Οι δυτικοί θαυμάζουν και τη νέα και την αρχαία Ελλάδα και απλά αντιπαθούν τους νέους Ελληνες.
Οι Ρωμαίοι με τη σειρά τους, φυσικά, και μέσω του Αινεία κατάγονταν από την Τροία. Επομένως, αν έπρεπε να υποστηρίξουν κάποιους, αυτοί δεν θα ήταν οι Ελληνες. Ουσιαστικά, πολλοί πίστευαν ότι οι Τούρκοι κατάγονταν και εκείνοι από τους Τρώες. Επομένως, όταν κατέλαβαν την Ελλάδα, το θεώρησαν δίκαιη εκδίκηση για την αρχαία ήττα τους».
Shearer Ann, «Αθηνά. Συμβολισμός της Θεάς στην Πορεία των Αιώνων», Αθήνα 2000, εκδ. Ιάμβλιχος, σελ. 202
Δεν υπάρχουν νέα προβλήματα. Ολα είναι παλιά. Δεν υπάρχουν νέες λύσεις. Προϋπάρχουν και ημών και των προβλημάτων. Οι λύσεις είναι πιο παλιές από τα προβλήματα, επειδή είναι εκδηλώσεις των Νόμων. Οι Νόμοι που διέπουν το επιστητό και το -μέχρι τώρα- αόρατο υφίστανται πριν από την Κτίση, όπως ακριβώς τα σχέδια ενός οικήματος προϋπάρχουν της οικοδομής. Γι’ αυτό και όλες οι απαντήσεις είναι αρχαιότερες των αποριών μας. Οι απαντήσεις, οι Νόμοι είναι πιο παλιοί κι από το ίδιο το Χάος. Τι είναι νέο τότε; Τι επινοεί ο Χρόνος για να μας εκπαιδεύει; Νέα είναι μόνο τα κανάλια μέσα από τα οποία φτάνουν στις εποχές των ανθρώπων οι αρχαίοι δεσμώτες του νου και των σωμάτων μας. Νέα είναι τα εργαλεία που φτιάχνουν τους γνωστούς μηχανισμούς επίλυσης όσων μας ταλανίζουν.
Ο Ελληνισμός, όσο εξωφρενικό και αν ακούγεται αυτό, βρίσκει διαρκώς μπροστά του τα έπη του, τις νίκες, την αναλαμπή από τις τρεις εξάδες των φρυκτωριών που άναψαν μόλις πορθήθηκε η Τροία. Στην τραγωδία του Αισχύλου «Αγαμέμνων», στους στίχους 29-33, ο Φύλακας λέει (σε απόδοση Γιάννη Γρυπάρη): «Αν απ' αλήθεια πάρθηκε του Ιλίου η πόλι καθώς αυτή τώρα η φωτιά θέλει να δείξη. Και 'γώ καλήν αρχή στους χορούς κάνω πρώτος, γιατί θα πω δική μου των κυρίων την τύχη τώρα που τρία εξ της φλόγας ρίχτει ο κύβος».
Οι τρεις εξάδες φρυκτωριών που ο φύλακας θεώρησε ευοίωνες, τελικά, με το πυρ τους άναψαν μια πυρκαγιά που δεν λέει να σβήσει ακόμα: εκείνη του ανθελληνισμού. Η δυτική προς τους Ελληνες καχυποψία, απέχθεια ή και απροκάλυπτο μίσος ξεκινά την ώρα του αρχαίου θριάμβου που καταγράφηκε στην επίσημη αυγή της γραμματείας μας. Την ώρα που ηχούσαν τα τριξίματα των φλογών που κατάπιναν την Τροία και το παλάτι του Πριάμου και της Εκάβης και οι Αχαιοί έσερναν από τα μαλλιά την αλλόφρονα Κασσάνδρα για να τη ρίξουν στο κρεβάτι του ξαναμμένου Αγαμέμνονα, άρχισε να ελίσσεται γύρω από το όνομά μας ο σφιγκτήρ όφις συλλογικής δίψας για εκδίκηση.
Στο πλευρό των Τρώων, ένα αναμφίβολα ελληνικό φύλο με το ίδιο πάνθεον, όμοια ήθη, έθιμα, αρχιτεκτονική και τέχνες, τάχθηκαν εθελοντικά οι αφανείς της Ιστορίας. Οι μειονεκτούντες και οι ετερόφωτοι που θέλησαν να κλέψουν τη λάμψη του απολλώνιου ήλιου. Διαβάζουμε σχετικά με το ανεπίσημο αλλά υπαρκτό κατηγορητήριο εναντίον της φυλής μας:
«Οι αρχαίοι Ελληνες ωστόσο δεν “σταδιοδρόμησαν” στους νεώτερους χρόνους χωρίς προσκόμματα· τόσο στη Δύση όσο και στην καθ' ημάς Ανατολή αντιμετωπίζονταν με καχυποψία ή και εχθρότητα, πριν να γίνουν δεκτοί ως άξιοι πρόγονοι του δυτικού πολιτισμού. Στη μεσαιωνική Δύση ήταν έκδηλες οι συμπάθειες για τους Τρώες του Τρωικού Πολέμου -εξαιτίας των μύθων που καλλιεργούσαν πολλοί λαοί και που ήθελαν τους Τρώες προγόνους τους-, περίσσευε δε η αντιπάθεια εναντίον των νικητών Ελλήνων.
Η ταύτιση των Τρώων, των Τεύκρων, όπως τους ονομάζει ο Βιργίλιος (Τeucri), με τους Τούρκους (Turcae στα λατινικά, Turchi στα ιταλικά) ήταν σχεδόν αναπόφευκτη, η δε Αλωση της Κωνσταντινούπολης θεωρήθηκε έργο θείας δίκης για την άλωση της Τροίας. Σε δυτικό χρονικό της εποχής ο Μωάμεθ Β' ο Πορθητής αναφέρεται ως “πρίγκιπας των Τρώων” (“Teucrorum Princeps et dominus” […] Οι αρχαίοι Ελληνες, “βεβαρημένοι” με τη μεσαιωνική αντίληψη για την Τροία, έφεραν και όλες τις αρνητικές ονομασίες και τα χαρακτηριστικά με τα οποία τους είχαν παραδώσει στους Δυτικούς οι Ρωμαίοι συγγραφείς. Αποτελούσαν δυτικά αξιώματα ή “fide graeca”, δηλαδή η απόλυτη αναξιοπιστία, η ελληνική “δολιότητα” και “διπλοπροσωπία”, η ελληνική “δουλοπρέπεια”, η ελληνική ελευθεριότητα ηθών. Οι Δυτικοί της Αναγέννησης θαύμαζαν τα έργα των αρχαίων Ελλήνων, αλλά όχι τους ίδιους τους αρχαίους Ελληνες»*.
Πάντως, έγινε μια πρόοδος. Στην Αναγέννηση οι δυτικοί θαύμαζαν τα έργα των αρχαίων αλλά όχι τους ίδιους τους αρχαίους και τώρα οι δυτικοί θαυμάζουν και τη νέα και την αρχαία Ελλάδα και τους αρχαίους Ελληνες, και απλά αντιπαθούν ή είναι επιφυλακτικοί με τους νέους Ελληνες.
*Βερέμης, Θ. και Κολιόπουλος, Γ. «Ελλάς. Η σύγχρονη συνέχεια. Από το 1821 μέχρι σήμερα», Αθήνα 2006, εκδ. Καστανιώτη, σελ. 43
Παναγιώτης Λιάκος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου