικές λύσεις: με την πάροδο του χρόνου, αν και θεωρείται απίθανο τουλάχιστο στο εγγύς μέλλον, ενδέχεται να προκύψουν πρόσθετες, λιγότερο ριζοσπαστικές λύσεις από ό, τι μια προληπτική επίθεση. Ίσως το σημερινό καθεστώς που είναι εχθρικό έναντι της Ελλάδος να αλλάξει ή οι παγκόσμιες δυνάμεις να το αμφισβητήσουν και να συνταχθούν με το μέρος μας ώστε σταματήσουν την επιθετική ρητορική από το αδίστακτο σημερινό Τουρκικό κράτος.
5. Το πρώτο πλήγμα είναι δυνατό μόνο προ της εκδήλωσης του οποιοδήποτε θερμού επεισοδίου. Δηλαδή να επιτύχει μόνο πολύ πριν αναπτυχθεί η επιχειρησιακή ικανότητα του εχθρού. Και εδώ βρίσκεται το μεγάλο δίλημμα. Σε πρώιμο στάδιο, η αποδοτικότητα μιας επίθεσης είναι υψηλή ενώ η νομιμότητα είναι χαμηλή, αλλά από τη στιγμή που φτάνει η νομιμότητα, η επίθεση δεν είναι πλέον επιλογή. Η αναβολή της απόφασης επίθεσης σταδιακά αποκλείει κάθε δυνατότητα αιφνιδιασμού του αντιπάλου.
6. Από τεχνική και μηχανική άποψη, η καταστροφή μέρους των ενόπλων δυνάμεων του αντιπάλου μπορεί να αναβάλει μόνο, το «αναπόφευκτο» για μερικά χρόνια, υποθέτοντας ότι η Τουρκία είναι αποφασισμένη να “βάλει χέρι” στα δικαιώματά μας που απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο στο Αιγαίο και τη Μεσόγειο θάλασσα, εφόσον δεν αποδέχεται η ίδια το Διεθνές Δίκαιο ή το ερμηνεύει κατά το δοκούν. Μερικές φορές η ίδια η πρώτη επίθεση μπορεί να επιταχύνει την προσπάθεια του αντιπάλου να αποκτήσει τον έλεγχο με το μέρος του.
Ως εκ τούτου, προτού η ελληνική πλευρά αποφασίσει να εκτελέσει το πρώτο κτύπημα, φρονώ ότι απαιτείται να διεξαχθούν διεξοδικές συζητήσεις και οι διαφωνίες που θα προκύψουν τόσο στα πολιτικά όσο και στα στρατιωτικά κλιμάκια σχετικά με τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα της πραγματοποίησης της επίθεσης, να εξετασθούν με σοβαρότητα.
Αυτό που πρέπει συνεχώς να θυμόμαστε είναι πως η Άγκυρα γνωρίζει τις δυσκολίες μιας ολοκληρωμένης διεξαγωγής εχθροπραξιών. Η απόδειξη έρχεται από την ίδια της την πολιτική. Από την κρίση των Ιμίων και μετά εκμεταλλεύεται την προβληματική συνύπαρξη Ελλάδος-Τουρκίας εντός του ΝΑΤΟ. Πιο συγκεκριμένα, εκμεταλλεύεται το ‘’κενό’’ που υπάρχει στο ΝΑΤΟ αναφορικά με συγκρουσιακές σχέσεις και προβλήματα μεταξύ συμμάχων. Δεύτερον, η Τουρκία χρησιμοποιεί την απειλή χρήσης βίας σαν μοχλό πίεσης για τη διεύρυνση των διεκδικήσεών της. Η χρήση του πλεονεκτήματος της Τουρκίας στο στρατό ξηράς (ειδικά στα άρματα μάχης) είναι δύσκολο να γίνει πράξη στον Έβρο.
Από την άλλη πλευρά, το Αιγαίο δεν είναι το καλύτερο δυνατό θέατρο επιχειρήσεων για έναν γενικευμένο πόλεμο. Ωστόσο οφείλουμε να μην ξεχνάμε το δίλημμα της Τουρκίας. Η Τουρκία έχει ξεκάθαρο πλεονέκτημα δημιουργίας τετελεσμένων (αποκλεισμός ή κατάληψη ελληνικού νησιού) καθώς υπάρχουν πολλές επιλογές νησιών γι’ αυτό το σκοπό. Αντίθετα, η Ελλάδα μπορεί θεωρητικά να προχωρήσει σε ένα ισοδύναμο τετελεσμένο μόνο πιθανώς σε Ίμβρο ή Τένεδο. Το πρόβλημα όμως της Τουρκίας είναι πως η αναπτυγμένη περιοχή της, μπορεί σε μια γενικευμένη σύρραξη να βληθεί από εχθρικά πυρά. Παρόλα αυτά, το σύμπλεγμα νήσων του Καστελόριζου παραμένει για την χώρα μας ένα σημείο ασφυξίας. Είναι ευάλωτο και ταυτόχρονα κρίσιμο καθώς Ελληνική και Κυπριακή ΑΟΖ, ενώνονται χάρη σε αυτό το νησιωτικό σύμπλεγμα. Είναι πολύ σημαντικό η Ελλάδα να υπολογίσει κάθε δυνατούς τρόπους ενεργείας και να επενδύσει στους ειδικούς συντελεστές ισχύος της (επί της σκληρής ισχύος της) που είναι σήμερα τα Mirage 2000 και τα ελληνικά υποβρύχια τύπου Παπανικολής. Ωστόσο η ψαλίδα σκληρής ισχύος πρόκειται να ανοίξει έτι περαιτέρω καθώς οι εξοπλισμοί στην Τουρκία δείχνουν να μην έχουν τελειωμό (Patriot, S-400, F-35, αεροπλανοφόρο).
Ζωτικό συμφέρον της Ελλάδας είναι η ασφάλεια και ηρεμία στα σύνορά μας. Η Άγκυρα δεν έχει παραιτηθεί από την πρόθεση να αναθεωρηθούν οι συνθήκες που καθορίζουν τα σημερινά σύνορα εις βάρος μας, και θεωρούν τη στρατιωτική σύγκρουση ως κεντρικό άξονα προς την επίτευξη αυτού του στόχου, εφόσον πολιτικά δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί. Αυτός είναι ο σοβαρός λόγος που απαιτείται ισχυρή αποτρεπτική ισχύς.
Ωστόσο, σε περίπτωση που συρθούμε σε μια σύγκρουση στο Αιγαίο ή τη Μεσόγειο, η Ελλάς πρέπει να είναι προετοιμασμένη με σύνεση και επιμέλεια, σε αντίθεση με την εμπειρία της τελευταίας κρίσης των Ιμίων.
* Ο Δημήτρης Τσαϊλάς είναι Υποναύαραχος ε.α. και ο Αλέξανδρος Δρίβας είναι υποψήφιος Δρ. Διεθνών Σχέσεων, Συντονιστής της Ομάδας Ανατολικής Μεσογείου στο ΤΟ.ΡΕ.ΝΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου