Τρίτη 21 Μαρτίου 2017

Για την «παγκόσμια ημέρα ποίησης» (Του πολίτη Π.Λ.Παπαγαρυφάλλου)

Για την «παγκόσμια ημέρα ποίησης»
Αναδημοσιεύω τούτο το ποίημα – πόνο – της λογοτέχνιδος αδελφής Ελευθερίας στη μνήμη της και στη μνήμη του αδελφού μας Γιάννη, στον οποίο αναφέρεται. (Δημοσιεύθηκε στην Β’ ποιητική της Συλλογή: «Κοινωνικοί Στοχασμοί», εκδ. «Πελασγός» Αθήνα 2011).


Η Εκτέλεση
Εκείνο το Μαρτιάτικο χάραμα του σαράντα οκτώ
που σ’ άρπαξαν από το κελί για να σε στείλουνε
στο Χάρο, το κρύο στην πόλη μας ήταν τσουχτερό
μια παγερή γαλήνη ήταν απλωμένη
κι’ η πάχνη από βραδύς στρωμένη
με το τούλι της το διαμαντένιο σκέπαζε τη γη
που σε λίγο θα σε πετούσαν μέσα σαν σκυλί.
Το βαρύ τρίξιμο στην σκουριασμένη πόρτα του κελιού σου
σε ξύπνησε
αμέσως σου ’ρθε  στο νου πως τούτο το χάραμα το μοιραίο
θα ’ταν για σένα τελευταίο
και πως τούτη την αυγή
γεννιόταν νέα ζωή
που αγωνίστηκες και συ για να ’ρθει.
Πριν τα χέρια σου αλυσοδέσουν και με τους άλλους επτά
σαν σφαγιά στο καμιόνι σας φορτώσουν
και στο εκτελεστικό απόσπασμα σας παραδώσουν
εσύ, σαν αετός,  τα χέρια σου γερά γατζώνεις
στα  κάγκελα της φυλακής που πίσω της ήταν διπλοαμπαρωμένοι
αγωνιστές σαν και σένα
που πάλευαν για την οικουμένη
λέγοντάς τους για στερνή φορά
να κρατήσουν το κεφάλι ψηλά
και να ’χουν πίστη στα μεγάλα ιδανικά.
Δεν πρόφτασες πολλά να πεις
ο υποκόπανος του δεσμοφύλακα πέφτει βαρύς
τσεκούρι σωστό
πάνω στα χέρια τα δυο
Τα χέρια αυτά που άλλοτε κρατούσαν την πείνα του
μυαλού σου
και χάραζαν και καινούργια μονοπάτια στην σκέψη και στους
στοχασμού σου
Βογκώντας απ’ το πόνο σωριάστηκες με γδούπο καταγής
με σπασμένα τα δυο σου χέρια προσπαθείς, όρθιος να σταθείς
το τραγούδι που άρχισες για το «ΕΑΜ» δεν σταματάς
στο προαύλιο της φυλακής, η φωνή σου σαν σάλπισμα αντηχεί
ξεκλειδώνει τα κελιά
και συγκλονίζει την  ψυχή του κάθε αγωνιστή.
Με κλωτσιές, βρισιές κι’ απ’ τις λόγχες τρυπημένο το κορμί
μέσα στο καμιόνι σου είχαν πάρει ήδη τη ζωή
«Στο Μεζούρλο» σε τραβούν
σαν το σκιάχτρο όρθιο σε στήνουν και σε πυροβολούν
τα γαλάζια μάτια σου τ’ αθώα μείνανε ορθάνοιχτα
να ρωτάνε το Θεό: Γιατί τόσο μίσος
εγώ απ’ τους ανθρώπους την αδικία
προσπάθησα να σβήσω.
Δεν βρέθηκε σιμά σου ούτε μάνα ούτε αδελφή
τα μάτια σου να κλείσουν
το αίμα από το πρόσωπό σου με τα δάκρυά τους
να σφουγγίσουν
και με το πιο γλυκό φιλί, να σε ξεπροβαδίσουν
για το ταξίδι το πικρό
που σέρνει της ψυχής τον παγετό
Μόνο η πάχνη σα σάβανο σε τύλιξε
με το διαμαντένιο της σεντόνι, ήταν η μόνη,
που βρέθηκε σιμά σου κι αφουγκράστηκε
τη στερνή μιλιά σου.
Με την ψυχή ανάλαφρη έφυγες απ’ τη ζωή
έκανες ότι μπορούσες
δίνοντας κι’ αυτή για όλους τους ανθρώπους
που τόσο αγαπούσες.
Μαζί με τους άλλους επτά ήρωες τους αφανείς
βιαστικά σας πετάνε στα νιοσκαμένα
μνήματα της ντροπής.
Δεν άφησαν πάνω στα μνήματά σας ούτε γραφή
ούτε σημάδι για το ποιος εκεί μέσα
είχε ταφεί.
Ήτανε τόσο βιαστικοί,  το χάραμα είχε προχωρήσει
και κανείς άλλος δεν ήταν σκόπιμο να δει
το δράμα που πριν λίγο είχε παιχθεί.
Ο ήλιος που θ’ βγαινε σε λίγο να διώξει
το σκοτάδι, δεν έπρεπε τίποτα ν’ αντιληφθεί
απ’ ότι συνέβη εκείνη τη χαραυγή
από φόβο μήπως και το μηνύσει σ’ ολόκληρη τη γη.
Οι πρώτες χλωμές ακτίνες του ήλου ήρθαν και
στάθηκαν ανυποψίαστες πάνω στα μνήματά  σας
ήταν τα μοναδικά κεριά σας.
Φύγατε εσείς, οι οκτώ απ’ τη ζωή
όπως και τόσοι άλλοι
χωρίς λουλούδι, δίχως μοιρολόγι
δεν πήρατε μαζί σας ούτε το στερνό αντίο
αυτή είναι η μοίρα των Ηρώων και των Μαρτύρων.

Αθήνα 21/03/2017
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου