https://oikohouse.wordpress.com/2016/12/22/%CE%B7-%CE%BA%CE%B1%CE%BB%CE%AE-%CE%BC%CE%BF%CF%85-%CE%B7-%CE%B3%CE%B9%CE%B1%CE%B3%CE%B9%CE%AC-%CE%B7-%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%B1/
Της Αγίας Αναστασίας της Φαρμακολύτριας σήμερα (σ.σ. χθες), μεγάλη η χάρη της. Η καλή μου η γιαγιά η Αναστασία, γιόρταζε το όνομά της.
Έζησε τη φρίκη του πολέμου, δεν έβγαλε τα μαύρα ρούχα από πάνω της και όμως με τη βοήθεια του Θεού συνέχισε το δρόμο της.
Σοφή γυναίκα, αγράμματη, αλλά χαιρόσουν να την ακούς να μιλά, κρεμόσουν από τα χείλη της, μεγάλο σχολείο!
Ζούσε ολομόναχη στο χωριό, δεν ήθελε να «κουράζει» τα παιδιά της και να «μπερδεύετε στα πόδια τους».
Σαν ήμουν παιδί, λαχταρούσα να πάω στο χωριό να τη δω, ποτέ δεν μου άρεσε η βουή της πόλης .
Το μικρό πέτρινο σπιτάκι της, με το πανέμορφο περιβόλι που φρόντιζε μονάχη μέχρι τα βαθιά της γεράματα, ήταν για μένα ένας παράδεισος.
Χρώματα, μυρωδιές, ο καθαρός αέρας που σάρωνε τα πνευμόνια σου, τα πουλιά να τιτιβίζουν στα δέντρα, οι κοτούλες της να τσιμπολογούν ελεύθερες, η κατσικούλα της η Ασπρούλα, ο πιστός της φύλακας ο Κανέλος με την γλυκιά μουσούδα, μια ολόκληρη οικογένεια από γάτες… και ένα φίδι που μπαινόβγαινε όποτε ήθελε και η γιαγιά μου να το καλωσορίζει λέγοντας «καλώς τον μουσαφίρη, έλα να σε φιλέψω» και να του βάζει στη ρίζα της μηλιάς ένα πήλινο γεμάτο γάλα…
Την πρώτη φορά που αντάμωσα τον φίδαρο τον «μουσαφίρη» της γιαγιάς μου δεν το χάρηκα καθόλου, γιατί σκαρφάλωσα κατατρομαγμένη στα κεραμίδια σαν γατόνι και δεν έλεγα να κατέβω.
Η γιαγιά μου, καλή της ώρα, κρατούσε την κοιλιά της από τα γέλια και εγώ αναρωτιόμουν πως θα κοιμηθώ στα κεραμίδια.
«Κατέβα κάτω παιδάκι μου, δεν θα σε πειράξει το ζωντανό, ένα αθώο άκακο φιδάκι είναι…»
«Φιδάκι; καλέ γιαγιά είναι τρία μέτρα φίδαρος, μια χαψιά θα με κάνει…»
Η γιαγιά μου είχε βαλθεί να με παχύνει, γιατί ήμουν αδύνατο παιδί, ασθενικό και λιγόφαγο, το ένα μου μύριζε το άλλο μου βρώμαγε «μετράω τα κόκαλά σου» μου έλεγε «θα σε πάρει ο αέρας…»
Το πρωί επέμενε να πίνω μονορούφι το ολόφρεσκο γάλα της Ασπρούλας που άρμεγε μπροστά μου και να ρουφάω ένα αυγουλάκι φρέσκο κάθε μέρα από τις κοτούλες της.
Το γάλα μου μύριζε, αλλά έκλεινα τη μύτη μου και το έπινα, το ωμό αυγό βάσανο δεν κατέβαινε με τίποτα… αλλά μια ματιά μου έριχνε και το άδειαζα με την πρώτη…
Μια μέρα μου λέει η καλή μου η γιαγιά «ώρα για το φρέσκο αυγουλάκι σου…»
-Κι αν δεν βρεις κανένα αυγό γιαγιά, το γλυτώνω το αυγουλάκι για σήμερα ε;
-Μην κάνεις όνειρα, θα πάω να βρω την Πλουμιστή και θα της πω « το και το, θέλω ένα αυγουλάκι για την εγγόνα μου, και αυτή θα μου κάνει τη χάρη».
Και της έκανε τη χάρη και εγώ ρουφούσα το αυγουλάκι υπό το βλέμμα της γιαγιάς και της Πλουμιστής… ούτε συνεννοημένες να ήτανε.
Πέρασαν τα χρόνια, μεγάλωσα αλλά η εικόνα της γιαγιάς μου παραμένει ολοζώντανη στο μυαλό μου και στα μύχια της καρδιάς μου.
Κάθε μέρα συνήθιζε να πηγαίνει βόλτα με την Ασπρούλα, και τον Κανέλο, άναβε τα καντήλια στα ξωκλήσια και επέστρεφε κουρασμένη αλλά γαλήνια στο σπιτικό της.
Κάποια μέρα δεν γύρισε, την βρήκαν καθισμένη κατάχαμα με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο ενός ξωκλησιού, λες και κοιμόταν γαλήνια, στα πόδια της κουρνιασμένος ο Κανέλος και η Ασπρούλα δεν είχε φύγει από κοντά της.
Έτσι ξεκουράστηκε το κορμάκι της, και η ψυχούλα της πέταξε ψηλά!
Σ’ αγαπώ πολύ καλή μου γιαγιά «χρόνια πολλά» και καλή αντάμωση!
Η εγγόνα σου…
Εικόνα από: YouTube
για το «σπιτάκι της Μέλιας»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου