Το News 24/7, επιστρέφει στα χρόνια που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη. Η Κρήτη, η σύζυγός του Μαρίκα, η αντίσταση, οι συλλήψεις και τα πρώτα βήματα στην πολιτική
By Zastro
Ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης απεβίωσε σε ηλικία 99 ετών ξημερώματα της 29ης Μαΐου του 2017, ημερομηνία σημαδιακή για τον ελληνισμό. Με τον επίλογο είχε εξοικειωθεί από τη μέρα που έχασε την αγαπημένη του Μαρίκα από το πλευρό του, ο χαμός της του στοίχισε όσο τίποτε άλλο.
Ευτυχία ανέκαθεν συνέλεγε από την οικογένειά του, τα παιδιά του, τα εγγόνια του, τα ανήψια του. Πολιτικά είχε αποσυρθεί καιρό τώρα, το σύγχρονο πολιτικό περιβάλλον ήταν παράταιρο, ξένο για ένα κεφάλαιο της πολιτικής ζωής της χώρας όπως εκείνος, ένας άνθρωπος που η μυθιστορηματική ζωή του ισούται με δέκα ζωές των υπολοίπων.
Για την πολιτική του σταδιοδρομία, την "αποστασία", τις επιλογές του, τις ανηλεείς μάχες με τον Ανδρέα Παπανδρέου, την Οικουμενική και την Πρωθυπουργία του θα διαβάσετε παντού. Σύσσωμος ο πολιτικός κόσμος θα αποτίσει φόρους τιμής, θα διαβαστούν επικήδειοι, θα τιμηθεί από όλους τους θεσμικούς παράγοντες της χώρας. Σε τούτο το κείμενο θα γίνει μια προσπάθεια αναψηλάφησης της νιότης του μέχρι το κομβικό χρονικό σημείο που παντρεύτηκε τη Μαρίκα, μια προσπάθεια να φωτιστεί εκείνη η πλευρά της ζωής του που δεν είναι αμιγώς πολιτική, αλλά συνετέλεσε τα μέγιστα ούτως ώστε να γίνει ο πολιτικός άνδρας που γνωρίσαμε. Μια ζωή που περικλείεται σε δύο προτάσεις του: «Το αίσθημα του φόβου δεν το έχω νιώσει ποτέ. Δεν ήταν κάτι που κατόρθωσα, γεννήθηκε μοναχό του».
Όπως λένε λοιπόν και οι Γάλλοι, αυτό που ακολουθεί είναι το film à clef της νιότης του Κώστα Μητσοτάκη.
Όλα ξεκινούν βορειοανατολικά των Χανίων στην Κρήτη, στο σημείο που ενώνεται η χερσόνησος του Ακρωτηρίου με την πεδιάδα των Χανίων, όπου στέκει περήφανα το ιστορικότερο προάστιο/συνοικία των Χανίων: η Χαλέπα. Στη Χαλέπα ήταν η έδρα του εκάστοτε Γενικού Διοικητή του νησιού, εκεί ορθώνονταν επιβλητικές οι επαύλεις των γενικών Προξένων των Μεγάλων Δυνάμεων και του Αρμοστή Πρίγκιπα Γεώργιου, εκεί ήταν και η Γαλλική Σχολή Καλογραιών του τάγματος Saint Joseph. Εκεί, σε έναν παλιό τουρκικό στρατώνα συνομολογήθηκε τον Οκτώβριο του 1878 ο «Χάρτης της Χαλέπας», μια σύμβαση βάσει της οποίας ολόκληρη η Κρήτη αυτονομείτο, χάρη και στην αρωγή ενός σπουδαίου ντόπιου πολιτικού και Διδάκτορα δικαίου: του Κωστή Μητσοτάκη. Ο «γερο-Κωστής», όπως ήταν το προσωνύμιό του, ήταν ιδρυτής του κόμματος των Φιλελευθέρων, που τότε όλοι - και μέχρι να εμφανιστεί ο Ελευθέριος Βενιζέλος - το αποκαλούσαν δηκτικά «κόμμα των Ξυπόλητων».
Πενήντα χρόνια μετά, τη «Γαλαρία», όπως ονομαζόταν εκείνος ο παλιός τουρκικός στρατώνας, την αγόρασε ο γιος του γερό-Κωστή των «Ξυπόλητων», ο Κυριάκος Μητσοτάκης, το δεύτερο από τα επτά παιδιά του. Παντρεμένος κατ’ οικονομίαν με τη Σταυρούλα Πλουμιδάκη, δεύτερη εξαδέλφη του, ο Κυριάκος Μητσοτάκης άνηκε επίσης στους σημαίνοντες παράγοντες της ιστορίας του νησιού. Βουλευτής Χανίων, Γενικός Γραμματέας του Κινήματος του Θερίσσου, (επαν)εκδότης της τοπικής εφημερίδας «Κήρυξ» και με σημαντικό ρόλο στους βαλκανικούς πολέμους, ο Κυριάκος Μητσοτάκης ήταν ο κατ’ εξοχήν συνεχιστής της φιλελεύθερης ιδεολογικής προσέγγισης του πατέρα του γερο-Κωστή, εν αντιθέσει με τον αδελφό του Αριστομένη που υπήρξε πολιτικός αντίπαλος του (συγγενούς) Ελευθέριου Βενιζέλου. Ο Κώστας Μητσοτάκης ήταν μόλις ενός έτους (γεννηθείς την 18η Οκτωβρίου 1918) όταν η οικογένεια μετακόμισε στον ανακαινισμένο τουρκικό στρατώνα στο ύψωμα της Χαλέπας, στη «Γαλαρία», στο προάστιο που σηματοδότησε την αλλαγή σελίδας στο οικονομικό και κοινωνικοπολιτικό γίγνεσθαι των Χανίων κι ολόκληρης της Κρήτης.
Τα Χανιά έχουν αποκτήσει έναν πολυπολιτισμικό χαρακτήρα, αναπτύσσονται με γοργούς ρυθμούς σε όλα τα επίπεδα και είναι πρωτοπόρα στη μετάβαση της πατρίδας μας από το οθωμανικό στο ευρωπαϊκό modus vivendi. Η οικογένεια Μητσοτάκη, παρότι ανήκουσα στα υψηλά κοινωνικά στρώματα, δεν μπορεί να χαρακτηρισθεί εύπορη, εκείνον τον καιρό οι συνεχείς εμπόλεμες καταστάσεις και η εν γένει αστάθεια καθιστούσαν αδύνατη την οικονομική ευημερία, ωστόσο το κοινωνικό status και η ακαδημαϊκή μόρφωση των ανδρών-μελών της οικογένειας, εξασφάλιζε τα απαραίτητα εφόδια για υπερβάσεις όπως η παρουσία οικονόμου και αλλοδαπής δασκάλας τόσο στην Καίτη (η μεγαλύτερη αδελφή του Κώστα Μητσοτάκη) όσο και στον ίδιο το δευτερότοκο γιο της οικογένειας που εξ αρχής ήταν εμφανές ότι διέθετε το ταλέντο και την πάστα για να ανταπεξέλθει πνευματικά στην οικογενειακή παράδοση. Ως νήπιο, ο Κώστας Μητσοτάκης υπήρξε ένα πολύ ήσυχο και διακριτικό παιδί, διέθετε τον προσωπικό του χρόνο για να εμπλουτίζει τις γνώσεις του εκμεταλλευόμενος αφ’ ενός τη Γερμανίδα δασκάλα του και αφ’ ετέρου την ενημερωμένη και πλούσια βιβλιοθήκη της οικογενείας του.
Ήταν άλλωστε αγόρι και εκείνον τον καιρό στην Κρήτη το δόγμα «έχω δύο παιδιά και ένα κορίτσι» ίσχυε όσο ποτέ. Αυτός ήταν και ο λόγος που όταν η κατά 18 μήνες μεγαλύτερή του αδελφή, η Καίτη πήγε, στο σχολείο, μαζί της ετοίμασε τη σάκα του και ο Κώστας. Φιλομαθής και επιμελής από πάρα πολύ μικρός, την ώρα που τα υπόλοιπα παιδιά επέλεγαν το παιχνίδι, ο Κώστας Μητσοτάκης απομονωνόταν στο δωμάτιό του και διάβαζε, ρουφούσε γνώσεις, πλάθοντας έναν χαρακτήρα που εξηγεί πολλές από τις πτυχές της μετέπειτα καριέρας του. Το σπίτι επισκεπτόταν συχνά και ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αδελφός της γιαγιάς του της Κατίγκως, μια από της σημαντικότερες πολιτικές φυσιογνωμίες στην πολιτική ιστορία της Ελλάδας και εκ των προσώπων που διαδραμάτισαν εξέχοντα ρόλο στην εξέλιξη της οικογένειας Μητσοτάκη γενικότερα. Ο οκτάχρονος Κώστας είχε την ευκαιρία να παρίσταται σε συζητήσεις παρόντος του Βενιζέλου, να αφουγκράζεται, να κατανοεί ή να ρωτά πράγματα που διαμόρφωσαν την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα το, ειδικότερα την εποχή που ο Εθνάρχης έμεινε στη «Γαλαρία» επί δέκα συναπτούς μήνες το 1927/28, όντας αποστασιοποιημένος από τα πολιτικά δρώμενα της χώρας. Από την εν λόγω παραμονή του Βενιζέλου, προέρχεται και η διάσημη πλέον φωτογραφία στο μπαλκόνι του σπιτιού στη Χαλέπα, με την οικογένειά του, την Κατίγκω και το θείο του Ελευθέριο.
Ο Κώστας Μητσοτάκης είναι μόλις 10 ετών όταν εισέρχεται στο Πειραματικό Λύκειο Χανίων, το πλέον φημισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα της εποχής, ένα από τα πιο απαιτητικά και δύσκολα σχολεία της εποχής. Έχοντας καθηγητές τον Ανδρέα Κνιθάκη και κορυφαία μυαλά της εποχής, ο Κώστας Μητσοτάκης είχε την ευκαιρία να μελετά βιβλία θετικών επιστημών πολύ προχωρημένα για την εποχή τους (τα περισσότερα γαλλικά συγγράμματα) και να διαμορφώσει μια σπάνια μαθηματική σκέψη παιδιόθεν. Άλλωστε το μυαλό του ανέκαθεν «μαθηματικό» ήταν κι ας επρώτευσε αργότερα στις θεωρητικές επιστήμες ακολουθώντας την οικογενειακή παράδοση των νομικών σπουδών. Ως μαθητής ήταν άριστος, παρουσίασε μια βαθμηδόν ανοδική πορεία όντας επιμελής και «τετράγωνος». Αχίλλειος πτέρνα του οτιδήποτε σχετίζετο με την τέχνη. Τόσο στα καλλιτεχνικά όσο και στη μουσική, ήταν εμφανές ότι υστερούσε σε βαθμό αντισρόφως ανάλογο με την πρόοδο του στη φυσική ή τα μαθηματικά. Δεν μπορούσε ούτε να σκιτσάρει μήτε να ακολουθήσει τον οποιοδήποτε ρυθμό είτε επρόκειτο για τραγούδι είτε για χωρό, αφού εκτός των άλλων δεν τον βοηθούσε και το ύψος του.
Η σωματική του διάπλαση ωστόσο, ήταν το κυρίαρχο συστατικό που του επέτρεψε να διαπρέψει και στις αθλοπαιδίες και δη στο βόλλεϋ. Αναντικατάστατο μέλος της σχολικής ομάδας, εξαρετικός μπλοκέρ και εκ των πρωτοστατούντων στη διοργάνωση των σχολικών αγώνων, με τις αναμετρήσεις κόντρα στο Λύκειο Αρρένων, να μένουν στην ιστορία της πόλης των Χανίων. Παράλληλα με το διάβασμα και τον αθλητισμό, έρχονται και τα πρώτα εφηβικά «ατοπήματα», τα πρώτα σκριτήματα, οι πρώτες επαφές με το φλερτ και την κοσμική ζωή που τότε περιοριζόταν σε εκδρομές, περιπάτους και στα ζαχαροπλαστεία του κέντρου. Οι έξοδοί του, συνήθως στο Συντριβάνι ή στους δύο κινηματογράφους της εποχής, ήταν ήπιες, αντικατοπτρισμός του χαρακτήρα του. Ουδέποτε παρέκκλινε των ορίων, ποτέ δεν «πρόδωσε» την αγωγή του και ανέκαθεν προστάτευε το βαρύ όνομα που κουβαλούσε, ειδικότερα σε μια εποχή που οι πολιτικές και μη εξελίξεις διαδέχονταν η μία την άλλη και η Ελλάδα διαρκώς μεταλλασσόταν. Στα 17 του, ο ήδη πολιτικοποιημένος Κώστας είχε ήδη ασπαστεί τη φιλελεύθερη πολιτική προσέγγιση, είχε ήδη απορρίψει τα άκρα χωρίς ωστόσο να διακατέχεται από απόλυτες αντιλήψεις. Και η μετέπειτα πορεία του εξάλλου, αποδεικνύει περίτρανα ότι υπήρξε πιο πολύ πολιτικός των ισορροπιών παρά των συγκρούσεων.
Οικογενειακής παράδοσης ένεκα, βρισκόταν σαφώς στο αντιβασιλικό στρατόπεδο, η παιδεία και η ευρυμάθειά του ωστόσο, επέβαλαν μια «ακαδημαϊκή» προσέγγιση στην πολιτική διαφωνία, προέτασσαν το διάλογο έναντι του φανατισμού, σε ένα περιβάλλον που πρέσβευε το ακριβώς αντίθετο. Την πολιτική διαφωνία την ζούσε και εντός οικογενείας άλλωστε, με το θείο του Αριστομένη να αντιτίθεται στον επίσης θείο του Ελευθέριο Βενιζέλο, αλλά και τον ίδιο να διαφωνεί πολλάκις με τον απόλυτο πατέρα του, Κυριάκο. Ο – σχεδόν – ενήλικας Μητσοτάκης, ήταν ήδη ένας πολιτικός άνδρας χωρίς δογματισμούς, βαθύτατα δημοκράτης, οπαδός του διαλόγου και φιλελεύθερος. Είχε ήδη απορρίψει και την άκρα δεξιά και την άκρα αριστερά στο βαθμό που εκείνος τις προσδιόριζε και αυτοτοποθετείτο στο κέντρο, πολύ πριν γίνει σήμα κατατεθέν της χώρας. Υπό αυτήν την έννοια υπήρξε πρωτοπόρος μιας πολιτικής σκέψης συναίνεσης (θα αποδειχτεί περίτρανα διαχρονικά και από τις σχέσεις του με την Αριστερά) και ήπιας αντιπαράθεσης που αποτέλεσε και προτέρημα και μεονέκτημα στη μετέπειτα πολιτική σταδιοδρομία του. Ο Μητσοτάκης την αδιαλλαξία δεν την είχε στο ρεπερτόριό του, τα πάντα ήταν αντιμετωπίσιμα με το διάλογο, η συζήτηση και η μετριοπάθεια ήταν σήματα κατατεθέντα της πολιτικής του σκέψης και των ενίοτε συμβιβαστικών πολιτικών του αναδιπλώσεων.
Η ηρεμία και το πράο του χαρακτήρα του θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν έως και εριστικά, δεν άφηνε ποτέ την αδρεναλίνη να υπερβεί τα όρια και το μυαλό του να θολώσει (πλην ίσως μιας περιπτώσεως που θα χαρακτηρίσει και ολόκληρη την πορεία του πολύ αργότερα) και μέχρι να αποσυρθεί από την πολιτική αυτό ήταν το σημαντικότερο προσόν του: η επιβολή διά της ψυχραιμίας. Όταν ετέθη το ζήτημα των σπουδών του μετά το πέρας του Λυκείου, κατανοώντας την αδυναμία του πατέρα του να τον στηρίξει οικονομικά για ανώτατες σπουδές, ουδέποτε έθεσε το ζήτημα της σαφέστατης προτίμησής του στις θετικές επιστήμες και συναίνεσε στις βουλές της οικογενειακής παράδοσης. Ήταν το καλοκαίρι του 1935, όταν έχοντας αποφοιτήσει αριστεύσας από το Πειραματικό, μετείχε σιωπηλά στο οικογενειακό συμβούλιο παρουσία του Κνιθάκη στη «Γαλαρία», όπου επί της ουσίας συζητείτο το μέλλον του. Ανέβηκε στην Αθήνα έχοντας στο πίσω μέρος του μυαλού του την επιθυμία του πατρός του για νομικές σπουδές, ο ίδιος επιθυμούσε διακαώς το Πολυτεχνείο, υπερίσχυσε όμως η επιθυμία του Κυριάκου. Κρυφά αποφάσισε να δώσει πρώτα εξετάσεις στη νομική και κατόπιν και στο Πολυτεχνείο, μια σκέψη που στην πορεία εγκαταλείφθηκε, όταν διαπίστωσε ότι η Αθήνα και το χάος της δεν έχουν την παραμικρή σχέση με την Κρήτη και το θερμοκήπιο των Χανίων.
Στην Αθήνα τα έξοδα επρόκειτο να τα καλύψει ο ίδιος ο Βενιζέλος, τα χρόνια ήταν δύσκολα, το μυαλό του Κώστα ήταν μαθηματικό και δυσκολεύτηκε αρκετά να προσαρμοστεί στις θεωρητικές επιταγές της ίδιας της σχολής. Εν τέλει επέλεξε το δικό του τρόπο, μια άτυπη συγχώνευση της μαθηματικής με τη θεωρητική σκέψη που ήταν ο μόνος τρόπος να αποκρύψει τη βαθύτατη δυσφορία του για τις σπουδές του. Τον βοήθησε πολύ ο χαρακτήρας του να τα βγάλει πέρα με τη νομική, το αίσθημα αυτοσυντήρησης και το γεγονός ότι δεν ήθελε να αποδειχθεί κατώτερος των περιστάσεων στα μάτια – κυρίως – του πατρός του. Ο ευφυής και ήδη μορφωμένος Κώστας Μητσοτάκης απέκρυψε τη δυσφορία του, προέταξε την εργατικότητα και τον εγωισμό του, έψαξε – και βρήκε – τη θετική πλευρά των πραγμάτων, διότι μην λησμονούμε ότι επρόκειτο για ένα 17χρονο παιδί που άφησε τη γυάλα της Κρήτης για μια πόλη χαοτική, γεμάτη εντάσεις και απολύτως ακατάλληλη για αστική προσαρμογή. Η φοιτητική ζωή του ήταν απολύτως λιτή, ο «χορηγός» του Ελευθέριος Βενιζέλος πεθαίνει το Μάρτιο του 1936 υποκύπτοντας σε βαρύ εγκεφαλικό και η Ελλάδα (ξανά)στενάζει υπό το βάρος νέων ιστορικών πολιτικών εξελίξεων, με κορυφαίο γεγονός την αιματοχυσία στη Θεσσαλονίκη.
Ο Μητσοτάκης διακόπτει τις σπουδές προκειμένου να περευρεθεί στην κηδεία του θείου του στην Κρήτη, θέλει με κάθε τρόπο να αποτίσει φόρο τιμής στον Εθνάρχη και κορυφαίο ηγέτη του καιρού εκείνου, τη στιγμή που η χώρα χωρίζεται στα δυο και έχει μπροστά της τα (ακόμη) χειρότερα. Λίγους μήνες μετά το θάνατο του Βενιζέλου, 4 Αυγούστου του ’36, καταλύεται η δημοκρατία, η Ελλάδα έχει πλέον δικτατορία. Ο Μητσοτάκης συντάσσεται με τη διάδοχη του μετριοπαθούς Σοφοκλή Βενιζέλου, με το θείο του Αριστομένη να μετέχει με πιο επιθετικό ρόλο στα δρώμενα (με το κίνημα κατά του Μεταξά), γεγονός που οδήγησε το 1938 στην εξορία και τη δίωξη μελών της οικογενείας. Όπως μαρτυρούν οι αφηγήσεις του επίσης πολικού ανδρός και συμφοιτητή του Κώστα, Γιάγκου Πεσματζόγλου, ο νεαρός Μητσοτάκης υπήρξε βαθύτατα αντιδιδατορικός, εισέπραξε τη «δυσαρέσκεια» του καθεστώτος, αλλά διεσώθη ακριβώς λόγω του νεαρού της ηλικίας του και της πραότητας του χαρακτήρα του. Επέστρεψε μετά κόπου στις σπουδές του έπειτα από ειδική άδεια που εξέδωσε το Λιμεναρχείο με υποσημείωση στο «διαβατήριό» του, την άρνησή του να εγγραφεί στην Εθνική Οργάνωση Νεολαίας του Μεταξά και το «επικίνδυνον» της συγγένειας με τον Αριστομένη.
Με τον αδερφό του
Η ζωή του γίνεται όσο τυπικότερη μπορεί, φιλοξενείται στο σπίτι της θείας του της Στέλλας στο Κουκάκι μαζί με τον αδελφό του τον Χαράλαμπο, μέχρι να τακτοποιηθεί σε ένα πολύ μικρό δωμάτιο στα Εξάρχεια, επί της οδού Σολωμού. Ο χρόνος περνά με τη σκέψη αποκλειστικά στο καλοκαίρι και στην επιστροφή στο ασφαλές οικογενειακό και φιλικό περιβάλλον των Χανίων, αφού η ζωή στην Αθήνα είναι θαρρείς βγαλμένη από εγχειρίδιο: συνεχής μελέτη στο δωμάτιο της Σολωμού, πανεπιστημιακή λέσχη για μελέτη και φαγητό, Κυριακές στο σπίτι στο Κουκάκι, έξοδοι σε φοιτητικά στέκια της εποχής, δυο δραχμές η φασολάδα, μια μακαρονάδα, λίγο κρασί στις καταχωνιασμένες ταβέρνες της εποχής. Η Αθήνα - και δη η φοιτητική - στο τέλος της δεκαετίας του ’30 ήταν μια πόλη αταξική, μια πόλη επανάστασης χωρίς την επανάσταση, πολιτικοποιημένη αλλά όχι όπως έχουμε στο νου την πολιτικοποιήση παραδείγματος χάριν του καιρού της δικτατορίας των Απριλιανών ή της μεταπολίτευσης. Εάν η κατάσταση δεν ενείχε εκείνο το «ήρεμο χάος» πιθανότατα ο Κώστας Μητσοτάκης δεν θα είχε επιβιώσει, οι νέοι της εποχής ήταν προετοιμασμένοι τα μηνύματα από την Ευρώπη ήταν σαφή και με το Φράνκο και με το Μουσολίνι και ασφαλώς με την άνοδο του «εθνοσοσιαλιστή» Χίτλερ στη Γερμανία. Όταν ο Μητσοτάκης αποκτά το πτυχίο του (και πάλι) πρωτεύσας, η Ελλάδα είναι στα πρόθυρα του πολέμου και έχει μπροστά του την εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας.
Παρουσιάζεται το καυτό καλοκαίρι του ’40 στο Κέντρο Εκπαίδευσης Εφέδρων (σημερινή ΣΕΑΠ) στη Σύρο, μαζί με μια γενιά που θα τα ζήσει όλα. Όλα και γρήγορα. Είναι η ίδια γενιά που βιώνει τη δικτατορία του Μεταξά, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, τον Εμφύλιο, η γενιά που χωρίστηκε μετά στα Τάγματα Ασφαλείας και το ΕΑΜ, η γενιά που άθελά της μετείχε στη συρραφή των γεγονότων που καθόρισαν ακόμα και την Ελλάδα του σήμερα. Η Σύρος και γενοκότερα ο στρατός εκείνης της εποχής είναι μια πολύ δύσκολη εμπειρία. Ο φόβος, η ανασφάλεια, οι συνθήκες υγιεινής, η κάκιστη διατροφή, όλα στοιχεία που διαμορφώνουν χαρακτήρες και χαλυβδώνουν τη θέληση για παιδιά που γίνονται μονομιάς άνδρες. Ο Μητσοτάκης όντας και πολύ ψηλός για την εποχή (οι έχοντες υπηρετήσει γνωρίζουν πάρα πολύ καλά τι σημαίνει ιδιαίτερο εξωτερικό γνώρισμα στο στρατό, ακόμη και στις μέρες μας) ξεχωρίζει άμεσα. Η παροιμιώδης υπομονή του και ο διαλλακτικός χαρακτήρας του ωστόσο, αποτελούν εφόδια για να επιβιώσει (και) στο εκτός λογικής στρατιωτικό περιβάλλον. Επιβιώνει ακόμη και χωρίς στολή ή χλαίνη στο δύσκολο χειμώνα των Κυκλάδων, η διαχείριση του θυμού και η ικανότητα να επιβάλλεται μέσω της λογικής σε ένα περιβάλλον παραλογισμού και τεντωμένων νεύρων τον καθιστούν άτυπα σε «πρώτο του λόχου», γεγονός που παρακινεί και τη διοίκηση να τον αναγορεύσει σε επιλοχία λίγο αργότερα.
Λόγω του πολέμου οι διαδικασίες για την ορκομωσία των εφέδρων επισπεύδεται, ο Μητσοτάκης βρίσκεται ξαφνικά στο μακεδονικό μέτωπο έχοντας να αντιμετωπίσει το κύκνειο άσμα των ελληνικών δυνάμεων που ήταν φύσει και θέσει αδύνατον να αντισταθούν. Η Ελλάδα παραδίδεται, το φύλλο πορείας της επιστροφής από το μέτωπο γράφει «Αθήνα». Πίνδος, κάμπος, Βαρδούσια, ένα καΐκι για πέρασμα στο Αίγιο κι απ’ εκεί στο τραίνο για την πρωτεύουσα. Αναγκαστική στάση στην Κόρινθο, αφού τα στούκας βομβάρδιζαν αδιαλείπτως. Από θαύμα διασώζεται αντικρύζοντας κορμιά Ελλήνων στρατιωτών ατάκτως εριμμένα, διαμελισμένα σώματα, κραυγές, ουρλιαχτά. Μια Ελλάδα τριγύρω αποκαμωμένη, εικόνες πολύ δύσκολες που σε σημαδεύουν για μια ολόκληρη ζωή. Με μια χούφτα συναδέλφους ξεκίνησε πεζός για την Αθήνα, αλλά κάπου έξω από τους Αγίους Θεοδώρους συλλαμβάνονται και κρατούνται για τρεις ημέρες. Ο Μητσοτάκης προσπαθεί γνωρίζοντας γερμανικά να αντιδράσει «διπλωματικά», γίνεται αμέσως χρήσιμος και είναι εκείνος που ανακοινώνει στους αιχμαλώτους ότι «με εντολή του “φιλέλληνα” Φύρερ αφήνονται ελεύθεροι στο πλαίσιο της απελευθέρωσης των 300 χιλιάδων Ελλήνων αιχμαλώτων». Καταφεύγει στο σπίτι της αδελφής της μάνας του, της Ευαγγελίας Γεωργιάδη στο Βέλο Κορινθίας, όπου παραμένει για εβδομάδες μαζί με ορισμένους συνοδοιπόρους του που γλύτωσαν.
Η σκέψη του επιστρέφοντας στην Αθήνα (στο Κουκάκι, στο σπίτι της Στέλλας) είναι στο πως θα επιστρέψει μαζί με το Χαράλαμπο στην Κρήτη, στα Χανιά. Είναι καλοκαίρι του 1941 και πασχίζει να εξασφαλίσει άδεια, βιώνει την απελπισία της ήττας στην Αθήνα της κατοχής, το μεγάλο λιμό, ό,τι χειρότερο έζησε η Ελλάδα του Πολέμου. Έναν χρόνο αργότερα, Ιούλιο του ’42 και έχοντας επιβιώσει το μεγάλο λιμό τρώγοντας με το κουτάλι στην τσέπη στα κατά τόπους συσσίτια, εξασφαλίζει την πολυπόθητη άδεια για την επιστροφή στην Κρήτη, το όνειρο που τον διατήρησε ζωντανό. Η συγκεκριμένη άδεια αργοτερα θα απασχολήσει πολλάκις τους αναλυτές – καλοπροαίρετους και κακοπροαίρετους – σχετικά με την αντιστασιακή του δράση. Πατώντας κρητικό χώμα, οι εικόνες που θα αντικρίσει απέχουν παρασάγγας από εκείνες που είχε στο μυαλό του, τα Χανιά είναι ρημαγμένα, η πόλη καμένη, το σπίτι του ημικατεστραμμένο. Ο Κώστας Μητσοτάκης είναι ένας 24χρονος μορφωμένος άνδρας, γόνος πολιτικής οικογένειας, δικηγόρος (είχε εξασφαλίσει την άδεια ασκήσεως επαγγέλματος κατά την παραμονή του στην Αθήνα) και έφεδρος αξιωματικός, συνεπώς είχε το σχεδόν τέλειο προφίλ για να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Αντίσταση. Και το έπραξε. Με το δικό του τρόπο, αλλά το έπραξε.
Έγινε μέλος και μετέπειτα στέλεχος της Εθνικής Οργάνωσης Κρήτης (στο εξής ΕΟΚ), αρνούμενος να μετάσχει στον αριστερό χαρακτήρα του ΕΑΜ και γενικότερα οι δικές του αντιλήψεις απείχαν από τις ακραίες της εποχής που ήθελαν το τερπνόν μετά του ωφελίμου, ήτοι την προώθηση της εσωτερικής ατζέντας παράλληλα με το δεδομένο αντιγερμανικό μένος. Ως προσωπική αίσθηση, η δράση του Μητσοτάκη χαρακτηρίζεται από τη μόνιμη επωδό ολόκληρης της σταδιοδρομίας και πορείας του: ήταν «κεντρώος». Άκουγε με προσοχή και το όραμα των μεν για «κοινωνική απελευθέρωση» και τη βούληση των «δε» για αποκομουνιστοποίηση της κοινωνίας. Ήταν σαφώς ενάντια στη σοσιαλιστική μετεξέλιξη, αλλά δεν έθρεφε μίσος για τους κομμουνιστές, δεν υπήρξε ποτέ υπηρέτης του δόγματος «εμείς Vs οι άλλοι», δεν επιδοκίμασε ποτέ ταγματασφαλίτικες λογικές που επικράτησαν αργότερα. Σαφέστατα επέλεξε την πλευρά του Άξονα, φιλοευρωπαϊστής και φιλελεύθερος γαρ, πλην όμως οι σχέσεις του με την Αριστερά καθόλη την πορεία του υπήρξαν από θετικές έως παρεξηγήσιμες για τους κεντροδεξιούς. Τρόπον τινά ο Μητσοτάκης προσπάθησε να γεφυρώσει ένα χάσμα που ειδικά στην Κρήτη δεν έγινε ποτέ τόσο χαωτικό όσο στην υπόλοιπη Ελλάδα, φρόντισε να προταχθεί ο κοινός εχθρός και όχι οι μικροπολιτικές που αφορούσαν την επόμενη μέρα.
Ο επικεφαλής της ΕΟΚ φερειπείν και Δήμαρχος Χανίων, ο Νικόλαος Σκουλάς, ήταν άκαμπτος αντικομμουνιστής ως πρώην αξιωματικός της Χωροφυλακής, ο Μητσοτάκης ήταν ήδη ένας άνδρας με αμιγώς πολιτική σκέψη, δρούσε και αντιδρούσε μετερχόμενος τα μέσα που είχε αποκτήσει έχοντας μαθηματικό μυαλό και κλασσική παιδεία, εξ ου και η συμφωνία του Θερίσσου το Νοέμβριο του 1943, μεταξύ ΕΟΚ και ΕΑΜ, φέρει τη δική του υπογραφή. Εάν συνυπολογιστεί η μετέπειτα θηριωδία και οι απερίγραπτες διαστάσεις που έλαβε μετέπειτα ο Εμφύλιος, η συμφωνία που μάλιστα συνέταξε ο ίδιος ο (δικηγόρος) Μητσοτάκης είναι κάτι το απροσπέλαστο και μια απόδειξη ότι υπήρχε κι άλλος δρόμος για την Ελλάδα μεταπολεμικά, με μια ηγεσία που δυνητικά μπορούσε να προκύψει από αμφότερες τις παρατάξεις. Ως άριστος γνώστης της γερμανικής γλώσσας μετείχε σε ουκ ολίγα γερμανικά στρατοδικεία, απέκτησε πρόσβαση στα γερμανικά κλιμάκια, θα μπορούσε να πει κανείς ότι έπαιξε τον άχαρο ρόλο του αγγελιοφόρου και μεσεγγυητή μιας άβολης κατάστασης για την οποία αργότερα κατηγορήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους (χωρίς να γίνεται αναφορά στα λιβελλογραφήματα της περιόδου του «αυριανισμού») διότι οι ισορροπίες ήταν – και είναι – εξαιρετικά λεπτές και δύσκολα εξηγήσιμες. Ο «ισορροπιστής» Μητσοτάκης ήταν μη ερμηνεύσιμος είτε από μυαλά που είχαν μείνει προσκολημμένα στην εποχή του «ιδιώνυμου» είτε από φανατικούς της αντιπέρα όχθης, ήταν δυσανάγνωστος ακόμη και από τους ίδιους τους Γερμανούς, οι οποίοι ναι μεν εξυπηρετούνταν από έναν δικηγόρο που μιλούσε τη γλώσσα τους, αλλά δεν ήταν σε θέση να αποκρυπτογραφήσουν το ρόλο του.
Αδιαμφισβήτητο γεγονός είναι ότι συνελήφθη και φυλακίστηκε (δις) ισορροπώντας επάνω στο λεπτό πάγο που ο ίδιος επέλεξε να περπατήσει. Για εκείνους που γνώρισαν τον πολιτικό άνδρα Κ. Μητσοτάκη και πολύ περισσότερο για όσους προσπάθησαν να κάνουν το ψυχογράφημά του, το χαρακτηριζόμενο «μη μίσος» απέναντι στον κατακτητή, είναι μια ακόμη απόδειξη ότι πάνω απ’ όλα και όλους ήταν η λογική και ο εκάστοτε επιδιωκόμενος στόχος, η απόλυτη εφαρμογή του πολιτικού όντος με την αριστοτέλεια ερμηνεία. Οι Γερμανοί Αξιωματικοί στις εκθέσεις τους, άλλοτε τον ανέφεραν ως γερμανόφιλο, άλλοτε ως επικίνδυνο, άλλοτε ως μεγάλο εχθρό. Τόσο πολυσύνθετος και σημαίνων ήταν ο ρόλος του, με αποτέλεσμα Φεβρουάριο του ’44 να συλληφθεί και οδηγηθεί στις παλιές ενετικές φυλακές του Φιρκά προκειμένου να δοθεί μια κάποια λύση στο «πρόβλημα». Παρέμεινε στο Φιρκά επτά βδομάδες μέχρι την αμνηστεία λόγω της Εθνικής Επετείου της 25ης Μαρτίου και αφού ο πατέρας του κίνησε γη και ουρανό για να συμπεριληφθεί στους αποδοθέντας χάρη. Την ίδια εποχή, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα υποστεί και το βαρύ εγκεφαλικό επεισόδιο που του στέρησε τη ζωή, λίγους μήνες αργότερα, τον Αύγουστο του 1944, σε ηλικία μόλις 53 ετών.
Προϊόντος του χρόνου και μέχρι την μοναδική απ’ όλες τις απόψεις συμφωνία της Τρομάρισσας το Σεπτέμβριο του ’44 (αλλά και της κοινής προκήρυξης νωρίτερα τον Απρίλιο για το Α’ Πακρήτιο Συνέδριο), ο Κ. Μητσοτάκης συμμετείχε πολύ ενεργά στα πολιτικά δρώμενα και τις ζυμώσεις στο νησί, έχοντας να επιδείξει και τις άριστες σχέσεις με τον Πορφυρογέννη και το Μήτσο Βλαντά, αλλά και με τη «δική του» ΕΟΚ των Σκουλά και Σπανουδάκη. Οι Γερμανοί είχαν ήδη συρρικωνθεί σε ένα μικρό τμήμα του νομού Χανίων και ενώ η Ελλάδα στέναζε από τον Εμφύλιο σπαραγμό, οι Κρήτες είχαν δείξει το δρόμο συνθηκολογώντας. Τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα το ’44 κατέστησαν σαφές ότι ο κόσμος θα χωριζόταν στα δυο και δεν ήταν ελληνική υπόθεση η επιλογή πολιτικού προσανατολισμού και διακυβέρνησης. Η Ευρώπη, ο κόσμος ολόκληρος, καλείτο να απαντήσει στο ερώτημα της επικράτησης ενός κομμουνιστικούς ή μη κομμουνιστικού μοντέλου διακυβέρνησης, η Ελλάδα ήταν απλώς μια βούλα στο χάρτη. Ο Μητσοτάκης ευρισκόμενος για δεύτερη φορά στη φυλακή και (ξανά) καταδικασθείς εις θάνατον, θα σωθεί εν τέλει χάρη (και) σε ένα ταξίδι της αδελφής του της Καίτης – Βιρβιδάκη πια – στην Αθήνα προκειμένου να συμπεριληφθεί ο αδελφός της στους υπό ανταλλαγή αιχμαλώτους. Στις 8 Ιανουαρίου του 1945 γνωστοποιείται στην Υπηρεσία Βρετανικού Συνδέσμου Αξιωματικών Στρατιωτικής Περιοχής Κρήτης, η απόφαση σύμφωνα με την οποία επρόκειτο να λάβει χώρα η ανταλλαγή αιχμαλώτων εκατέρωθεν και 31 Μαρτίου στη Γεωργιούπολη, ο Κώστας Μητσοτάκης είναι ελεύθερος.
Λίγους μήνες αργότερα και μετά την απελευθέρωση της Κρήτης το Μάιο, Νοέμβριο του ’45, στο παρθενικό του άρθρο στον «Κήρυκα» ο Μητσοτάκης καθιστά σαφή τη θέση του επί των πραγμάτων. Κατηγορεί τις δεξιές τρομοκρατικές μεθόδους, στηλιτεύει τις αριστερές αγκυλώσεις και παρουσιάζεται ενωτικός, τάσσεται αναφανδόν υπέρ μιας δυστυχώς ουτοπικής εθνικής συμφιλίωσης η οποία ιστορικά επετεύχθη (μετά και από πρωτοβουλίες του) μονάχα στην Κρήτη. Είναι η πρώτη φορά υπό δεδομένες συνθήκες που ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης αρθρώνει δημόσια πολιτικό λόγο και προϊδεάζει φίλους και αντιπάλους για τη συνέχεια. Είναι σαφές και έκδηλο ότι το μέλλον του ανήκει στην πολιτική και παραπάνω από κοινό μυστικό ότι πρεσβεύει τη λεγόμενη κεντρώα βενιζελογενή σχολή, σε μια εποχή που η Ελλάδα ακροβατεί μεταξύ Βάρκιζας και Λιτόχωρου. Οι μετριοπαθείς φωνές δεν εισακούονται ή είναι μειοψηφία σε καιρούς που η βλάβη είναι ανήκεστος και δεν το αντιλαμβάνεται κανείς αφού το μίσος τυφλώνει. Είναι πολύ δύσκολο να αντιληφθούμε οι νεότεροι τον κοινωνικοπολιτικό εξευτελισμό του Εμφυλίου, να δούμε καθαρά πέρα από δολοφονίες, θηριωδίες και ωμή βία. Ήταν τέτοιες οι μετακατοχικές συνθήκες που η Ελλάδα ήταν εξ ορισμού κοινωνικά ανάλγητη, πατριδοκάπηλη, χαμένη.
Πρώτη φορά βουλευτής στα Χανιά
Ο Μητσοτάκης κατηγορήθηκε σθεναρά ως «φιλοαεριστεριστής», «φιλοεαμικός», η πολιτική του θεώρηση αποδοκιμάστηκε ένθεν κακείθεν, είναι ένα χαρακτηριστικό που τον ακολούθησε σε ολόκληρη τη ζωή του διότι κανείς δεν μπορούσε μετά βεβαιότητος να τον εντάξει κάπου. Δεν είναι παράτολμο να ισχυριστεί κανείς ότι είναι ο μοναδικός μη δεξιός που έλαβε το χρίσμα του αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας, παρόντος Καραμανλή, γεγονός που απασχολεί τα ενδότερα του κόμματος ακόμη και σήμερα. Εν αντιθέσει λοιπόν με τις μετριοπαθείς φωνές (όπως του Μητσοτάκη) για μια άμεση λύση συμμετοχής του ΚΚΕ στο δημοκρατικό σύστημα, όπως επί παραδείγματι συνέβη στην Ιταλία με τη μεταβατική κυβέρνηση Μπαντόλιο, η Ελλάδα – αμφότερες οι πλευρές – επέλεξε τον αλληλοσπαραγμό. Η επιστροφή Ζαχαριάδη σηματοδότησε τη διεξαγωγή του ένοπλου αγώνα, αφού το κράτος βρήκε το απαραίτητο άλλοθι που αναζητούσε για να επιβάλλει την τάξη όπως την εννοούσε εκείνο και κατόπιν για να βρει μηχανισμούς αυτοπροστασίας. Σοφούλης, Τσουδερός, Μητσοτάκης υποστήριζαν ότι η ρήξη μπορούσε να αποφευχθεί, η επίθεση στο Λιτόχωρο ανήμερα της δειξαγωγής των εκλογών του Μαρτίου του 1946 ήταν η ταφόπλακα της όποιας προσπάθειας αποφυγής του μοιραίου.
Η αποχή του ΚΚΕ από τις εθνικές εκλογές του 1946, γέρνει την πλάστιγγα προς την άλλη πλευρά για τον πάντα «τετράγωνο» και ισορροπιστή Μητσοτάκη. Εξακολουθεί ωστόσο να είναι διαλλακτικός, προσμετρά το ΚΚΕ ως πολιτικό αντίπαλο και όχι ως μισητό εχθρό. Σε εκείνες τις εκλογές, 31 Μαρτίου, εκλέγεται βουλευτής Χανίων σε ηλικία 28 ετών με το συνδυασμό της Εθνικής Πολιτικής Ένωσης του κόμματος των Φιλελευθέρων. Άρθρωσε ασυνήθιστο πολιτικό λόγο με κύριους άξονες την αντίθεσή του στη βασιλεία, όχι προσωπικά ενάντια στο Γεώργιο το Β’, ξεκάθαρα πολιτειακού χαρακτήρα, αποδοκιμάζοντας τη βασιλευομένη δημοκρατία που πρέσβευε η Ηνωμένη Παράταξη Εθνικοφρόνων (επί της ουσίας το δεξιό Λαϊκό Κόμμα) η οποία και εν τέλει επικράτησε με 55% των ψήφων και 206 στις τότε 356 έδρες. Στην πρώτη του ομιλία από βήματος Βουλής, θέτει το ζήτημα του πολιτεύματος και ζητά άμεση διεξαγωγή δημοψηφίσματος πολιτειακού χαρακτήρα με κεντρικό σύνθημα «Βασιλεία ή Δημοκρατία». Η ομιλί ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων, πολλοί εκ των εκπροσώπων της κυβερνώσας πλειοψηφίας χτύπησαν τα έδρανα για τον «αναιδή νεαρό», άλλοι εμπειρότεροι θεώρησαν ότι ο άπειρος Χανιώτης βουλευτής ήταν ο κατάλληλος εκπρόσωπος για να εκφράσει τη θέση των Φιλελεύθερων, αφού τα εμπειρότερα στελέχη έπρεπε να διατηρήσουν τον ενωτικό μανδύα του «διακριτικά προοδευτικού».
Με τον Σοφοκλή Βενιζέλο στην Κρήτη
Η κυβέρνηση Τσαλδάρη θα προκηρύξει εν τέλει το Δημοψήφισμα την 30η Ιουνίου του ’46 και 1η Σεπτεμβρίου το απολύτως διαβλητό αποτέλεσμα είναι 69% υπέρ της επανόδου του Γεωργίου, 20% λευκά (η γραμμή του ΚΚΕ στους ψηφοφόρους του) και μόλις 11% εναντίον της αβασίλευτης δημοκρατίας. Ενδιαφέρον ωστόσο έχουν τα αποτελέσματα στο νομό Χανίων, όπου σε ένα σύνολο 28 χιλιάδων ψηφισάντων, εναντίον της βασιλείας τάχθηκαν 22 χιλιάδες άνθρωποι (άνω του 76%), το υψηλότερο ποσοστό σε ολόκληρη την Ελλάδα. Η αθηναϊκή εφημερίδα «Ελευθερία» του φίλου και συνεργάτη του Μητσοτάκη, Πάνου Κόκκα, κάνει λόγο για μάχη του λαού παρά το καθεστώς βίας και νοθείας, αλλά εν τέλει αποδέχεται το – συντριπτικό – αποτέλεσμα. Ο Γεώργιος μόλις 7 μήνες μετά την επάνοδό του, πεθαίνει και στο θρόνο ανεβαίνει ο συμπαθής στα πλήθη Παύλος, μαζί με τη σύζυγό του, βασίλισσα Φρειδερίκη. Το ζευγάρι είναι νέο, συμπαθές, αποπνέει έναν αέρα αλλαγής που αρέσει στα λαϊκά και μη στρώματα, αλλά σε καιρούς εμφυλίου, αυτά είναι ήσσονος σημασίας ζητήματα. Εκείνο που παραμένει απαράλλακτο, είναι η αγαστή σχέση παλατιού και ΗΠΑ, οι οποίες διαδραμάτισαν επίσης καθοριστικό ρόλο στα πολιτικά δρώμενα της εποχής.
Ορκίζεται η μετριοπαθής και κοινής αποδοχής κυβέρνηση Σοφούλη, του ανθρώπου που τον Ιούλιο του ’47 αναζητούσε την τελική πολιτική λύση αποφυγής του πολέμου όταν συναντήθηκε με τον βραχύβιο Πρωθυπουργό Δημήτριο Μάξιμο, αλλά τον σταμάτησε η προσχηματική απόρριψη του νεαρού Παύλου. Το κύκνειο άσμα του έχοντος σοβαρά προβλήματα υγείας Σοφούλη, ήταν το σημείωμά του στο ΕΑΜ για κυβέρνηση συνεργασίας, παρά τις αντιρρήσεις από το παλάτι και τη «δυσαρέσκεια» των Αμερικανών. Ο Σοφούλης κατόπιν πιέζει το ΕΑΜ να αποκηρύξει την προσωρινή κυβέρνηση που σχημάτισε το ΚΚΕ, ήταν όμως ήδη αργά. Ηττημένος και αποκαμωμένος στα 87 του χρόνια, συμπράττει με Αμερικανούς και Άγγλους και συναινεί στην απόφαση να συντριβεί όσο το δυνατόν συντομότερα ο ΔΣΕ (Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας, προσκείμενος στο ΚΚΕ, «συμμορίτες» για τους αντιπάλους) με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χωριστεί στα δυο. Η δολοφονία του Υπουργού Χρήστου Λαδά στην Εδουάρδου Λω στο κέντρο της Αθήνας, είναι το αποκορύφωμα της εμφύλιας σύρραξης και είναι σαφές ότι δεν υπάρχει, ούτε θα υπάρξει ποτέ σύγκλιση. Με την επιχείρηση «Κορωνίς» εν εξελίξει, ο Θεμιστοκλής Σοφούλης αφήνει την τελευταία του πνοή τον Ιούνιο του ‘49, ενώ μαίνονται στο Γράμμο και στο Βίτσι οι πολύνεκρες μάχες που πλήγωσαν ανεπανόρθωτα το εθνικό μας φρόνημα και την εθνική μας ομοψυχία. Τον αντικαθιστά ο Αλέξανδρος Διομήδης.
Ο Μητσοτάκης τον καιρό της «πύρρειου νίκης» βρισκόταν μεταξύ Χανίων και Αθήνας, είχε σαγηνευθεί από τη γοητεία που ασκούσε το κοινοβούλιο και αντιλήφθηκε πολύ γρήγορα τη δύναμη που παρέχει μια βουλευτική έδρα. Ζούσε και πάλι λιτά, πρώτα στο μικρό σπίτι της οδού Μητσαίων και κατόπιν στο διαμέρισμα της Ροβέρτου Γκάλι κοντά στην Ακρόπολη, το μυαλό του όμως ήταν πάντοτε στη «Γαλαρία» και στα Χανιά. Ο «απογαλακτισμός» του και η πλήρης πολιτικοποίησή του, ήλθαν μαζί με τις ταραχώδεις εκλογές του ’50 και του ’51, εκλογές που εν ολίγοις σηματοδότησαν την αρχή του τέλους για το Λαϊκό Κόμμα και επαναπροσδιόρισαν την έννοια του κέντρου με τον υπό διαμόρφωση νέο κεντρώο πολιτικό χώρο. Στις εκλογές του ’46 είχε εκλεγεί τελευταίος, σε εκείνες του ’50 ήταν πρώτος, ξεπερνώντας ακόμα και τον πεπειραμένο και λαοπρόβλητο Μανούσο Βολουδάκη. Η κυβέρνηση Σοφοκλη Βενιζέλου άντεξε σκάρτες 20 μέρες, παρότι συγγενής, ο Μητσοτάκης αναγνωρίζοντας την αναγκαιότητα εθνικής συμφιλίωσης, τάσσεται στο πλευρό του Αντιπροέδρου και τότε Υπουργού Εσωτερικών, Γεωργίου Παπανδρέου ο οποίος αποδέχεται κυβέρνηση υπό τον Πλαστήρα. Αργότερα ο Παπανδρέου θα διαφωνήσει (ειδικότερα με την απόφαση Πλαστήρα τον Απρίλιο του ’50 για απελευθέρωση – λίγων – πολιτικών κρατουμένων από τη Μακρόνησο) και το πολιτικό κενό θα επανεμφανιστεί.
Νέα διεξαγωγή εκλογών το Σεπτέμβριο του 1951, μετά από πολιτικές παλινωδίες με πέντε διαφορετικές κυβερνήσεις σε διάστημα ολίγων μηνών και τη βραχύβια κυβέρνηση του Σοφοκλή Βενιζέλου με την υποστήριξη της ΕΠΕΚ (και χωρίς εκείνη του Λαϊκού Κόμματος) στην οποία ο Κώστας Μητσοτάκης για πρώτη φορά στην πολιτική του καριέρα αναλαμβάνει κυβενρητική θέση: ορκίζεται υφυπουργός οικονομικών, εν αρχή υπό τον Σταύρο Κωστόπουλο και εν συνεχεία υπό το Γεώργιο Μαύρο. Η υπουργοποίηση σε ηλικία μόλις 32 ετών, προσδίδει στο Μητσοτάκη ακόμη περισσότερη εμπειρία, είναι ένα ακόμη «σχολείο» προκειμένου να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη εικόνα για το σύστημα εκ των έσω. Για ένα μικρό διάστημα, από τον Ιούλιο μέχρι τη διεξαγωγή των εκλογών, ανέλαβε και το Υπουργείο Συγκοινωνιών και παρέμεινε στο σταθερό πυρήνα των Φιλελευθέρων, εν αντιθέσει με το Γεώργιο Παπανδρέου που αποχώρησε και αποφάσισε να κατέλθει αυτοτελώς στις εκλογές με το άλλοτε ΔΣΚ (Δημοκρατικό Σοσιαλιστικό Κόμμα) και τότε «Κόμμα Γεωργίου Παπανδρέου». Οι εκλογές του ’51 είναι ιστορικές από κάθε άποψη, αφού αποτελούν το κύκνειο άσμα του Λαϊκού Κόμματος – το οποίο και «εξαφανίζεται» από τα πολιτικά δρώμενα – και φέρουν την παρθενική εμφάνιση της νεοσύστατης ΕΔΑ.
Αδιαφιλονίκητος νικητής ανακηρύσσεται ο Παπάγος με το Συναγερμό να καταλαμβάνει το 36,5% των ψήφων, ακολουθούμενος από την ΕΠΕΚ του Πλαστήρα με 23,5% και τους Φιλελεύθερους με 19%. Η ΕΔΑ είναι πανηγυρικά το τέταρτο κόμμα με 10,6% και ο Γεώργιος Παπανδρέου καταποντίζεται με μόλις 2,1%. Η κυβέρνηση ορκίζεται αλλά και πάλι είναι βραχύβια, αφού ο διεμβολισμός του Κέντρου από την πρωτοεμφανιζόμενη «μετριοπαθή» δεξιά, δεν είναι ισοπεδωτικός όσο αργότερα. Κύριο χαρακτηριστικό (και) εκείνης της εκλογικής αναμέτρησης, η πόλωση, αλλά και η κομβικής σημασίας στάση της ΕΔΑ με το ιστορικό «Τι Παπάγος - τι Πλαστήρας» που επικράτησε ως κεντρικό προεκλογικό σύνθημα, μια λανθασμένη όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, πολιτική επιλογή του Ζαχαριάδη, η οποία οδήγησε στην ολοκληρωτική επικράτηση του Συναγερμού. Συν τοις άλλοις, το πρωτοεμφανιζόμενο πλειοψηφικό εκλογικό σύστημα πρόκρινε μια «κλειστή» Βουλή με τον Παπάγο να εξασφαλίζει 247 έδρες, κοινοβουλευτική πλειοψηφία ικανή για εξάντληση τετραετίας μετά από πάρα πολύ καιρό. Τα αίτια πολύ συγκεκριμένα και με πολλαπλές ερμηνείες, προεξέχοντος του zero sum game μεταξύ των υπερδυνάμεων ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, αλλά και της μεταστροφής των Αμερικανών στην έξοδο από τον απομονωτισμό και το τέλος του μακαρθισμού.
Ο Κώστας Μητσοτάκης, παρά τη συρρίκνωση των κεντρώων δυνάμεων και την απόσυρση της εμπιστοσύνης από παραδοσιακά βενιζελικά έντυπα (το «Βήμα» και τα «Νέα» του συγκροτήματος Λαμπράκη ήραν τη στήριξή τους στους Φιλελεύθερους) παρέμεινε φειδωλός και τάχθηκε υπέρ της ομαλοποίησης προκειμένου να επέλθει πολιτική σταθερότητα στη χώρα και να δημιουργηθεί ένα πλαίσιο οικονομικής ευημερίας. Είχε κρίνει σωστά, εκείνο ωστόσο που έπρεπε να συμβεί από πολιτικής απόψεως, ήταν να επαναπροσδιοριστεί ο κεντρώος χώρος και να δημιουργηθεί ένα νέο εκσυγχρονιστικό πολιτικό πλαίσιο που ευνοούσε την ανάπτυξη δίχως συγχύσεις και ρεβανσισμούς. Η στάση του ήταν και πάλι μετριοπαθής, παρά το γεγονός ότι η εκλογική ήττα έφερε ουκ ολίγη γκρίνια και λογής τάσεις στο χώρο, με τον ίδιο να υποστηρίζει την αναγκαιότητα της δημιουργίας ενός ενιαίου κεντρώου κόμματος συμπεριλαμβανομένης της μετριοπαθούς πτέρυγας της ΕΔΑ ή όσους κεντροαριστερούς επιθυμούσαν εν τέλει τον απογαλακτισμό από τις κομμουνιστικές μετεμφυλιακές εμμονές.
Με τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Ευάγγελο Παπανούτσο
Ρόλο στην απόφαση του Σοφοκλή Βενιζέλου να προσφέρει τη συν-αρχηγία του κόμματος στον Γεώργιο Παπανδρέου, ο Μητσοτάκης δεν διαδραμάτισε, νεαρός και ανερχόμενος ων, περιορίστηκε σε κάποιες εύστοχες προσωπικές κρίσεις, είτε αφορούσαν τον Βενιζέλο είτε τον Παπανδρέου. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι αποστασιοποιήθηκε «περιμένοντας τη σειρά του», η αλήθεια είναι όμως ότι εκείνον τον καιρό τον απασχολούσε περισσότερο απ’ οτιδήποτε άλλο μια γνωριμία. Όχι οποιαδήποτε γνωριμία, αλλά η γυναίκα-σταθμός της ζωής του, ο άνθρωπος που καθόρισε την ίδια του τη ζωή: η Μαρίκα. Η γνωριμία του μαζί της είχε γίνει τυχαία, μέσα στο κεντρικό ασανσέρ του Νοσηλευτικού Ιδρύματος Μετοχικού Ταμείου Στρατού, γνωστού μας ως ΝΙΜ(ι)ΤΣ, από τον καιρό που ήταν Υπουργός. Μια όμορφη νεαρή κοπέλα που ξιφουλκούσε εναντίον του «Υπουργού» που δεν αφήνει τον κόσμο να χρησιμοποιήσει τον ανελκυστήρα. Με τη διαφορά ότι ο Υπουργός ήταν δίπλα της, εκείνος ο ψηλός νέος άνδρας με τα πράσινα μάτια. Αυτή ήταν η πρώτη γνωριμία Κώστα και Μαρίκας κι ας έχουν όλοι στο νου την ιστορία του χορού που διοργάνωσε ο Ερυθρός Σταυρός και τα πρώτα καλλιστεία στην μεταπολεμική ιστορία του ’53.
Επισήμως τις συστάσεις στο ζεύγος έκανε ο Παύλος Βαρδινογιάννης, Κρητικός κι αυτός, τότε στενός φίλος και συνεργάτης του Σοφοκλή Βενιζέλου και μετέπειτα βουλευτής Ρεθύμνης και Υπουργός. Οι κοινές συναντήσεις και έξοδοι πολλές, η Μαρίκα Γιαννούκου κατάγετο από πολύ σημαντική οικογένεια των Αθηνών, εύπορη (εμποροβιομήχανοι γαρ) και αστική με όλη τη σημασία της λέξης. Ο χαρακτήρας της ζωντανός, πρόσχαρος, πολλές φορές εκρηκτικός, το άκρως αντίθετο δηλαδή από το σεμνό και πολύ ήπιο Κώστα Μητσοτάκη. Επιστέγασμα εκείνου του κρυφού δεσμού (μην λησμονούμε ότι αναφερόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του ’50 και σε μια παντελώς πουριτανική ελληνική κοινωνία) ήταν ένα τριήμερο ταξίδι στη Μύκονο το καλοκαίρι του 1952. Σε εκείνο το ταξίδι, ο 34χρονος Κώστας και η 22χρονη Μαρίκα αποφάσισαν ότι θα είναι για πάντα μαζί.
Η σχέση τους μέχρι το λαμπρό γάμο ένα καλοκαίρι αργότερα στα Χανιά, πέρασε από χίλια κύματα, η οικογένεια Γιαννούκου δεν επιθυμούσε για γαμπρό έναν μεσοαστό Δικηγόρο από την Κρήτη, παρά το γεγονός ότι υπήρξε Υπουργός. Η Μαρίκα έφυγε στις ΗΠΑ κατόπιν εντολής της οικογενείας, εκείνο όμως που δεν περίμενε κανείς, ήταν να την ακολουθήσει ο Μητσοτάκης. Στις ΗΠΑ αρραβωνιάστηκαν, το γεγονός παρουσιάστηκε ως τετελεσμένο και ο πατέρας της πείστηκε για το ποιόν του γαμπρού από τα εξαίρετα λόγια που του είπαν ο τότε Διευθυντής του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, Πέτρος Εξαρχάκης, αλλά και ο Αριστοτέλης Πέππας, Ανώτατος Δικαστικός και μέλος του Ελεγκτικού Συνεδρίου.
Μετά το γάμο με τη Μαρίκα, τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Η Μαρίκα ήταν η ζωή του, ο άνθρωπός του, το πρόσωπο στο οποίο στηρίχτηκε και άλλαξε την κοσμοθεωρία του. Η Ντόρα, η Αλεξάνδρα, η Κατερίνα και ο Κυριάκος, τα τέσσερα παιδιά τους, είναι μεγαλωμένα και γαλουχημένα με τις αρχές της οικογένειας που Μαρίκα και Κώστας δημιούργησαν. Από κοινού, δίχως να διεκδικεί κάποιος την πρωτοκαθεδρία κι ας έλεγε πάντοτε ότι όλα τα έκανε η Μαρίκα.
Μαζί διάβηκαν όλες τις στενωπούς, μαζί συζήτησαν όλες τις δύσκολες αποφάσεις, μαζί ήταν στις χαρές, στις λύπες, στα προβλήματα υγείας. Η διαδρομή ήταν δύσκολη, γεμάτη απρόοπτα, σταυροδρόμια και μονόδρομους. Ποτέ όμως αδιέξοδα, διότι το μοναδικό αδιέξοδο στα εγκόσμια είναι ο θάνατος. Ήταν επίσης Μάιος όταν έφυγε η Μαρίκα, καταβεβλημένη από το χρόνιο πρόβλημα υγείας που την ταλαιπωρούσε. Πέρασαν πέντε χρόνια και είναι ξανά Μάιος, μήνας που εν τέλει έφυγαν και οι δυο από τη ζωή. Εάν συναντηθούν, έχουν πολλά να πουν, κυρίως πολλά να θυμηθούν. Γιατί όπως έγραψε ο Ελύτης «Ω νεότητα, πληρωμή του ήλιου, αιμάτινη στιγμή που αχρηστεύει το θάνατο».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου