http://kourdistoportocali.com/magazine/epikindyno-taxidianimera-tis-dolofonias-tou-george-tsantes-apo-tin-17-noemvri-o-obama-stin-athina/
Ο Γιωτόπουλος, η CIA και η συνάντηση του Κουφοντίνα με τον βουλευτή του ΠΑΣΟΚ (1985)
Captain George Tsantes was murdered on November 15, 1983 in Greece by a local group of terrorists. They began in 1975 avenging the Greek government’s 1973 crackdown on a university protest that killed 30 students and injured about 800 because their military used tanks to crush the protest. The group was able to avoid capture for 27 years during which they murdered, injured, and robbed several people. They were known for being pro-communist and their hatred for anything they thought unfit for Greece including the US military’s presence in their country. Their victims were Greek, American, Turkish, and British. They planned and carried out an assassination of CAPT Tsantes as he was driven to work. Both Tsantes and his Greek driver killed.
33 Χρόνια μετά την επέτειο της εκτέλεσης του αμερικανού πλοίαρχου Τζορτζ Τσάντες (ανώτερο στέλεχος της Τζασμάγκ στην Αθήνα) από την 17 ΝΟΕΜΒΡΗ ο Αμερικανός Πρόεδρος Ομπάμα ταξιδεύει στην Αθήνα. Λίγο νωρίτερα ο φερόμενος ως ηγέτης της 17 ΝΟΕΜΒΡΗ Αλέξανδρος Γιωτόπουλος θα υποστηρίξει ότι υπάρχουν τουλάχιστο 8 ασύλληπτα μέλη της 17 ΝΟΕΜΒΡΗ. Σύμφωνα με τον Γιωτόπουλο τα ασύλληπτα μέλη της 17 ΝΟΕΜΒΡΗ οδηγούν σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο (ΠΑΣΟΚ) και η CIA τους κρατάει στο χέρι και τους ελέγχει.
Τρίτη 15 Νοεμβρίου 1983. Στις 7.25 το πρωί, δολοφονήθηκαν ο αμερικανός πλοίαρχος Τζορτζ Τσάντες (ανώτερο στέλεχος της Τζασμάγκ στην Αθήνα) και ο οδηγός του Νίκος Βελούτσος στον Φάρο Ψυχικού. Δύο νεαροί πλησίασαν με τη βέσπα τους το διπλωματικό αυτοκίνητο που βρισκόταν επί της λεωφόρου Κηφισιάς, σταματημένο σε έναν φωτεινό σηματοδότη, και πυροβόλησαν εξ επαφής με το 45άρι που είχαν χρησιμοποιήσει σε όλες τις προηγούμενες δολοφονικές επιθέσεις τους.
Δεν είναι η πρώτη φορά που ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος κάνει αναφορά σε “εμπλοκή” της CIA στην Οργάνωση.
(Ο Eισαγγελέας αποκαλούσε την 17 ΝΟΕΜΒΡΗ Οργάνωση-κεφαλογραβιέρα,θέλοντας να δείξει ότι οι μυστικές υπηρεσίες την είχαν κάνει σουρωτήρι!)
Σε παλαιότερη επιστολή του στην ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος, με αφορμή την τότε απόδραση του Χριστόδουλου Ξηρού, υποστήριζε ότι ο Ξηρός δεν απέδρασε αλλά αφέθηκε ελεύθερος με εντολές άνωθεν (φωτογράφιζε πολιτική ηγεσία, CIA, ΕΥΠ).
Θα επανέλθει με την πρόσφατη επιστολή του στο ΕΘΝΟΣ:
Ακολουθεί το επίμαχο απόσπασμα της επιστολής:
Στο παράνομο σπίτι-γιάφκα της 17Ν που αποκαλύφθηκε το 2002, υπήρχε ένα όπλο που «έκαιγε» ένα συγκεκριμένο πρόσωπο. Το όπλο αυτό δε βρέθηκε. Ποιος το εξαφάνισε;Οι Μυστικές Υπηρεσίες; Κάποιος απ’ τους συλληφθέντες που συνεργάστηκε με τις Αρχές; Δεύτερο, σύμφωνα με την επίσημη εκδοχή θα ‘πρεπε να βρεθούν επίσης σημαντικά χειρόγραφα του ίδιου προσώπου. Ούτε αυτά βρέθηκαν. Ποιος τα εξαφάνισε; Τρίτο,υπήρξαν επιβαρυντικές καταθέσεις εναντίον του ίδιου και εναντίον άλλων δύο (2) κολλητών του από συλληφθέντες που συνεργάστηκαν με τις Αρχές. Καταθέσεις περισσότερες από μία. Ποιος έδωσε εντολή να αγνοηθούν και να μπουν στο αρχείο; Οι τρεις (3) αυτοί συνδέονταν με άλλους πέντε (5). Απ’ αυτήν την ομάδα των τουλάχιστον οκτώ (8), ορισμένοι είχαν άμεση συμμετοχή σε ανθρωποκτονίες. Αλλοι σε βίαιες ενέργειες σοβαρές που προκάλεσαν τραυματισμούς. Ενώ η δραστηριότητα των πιο ασήμαντων ήταν πιο ουσιαστική και πιο συνειδητή απ’ αυτήν ορισμένων που καταδικάστηκαν στη Δίκη σε σχετικά μικρές ποινές και εξέτισαν πραγματική ποινή άνω των 5 χρόνων. Κανένας απ’ αυτούς δε συνελήφθη. Σε κανένα δεν ασκήθηκε δίωξη. Γιατί;
Για δύο λόγους. Ο πρώτος κυριότερος και καθοριστικός είναι ότι οδηγούσαν σε έναν συγκεκριμένο πολιτικό χώρο, τον οποίο δεν ήθελαν να αγγίξουν. Που δεν είναι βέβαια η αριστερά είτε κοινοβουλευτική είτε εξωκοινοβουλευτική. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αν συλλαμβάνονταν έστω 2 ή 3 απ’ αυτούς, δεν υπήρχε καμία περίπτωση να καταδικαστώ ως ηθικός αυτουργός. Γιατί το προφίλ τους, τόσο το πολιτικό όσο και το επαγγελματικό είχε κάποια βαρύτητα και δεν θα μπορούσαν να τους παρουσιάσουν ως απλά ενεργούμενα που εκτελούν τυφλά τις εντολές μου. Οι παλιοί μου φίλοι της Δικτατορικής περιόδου χρησιμοποιήθηκαν ως μανδύας πίσω απ’ τον οποίο, τους έκρυψαν. Δεν έχαναν ευκαιρία ν’ αφήνουν ανοιχτά υπονοούμενα ότι αυτοί ήταν τα μέλη της 17Ν.
Ξένες Μυστικές Υπηρεσίες
Την πλεκτάνη αυτή σχεδίασαν και οργάνωσαν οι μεγάλες ξένες Μυστικές Υπηρεσίες τις οποίες απομυθοποίησαν το Γκουαντάναμο αλλά και η κινηματογραφική ταινία «Στο όνομα του Πατρός», που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Με τη συναίνεση βέβαια της πολιτικής ηγεσίας και των δύο πρώην μεγάλων πολιτικών κομμάτων της χώρας. Την πρακτική εκτέλεσή της, ανέλαβαν ο τότε Υπουργός Δημόσιας Τάξης και ο τότε Εισαγγελέας για την Τρομοκρατία. Γι’ αυτό και απολαμβάνουν μέχρι σήμερα μιας ιδιότυπης ασυλίας για τις πράξεις τους αλλά και για τους λόγους τους, όσο εξωφρενικοί κι αν είναι. Την πλεκτάνη αυτή συνέχισαν να την εκμεταλλεύονται μέχρι πρότινος. Πριν από 2 ή 3 χρόνια το Στέητ Ντιπάρτμεντ εξέδιδε ανακοινώσεις για ασύλληπτα μέλη της 17Ν και για κίνδυνο αναζωπύρωσης της τρομοκρατίας. Αποσιωπώντας βέβαια ότι όχι μόνο τους γνώριζαν όλους, αλλά και ότι ήταν αυτοί -ακριβέστερα η CIA- που απεφάσισαν να μην τους συλλάβουν. Κι ότι ήταν ακίνδυνοι αφού τους είχαν καταστήσει ομήρους στα χέρια τους, εκβιάζοντάς τους.
Την πλεκτάνη αυτή σχεδίασαν και οργάνωσαν οι μεγάλες ξένες Μυστικές Υπηρεσίες τις οποίες απομυθοποίησαν το Γκουαντάναμο αλλά και η κινηματογραφική ταινία «Στο όνομα του Πατρός», που βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα. Με τη συναίνεση βέβαια της πολιτικής ηγεσίας και των δύο πρώην μεγάλων πολιτικών κομμάτων της χώρας. Την πρακτική εκτέλεσή της, ανέλαβαν ο τότε Υπουργός Δημόσιας Τάξης και ο τότε Εισαγγελέας για την Τρομοκρατία. Γι’ αυτό και απολαμβάνουν μέχρι σήμερα μιας ιδιότυπης ασυλίας για τις πράξεις τους αλλά και για τους λόγους τους, όσο εξωφρενικοί κι αν είναι. Την πλεκτάνη αυτή συνέχισαν να την εκμεταλλεύονται μέχρι πρότινος. Πριν από 2 ή 3 χρόνια το Στέητ Ντιπάρτμεντ εξέδιδε ανακοινώσεις για ασύλληπτα μέλη της 17Ν και για κίνδυνο αναζωπύρωσης της τρομοκρατίας. Αποσιωπώντας βέβαια ότι όχι μόνο τους γνώριζαν όλους, αλλά και ότι ήταν αυτοί -ακριβέστερα η CIA- που απεφάσισαν να μην τους συλλάβουν. Κι ότι ήταν ακίνδυνοι αφού τους είχαν καταστήσει ομήρους στα χέρια τους, εκβιάζοντάς τους.
Αν είχαν συλληφθεί η Δίκη θα έπαιρνε άλλη τροπή. Η διαδικασία θα είχε τελείως άλλη πολιτική κατεύθυνση και ίσως η Δίκη να ήταν δίκαιη. Τέλος η απόφαση για αρκετούς απ’ τους κατηγορουμένους αλλά και για μένα, θα ήταν τελείως διαφορετική.
Ο Ναπολέων έλεγε ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα με τις μπαγιονέτες εκτός απ’ το να κάτσεις πάνω τους. Παραφράζοντας θα μπορούσαμε να πούμε ότι μπορείς να κάνεις τα πάντα με τους νόμους εκτός απ’ το να τους εφαρμόζεις με περιεχόμενο αντίθετο απ’ αυτό που έχουν. Γιατί το πρόσκαιρο όφελος που έχεις είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με τη μακροχρόνια ζημιά που προκαλείς. Υπονομεύεις τις αρχές και τις αξίες, υποσκάπτεις τα θεμέλια του Κράτους Δικαίου που υποτίθεται ότι υπηρετείς. Το μετατρέπεις σε ιδεοληψία αφού στην κοινωνία κυριαρχεί η αδικία, η ανομία, η φαυλότητα, το έγκλημα. Και η Δημοκρατία γίνεται «Υπαρκτή Δημοκρατία».
Είναι μήπως τυχαίο ότι σε χρονικό διάστημα ενός και πλέον αιώνα ακούμε στη χώρα μας περίπου τα ίδια πράγματα. Στις αρχές του περασμένου αιώνα ο Ιων Δραγούμης έλεγε ότι «το κράτος με όλη τη βρώμα του δεν αξίζει να το βοηθάς, παρότι ο ίδιος το βοηθούσε. Σήμερα ακούμε για κλεπτοκρατία, χρεωκοπημένο και διεφθαρμένο πολιτικό σύστημα, ενώ πρώην καθηγητής της Νομικής χαρακτήριζε πριν μερικά χρόνια τη Δικαιοσύνη ως «ανύπαρκτη, τραγική και αχρεία». Κάτι το βαθύτατα σάπιο υπάρχει σ’ αυτή τη χώρα, το οποίο διαχρονικά δεν μπορεί να θεραπεύσει η ελίτ που το δημιούργησε.
Είναι χαρακτηριστικό το περιστατικό που θέλει την Άνοιξη του 1985-πριν την εκλογή Προέδρου της Δημοκρατίας- τον Κουφοντίνα να συναντάει στο κέντρο της Αθήνας ένα βουλευτή του ΠαΣοΚ από την Πελοπόννησο και του λέει ότι «ξέρω τι θέλουν οι κουφάλες που έχουν ξεπουλήσει τα πάντα στη Δεξιά»!
ΣΚΟΤΕΙΝΕΣ ΚΑΙ ΜΑΤΩΜΕΝΕΣ ΣΤΙΓΜΕΣ ΤΗΣ ΜΕΤΑΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΣ
Η εκτέλεση του Ρίτσαρντ Γουέλς
25 Δεκεμβρίου 1975: Η Αθήνα ετοιμάζεται να γιορτάσει τα δεύτερα μεταπολιτευτικά της Χριστούγεννα. Μεταξύ των καλεσμένων στη δεξίωση που παραθέτει ο αμερικανός πρέσβης είναι και ο ακόλουθος της αμερικανικής πρεσβείας, Pίτσαρντ Σκίφινγκτον Γουέλς, με τη σύζυγό του Μαρία – Χριστιάνα. Λίγο πριν από τις 10, το ζεύγος -ιδιαίτερα ευδιάθετο- παίρνει το δρόμο της επιστροφής για την οικία του, στο Ψυχικό, αγνοώντας την τραγική κατάληξη της βραδιάς. Καθώς η μαύρη λιμουζίνα σταματάει έξω από την έπαυλη, κάνει την εμφάνισή του ένα άλλο αυτοκίνητο, από το οποίο αποβιβάζονται τρεις ένοπλοι μασκοφόροι. Απομακρύνουν τον οδηγό και τη γυναίκα και εκτελούν τον 45χρονο διπλωμάτη με τρεις πυροβολισμούς. Στον τόπο της επίθεση αφήνουν μία προκήρυξη, με την οποία την ευθύνη αναλαμβάνει η πρωτοεμφανιζόμενη «Επαναστατική Οργάνωση 17 Νοέμβρη». Η ίδια προκήρυξη αποστέλλεται τρεις ημέρες αργότερα και στις εφημερίδες. Ωστόσο, δεν θα δημοσιευθεί κατόπιν εισαγγελικής απαγόρευσης. Επιπλέον, μέσα στο κλίμα της εποχής κανείς δεν την παίρνει στα σοβαρά. Οι περισσότεροι πιστεύουν ότι πρόκειται για ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ πρακτόρων της CIA. Η προκήρυξη που εστάλη σε όλες τις εφημερίδες στις 24.12.1975 –και δε δημοσιεύτηκε ποτέ- ανέφερε μεταξύ άλλων, σύμφωνα με το «Βήμα»: «Σε πρόσφατο λόγο του ο Φορντ δήλωσε τελείως κυνικά ότι οι Αμερικανοί δεν θα διστάζουν να επεμβαίνουν ανοιχτά στο εσωτερικό των άλλων όταν το απαιτούν τα συμφέροντά τους. Παρόμοιες δηλώσεις είχε κάνει στο παρελθόν και ο Κίσινγκερ. (…) Αλλά αρκετά. Φτάνει πια. Πρέπει να καταλάβουν οι Αμερικανοί ιμπεριαλιστές και οι ντόπιοι πράκτορές τους ότι ο ελληνικός λαός δεν είναι αγέλη από πρόβατα. (…) Η κυβέρνηση κοροϊδεύει. Η Βουλή φλυαρεί χωρίς κανένα συγκεκριμένο αποτέλεσμα. Τα περισσότερα κόμματα, συμμετέχοντας στον γενικό εμπαιγμό, συναγωνίζονται σε πλατωνικές δηλώσεις χωρίς πραγματικό αντίκρισμα. Και η Δικαιοσύνη κάνει τον άθλο, στη δίκη της 21ης Απρίλη, να μην αναφέρει το όνομα του δεύτερου ενόχου, της CIA και του αμερικανικού ιμπεριαλισμού. (…) Έτσι αποφασίζουμε να εκτελέσουμε υποδειγματικά τον αρχιπράκτορα της CIA, αρχηγό του κλιμακίου της στην Ελλάδα Ρίτσαρντ Γουέλς. (…) Ο Ρίτσαρντ Γουέλς ως αρχηγός είναι συνυπεύθυνος για όλα τα εγκλήματα που έκανε η CIA σε βάρος του λαού μας».
Στις 26 Δεκεμβρίου του 1975, η «17Ν» βγάζει «ανακοίνωση προς τον Τύπο» για τη μη δημοσίευση της πρώτης προκήρυξης, στην οποία εξηγεί γιατί δεν χτυπήθηκαν ο οδηγός και η γυναίκα του Γουέλς. «Ο Ρίτσαρντ Γουέλς ήταν αρχηγός της CIA. Σαν τέτοιος ήταν συνυπεύθυνος μαζί με άλλους επαγγελματίες πράκτορες που δρουν στο έδαφός μας για όλα τα εγκλήματα που έκανε η CIA και ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός στη χώρα μας. Απόφασή μας ήταν να εκτελεστεί ο αρχηγός και μόνο αυτός», αναφέρει η «17Ν». Ούτε αυτή η «ανακοίνωση» όμως δημοσιεύεται. Την εποχή εκείνη επικρατούσε σύγχυση σχετικά με το τι πραγματικά συνέβη και ποιος έχει την ευθύνη καθώς η «17Ν» ήταν άγνωστη. Τα πράγματα ξεκαθαρίζουν ένα χρόνο αργότερα, όταν η γαλλική εφημερίδα «Liberation» δημοσιεύει κείμενο της «17Ν» όπου περιγράφεται αναλυτικά η παρακολούθηση του Γουέλς και η οργάνωση της δολοφονίας. Σύμφωνα με δημοσίευμα του «Βήματος», η τρίτη προκήρυξη είχε δοθεί σε σφραγισμένο φάκελο από μια γυναίκα στον Γάλλο φιλόσοφο Ζαν-Πολ Σαρτρ, ο οποίος την παρέδωσε στον διευθυντή της εφημερίδας Σερζ Ζυλί. Ο φάκελος παρέμεινε στα συρτάρια της εφημερίδας μέχρι τις 26.12.1976, οπότε και είδε το φως της δημοσιότητας. Στα γεγονότα αυτά επικεντρώνονται οι έρευνες για τον αρχηγό και την ιστορική ηγεσία. Στη δολοφονία συμμετείχαν τουλάχιστον τρία άτομα (στην προκήρυξη της 17Ν στη «Liberation» αναφέρεται ότι από το αυτοκίνητο «βγήκαμε αμέσως τρεις με τα πρόσωπα καλυμμένα»). Ανάμεσα σε αυτά η Αστυνομία εκτιμά ότι ήταν ο Αλέκος Γιωτόπουλος (ο οποίος πυροβόλησε τον αμερικανό πράκτορα), ο Παύλος Σερίφης, όπως επίσης μια γυναίκα και ένας άνδρας.
ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 1981-Η ΜΕΓΑΛΗ ΛΗΣΤΕΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΚΑΙ Ο ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΑΣΤΑΚΟΜΑΚΑΡΟΝΑΔΑΣ
Ο δημοσιογράφος Αθ. Παπανδρόπουλος θα γράψει ένα ιστορικό άρθρο-ντοκουμέντο για το πώς η παρέα του Ανδρέα Παπανδρέου έστησε την μεγάλη ληστεία της χώρας. Βρισκόμαστε στον Φεβρουάριο του 1981. Είναι μία βροχερή Τετάρτη του Φεβρουαρίου 1981. Το βράδυ, σε μια ψαροταβέρνα του Χαλανδρίου, στον δρόμο προς Χολαργό, κοντά στο σπίτι του Χαρίλαου Φλωράκη, Γενικού Γραμματέα τότε του ΚΚΕ, συνευρίσκονται οι Ανδρέας Παπανδρέου, αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, Άκης Τσοχατζόπουλος, Γεράσιμος Αρσένης, Κωστής Βαΐτσος, Βάσω Παπανδρέου, Μένιος Κουτσόγιωργας και ο μετέπειτα δήμαρχος Χαλανδρίου Νίκος Πέρκιζας. Ο Ανδρέας Παπανδρέου είναι σίγουρος για την εκλογική νίκη του «Κινήματος» στις εκλογές του Οκτωβρίου και η συζήτηση είναι πού θα βρεθούν τα απαραίτητα κεφάλαια για να μοιραστούν στις ορδές των «μη προνομιούχων» που ανυπόμονοι περιμένουν την ώρα της μεγάλης εισβολής. (Διαβάστε το όλο. Θα αυξηθεί κατακόρυφα η οργή σας και δεν θα πιστεύετε τις αποκαλύψεις οι οποίες λόγω του έγκριτου δημοσιογράφου είναι όλες τεκμηριωμένες). «Πρόεδρε, δεν υπάρχει πρόβλημα», λέει ο Γεράσιμος Αρσένης, μετέπειτα «τσάρος της οικονομίας», στον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ. «Το διεθνές σύστημα», επιμένει, «έχει μεγάλη ρευστότητα και θα βρούμε αρκετό χρήμα να φέρουμε στην Ελλάδα. Εξάλλου, τα επιτόκια είναι χαμηλά, όπως και το ελληνικό δημόσιο χρέος. Υπάρχουν έτσι περιθώρια να αντιμετωπίσουμε και αιτήματα για παροχές, αλλά και μία πιθανή φυγή κεφαλαίων στις ξένες τράπεζες από βιομηχάνους και μεγαλοεισαγωγείς…». «Δηλαδή λεφτά υπάρχουν, Μάκη», τονίζει ευχαριστημένος ο Ανδρέας Παπανδρέου. «Θα μπορέσουμε έτσι να δείξουμε στον λαό ότι μοιράζουμε χρήμα. Ποιος ποτέ θα μάθει ότι αυτό είναι δανεικό… Θα λέμε σε όλους τους τόνους ότι είναι το χρήμα του κατεστημένου, που τώρα ανήκει στους Έλληνες…», προσθέτει ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και δείχνει να απολαμβάνει το ουίσκι που πίνει. «Οι γιαπωνέζικες τράπεζες ψοφάνε να δανείζουν χρήμα στην Ευρώπη, κύριε πρόεδρε», λέει στον Ανδρέα Παπανδρέου ο Κωστής Βαΐτσος, που είχε διεθνή εμπειρία από τη συμβουλευτική θητεία του σε χώρα της Λατινικής Αμερικής. Γνώριζε επίσης ο ίδιος – όπως και ο Ανδρέας Παπανδρέου – ότιστην διεθνή κεφαλαιαγορά κυκλοφορούσε και άφθονο μαύρο αραβικό χρήμα σε πετροδολάρια, που άλλο που δεν ήθελε να τοποθετηθεί σε χώρες όπως η Ελλάδα. Το χρήμα αυτό ήταν καλοδεχούμενο από τον Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος ήθελε να το χρησιμοποιήσει για να εξαγοράσει στην κυριολεξία ψήφους και οπαδούς, ώστε να μονιμοποιήσει την παραμονή του στην εξουσία. Αυτό ήταν το μεγάλο όραμά του και, για να το αναλύσει κανείς, απαιτούνται πολλές σελίδες.
Με απλά λόγια, λέμε ότι, όταν το 1974 ο Ανδρέας Παπανδρέου ίδρυσε το ΠΑΣΟΚ, δύο πράγματα τον ενδιέφεραν: Πρώτον, να διαλύσει την μισητή του – όπως είχε αποκαλύψει στον γράφοντα – Ένωση Κέντρου-Νέες Δυνάμεις (ΕΚΝΔ) και, δεύτερον, να καταλάβει την εξουσία. Επειδή μάλιστα γνώριζε ότι δεν θα μπορούσε να καταλάβει την εξουσία υποσχόμενος σοσιαλδημοκρατικού τύπου μεταρρυθμίσεις, οι οποίες εξάλλου ήσαν μέσα στο πρόγραμμα της ΕΚΝΔ, εφάρμοσε μία ριζοσπαστική, λαϊκιστική, τριτοκοσμικού τύπου στρατηγική, αξιοποιώντας τα κατώτατα δυνατά ερείσματα και ένστικτα που μπορεί να διαθέτει ένας λαός. Σπουδασμένος στην Αμερική και οικονομολόγος, επηρεασμένος από τη σχολή της οικονομετρικής προσέγγισης των πραγμάτων, ο Ανδρέας Παπανδρέου –ο οποίος απεχθανόταν την Ευρώπη και την κουλτούρα της– ήταν ένας πολιτικός με ικανότητα τολμηρών τακτικών ελιγμών, που μπορούσε με άνεση να κινείται στρατηγικά στη βάση ορθολογικών επιλογών. Ένα σημαντικό την εποχή εκείνη στέλεχος του Κινήματος χαρακτήριζε τον αρχηγό του ΠΑΣΟΚ «κινούμενο ηλεκτρονικό υπολογιστή». Μελετούσε κάθε κίνησή του και, κυρίως, στην Αμερική είχε διδαχθεί από ειδικούς επικοινωνιολόγους να καταλαβαίνει την ψυχολογία του όχλου, να συνθηματολογεί και να μπορεί να διαισθάνεται τι θέλει να ακούσει ο ακροατής.
«Ύστερα», γράφει ο Στάμος Ζούλας, «ο Ανδρέας είχε διαπιστώσει ότι στην Ελλάδα η πιθανότητα να αποκτήσει κάποιος δημοσιότητα είναι η εκπροσώπηση απόψεων με τρόπο που να διεγείρει, που να συγκινεί, και ιδιαίτερα σε θέματα που το συναισθηματικό στοιχείο είναι πολύ έντονο». Ακόμη και όσα οι πολιτικοί του αντίπαλοι θεωρούσαν ως ανερμάτιστη πολιτική και οβιδιακές μεταμορφώσεις, στην ουσία δεν ήταν παρά ένας συνειδητός και προσχεδιασμένος τακτικισμός που είχε ως πρωταρχικό –αν όχι αποκλειστικό– στόχο την κατάληψη της εξουσίας»[1]. Και η τελευταία όντως κατελήφθη τον Οκτώβριο του 1981 και έμελλε να κρατήσει, την πρώτη περίοδο, το ΠΑΣΟΚ και τον αρχηγό του στο τιμόνι της χώρας έως τον Ιούλιο του 1989. 2. [Η δημιουργία των μηχανισμών] Εννέα χρόνια παραμονής στην εξουσία ήσαν αρκετά για το ΠΑΣΟΚ και τον ιδρυτή του να δημιουργήσουν αρθρώσεις και καταστάσεις που δύσκολα θα μπορούσαν αρθούν από φιλελεύθερες πολιτικές δυνάμεις. Ακόμα χειρότερα, την πασοκική περίοδο εμπεδώθηκε στην Ελλάδα και μία αντιδραστική τριτοκοσμική ιδεολογία η οποία σήμερα μόνον δεινά επιφυλάσσει στη χώρα. Εξάλλου, η ιδεολογία αυτή, σύμφωνα με τα γνωστά από τα ολοκληρωτικά καθεστώτα πρότυπα, χρησίμευε ως άλλοθι στους μηχανισμούς που έπαιρναν σάρκα και οστά στην Ελλάδα σε αντικατάσταση του αποκαλούμενου «κράτους της δεξιάς».
Μετά λοιπόν την επιχείρηση του Φεβρουαρίου 1982, όταν μία Κυριακή οι πρασινοφρουροί έκαναν δοκιμή πραξικοπήματος, σταδιακά εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα μηχανισμοί του πασοκικού κράτους που δημιουργούσαν και νέες κοινωνικο-οικονομικές αρθρώσεις. Κοντολογίς, ο Ανδρέας Παπανδρέου επεδίωξε –και σε μεγάλο βαθμό κατάφερε– να δημιουργήσει μία φιλική προς το ΠΑΣΟΚ μεσαία τάξη, εσωστρεφή και εχθρική προς κάθε φιλελεύθερη και ευρωπαϊκή ιδέα. Επρόκειτο για μία τάξη που διψούσε για χρήμα, αλλά ήθελε να το αποκτήσει χωρίς κόπο και, κυρίως, όχι μέσα από μηχανισμούς της αγοράς και του οικονομικού ανταγωνισμού που συνεπάγεται η ελεύθερη οικονομία. Έτσι, την περίοδο 1981-1985, εισρέουν στην Ελλάδα απίστευτα ποσά, δανεισμένα από ξένες τράπεζες, κυρίως ιαπωνικές, και δαπανώνται ασυστόλως στο όνομα της «καμένης γης», για να εκκολαφθεί η πασοκική εξουσία, η οποία ήταν και σαφέστατου τριτοκοσμικού χαρακτήρα. Την προαναφερόμενη περίοδο, η Ελλάδα δανείστηκε από το εξωτερικό περί τα 50 δισ. δολάρια, παράλληλα δε εισέπραξε και άλλα 26 δισ. δολάρια από κοινοτικές επιδοτήσεις. Μέσα σε μία τετραετία, δηλαδή, η χώρα είχε δεχθεί το ισόποσο ενός έτους Ακαθάριστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ). Όσο για το δημόσιο χρέος της, από 28% του ΑΕΠ το 1980, είχε εκτιναχθεί στο 47,8% στα τέλη του 1985[2]. Είχε, δηλαδή, σχεδόν διπλασιασθεί χωρίς να γίνει στη χώρα ούτε ένα έργο! Αντιθέτως, η κατανάλωση είχε πάει στα ύψη, με αποτέλεσμα την αλματώδη άνοδο του ισοζυγίου εξωτερικών συναλλαγών, το έλλειμμα του οποίου έφθασε να αντιπροσωπεύει το 14,5% του ΑΕΠ και να είναι το υψηλότερο κατά κεφαλήν στον κόσμο!
Στο επίπεδο της παραγωγής, όμως, η Ελλάδα υποχωρεί σημαντικά, οι εξαγωγές της παραμένουν στάσιμες, ενώ η βιομηχανία της ξεφτίζει και σταδιακά χάνεται. Το ΠΑΣΟΚ, ωστόσο, εδραιώνεται κοινωνικά και εξαγοράζει ψήφους, συνειδήσεις, συνδικαλιστικές οργανώσεις, αγροτικούς συνεταιρισμούς, δήμους, κοινότητες. Όπως ψιθυρίζεται στους ευρωπαϊκούς διαδρόμους, το «Κίνημα» του Ανδρέα Παπανδρέου αποκτά καθεστωτικό χαρακτήρα και το ότι παραμένει στην Ευρώπη οφείλεται στο χρήμα που εισρέει στην Ελλάδα από τα διάφορα κοινοτικά Ταμεία. Τα τελευταία χρησιμοποιούνται για πλουσιοπάροχες επιδοτήσεις ημέτερων αγροτών, συνδικαλιστών, δημοσιογράφων, επιχειρηματιών, εκδοτών, ανώτερων και ανώτατων στελεχών επιχειρήσεων και, βεβαίως, κομματικών μηχανισμών. Δημιουργείται έτσι σταδιακά ένα παρακράτος μαφιόζικου τύπου, το οποίο διεισδύει όλο και βαθύτερα στην πολιτική και κυριολεκτικά μολύνει τη δημοκρατία. Απίθανοι και αδίστακτοι εκπρόσωποι αυτού του παρακράτους δημιουργούν δίκτυα επικοινωνίας και επιρροής και αξιοποιούν στο έπακρο μια φαύλη «προοδευτική» δημοσιογραφία και ακόμα πιο φαύλους βαρόνους των μέσων μαζικής επικοινωνίας (ΜΜΕ).
Αν δε κατά καιρούς τα σκάνδαλα, οι καταχρήσεις και οι λεηλασίες αυτού του παρακράτους βγαίνουν στη δημοσιότητα, αυτό οφείλεται αποκλειστικά σε εσωτερικούς ανταγωνισμούς και σε προσωπικές έριδες των ανθρώπων που δεσπόζουν στο παρακράτος. Τι να πρωτοθυμηθεί κανείς… Ο Κοσκωτάς, ο Μαυράκης, ο Σταματελάτος, η Αγρέξ, τα καλαμπόκια, η Προμέτ, ο Οργανισμός Ανασυγκροτήσεως Επιχειρήσεων είναι μερικά από τα 200 σκάνδαλα του ΠΑΣΟΚ που είχε καταγράψει ο Γιάννης Λάμψας και είχε περιγράψει αναλυτικά σε άρθρα του στα τότε Επίκαιρα του Γιάννη Πουρνάρα. Συγκλονιστικά και απολύτως ελεγμένα στοιχεία για εκείνη την περίοδο περιέχονται σε ένα αποκαλυπτικό και πολύ σημαντικό βιβλίο του Δημήτρη Στεργίου, αρχισυντάκτη του Oικονομικού Ταχυδρόμου την εικοσαετία 1979-1999 και διευθυντή σύνταξης του ίδιου περιοδικού το 2000. Στο βιβλίο Το Πολιτικό Δράμα της Ελλάδος 1981-2005[3], ο συγγραφέας προέβλεπε την πτώχευση της χώρας από το 1989, όταν στην ουσία η Ελλάδα είχε απειληθεί με αποβολή από την Ευρωπαϊκή Ένωση – χωρίς να ιδρώσει κανενός το αυτί. Την αποκάλυψη αυτή είχε κάνει ο υπογράφων από τις στήλες του Οικονομικού Ταχυδρόμου, δεχόμενος τόνους ύβρεων λάσπης από τους πραιτοριανούς της «Αλλαγής».
Την ώρα, λοιπόν, που κάποιοι ψάχνουν για «επαχθή χρέη» και παραπλανούν τον κόσμο, θα πρέπει κάποια πράγματα να τα δούμε από κοντά. Ειδικότερα δε θα πρέπει να γίνει κατανοητό ότι σε μία χρεοκοπία δεν υπάρχουν αμέτοχοι – κυρίως όταν η χρεοκοπία είναι απότοκος συλλογικής ληστείας, τους καρπούς της οποίας άλλοι γεύονται περισσότερο, άλλοι λιγότερο και κάποιοι ίσως καθόλου. 3. [Αριθμοί και γεγονότα] Ο υπογράφων δέχεται ότι τα τριανταπέντε τελευταία χρόνια αρκετοί πολιτικοί πλούτισαν και κάποιοι υπερπλούτισαν ασκώντας το επάγγελμα του «εκπροσώπου του λαού». Δέχεται επίσης ότι στο πολιτικό μας σύστημα υπάρχει αυξημένη διαφθορά. Όλα αυτά, σε μία δημοκρατία είναι ανιχνεύσιμα και κολάσιμα. Γι’ αυτό, «επαχθή χρέη» υπάρχουν και αναγνωρίζονται μόνον στις δικτατορίες τριτοκοσμικού και κομμουνιστικού τύπου. Αντιθέτως, στη δημοκρατία, η διαφάνεια – η οποία είναι και ένας από τους όρους λειτουργίας της – αποτελεί αντίδοτο στη διαφθορά και ενίοτε την αποτρέπει. Ωστόσο, ειδικά στην χώρα μας, υπάρχει μία άλλη, και πραγματική, διάσταση «επαχθούς χρέους» την οποίαν ουδείς τολμά να αναφέρει και, ακόμη περισσότερο, να αναδείξει. Γι’ αυτό, στο παρόν κείμενο θα προσπαθήσουμε να δώσουμε μία μερική διάσταση αυτού του «επαχθούς χρέους» προβάλλοντας στοιχεία που με πολύ κόπο αναζητήσαμε και καταγράψαμε.
Επισημαίνουμε, έτσι, ότι από το 1979 έως και το 2010 έγιναν στην Ελλάδα 5.280 γενικές και κλαδικές απεργίες, σε ποσοστό 96% του δημοσίου τομέα, με αποτέλεσμα να χαθούν 1.385 ημέρες εργασίας. Σε σημερινά ευρώ, το κόστος αυτών των εργάσιμων ημερών, που είναι 45 τον χρόνο, αντιστοιχεί σε 135 δισ. ευρώ, ήτοι στο 39% του συνολικού δημοσίου χρέους της χώρας ή στο 55% των χρεών των ασφαλιστικών ταμείων. Σημειώνουμε ότι οι απεργούντες ναι μεν δεν προσήλθαν στην εργασία τους, πλην όμως εισέπραξαν το σχετικό ημερήσιο κόστος της τελευταίας – και το συνολικό αυτό ποσόν είναι αδύνατον να υπολογισθεί. Σίγουρα, όμως, σωρευτικά αντιπροσωπεύει κάποια δισεκατομμύρια ευρώ. Οι περισσότερες από τις προαναφερθείσες απεργίες – ο αριθμός των οποίων είναι τριπλάσιος του αντιστοίχου κοινοτικού μέσου όρου πριν τη μεγάλη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ενώσεως (ΕΕ) – είχαν εκβιαστικό χαρακτήρα και κατέληξαν στην απόσπαση απίθανων προνομίων. Τα τελευταία –όπως, για παράδειγμα, τα δωρεάν ταξίδια με την Ολυμπιακή Αεροπορία όλων των μελών των οικογενειών των εργαζομένων (;) στην εταιρεία, στην πρώτη θέση– επιβάρυναν, σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, το κόστος παραγωγής της ελληνικής οικονομίας κατά 4% του ΑΕΠ περίπου. Έτσι, σωρευτικά τα τριάντα τελευταία χρόνια η ελληνική οικονομία επιβαρύνθηκε με άλλα 140 δισ. ευρώ, χάνοντας ταυτοχρόνως και σημαντικό μέρος από την ανταγωνιστικότητά της. Στην απώλεια αυτή θα πρέπει να προστεθεί και η κατά 2% σωρευτική επιβάρυνση του ΑΕΠ από τα κλειστά επαγγέλματα, η οποία επίσης υπολογίζεται σε άλλα 120 δισ. ευρώ. Επίσης, από το 1993, μετά την πτώση της κυβερνήσεως Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, έως και το 2009, προσελήφθησαν στην ευρύτερο δημόσιο τομέα περί τα 600.000 άτομα, με αποτέλεσμα το κόστος του δημόσιου τομέα να επιβαρυνθεί με το απίστευτο ποσόν των 500 δισ. ευρώ – κόστος το οποίο ξεπέρασε κατά τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες το αντίστοιχο μέσο της ΕΕ των 15 χωρών-μελών.
Το ποσοστό αυτό σήμερα αντιπροσωπεύει 11 δισ. ευρώ ετησίως και είναι η βασική αιτία της δημιουργίας δημοσιονομικών ελλειμμάτων. Ακόμα χειρότερα, επιβαρύνει και την εξυπηρέτηση του δημόσιου δανεισμού σε επίπεδα που είναι δύσκολο να υπολογισθούν. Στις παραπάνω απίστευτες επιβαρύνσεις θα πρέπει να προσθέσουμε και την χορήγηση στην Ελλάδα 180.000 συντάξεων με μηδενική ανταπόδοση, οι οποίες σε μία εικοσαετία επιβάρυναν το υπερχρεωμένο ασφαλιστικό σύστημα της χώρας με 24 δισ. ευρώ, στα οποία θα πρέπει να προστεθούν και κάποια δισεκατομμύρια εφάπαξ. Την περίοδο 1990-2009 καταγράψαμε επίσης για την Αθήνα 180 δήθεν φοιτητικές διαδηλώσεις, οι οποίες κατέληξαν σε καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας και σε λεηλασίες πανεπιστημιακών ιδρυμάτων ανυπολογίστου αξίας. Την εικοσαετία αυτή, οι καταστροφές που προκλήθηκαν μόνον στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο υπολογίζονται στα 30 εκατ. ευρώ σωρευτικά, συμπεριλαμβανομένων και των κλοπών επιστημονικού υλικού. Από κοινωνικής δε πλευράς, οι βάρβαρες αυτές εκδηλώσεις οδήγησαν σε απώλειες δεκάδων χιλιάδων θέσεων εργασίας στο κέντρο της Αθήνας και στο κλείσιμο περίπου 10.000 εμπορικών και άλλων επιχειρήσεων.
Αποκαλυπτικά επίσης στοιχεία για το μέγεθος της μεγάλης ληστείας μπορεί να εντοπίσει κανείς σε ένα θαυμάσιο βιβλίο του αείμνηστου Νικολάου Θέμελη, υπουργού Προεδρίας στην Οικουμενική Κυβέρνηση Ζολώτα το 1990, με τίτλο Τον δρόμον τετέλεκα [4]. Στο βιβλίο αυτό, ο συγγραφέας, που ήταν και πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, περιγράφει τις απίστευτες εμπειρίες του. Σε οποιαδήποτε δημοκρατική και ευνομούμενη χώρα, το βιβλίο αυτό θα είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και εισαγγελικών επεμβάσεων. Εν Ελλάδι πέρασε απαρατήρητο. Ο λόγος απλός και ευκόλως κατανοητός: ο συγγραφέας περιγράφει όργια καταχρήσεων και σπαταλών στη δημόσια διοίκηση και αναφέρει σοβαρότατες ατασθαλίες σε δήμους και κοινότητες. Ατασθαλίες που, συνολικά, ξεπερνούσαν τα 20 δισ. δραχμές την εποχή εκείνη. Το ποσόν αυτό, βέβαια, ανεβαίνει σε αστρονομικά ύψη αν διαβάσει κανείς τις εκθέσεις του Λ. Ρακιντζή, Επιθεωρητού Δημοσίας Διοικήσεως, ο οποίος, στην γνωστή έκθεσή του, περιγράφει τα σημεία και τέρατα που συμβαίνουν στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, στις πολεοδομίες, στα Ελληνικά Ταχυδρομεία και γενικά σε δημόσιους οργανισμούς. Σύμφωνα με υπολογισμούς του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Αναπτύξεως (ΟΟΣΑ), το κόστος της διαφθοράς στην ελληνική δημόσια διοίκηση αντιπροσωπεύει περί το 2% του Ακαθαρίστου Εγχωρίου Προϊόντος (ΑΕΠ) της χώρας, ήτοι, με τα σημερινά δεδομένα, ένα ποσόν της τάξεως των 5 δισ. ευρώ. Έτσι, σε επίπεδο τριακονταετίας, φθάνουμε αισίως τα 120 δισ. ευρώ. Είναι, λοιπόν, ηλίου φαεινότερον ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι όντως «επαχθές», όχι όμως για τους λόγους που επικαλούνται κάποιοι νομικοί, που, υποκρίνονται ότι τώρα ανακαλύπτουν τον τροχό της διαφθοράς και της γραφειοκρατικής ασυδοσίας.
Αυτοί που αναζητούν ενόχους και αποδιοπομπαίους τράγους για το αποκαλούμενο ελληνικό «επαχθές χρέος» και απειλούν με μηνύσεις και άλλα παρόμοια, καλά θα έκαναν να μάθουν …γραφή και ανάγνωση. Το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι το γνήσιο προϊόν της καταληστεύσεως του δημοσίου πλούτου από συντεχνίες, συνεταιρισμούς, συνδικαλιστικά σωματεία, δημόσιες επιχειρήσεις και κρατικοδίαιτους επιχειρηματίες. Όλος αυτός δεσμός της ελληνικής, σοβιετικού τύπου, κλεπτοκρατίας δίνει σήμερα τον υπέρ πάντων αγώνα για να καταρρεύσει η χώρα. Είναι η μόνη ελπίδα τους. Διότι, μία ελληνική κατάρρευση θα αφήσει άθικτους όλους τους μηχανισμούς της διαφθοράς και θα ενισχύσει τις εξουσίες των συντεχνιών. Για παράδειγμα, επιχειρηματίες που τροφοδοτούν τις διάφορες φιλολογίες περί επιστροφής στην δραχμή, είναι ξεκάθαρο τι επιδιώκουν. Έχοντας τεράστια χρέη στο εσωτερικό και γερές καταθέσεις στο εξωτερικό, σε περίπτωση που η Ελλάδα επιστρέψει στη δραχμή νομίζουν ότι θα εξοφλήσουν τα χρέη τους σε υποτιμημένες δραχμές, εισάγοντας υπερτιμημένα ευρώ.
Θα συμβεί, δηλαδή, ό,τι συνέβη στην πάλαι ποτε Σοβιετική Ένωση, στην οποίαν οι ολιγάρχες της νομενκλατούρας αγόρασαν σχεδόν τα πάντα με υπερτιμημένα έναντι του ρουβλίου δολάρια που είχαν φυγαδεύσει στο εξωτερικό την περίοδο του κομμουνιστικού καθεστώτος. Με το χρήμα αυτό οι ολιγάρχες, όχι μόνον απέκτησαν αμύθητες περιουσίες, αλλά εγκατέστησαν και τις δικές τους πολιτικές εξουσίες. Έτσι, η σημερινή Ρωσία ελέγχεται από τους ολιγάρχες του χρήματος και αυτούς που αποτελούν το πολιτικό τους σκέλος. Αυτό το μοντέλο «οραματίζονται» κάποιοι και για την Ελλάδα, γι’ αυτό και επιδιώκουν με κάθε μέσον να την αποκόψουν από την Ευρώπη. Δηλαδή, πέρα από τη μεγάλη ληστεία, οι κύκλοι αυτοί επιχειρούν σήμερα και μία πολιτικο-θεσμική ανατροπή. Το θέμα είναι τεράστιο και οι διάφορες πτυχές του θα αναδεικνύονται όλο και πιο αδρά όσο κυλά ο χρόνος. Και ο χρόνος κυλά εφιαλτικά γρήγορα. ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 1983-
Η ΣΥΝΑΝΤΗΣΗ ΔΥΟ ΓΕΝΙΩΝ ΕΚΤΕΛΕΣΤΩΝ ΚΑΙ Η ΔΟΛΟΦΟΝΙΑ ΤΣΑΝΤΕΣ
Την Τρίτη 15 Νοεμβρίου 1983, στις 7.25 το πρωί, δολοφονήθηκαν ο αμερικανός πλοίαρχος Τζορτζ Τσάντες (ανώτερο στέλεχος της Τζασμάγκ στην Αθήνα) και ο οδηγός του Νίκος Βελούτσος στον Φάρο Ψυχικού. Δύο νεαροί πλησίασαν με τη βέσπα τους το διπλωματικό αυτοκίνητο που βρισκόταν επί της λεωφόρου Κηφισιάς, σταματημένο σε έναν φωτεινό σηματοδότη, και πυροβόλησαν εξ επαφής με το 45άρι που είχαν χρησιμοποιήσει σε όλες τις προηγούμενες δολοφονικές επιθέσεις τους. Τι έλεγε η 17Ν «Αποφασίσαμε να χτυπήσουμε σήμερα έναν από τους κυριότερους στρατιωτικούς μηχανισμούς του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη χώρα μας, την αμερικανική στρατιωτική αποστολή, εκτελώντας ένα από τα ανώτερα στελέχη του. (…) Η ενέργειά μας είναι παράλληλα και συγκεκριμένη αγωνιστική συμπαράσταση διεθνιστικής αλληλεγγύης στους λαούς της περιοχής που αγωνίζονται για ανεξαρτησία αλλά και γενικότερα σ” όλους τους λαούς και ιδίως τους λαούς της Κεντρικής Αμερικής και του Σαλβαδόρ που βρίσκονται σήμερα στην πρώτη γραμμή της παγκόσμιας ένοπλης αντιιμπεριαλιστικής πάλης. Εδώ πρέπει να αναφέρουμε ότι, όταν το ’75 εκτελέσαμε τον σταθμάρχη της CIA Γουέλς, η Αθήνα ήταν το κέντρο συντονισμού των συνωμοσιών και επεμβάσεων της CIA στην Αγκόλα – πράγμα που εμείς βέβαια αγνοούσαμε – όπου οι λαϊκές επαναστατικές δυνάμεις βρίσκονταν στην τελική φάση για την κατάληψη της εξουσίας» (από την προκήρυξη της 17Ν που οι δράστες ταχυδρόμησαν στον Τύπο και έγινε γνωστή στις 17.11.1983). Η 17Ν απείλησε όλους τους Ελληνες που εργάζονταν στις αμερικανικές βάσεις.
Προειδοποίησε ότι, όπως ο οδηγός του Τσάντες, όλοι οι έλληνες οδηγοί-σωματοφύλακες πρακτόρων της CIA, της DIA και της Jusmagg, αξιωματούχων της πρεσβείας και αξιωματικών αμερικανικής βάσης θεωρούνταν στόχοι. Οι αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. θεωρούσαν υπόθεση «κλειδί» για την εξιχνίαση της δολοφονίας του 53χρονου πλοιάρχου Τζορτζ Τσάντες και του 62χρονου οδηγού του Νίκου Βελούτσου μια επίθεση που σημειώθηκε εναντίον δύο χωροφυλάκων του τότε Τμήματος Χωροφυλακής Φιλοθέης μία ακριβώς εβδομάδα – στις 8 Νοεμβρίου 1983 – πριν από τη δολοφονία Τσάντες – Βελούτσου στη λεωφόρο Κηφισιάς.
Η επίθεση σημειώθηκε στη γειτονική οδό Βεκιαρέλη στη Φιλοθέη, όταν οι δύο χωροφύλακες Κώστας Αργυρόπουλος, 33 ετών, και Ιωάννης Χατζημπύρος, 22 ετών, προσπάθησαν να ακινητοποιήσουν μοτοσικλέτα μάρκας Suzuki 550, χρώματος ασημί, που δεν είχε αριθμό κυκλοφορίας και στην οποία επέβαιναν δύο άτομα. Σε απόρρητο έγγραφο που είχε συντάξει τότε η Αστυνομία αναφέρεται ότι «ο οδηγός ήταν ηλικίας 25-28 ετών, αναστήματος 1,70-1,75 μ. περίπου, κανονικής σωματικής διάπλασης. Φορούσε μπουφάν νάιλον, χρώματος μπλε, στο κεφάλι κράνος μοτοσικλετιστή και είχε μαύρο παχύ μουστάκι. Ο συνοδηγός ηλικίας 24-26 ετών, αναστήματος 1,65-1,70 μ., λεπτής σωματικής διάπλασης, φορούσε μπουφάν νάιλον, χρώματος σκούρου, στο κεφάλι κράνος μοτοσικλετιστή». Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να πραγματοποιήσουν έλεγχο στους επιβάτες της μοτοσικλέτας γιατί αυτή δεν είχε πινακίδες και εκείνοι έσπευσαν να απομακρυνθούν πυροβολώντας το περιπολικό που τους ακολουθούσε. Από τη βαλλιστική έρευνα διαπιστώθηκε – αρκετό διάστημα αργότερα – ότι το 38άρι όπλο που χρησιμοποιήθηκε ήταν αυτό που χρησιμοποίησε η 17Ν σε μεταγενέστερες επιθέσεις, με πρώτη τη δολοφονία του φρουρού αστυφύλακα Χρήστου Μάτη στις 24.12.1984 στη ληστεία της Εθνικής Τράπεζας Πετραλώνων.
Οπως διαπιστώθηκε εκ των υστέρων, ο έλεγχος των αστυνομικών και το «επεισόδιο της οδού Βεκιαρέλη» έδωσαν παράταση στη ζωή για μία εβδομάδα του πλοιάρχου Τζορτζ Τσάντες και του οδηγού του, αφού αυτοί ήταν ο «στόχος» των μελών της 17Ν. Η κυρίως επίθεση σημειώθηκε την Τρίτη 15 Νοεμβρίου 1983 στις 7.20 το πρωί, στη λεωφόρο Κηφισιάς 236, με τρόπο όμοιο με αυτόν που δολοφονήθηκε ο βρετανός ταξίαρχος Στίβεν Σόντερς στις 7 Ιουνίου 2000. Οι δράστες επέβαιναν σε μια βέσπα χρώματος μπλε μεταλλικού, που είχε κλαπεί από την οδό Πλαστήρα 24 στου Ζωγράφου, σε πολύ κοντινό σημείο από όπου είχε κλαπεί και η μοτοσικλέτα στο επεισόδιο με τους αστυνομικούς μία εβδομάδα νωρίτερα.
Οπως περιγράφεται στο απόρρητο ενημερωτικό έγγραφο της Αστυνομίας για τη δολοφονία Τσάντες, «ενώ το υπ” αριθμ. κυκλοφορίας ΞΑ 14033 αυτοκίνητο μάρκας Plymouth στο οποίο επέβαιναν τα θύματα κατερχόταν τη λεωφόρο Κηφισίας με κατεύθυνση προς την Αμερικανική Πρεσβεία, κινούμενο επί της αριστερής εσωτερικής λωρίδας κυκλοφορίας, κοντά στη στάση «Κολλέγιο» σταμάτησε, διότι εκεί το φανάρι έδειχνε κόκκινο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, και ενώ το παραπάνω αυτοκίνητο βρισκόταν τρίτο στη σειρά από το φανάρι, το πλησίασε από τη δεξιά πλευρά μια βέσπα στην οποία επέβαιναν δύο άτομα. Ο οδηγός της βέσπας μαρσάρισε και ταυτόχρονα ο άλλος, που βρισκόταν πίσω, πάτησε σταθερά το αριστερό του πόδι στην άσφαλτο και, βγάζοντας από την τσέπη τού τζάκετ που φορούσε ένα μεγάλο πιστόλι, άρχισε να πυροβολεί εναντίον των επιβαινόντων στο αμερικανικό αυτοκίνητο επανειλημμένα». Οι δράστες στο συγκεκριμένο έγγραφο περιγράφονται ως «δύο άγνωστα άτομα, μάλλον μετρίου αναστήματος, ηλικίας 20-25 ετών, που επέβαιναν σε βέσπα, χρώματος μπλε μεταλλικού, σχετικώς καινούργια. Ο οδηγός φορούσε κράνος πράσινο παλιό και τζάκετ χρώματος λαδί. Ο δε συνεπιβαίνων φορούσε κράνος μπλε σκούρο και τζάκετ μαύρο». Στην προκήρυξη που έχει γραφεί τον Οκτώβριο του 1983 – ίσως δηλαδή και ένα μήνα νωρίτερα -, αφού δικαιολογείται γιατί η 17Ν επαναδραστηριοποιείται ύστερα από σιωπή τριών ετών, αναφέρεται ότι «αποφασίσαμε να χτυπήσουμε σήμερα έναν από τους κυριότερους στρατιωτικούς μηχανισμούς του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη χώρα μας, εκτελώντας ένα από τα σημαντικότερα ανώτερα στελέχη του, όπως και τον οδηγό-γορίλα σωματοφύλακά του».
Οπως όμως προέκυψε, ο Νίκος Βελούτσος κάθε άλλο παρά «σωματοφύλακας» του Τζορτζ Τσάντες μπορεί να θεωρηθεί, αφού τοποθετήθηκε ως οδηγός του μόλις 15 ημέρες πριν από τη δολοφονία, ύστερα από ένα ατύχημα που είχε οδηγώντας λεωφορείο σε εκδρομή υπαλλήλων της πρεσβείας των ΗΠΑ. * Ο συνδυασμός των χτυπημάτων Οι αξιωματικοί αμέσως ασφαλώς συνδύασαν την επίθεση κατά του Τσάντες με την προ μιας εβδομάδας κατά των δύο αστυνομικών. Οι μαρτυρίες του Κωνσταντίνου Αργυρόπουλου, ο οποίος υπηρετούσε μέχρι πρότινος στο Αστυνομικό Τμήμα Φιλοθέης και συνταξιοδοτήθηκε, και του Ιωάννη Χατζημπύρου, ο οποίος σήμερα υπηρετεί στη Θεσσαλονίκη, θεωρήθηκαν καθοριστικές και σημαντικές αφού είχαν δει εκείνους που προετοίμαζαν την επίθεση κατά του Τσάντες. Σύμφωνα με πληροφορίες, κατέθεσαν ότι το «παχύ μουστάκι» του οδηγού της μοτοσικλέτας δεν προερχόταν από μεταμφίεση. Παράλληλα, σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες – πολλούς μήνες αργότερα -, οι συγκεκριμένοι αστυνομικοί φέρεται να αναγνώρισαν, όχι με απόλυτη βεβαιότητα, ότι το άτομο που τους πυροβόλησε – συνεπιβάτης στη μοτοσικλέτα – ήταν ο Χρήστος Τσουτσουβής, ο οποίος σκοτώθηκε στη συμπλοκή στου Γκύζη στις 15 Μαΐου 1985. Σημειώνεται ότι στο παρελθόν υπήρχαν πολλές ενδείξεις εμπλοκής της ομάδας Τσουτσουβή στη 17Ν, με κυριότερη την ανεύρεση στη γιάφκα της «Αντικρατικής Πάλης» στην οδό Καλαμά του κλειδιού που άνοιγε το αυτοκίνητο των δραστών της δολοφονίας του σταθμάρχη της CIA Ρίτσαρντ Γουέλς.
ΑΝΟΙΞΗ 1985- ΤΟ «ΜΥΣΤΗΡΙΟ» ΚΟΥΦΟΝΤΙΝΑΣ ΚΑΙ Η ΑΤΑΚΑ ΤΟΥ ΣΕ ΒΟΥΛΕΥΤΗ ΤΗΣ ΠΕΛΟΝΟΝΝΗΣΟΥ
Το παιδί από την Τερπνή Σερρών θα έχει μια φυσιολογική ζωή ως την εφηβεία του που συμπίπτει με την ταραγμένη μεταπολίτευση. Τότε θα ενταχθεί στη μαθητική οργάνωση του ΠαΣοΚ, ΠΑΜΚ, της περιοχής Γκύζη αλλά δεν θα πάψει, σε κάθε φάση της ζωής του, να θεωρεί τον εαυτό του μαρξιστή-λενινιστή. Ο Ανδρέας Παπανδρέου θεωρείται από τον έφηβο μαθητή «δεξιός» και ο «ένοπλος αγώνας» απαραίτητη προϋπόθεση για τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Παίρνει μέρος στις πρώτες γεμάτες ένταση πορείες του Πολυτεχνείου και δεν μένει αδιάφορος στα συνθήματα των οργανώσεων της άκρας Αριστεράς, όχι τόσο των τροτσκιστών όσο των μαοϊκών ΕΚΚΕ και ΚΚΕ (μ-λ). «Πίσω από το ήσυχο πρόσωπο και τους χαμηλούς τόνους υπήρχε μια μόνιμη οργή που ορισμένες φορές έμοιαζε με μίσος» λέει ένα μέλος του ΠαΣοΚ στην οργάνωση του Γκύζη που γνώριζε τον Κουφοντίνα και θέλει να παραμείνει ανώνυμο. Οι γονείς του αντιμετωπίζουν προβλήματα με ένα παιδί που περνά δύσκολη εφηβεία.
Ο νεαρός Κουφοντίνας αισθάνεται μειονεκτικά εξαιτίας μιας κινητικής δυσκολίας που έχει στο «καλό» του χέρι. «Αυτό θα διαμορφώσει και τη συμπεριφορά του, θα προσπαθήσει να αποδείξει όχι μόνο ότι είναι σαν τους άλλους αλλά και λίγο παραπάνω από αυτούς» λέει ένας συγγενής του που θέλει επίσης να παραμείνει ανώνυμος. Ο Κουφοντίνας εγκαταλείπει το ΠαΣοΚ το 1977, στις διαγραφές των ομάδων των «μαρξιστών-λενινιστών» (χαρακτηρισμός που περιελάμβανε και τους τροτσκιστές), η πολιτική συμπεριφορά των οποίων «εμπόδιζε» το Κίνημα να πάρει τα χαρακτηριστικά του «κόμματος εξουσίας». Η «προδοσία της ηγεσίας» για τον Κουφοντίνα, αλλά και για άλλους, είναι πλέον αποδεδειγμένη. Ο Στέφανος Τζουμάκας, ένας από τους καθοδηγητές τότε της νεολαίας του ΠαΣοΚ, θυμάται ότι «γινόταν τότε ιδεολογικός πόλεμος μέσα στις οργανώσεις» με ανθρώπους που χαρακτηρίζει «σταλινικούς και εισοδιστές». Αλλά οι επιλογές του Κουφοντίνα δεν έχουν σχέση μόνο με το πώς βιώνει τον μετασχηματισμό του ΠαΣοΚ σε κόμμα εξουσίας. Ισως από όλα τα μέλη της 17Ν να αποτελεί την πιο τυπική ενσάρκωση της σχιζοειδούς προσωπικότητας στη μεγαλούπολη. Ενα χρόνο μετά την αποχώρησή του από την ΠΑΜΚ είναι πια φοιτητής στη Νομική Σχολή (Οικονομικό Τμήμα) και μέλος της σπουδαστικής παράταξης του ΚΚΕ (μ-λ), της ΠΠΣΠ.
Στον νέο του «πολιτικό χώρο» αισθάνεται πιο άνετα καθώς η αποδοχή της βίας «ως εργαλείου ενός επαναστατικού μαζικού κινήματος» βρίσκεται μέσα στις θεωρητικές επιλογές της καινούργιας πολιτικής του οικογένειας. Αλλά και σε αυτό το σχήμα ο Κουφοντίνας θα βιώσει την πολιτική ως προδοσία. Η αντιπαράθεση με την κυβέρνηση Καραμανλή για τον φοιτητικό νόμο 815 θα ριζοσπαστικοποιήσει όσους ακολουθούν τις οργανώσεις της άκρας Αριστεράς. Τον Νοέμβριο του 1979 στην επέτειο του Πολυτεχνείου γίνονται άγριες συγκρούσεις των οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς με τους φοιτητές της ΚΝΕ βασικά αλλά και της νεολαίας ΠαΣοΚ. Στις 4 Δεκεμβρίου αρχίζει η κατάληψη του Χημείου εναντίον του νόμου 815. * Η ώρα της ένοπλης δράσης Στις 11 Δεκεμβρίου καταλαμβάνεται η Νομική. Ο Κουφοντίνας διαδηλώνει με άλλα 2.000 άτομα στη Φυσικομαθηματική με συνθήματα: «Λευτεριά στους πολιτικούς κρατούμενους», «ΚΝΕ-ΠαΣοΚ πουλάνε τους αγώνες», «Εμπρός για καταλήψεις στα εργοστάσια». Με την έλευση των Χριστουγέννων του ’79 οι καταλήψεις «σβήνουν». Η επόμενη μεγάλη σύγκρουση για τον Κουφοντίνα έρχεται τον Νοέμβριο του 1980. Πρωθυπουργός είναι ο Γεώργιος Ράλλης και οι οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς βρίσκονται «επί ποδός πολέμου». Το ΚΚΕ (μ-λ) γράφει καλώντας σε πορεία στην αμερικανική πρεσβεία: «Η κυβέρνηση ξεπουλά τη χώρα και απαγορεύει το δικαίωμα της πορείας στην αμερικάνικη πρεσβεία.
Η αντιπολίτευση υποχωρεί – εν ονόματι του ήπιου κλίματος – γιατί η λύση για κάθε πρόβλημα είναι οι… εκλογές, όπου επιδιώκει να εξαργυρώσει τη «μετρημένη στάση» της με περισσότερους ψήφους, στο όνομα μιας αλλαγής μέσα από τις κάλπες… Ομως η λύση είναι ο κάθε δημοκράτης να αντισταθεί έμπρακτα στην κρατική τρομοκρατία, όχι διπλώνοντας τις σημαίες του Νοέμβρη και μετατρέποντάς τον σε ανώδυνο μνημόσυνο, αλλά εκφράζοντας αγωνιστικά την αντίθεσή του με το κράτος της Δεξιάς – το κράτος του ξεπουλήματος της χώρας, της λιτότητας και της τρομοκρατίας – με τη συμμετοχή του στην πορεία». Η προσπάθεια του μπλοκ της άκρας Αριστεράς να διασπάσει τις αλυσίδες της Αστυνομίας για να φθάσει στην αμερικανική πρεσβεία οδηγεί σε σύγκρουση με τα ΜΑΤ. Οι αριστεριστές βιώνουν εκείνη τη σύγκρουση σαν ολοκληρωτική ήττα. Οι αλυσίδες στην κεφαλή της διαδήλωσης στην αρχή αντέχουν στην πίεση της σύγκρουσης αλλά το πλήθος πίσω από αυτές τρέπεται σε φυγή. Γίνονται μάχες σώμα με σώμα και γρήγορα και οι πρώτες σειρές διαλύονται από τις επιθέσεις της Αστυνομίας. Στις 10 το βράδυ της ίδιας ημέρας ο Ανδρέας Παπανδρέου κάνει την εξής δήλωση: «Μικρές ομάδες ανευθύνων στοιχείων και προβοκατόρων άγνωστης και ύποπτης προέλευσης δημιούργησαν θλιβερά έκτροπα με προφανή σκοπό να αμαυρώσουν και να δυσφημήσουν τη μεγάλη λαϊκή επέτειο του Πολυτεχνείου». Στις συγκρούσεις σκοτώνονται δύο άτομα (Κουμής, Κανελλοπούλου) και δύο μέρες αργότερα οι οργανώσεις της άκρας Αριστεράς κατηγορούν τον Ανδρέα Παπανδρέου ότι βοήθησε την κυβέρνηση της ΝΔ «σαν να έχει αναλάβει από τώρα το υπουργείο Δημόσιας Τάξης» (Προκήρυξη ομάδα Πρωτοβουλίας Πολυτεχνείου ’80). Ο Κουφοντίνας εισπράττει την περίοδο αυτή σαν μια νέα «προδοσία» ενός συντεταγμένου κομματικού μηχανισμού που δεν είναι σε θέση να «αμυνθεί» στις επιθέσεις του κράτους. Είναι η ώρα του ένοπλου αγώνα.
Για τους αξιωματικούς της Αντιτρομοκρατικής Υπηρεσίας είναι ακόμη ασαφές αν ο Κουφοντίνας στρατολογήθηκε κατευθείαν στη 17Ν ή «πέρασε» πρώτα από την «Αντικρατική Πάλη» του Χρήστου Τσουτσουβή, αδιαμφισβήτητου ηγέτη του χώρου του ένοπλου αγώνα στις αρχές της δεκαετίας του ’80, ή από τον ΕΛΑ. Στις 16 Ιανουαρίου του 1980 η 17Ν σκοτώνει τον τότε υποδιοικητή των ΜΑΤ Παντελή Πέτρου και τον αστυφύλακα σωματοφύλακά του Σταμούλη. Είναι η χρονιά που σημαδεύεται από μια «έκρηξη» εμπρησμών με δράστες μέλη ακροαριστερών οργανώσεων – ο ΕΛΑ φθάνει στο σημείο να πυρπολήσει ένα βοθρατζίδικο στον Βοτανικό τον Αύγουστο του 1980 – και ταυτόχρονα η χρονιά εμφάνισης πολλών νέων οργανώσεων ενός ή δύο ατόμων. Η Αντιτρομοκρατική δεν αποκλείει ο Δημήτρης Κουφοντίνας να προσχωρεί στην αρχή σε κάποια από αυτές. * Η στρατολόγηση στη 17Ν Σε κάθε περίπτωση διατηρεί στενές σχέσεις με τον Πάτροκλο Τσελέντη, ο οποίος σπουδάζει επίσης στη Νομική και συζητεί το ενδεχόμενο σύμπραξής του στον «ένοπλο αγώνα». Εν όψει της ανόδου του ΠαΣοΚ στην εξουσία η 17Ν σταματάει για δύο χρόνια τα «χτυπήματά» της αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο στρατολόγησης σε άλλες οργανώσεις, όπως ο ΕΛΑ και η «Αντικρατική Πάλη». Το βέβαιο είναι ότι το 1983 ο Κουφοντίνας στρατολογείται στη 17Ν. Ποιος τον στρατολόγησε παραμένει άγνωστο, αν και η Αστυνομία έχει κάποιες ενδείξεις ότι τον έφερε σε επαφή με την οργάνωση ηγετική φυσιογνωμία των «παππούδων» που εκινείτο στον χώρο του ΕΛΑ. Η Αστυνομία πάντως είναι βέβαιη ότι όταν ο Χριστόδουλος Ξηρός μπήκε στη 17Ν ο Κουφοντίνας ήταν ήδη μέλος της. Αν αυτό ισχύει, είναι εξαιρετικά δύσκολο να δεχθεί κανείς ότι ο Δημήτρης Κουφοντίνας τοποθέτησε, χρησιμοποιώντας το αυτοκίνητο του πατέρα του, βόμβα στη Citibank της οδού Πανόρμου, τρία χρόνια αργότερα. Απλούστατα το 1986 «καταγράφεται» για πρώτη φορά το όνομα «Κουφοντίνας» στα αρχεία της Ελληνικής Αστυνομίας αλλά ο νεαρός «έχει βουτήξει στα βαθιά νερά της παρανομίας» τρία χρόνια νωρίτερα.
Η Αστυνομία ταυτίζει την είσοδό του στην παρανομία με την εγκατάλειψη της πατρικής στέγης και την απόφασή του να μην παρουσιασθεί για να υπηρετήσει τη στρατιωτική θητεία. Αλλά αυτή η απόφαση είναι απλά ένα προπέτασμα καπνού για τους γονείς του, προκειμένου να δικαιολογήσει τη ζωή του στην παρανομία την οποία όμως έχει επιλέξει για πολύ πιο σοβαρούς λόγους. Ο Κουφοντίνας στρατολογεί στην οργάνωση τους Χριστόδουλο Ξηρό και Πάτροκλο Τσελέντη. Σκοτώνει για πρώτη φορά, σύμφωνα με την προανακριτική απολογία του Πάτροκλου Τσελέντη, τον φρουρό της Εθνικής Τράπεζας στα Πετράλωνα Χρ. Μάτη και είναι «πολύ ταραγμένος» στο βάπτισμα πυρός. Το πιστόλι που βρέθηκε στον Πειραιά στις 29 Ιουνίου «είναι το πιστόλι που αποτυπώνει την πορεία του Κουφοντίνα στην οργάνωση και όχι εκείνη του Σάββα Ξηρού» είπε στο «Βήμα» αστυνομική πηγή. Σύμφωνα με την ίδια πηγή, ο Χριστόδουλος Ξηρός παίρνει για πρώτη φορά μέρος σε βομβιστική ενέργεια το 1987. Από εκεί και πέρα ο «Λουκάς» σκοτώνει ευκολότερα. Το 1985 είναι ήδη «επιμελητής» της οργάνωσης, φέρνει τα όπλα για τις επιθέσεις και τα παίρνει μετά από αυτές. Πριν από την εκλογή από τη Βουλή του Προέδρου της Δημοκρατίας την άνοιξη του 1985 ο Κουφοντίνας, που ζει σε καθεστώς ημιπαρανομίας, συναντάει στο κέντρο της Αθήνας ένα βουλευτή του ΠαΣοΚ από την Πελοπόννησο και του λέει ότι «ξέρω τι θέλουν οι κουφάλες που έχουν ξεπουλήσει τα πάντα στη Δεξιά».
ΣΕΠΤΕΜΒΡΙΟΣ 1989-Η ΕΚΤΕΛΕΣΗ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΜΠΑΚΟΓΙΑΝΝΗ
Την Τρίτη 26 Σεπτεμβρίου 1989, στις 7.58 το πρωί, τρεις ένοπλοι πυροβόλησαν με δύο 45άρια πιστόλια και τραυμάτισαν θανάσιμα τον Παύλο Μπακογιάννη, βουλευτή Ευρυτανίας της ΝΔ και γαμπρό του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, στην είσοδο του γραφείου του στην οδό Ομήρου στο Κολωνάκι. Ο βουλευτής μεταφέρθηκε στον «Ευαγγελισμό», όπου εξέπνευσε μία ώρα αργότερα. «Αποφασίσαμε λοιπόν να εκτελέσουμε τον απατεώνα και ληστή του λαού Μπακογιάννη. Ο κύριος αυτός είναι υπεύθυνος όχι μόνο γιατί έκλεψε τα πρώτα 60 εκατομμύρια του ιδρυτικού κεφαλαίου της Γραμμής αλλά και για τις εκατοντάδες εκατομμύρια που είτε έκλεψε μαζί με τον συνεργάτη του Κοσκωτά για την αύξηση του μετοχικού κεφαλαίου Γραμμής, αλλά και για την αγορά μέσω της Γραμμής της Τράπεζας Κρήτης» (απόσπασμα από τη 12σέλιδη προκήρυξη με ημερομηνία 18.9.1989 που εστάλη στην «Ελευθεροτυπία» στις 9 Οκτωβρίου 1989). Στην προκήρυξη με τίτλο «Αρχισε η κάθαρση», που έχει ημερομηνία 18.9.1989, αναφέρθηκε ότι η ΝΔ και ο Συνασπισμός εξαπάτησαν και εξαπατούν χυδαία τον λαό, αφού οδηγούν με τη στάση τους στην παραγραφή των εγκλημάτων, χωρίς να κρατάνε τα προσχήματα. Στην προκήρυξη αναφέρονται ως συνυπεύθυνοι (με τον Μπακογιάννη) του σκανδάλου Κοσκωτά οι Παπανδρέου, Κουτσόγιωργας, Πέτσος, Ρουμελιώτης και Χαλικιάς. Επίσης γίνεται αναφορά για την κρίση στην ΚΝΕ.
Η “δημοσιογραφική” οργάνωση των Πυρήνων της Φωτιάς, η δολοφονία Μπακογιάννη και η Εισαγγελέας Τσατάνη
Από την 17 ΝΟΕΜΒΡΗ στην Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς. Από τις πρώτες στιγμές της ισχυρής έκρηξης στην οδό Ιπποκράτους 112 η Εισαγγελέας Γεωργία Τσατάνη έντρομη συνειδητοποιούσε ότι ο στόχος ήταν η ίδια. Εντελώς συμπτωματικά την ίδια στιγμή οι έγκλειστοι στο ΣτΕ Εισαγγελείς επιχειρήσουν να αποφασίσουν για τον περίφημο διαγωνισμό των τηλεοπτικών αδειών, σε μια μάλλον “αιφνιδιαστική” συνεδρίαση. Ο δικηγόρος της Τσατάνη, Θεμιστοκλής Σοφός το ίδιο κιόλας βράδι θα έκανε δηλώσεις στους δημοσιογράφους μιλώντας για την Εισαγγελέα που έμεινε σχεδόν αφρούρητη στο δυάρι των Εξαρχείων.
Το ίδιο θα επαναλάμβανε και σήμερα στην εκπομπή των Βερρύκιου-Λάμπρου.
-Τοποθέτησαν τον εκρηκτικό μηχανισμό κάτω από τα πόδια της κας Τσατάνη…
θα δήλωνε χαρακτηριστικά στην εκπομπή.
Το περίεργο είναι πως είναι δυνατόν μιας Εισαγγελέας τόσο στοχοποιημένη να παραμένει αφούρητη ενώ πάνω από 3.000 αστυνομικοί συνοδεύουν και φρουρούν ακόμη και τον τελευταίο παπατζή που υποδύεται τον εκδότη.
Που βρισκόταν χθες βράδι οι αστυνομικοί φρουροί της Τσατάνη;
Καθώς η περιρρέουσα ατμόσφαιρα μυρίζει ριμέικ της εποχής Κοσκωτά αξίζει να μεταφέρουμε την προσωπική μαρτυρία του σημερινού ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ Στέλιου Κούλογλου για την δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη από την 17 ΝΟΕΜΒΡΗ, όπως ο ίδιος την κατέθεσε με άρθρο στο TVXS τον Ιούλιο του 2011. Αλλωστε από το μακρινό 1975 έως σήμερα χαρακτηριστικό όλων των τρομοκρατικών οργανώσεων είναι να γίνουν όσο πιο “δημοσιογραφικές” θα μπορούσαν με την έννοια τα χτυπήματά τους και οι προκηρύξεις τους να έχουν όσο γίνεται μεγαλύτερα προβολή. Η 17 ΝΟΕΜΒΡΗ μάλιστα μετά την δολοφονία Γουέλς θα έβρισκε πρόσβαση στην Liberation με την εμπλοκή ακόμη και του φιλόσοφου Ζαν Πολ Σαρτρ.
Δεν υπάρχουν δικαιολογίες για καμία δολοφονία-γράφει ο Στέλιος Κούλογλου-, αλλά οι εξηγήσεις που έδωσε τότε στην προκήρυξη της η 17Ν δεν αντέχουν σε σοβαρή κρτική: ο Παύλος Μπακογιάννης κατηγορείται ούτε λίγο ούτε πολύ ότι έπαιξε βασικό ρόλο στο σκάνδαλο Κοσκωτά. Στην πραγματικότήτα όμως, η προσπάθεια του διάσημου μεγαλοαπατεώνα να μετατραπεί σε βασικό παράγοντα της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας ξεκίνησε με την εκπαραθύρωση του Μπακογιάννη από το συγκρότημα Κοσκωτά.
Είναι γεγονός ότι στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ο Παύλος Μπακογιάννης είχε συνεργαστεί με τον Κοσκωτά στην δημιουργία της εκδοτικής επιχείρησης «Γραμμή», αναλαμβάνοντας και την διεύθυνση του περιοδικού «ΕΝΑ». Την εποχή όμως εκείνη κανείς δεν γνώριζε ότι τα χρήματα του νεαρού επιχειρηματία που είχε γυρίσει από την Αμερική ήταν προϊόν απάτης, ούτε καν ο κ. Καρράς που του πούλησε την Τράπεζα Κρήτης.
Η περίφημη εκδότρια της «Καθημερινής» Ελένη Βλάχου είχε σαγηνευτεί από τις ικανότητες του κ. Κοσκωτά και αρκετές προσωπικότητες είχαν συνεργαστεί με τις επιχειρήσεις του. Όπως πχ ο αείμνηστος Μάνος Χατζιδάκης που ήταν διευθυντής στο «Τέταρτο», ένα -πολυ αξιόλογο- περιοδικό των εκδόσεων του.
Tον Φεβρουάριο του 1985, για να μπορέσει να «κάνει μπίζνες» με την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, ο Κοσκωτάς έδιωξε τον γαμπρό του Κ.Μητσοτάκη από το περιοδικό «ΕΝΑ». Είχα καλύψει για λογαριασμό του περιοδικού ΑΝΤΙ την πρωτοφανή, για τα δεδομένα εκείνης της εποχής, απομάκρυνση διευθυντή ενός επιτυχημένου μέσου ενημέρωσης και από τότε διατηρήσαμε μια συχνή επαφή με τον Π. Μπακογιάννη.
Ήταν ένας άνθρωπος που πάντα χαμογελούσε. Αρκετοί άνθρωποι που είχαν πάρει μέρος στην αντίσταση εναντίον της δικτατορίας είχαν εξαγοράσει την δράση τους ή απαρνηθεί τις ιδεές τους. Ο Μπακογιάννης παρέμεινε ένας ανοιχτόμυαλος προοδευτικός άνθρωπος, ακόμη και όταν μερικούς μήνες μετά την απομάκρυνση του από το συγκρότημα Κοσκωτά έγινε σύμβουλος του Κ.Μητσοτάκη που είχε εν τω μεταξύ αναλάβει την προεδρία της ΝΔ.
Πολλές από τις θέσεις που υιοθέτησε αργότερα ο Μητσοτάκης, όπως πχ η υποστήριξη της ελεύθερης ραδιοφωνίας σε μια εποχή που στα δύο μεγάλα κόμματα κυριαρχούσε η κουλτούρα Χατζάρα , ήταν προϊόν των συμβουλών του Μπακογιάννη. Αυτός είχε πείσει τον αρχηγό της ΝΔ να δώσει την πρώτη ελεύθερη (χωρίς δηλαδή καμμία προσυνεννόηση ή όρους-πράγμα τότε εξαιρετικά ασυνήθιστο) συνέντευξη στον ραδιοσταθμό 9,84 και τον υπογράφοντα, τις πρώτες μέρες λειτουργίας του σταθμού. Οι τολμηρές ερωτήσεις, που ο Παύλος «χρεώθηκε» μετά, δεν άρεσαν ούτε στον κ.Μητσοτάκη ούτε όμως και στην κυρία Ντόρα Μπακογιάννη που τις κριτικάρισε αμέσως μετά.
Το καλοκαίρι του ’89 ο Παύλος Μπακογιάννης έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις ΝΔ-ΣΥΝασπισμού για τον σχηματισμό της κυβέρνησης Τζανετάκη. Όποια άποψη κι αν έχει κανείς για το βρώμικο ΄89 η εθνική συνενόηση ήταν απολύτως μέσα στο πνεύμα του Μπακογιάννη, που μερικές εβδομάδες πριν την δολοφονία του εισηγήθηκε ως βουλευτής της ΝΔ το νομοσχέδιο για την απάλειψη των συνεπειών του εμφυλίου πολέμου. Γιατί η 17 Νοέμβρη επέλεξε να δολοφονήσει αυτόν τον άνθρωπο στις 26 Σεπτεμβρίου του 1989, την ημέρα που η Βουλή επρόκειτο να αποφασίσει αν θα παρέπεμπε τον Ανδρέα Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο για το σκάνδαλο Κοσκωτά;
Η «παρέμβαση» της 17Ν εκείνη την ημέρα θυμίζει την απαγωγή του Αλντο Μόρο, την ημέρα ακριβώς που ο ηγέτης των Χριστιανοδημοκρατών επρόκειτο να εισηγηθεί στο Κοινοβούλιο την αποδοχή της πρότασης του ιταλικόυ ΚΚ για τον «ιστορικό συμβιβασμό». Τα ερωτήματα της υπόθεσης Αλντο Μόρο και της εμπλοκής των ιταλικών μυστικών υπηρεσιών παραμένουν αναπάντητα ενώ τελευταία αποκαλύφθηκε ότι οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες είχαν. Δεν υπαινίσσομαι ούτε διαθέτω στοιχεία ότι κάτι παρόμοιο συνέβαινε με την 17 Νοέμβρη αλλά οι σκοτεινές πλευρές της υπόθεσης Μπακογιάννη δεν φωτίστηκαν καθόλου στην δίκη της 17Ν και μάλιστα με τον βεβιασμένο τρόπο που έκλεισε όλη η υπόθεση.
Το βέβαιο είναι ότι αργά η γρηγόρα η τρομοκρατική δράση γίνεται αντικείμενο πολιτικής χειραγώγησης και εκμετάλλευσης, όπως άλλωστε δείχνουν και οι πρόσφατες συλλήψεις στο Χαλάνδρι: σε όσους έχουν μελετήσει την τρομοκρατία δεν προκαλεί καμία έκπληξη ότι οι συλληφθέντες, που κατηγορούνται ότι συμμετείχαν στην οργάνωση «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς» παρακολουθούντο από την άνοιξη αλλά συνελήφθησαν την προεκλογική περίοδο. Τα πολιτικά αποτελέσματα της υπόθεσης Μπακογιάννη είναι εξ ίσου γνωστά: ο πεθερός του έγινε πιο συμπαθής στην κοινή γνώμη μετά την δολοφονία και εκλέχθηκε πρωθυπουργός λίγους μήνες αργότερα ενώ η σύζυγος του, η οποία μέχρι τότε δεν συμμετείχε στην πολιτική ζωή, θα διεκδικήσει μετά τις προσεχείς εκλογές την προεδρία της ΝΔ.
Με αφορμή την 10η επέτειο από την δολοφονία Μπακογιάννη, ζήτησα τελευταία να μιλήσω με κάποιο από τα μέλη της 17Ν για την υπόθεση. Η απάντηση ήταν αρνητική επειδή μια συνέντευξη θα μπορούσε, εν όψει εκλογών και πολιτικών εξελίξεων, να επιρεάζε τα εσωκομματικά της ΝΔ. Έξυπνη σκέψη, μόνο που έπρεπε να είχε γίνει 20 χρόνια πριν…
Tη νύχτα της 23ης Δεκεμβρίου 1975-γράφει ο Ανδρέας Μπελιμπασάκης-, ο 45χρονος «σταθμάρχης» της CIA στην Aθήνα, Pίτσαρντ Γουέλτς, δέχεται επίθεση από τρεις μασκοφόρους έξω από το σπίτι του στο Ψυχικό. Οι δράστες, απομακρύνουν τον οδηγό και τη γυναίκα του και τον εκτελούν.
Mέσα στο κλίμα της εποχής, κανείς δεν πίστεψε τις προκηρύξεις της πρωτοεμφανιζόμενης επαναστατικής οργάνωσης «17 Nοέμβρη», με τις οποίες αναλάμβανε την ευθύνη για την επίθεση. H 17N είχε αφήσει στον τόπο της εκτέλεσης μια προκήρυξη και είχε στείλει άλλη μία στις εφημερίδες τρεις μέρες αργότερα. Oι περισσότεροι πίστεψαν πως δεν ήταν τίποτα περισσότερο από ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών μεταξύ πρακτόρων της CIA.
Oι προκηρύξεις δε δημοσιεύτηκαν, έπειτα από απαγόρευση της Εισαγγελίας Αθηνών, γιατί εκτός από την εκτίμηση των δημοσιογράφων ότι ήταν «υπόθεση πρακτόρων», υπήρχε και απαγόρευση από την κυβέρνηση.
Όλοι, όμως, έμαθαν για τη 17N έναν χρόνο αργότερα, μετά τη δολοφονία του απότακτου αστυνομικού –εκ των αρχιβασανιστών στην Aσφάλεια, κατά την περίοδο της χούντας- Bαγγέλη Mάλλιου. Η «γνωριμία» με την οργάνωση έγινε μέσω Γαλλίας και της εφημερίδας «Λιμπερασιόν».
Η γέννηση της 17Ν – Ιστορικό πλαίσιο
Το Παρίσι, στα τέλη του 1967, αρχές του 1968, ήταν το κέντρο των πιο ριζοσπαστικών-επαναστατικών ιδεών και οργανώσεων για ολόκληρη την Ευρώπη. Βρισκόμαστε εξάλλου σε μία εποχή όπου τους νέους όλου του κόσμου συγκινούν και επηρεάζουν ιδιαίτερα η μορφή του «Τσε», ο πόλεμος στο Βιετνάμ και οι Βιετκόνγκ, το FNL στην Αλγερία, ο Λουμούμπα στο Κονγκό, η Αγκόλα, τα επαναστατικά κινήματα στη Ναμίμπια, τη Λατινική Αμερική και αλλού, η δραστηριότητα των αναρχικών στην Ισπανία και την Πορτογαλία κατά των δικτατορικών καθεστώτων του Φράνκο και Σαλαζάρ κλπ. Με κορυφαίο γεγονός της εποχής, τα γεγονότα του ιστορικού πλέον «Μάη του ΄68» στο Παρίσι.
Από τη Ιταλία και τη Γερμανία, άνθρωποι που θα παίξουν αργότερα σημαντικό ρόλο στο αντάρτικο πόλεων (ο Μπάαντερ, η Ένσλιν, ο Σιμιόνι) μεταβαίνουν στη γαλλική πρωτεύουσα για να «ζήσουν» την ατμόσφαιρα και να γνωρίσουν τα νέα μαρξιστικά ρεύματα.
Για την Ελλάδα, η δεκαετία του ’60 είναι μια πολιτικά ταραγμένη περίοδος. Όσοι φτάνουν στη Γαλλία για σπουδές είναι έντονα πολιτικοποιημένοι και οι αναφορές τους αριστερές ή κεντρώες. Ωστόσο, στο Παρίσι η ατμόσφαιρα είναι πιο χαλαρή, οι πολιτικές αντιπαραθέσεις δεν επηρεάζουν τις προσωπικές σχέσεις.
Εκείνη την εποχή πολλοί θυμούνται τον Αλέξανδρο Γιωτόπουλο, που βρίσκεται στο Παρίσι πριν από το 1964 και σπουδάζει Οικονομικά στη Σορβόννη, στα στέκια των Ελλήνων φοιτητών στο Παρίσι. Οι μαρτυρίες συγκλίνουν σε ένα «γλυκό και ήπιο άνθρωπο»
Έλληνες που σπούδαζαν στη γαλλική πρωτεύουσα εκείνη την περίοδο θυμούνται ότι στην αυθόρμητη διαδήλωση, το απόγευμα της 21ης Απριλίου 1967, όταν στα φοιτητικά καφενεία του Καρτιέ Λατέν εξαπλώθηκε σαν πυρκαγιά η είδηση ότι στην Ελλάδα έγινε δικτατορία, συμμετείχαν πάνω από 4.000 άτομα. Ένα από αυτά, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος.
Η ΕΠΕΣ
Ο Γιωτόπουλος είχε ξεκινήσει τις σπουδές του στο Παρίσι πριν από το 1964. Τον ίδιο χρόνο ο φοιτητικός σύλλογος «Ένωσις των εν Παρισίοις Ελλήνων Σπουδαστών», (ΕΠΕΣ) – που οφείλει το αρχαιοπρεπές όνομά του στο γεγονός ότι ιδρύθηκε από τον Αδαμάντιο Κοραή – αποφασίζει να εκδώσει ένα περιοδικό, την «Ελληνική Παρουσία», που, όπως όλα τα περιοδικά του είδους, είναι ανοικτό στις συνεργασίες όλων των μελών του συλλόγου.
Υπεύθυνος για τη συλλογή των κειμένων είναι ο Άγγελος Ελεφάντης και στη συντακτική επιτροπή συνεργάζονται μεταξύ άλλων ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος και οΝίκος Πουλαντζάς. Η ιστορία του περιοδικού είναι βραχύβια: θα κλείσει πριν από το 1965.
Μέχρι το 1966, η αριστερή ομπρέλα γίνεται τόσο ισχυρή, ώστε να κερδίσει και τις επτά θέσεις στο Δ.Σ. της ΕΠΕΣ από το Κέντρο. Τότε εκλέγεται στο Δ.Σ. και ο Γιωτόπουλος.
Εκείνοι που θυμούνται τον Γιωτόπουλο στο Παρίσι, λένε ότι είχε «τροτσκιστικές τάσεις». Στη Γαλλία οι τροτσκιστές ήταν διαιρεμένοι σε δύο μεγάλες ομάδες: τους φρανκιστές (στους οποίους ανήκει π.χ. η Αρλέτ Λαγκιγιέρ, που πήρε 6% στις τελευταίες γαλλικές εκλογές) και τους λαμπερτιστές, στους οποίους συγκαταλέγεται και η ομάδα Κριβίν, στην οποία πρόσκειται ο Γιωτόπουλος.
Σε αυτόν τον ιδεολογικό χώρο συναντώνται αργότερα οπαδοί του Τσε Γκεβάρα, της ένοπλης προπαγάνδας, αλλά και παράδοξα ιδεολογικά σχήματα όπως οι τροτσκι-μαοϊστές, με σαφή προτίμηση στις βίαιες μορφές πάλης.
Σύμφωνα με μαρτυρίες, ο Γιωτόπουλος ανήκε στους «ανεξάρτητους της Αριστεράς». Υπάρχουν, βέβαια, κάποιοι που υποστηρίζουν ότι ανήκε σε πυρήνες του ΚΚΕ. Κάτι τέτοιο όμως διαψεύδεται από τις διωκτικές αρχές, αλλά και τα μέλη του ΚΚΕ που βρίσκονταν στο Παρίσι εκείνη την εποχή, όπως και τα περί διαγραφής του.
Η ένοπλη δράση
Γεγονός είναι όμως ότι το κλίμα της εποχής αλλά και η δραστηριότητα των Ελλήνων τροτσκιστών που δρούσαν στη γαλλική πρωτεύουσα, επηρεάζουν άμεσα τις ήδη αδύναμες πολιτικά και οργανωτικά κομματικές οργανώσεις της ΕΔΑ και του ΚΚΕ.
Κάποια μέλη τους προτείνουν, αμέσως μετά την επιβολή της δικτατορίας στις 21 Απριλίου 1967, την εγκατάλειψη των συνηθισμένων μορφών αντίστασης κατά της χούντας και την ανάληψη ένοπλης δράσης, με τη δημιουργία ανταρτικών ομάδων κατά τα πρότυπα του ΕΛΑΣ και του Δημοκρατικού Στρατού.
Οι πιέσεις στις ηγεσίες των οργανώσεων Γαλλίας κομμάτων της αριστεράς για ένοπλο αγώνα στην Ελλάδα, αυξάνονται μετά τη διάσπαση του 1968 στις γραμμές του ΚΚΕ, ενώ ανάλογη ήταν η πίεση που ασκούνταν και στα άλλα πολιτικά κόμματα και τις αντιδικτατορικές οργανώσεις της εποχής που δραστηριοποιούνταν στη Γαλλία.
Στο κλίμα εκείνης της εποχής ήταν και η δήλωση του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος μετά την αναχώρησή του στο εξωτερικό, όταν βρέθηκε στο Παρίσι και μετά την ενημέρωση που είχε από κάποιους φίλους της «Ένωσης Κέντρου», είχε χαρακτηρίσει βιαστικά απαραίτητη την έναρξη ανταρτοπόλεμου για την ανατροπή της χούντας, δήλωση την οποία απέσυρε αργότερα.
Έτσι, κάποια από τα μέλη που είχαν ασπασθεί τη λογική του ένοπλου αγώνα κατά της δικτατορίας, αποχωρούν από την οργάνωση Παρισιού του ΚΚΕ, προτού το κόμμα προλάβει να τα διαγράψει.
Οι ιδέες της εποχής είχαν επηρεάσει ακόμη και ηγετικά στελέχη της, εγκατεστημένης στη Ρουμανία, ηγεσίας του ΚΚΕ (αργότερα ηγετικής ομάδας του ΚΚΕ Εσωτερικού) και του «Ρήγα Φεραίου» της πιο μαζικής αντιδικτατορικής οργάνωσης νεολαίας.
Ένα από τα ιστορικά στελέχη της Αριστεράς, ο Γρηγόρης Φαράκος, τότε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδος, θυμάται :
«Την άνοιξη του 1968, περίοδο θυελλώδη για τη Δυτική Ευρώπη, είχα τη μεγάλη τύχη να βρεθώ δύο φορές, σε διαφορετικές φάσεις, στα γεγονότα του «Μάη ΄68», σε Δυτική Γερμανία, Βέλγιο και Γαλλία. Οι συγκλονιστικές εντυπώσεις μου από τα γεγονότα εκείνα, είχαν καθοριστική επίδραση στη σκέψη και την ψυχολογία μου. Είναι αλήθεια, πως εκείνη τη στιγμή, ζώντας στη «μούχλα» της 12ης Ολομέλειας, δεν έγινε δυνατό να εκδηλωθεί άμεσα η επίδραση εκείνη. Αυτό έγινε αργότερα». (Γρηγόρης Φαράκος, Μαρτυρίες και στοχασμοί 1941-1991, Αθήνα 1993, σ. 187).
Οι οργανώσεις του ΚΚΕ
Πιθανότατα, ο Γρηγόρης Φαράκος, από τους ηγέτες παλαιότερα του ελληνικού φοιτητικού κινήματος, μιλώντας για «επίδραση», εννοούσε την επίδραση των ιδεών, της νέας πολιτικής σκέψης, της πλήρους εγκατάλειψης στο δογματισμό και το νεοσταλινισμό.
Την κατάσταση πάντως που επικρατούσε στις οργανώσεις του ΚΚΕ στην Ευρώπη, κυρίως στη Γαλλία, περιγράφει αναλυτικά ο Πάνος Δημητρίου, που για μεγάλο διάστημα υπήρξε μέλος της ιστορικής ηγεσίας του κόμματος και εκείνη την εποχή είχε μεταβεί στο Παρίσι, στο πλαίσιο των καθηκόντων του να «συμμαζέψει» τις «αριστερίστικες τάσεις» που είχαν εμφανιστεί σε κομματικές οργανώσεις στη Δυτική Ευρώπη.
Πάνος Δημητρίου. Ιστορικό στέλεχος της Αριστεράς και εκ των ηγετικών στελεχών του ΚΚΕ Εσωτερικού μετά την διάσπαση του 1968
Αφηγείται ο Πάνος Δημητρίου: «Μετά την 11η Ολομέλεια, σε μία από τις συνεδριάσεις του ΠΓ, αποφασίστηκε να μου ανατεθεί η ανασυγκρότηση και καθοδήγηση των οργανώσεων του ΚΚΕ στη Δυτική Ευρώπη.
Μου έγινε μία σύντομη ενημέρωση από τον Κολιγιάννη, τον Στρίγκο και το Φαράκο (ο τελευταίος είχε κάνει πρόσφατα μια περιοδεία στις χώρες αυτές) και αμέσως φύγαμε όλοι για να πάρουμε μέρος σε μία σύσκεψη, στην οποία μετείχαν στελέχη των παραπάνω οργανώσεων, όπως ο Μίμης Δεσποτίδης, ο Γιώργος Κατηφόρης, ο Μάρκος Δραγούμης, ο Βαγγέλης Παντελέσκος, ο Πέτρος Κουναλάκης κ.α.
Ο Βαγγέλης Παντελέσκος με συνόδευσε στο Παρίσι, όπου θα είχα την έδρα μου. Η τακτοποίησή μου στο σπίτι ενός Γάλλου, πολιτικού μηχανικού, έγινε από το Γαλλικό Κ.Κ. Συνδέθηκα αμέσως με την Ελένη Μπιμπίκου, το Θόδωρο Πάγκαλο, το Ζήση Θέο (γιο του Κώστα Θέου) κ.α. …».
Συνεχίζοντας ο Πάνος Δημητρίου, αφηγείται μία περιπετειώδη φυγάδευσή του από το σπίτι που διέμενε, για να αποφύγει την παρακολούθηση της Γαλλικής αστυνομίας και συνεχίζει:
«Το Παρίσι, στα χρόνια της χουντικής τυραννίας, ήταν αναμφισβήτητα κέντρο των πιο έντονων και αντιφατικών ιδεολογικών και πολιτικών ζυμώσεων ανάμεσα στους Έλληνες που είχαν βρεθεί ή κατέφυγαν εκεί μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου του 1967.
Οι οργανωμένες δυνάμεις του ΚΚΕ και της ΕΔΑ, ήταν πολύ λίγες σε σύγκριση με τους ανένταχτους κομμουνιστές και ΕΔΑίτες, καθώς και με διάφορες ομάδες αριστερίστικων κυρίως κατευθύνσεων.
Κατά τη γνώμη ορισμένων από αυτές τις ομάδες, το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου 1967, είχε αλλάξει μία μορφή δικτατορίας της αστικής τάξης με μία άλλη.
Οι ομάδες αυτές, αμφισβητούσαν το ρόλο των κομμάτων της Αριστεράς – ΚΚΕ και ΕΔΑ – και αντέτασσαν σ΄αυτά το «Μέτωπο Εξουσίας», σαν το FNL της Αλγερίας και της Λιβύης». (Πάνος Δημητρίου, Εκ Βαθέων, Χρονικό μιας ζωής και μιας εποχής, Αθήνα 1997, σ. 296-298).
Μέχρι το 1967 οι Έλληνες φοιτητές είναι κάτι σαν μεγάλη παρέα. Η ατμόσφαιρα μεταβάλλεται άρδην μετά την 21η Απριλίου. Υπήρξε αμέσως συσπείρωση και περιχαράκωση των κομματικών χώρων», θυμάται στέλεχος της Αριστεράς.
Εκείνη την εποχή δημιουργούνται οι πρώτες οργανώσεις και τα κόμματα αρχίζουν να ανασυγκροτούν τον χώρο τους.
Ταυτόχρονα όμως υπάρχει ένα κλίμα απομόνωσης. Ο καθένας αρχίζει να προσέχει με ποιον κάνει παρέα. Μέσα σε αυτό το κλίμα τα ίχνη του Γιωτόπουλου γίνονται θολά
Έτσι, κάποιοι από τους διαφωνούντες εκείνη την εποχή με τη γραμμή της ηγεσίας του ΚΚΕ, αφού αδρανοποιήθηκαν για ένα διάστημα, στη συνέχεια προσχώρησαν ή συμμετείχαν στη σύσταση των ελληνικών ακροαριστερών οργανώσεων που λειτουργούσαν στη Γαλλία.
Αρχειομαρξιστές
Αρχειομαρξιστές
Σύμφωνα με εκτιμήσεις των διωκτικών αρχών, ο Αλέξανδρος Γιωτόπουλος επέβαλε στην οργάνωση «17 Νοέμβρη» το ίδιο σκληρό οργανωτικό σχήμα που είχε εφαρμόσει ο πατέρας του Δημήτρης Γιωτόπουλος πριν από οκτώ δεκαετίες, την περίοδο κατά την οποία διηύθυνε, με συνωμοτικό τρόπο, την οργάνωση «Αρχείο του Μαρξισμού», που είχε δημιουργήσει ο Φραγκίσκος Τζουλάτι και στην οποία εντάχθηκε ο πατέρας Γιωτόπουλος το 1924, για να αναλάβει την αρχηγία της το 1926, ύστερα από την αποχώρηση του ιδρυτή.
Τα μέλη της οργάνωσης, δε γνώριζαν τον αρχηγό και τους υπόλοιπους της ηγεσίας, αλλά ήξεραν ότι έχουν να κάνουν με μία υπέρτατη αρχή, που ονομαζόταν «Εργασία», χωρίς κανείς να γνωρίζει από πόσους και ποιους αποτελείται.
Σύμφωνα με ένα από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ μέχρι τα τέλη του 1931 και στη συνέχεια του Τροτσκιστικού Κινήματος, τον Άγη Στίνα, όλα τα μέλη του «Αρχείου του Μαρξισμού», διευθύνονταν και ελέγχονταν από κάποιον που δεν τον είχε εκλέξει κανείς.
«Σ’ αυτόν δίνανε λογαριασμό για τη δουλειά τους και σ’ αυτόν παραδίνανε και τα χρήματα που συγκεντρώνανε. Αυτός ο ένας, που διηύθυνε και διαχειριζόταν τα πάντα, άφηνε τους άλλους με την εντύπωση ότι υπήρχε κάποια μυστηριώδης υπερτάτη αρχή, από την οποία αυτός ήταν εξουσιοδοτημένος. Όταν κάποιος είχε μια σοβαρή απορία, η απάντηση του Γιωτόπουλου ήταν: «Θα φέρω την απορία σου στην Εργασία κι αυτή θα αποφασίσει». Η Εργασία ήταν αυτή η μυστηριώδης υπέρτατη αρχή. Δηλαδή ο ίδιος ο Γιωτόπουλος». (Α. Στίνας: Αναμνήσεις – 60 χρόνια κάτω από τη σημαία της σοσιαλιστικής επανάστασης, Αθήνα 1977, τ. Α΄, σ. 171).
Πρώτη εμφάνιση
Οι αρχειομαρξιστές έκαναν πρώτη φορά την εμφάνισή τους το 1923 με την έκδοση και κυκλοφορία του περιοδικού «Αρχείον του Μαρξισμού».
Επρόκειτο για ένα περιοδικό που περιείχε μόνο μεταφράσεις έργων των κλασσικών του μαρξισμού. Τίποτε άλλο, ούτε απλά σχόλια για την πολιτική κατάσταση ή για τη δράση και την πολιτική του ΚΚΕ.
Δικαιολογούσαν αυτή την, εκτός ΚΚΕ, έκδοση του περιοδικού, λέγοντας ότι η ηγεσία του ΚΚΕ ήθελε να μονοπωλήσει για τον εαυτό της τη μαρξιστική θεωρία και γι’ αυτό απέφευγε να τη διαδώσει στους εργάτες. Έτσι, κατά τους ίδιους, αυτό το καθήκον το ανέλαβαν αυτοί.
Το «Αρχείον Μαρξισμού» εξέδωσε το πρώτο τεύχος του την Πρωτομαγιά του 1923. Η πρωτοβουλία ανήκε σε μια ομάδα μελών του ΣΕΚΕ, που συγκροτήθηκε παράνομα μέσα στο κόμμα το 1922, έχοντας ως κύρια θέση ότι πρώτα χρειάζεται να μορφωθούν το κόμμα και η εργατική τάξη και μετά να ασχοληθούν με την επανάσταση και την πολιτική δράση. Οι κυριότεροι από τους ιδρυτές της ομάδας ήταν οι Φραγκίσκος Τζουλάτι, Χ. Δεδούσης, Γεώργιος Σαραντίδης, Γρ. Σαραντίδης, Δούμας, Σωτήρης Τσιγαρίδας (Ποντίκης), Μαν. Κόρακας, Κ. Γκοβόστης, Λ. Αποστόλου κλπ.
Ο Σαρτρ και η Λιμπερασιόν
Ο Σαρτρ και η Λιμπερασιόν
Στην εφημερίδα αυτή είχαν παραδοθεί οι προκηρύξεις από πρόσωπο, το οποίο ο διευθυντής της, Σερζ Zιλί, είχε χαρακτηρίσει «απόλυτα αξιόπιστο». Ποιο ήταν το πρόσωπο αυτό δεν αποκαλύφθηκε ποτέ.
Yπήρξαν πολλές εκτιμήσεις, ότι ήταν ο μεγάλος υπαρξιστής φιλόσοφος Zαν Πολ Σαρτρ, αλλά ο Zιλί δε θέλησε να το επιβεβαιώσει.
Σε συνέντευξή του, που είχε παραχωρήσει στον ανταποκριτή της «Eλευθεροτυπίας» στο Παρίσι, Φοίβο Oικονομίδη, ο Σερζ Zιλί είχε μιλήσει για το «μεσάζοντα» που μετέφερε την προκήρυξη, λέγοντας ότι «Πρόκειται για φίλο που μου είχε εμπιστευθεί και στο παρελθόν πληροφορίες που επιβεβαιώθηκαν. Eίναι ό,τι θα λέγαμε δημοσιογραφικά «έγκυρη πηγή»».
Σε ερώτηση αν ο ίδιος ο μεσάζων είχε έρθει σε επαφή με τη 17N, ο Zιλί απάντησε: «Όχι. Kάποιος φίλος ήρθε σε επαφή με την οργάνωση και του έδωσε το ντοκουμέντο που μου έφερε «χέρι με χέρι»».
Tο γεγονός, πάντως, πως επιλέχθηκε η Λιμπερασιόν, μια εφημερίδα που γεννήθηκε το Mάη του ’68, απετέλεσε για ορισμένους, ένδειξη ότι η οργάνωση είχε τις ρίζες της στην Aριστερά και στον αντιδικτατορικό αγώνα, αφού η συγκεκριμένη εφημερίδα, όπως άλλωστε και ο Σαρτρ, είχαν βοηθήσει τη δράση των αντιδικτατορικών οργανώσεων.
Στην ίδια συνέντευξη, ο διευθυντής της Λιμπερασιόν είχε αναφερθεί και σε άλλα στοιχεία που τον έπεισαν ότι επρόκειτο για την ίδια οργάνωση που είχε εκτελέσει τον Γουέλτς και τον Mάλλιο, και πως δεν επρόκειτο για «εσωτερικό πόλεμο» της CIA.
Tα στοιχεία αυτά ήταν ότι και οι δύο δολοφονίες είχαν γίνει με το ίδιο όπλο, ένα πιστόλι των 45 χιλιοστών, και οι προκηρύξεις είχαν γραφτεί στην ίδια γραφομηχανή.
Oι καταβολές των μελών της οργάνωσης, ίσως και η δράση στον αντιδικτατορικό αγώνα αποκαλύφθηκαν και από ένα άλλο στοιχείο. Την αποστολή των προκηρύξεων σε έναν ακόμα ξένο δημοσιογράφο, τον Άγγλο Nτέιβιντ Tονγκ, ανταποκριτή της εφημερίδας Γκάρντιαν στην Ελλάδα.
17Ν και μεταπολίτευση
Από την «ανάγνωση» των προκηρύξεων της συμπεραίνεται, ότι η 17Ν φιλοδοξούσε να διαδραματίσει ένα ρόλο βιαίας διαμαρτυρίας στις αλλαγές που δρομολογήθηκαν στην ελληνική πολιτική κουλτούρα στα τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές της δεκαετίας του ’80.
Η βία της οργάνωσης επεδίωξε να αποκαλύψει την «πολιτική διπροσωπία» του ελληνικού κατεστημένου και να αναδείξει μια συνεπή ιδεολογική εναλλακτική λύση απέναντι σ’ αυτό που η 17Ν έβλεπε ως κυρίαρχη νεοφιλελεύθερη ηγεμονική κυριαρχία.
Ο Σάββας Ξηρός
Την ίδια στιγμή, η 17Ν παρέθετε στις προκηρύξεις της επανειλημμένα εθνικές εμπειρίες του παρελθόντος, όπως ήταν το αντιστασιακό κίνημα στη διάρκεια της Κατοχής, ο εμφύλιος πόλεμος, η δικτατορία των συνταγματαρχών και η εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, ως ερείσματα για τη δράση της.
Αποκλίνοντας σημαντικά από τις κυρίαρχες ερμηνείες της Αριστεράς για τη μεταπολιτευτική πολιτική πραγματικότητα, το αρχικό σχέδιο της 17Ν ήταν να αποδείξει ότι η Μεταπολίτευση ήταν μια επιχείρηση κατ’ όνομα μονάχα πολιτικής αλλαγής, δίνοντας συγχρόνως φωνή στη λαϊκή απογοήτευση.
Η 17Ν εμφανίστηκε σε μια ιστορική στιγμή κατά την οποία η πόλωση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς είχε αμβλυνθεί σημαντικά και ένα πολιτικό λεξιλόγιο βασισμένο σε έννοιες, όπως εκδημοκρατισμός, ανανέωση και αλλαγή, έκανε την εμφάνισή του.
Στη διάρκεια της περιόδου μετά το 1974, τα ιδεολογικά θέματα και σύμβολα που είχαν χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν για να διχάσουν την ελληνική κοινωνία και να πολώσουν την κοινοβουλευτική ζωή, δεν πρόσφεραν πια επαρκή βάση για ανοιχτή πολιτική σύγκρουση.
Τα θέματα που κυριαρχούσαν πια στον πολιτικό διάλογο ήταν η ευρωπαϊκή ενοποίηση, η υγεία, οι οικονομικές ανισότητες, η μόλυνση του περιβάλλοντος, η εθνική ασφάλεια και η γεωπολιτική κατάσταση στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο.
Η 17Ν, στις προκηρύξεις της, αναφέρθηκε στα θέματα αυτά, αλλά ο πομπώδης, έως και αφελής, αριστερισμός της και η πεισματική άρνησή της να εγκαταλείψει την ένοπλη επαναστατική δράση, αποξένωσαν σταδιακά την οργάνωση από ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που έβλεπε με καχυποψία το μεταπολιτευτικό τοπίο και αντιμετώπιζε με συμπάθεια τη δράση της.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η αριστερή ριζοσπαστική διανόηση είχε απομακρυνθεί από την πολιτική της «βιαίας ανατροπής». Η αλλαγή αυτή επιβεβαιώθηκε όταν πολυάριθμες ακροαριστερές οργανώσεις εγκατέλειψαν την εξωκοινοβουλευτική αντιπολίτευση και επεδίωξαν να προωθήσουν την αλλαγή των πολιτικών δομών μέσα από κοινοβουλευτικές μεθόδους.
Η αποτυχία της 17Ν να λάβει σοβαρά υπόψη τα νέα δεδομένα και η επακόλουθη εχθρότητα προς τέτοιες οργανώσεις φανέρωσε την απομόνωσή της από τη συνολική εξέλιξη της επίσημης αριστερής (ΚΚΕ και ΚΚΕ Εσωτερικού) και ακροαριστερής πολιτικής κουλτούρας.
Η «πρώτη γενιά» της 17 Νοέμβρη
Σε ένα περιβάλλον που γεννούσε ελπίδες και αντιφάσεις, κάποιοι προβλέπουν ότι η μεταπολίτευση θα είναι απλή μετεξέλιξη, που δεν οδηγεί στην ανατροπή του συστήματος και συζητούν ευρύτατα σε κύκλους της νεολαίας το ενδεχόμενο συνέχισης της ένοπλης επαναστατικής πάλης.
Σύμφωνα με τις αναφορές των διωκτικών αρχών, αυτήν την περίοδο φθάνει στην Aθήνα, πιθανότατα από το Παρίσι, μια «επαναστατική φιγούρα», ένα πρόσωπο, που διακρίνεται από την εμπεδωμένη πεποίθησή του ως προς την αναγκαιότητα της ένοπλης πάλης. O «ψηλός», κατά την Aστυνομία, συνοδεύεται από μια νεαρή γυναίκα και αρχίζει να κινείται στον κύκλο των αντιδικτατορικών οργανώσεων, όπου συνομιλεί με διαφόρους.
Tην ίδια χρονική περίοδο, από τις διεργασίες μεταξύ μελών αντιδικτατορικών οργανώσεων φαίνεται να δημιουργείται ο EΛA, η πιο μαζική και η πιο ενδιαφέρουσα από ιδεολογικοπολιτικής απόψεως οργάνωση ένοπλης βίας στα χρόνια της μεταπολίτευσης.
Λίγους μήνες μετά, ο άνθρωπος που φέρεται να ίδρυσε τη 17 N φαίνεται να βρίσκει επαφή και να προσελκύει άλλα δύο πρόσωπα, ένα νεότερο και ένα μάλλον μεγαλύτερο σε ηλικία. Συγκροτούν μαζί τη 17 N και το Δεκέμβριο του 1975 σκοτώνουν, με ένα αγνώστου προέλευσης 45άρι περίστροφο, τον Pίτσαρντ Γουέλτς, σταθμάρχη της CIA στην Αθήνα.
Θα περάσει μακρό διάστημα για να επανεμφανισθεί, καθώς μεσολαβεί ο θάνατος του Xρήστου Kασσίμη σε συμπλοκή με αστυνομικούς στον περίβολο της AEG, όπου φαίνεται πως ενεργούσε ο EΛA.
Mέχρι το 1980 η 17 N δε θα αναλάβει τη ευθύνη καμίας ενέργειας. Oι Aρχές θεωρούν ότι η περίοδος μεταξύ ’76 και ’80 είναι περίοδος ζυμώσεων για τις οργανώσεις ένοπλης βίας. Eκτιμούν, ότι υπήρξαν διαβουλεύσεις μέσω συνδέσμων για τη συνένωση των δύο οργανώσεων, για την κοινή εμφάνισή τους και δράση υπό ενιαία ηγεσία, με την αυτή σφραγίδα.
Aυτή η προσπάθεια δεν θα καρποφορήσει. Eίναι η εποχή που ο EΛA, σύμφωνα με τους φακέλους που συγκροτούν οι αστυνομικές Aρχές, νιώθει ισχυρός, έχει προσβάσεις στο αναπτυσσόμενο τότε φοιτητικό κίνημα των καταλήψεων, διακινεί με άνεση πλούσιο πληροφοριακό υλικό στα πανεπιστήμια και στον Tύπο και επιχειρεί εντυπωσιακές πράξεις, όπως οι εμπρησμοί των πολυκαταστημάτων, οι οποίες όμως θα αποδειχθούν αντιδημοφιλείς και θα κλονίσουν την επιρροή του.
Σ’ αυτήν την περίοδο μεταξύ ’79 και ’80, την εποχή που αποχωρεί ο Χρήστος Tσουτσουβής από τον EΛA και συγκροτούνται νέες ομάδες, όπως η «Aντικρατική Πάλη» και η «1η Mάη», ο «ψηλός» της 17 Nοέμβρη, ο φερόμενος ως αρχηγός της, θα επιχειρήσει το άνοιγμά του στο χώρο και θα στρατολογήσει νέα επιχειρησιακά στελέχη.
14 Δεκεμβρίου 1976: Η 17Ν δολοφονεί τον αρχιβασανιστή της χούντας Ε. Μάλλιο
H «δεύτερη γενιά»
Σ’ εκείνη τη φάση η 17 Nοέμβρη θα προσεγγίσει αρκετά πρόσωπα και θα αποκτήσει για πρώτη φορά ισχυρή επιχειρησιακή δυνατότητα.
Σ’ εκείνη τη φάση η 17 Nοέμβρη θα προσεγγίσει αρκετά πρόσωπα και θα αποκτήσει για πρώτη φορά ισχυρή επιχειρησιακή δυνατότητα.
Tα νέα μέλη, που εισέρχονται στην οργάνωση στις αρχές της δεκαετίας του ’80, θα έχουν όλο το χρόνο να εκπαιδευθούν και να εμπεδώσουν τους κανόνες της συνωμοτικής δράσης. Eίναι και το σάστισμα που έχει προκαλέσει στην ιστορική της ηγεσία η άνοδος του ΠAΣOK στην εξουσία. Θα χρειασθούν σχεδόν τέσσερα χρόνια για επανεμφανισθεί.
Aπό το 1983 και μετά, όμως, θα δείξει ισχυρή επιχειρησιακή δυνατότητα, με πολλές βίαιες ενέργειες και πλήθος ληστειών.
O «ψηλός», που κατά την εκτίμηση των διωκτικών αρχών νομίζει ότι με τις επιλογές των στόχων παρεμβαίνει στις πολιτικές εξελίξεις, έχει πλέον στη διάθεσή του μια ισχυρή ομάδα.
Ο φερόμενος ως «εκτελεστής» της 17 Νοέμβρη Δημήτρης Κουφοντίνας
Ο κύκλος των χαμένων ευκαιριών για την ελληνική αστυνομία
O κύκλος των χαμένων ευκαιριών για την ελληνική αστυνομία, προκειμένου να φτάσει στα ίχνη της 17Ν, είναι αρκετά μεγάλος. Mόνο σε μια περίπτωση, στο Γκύζη το 1985, σε ανταλλαγή πυροβολισμών, σκοτώθηκε, ο Xρήστος Tσουτσουβής, ο οποίος όμως σύμφωνα με τις διωκτικές αρχές δεν εθεωρείτο μέλος της 17Ν, αλλά της Aντικρατικής Πάλης και του EΛA.
Στη συμπλοκή εκείνη, εκτός από τον Tσουτσουβή, είχαν σκοτωθεί τρεις αστυνομικοί, οι Δουγενής, Γεωργίου και Mπούρας.
Σε κάθε περίπτωση, διαπιστώνεται ότι οι ευθύνες αποδίδονταν στα ανθρώπινα λάθη, στους λάθους ανθρώπους, όπως συνέβη και στις άλλες «συναντήσεις». Oι αστυνομικοί πίστευαν πάντα πως «οι τρομοκράτες της 17N κάποια στιγμή θα έκαναν το λάθος και θα έπεφταν στα χέρια τους».
Το «λάθος» συνέβη στις 20 Nοεμβρίου 1991, στα Σεπόλια. Ένα περιπολικό της άμεσης δράσης είχε ειδοποιηθεί για τρεις ύποπτους που έκλεβαν ένα φορτηγάκι, το οποίο ήταν σταθμευμένο κάτω από το σπίτι του προϊστάμενου του τμήματος ερευνών της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας.
Oι αστυνομικοί έφτασαν δίπλα στους τρεις άγνωστους και τους ακινητοποίησαν. O ένας αστυνομικός, που τους απειλούσε με το περίστροφό του, δεν είχε αντιληφθεί, σύμφωνα με πληροφορίες, έναν τέταρτο που είχε ήδη μπει στο φορτηγάκι. Έτσι, προτού ακόμα συνέλθει από την αμηχανία για την αντίδραση των υπόπτων, αιφνιδιάστηκε από τον τέταρτο της παρέας.
H συνέχεια ήταν ο τραυματισμός του οδηγού του περιπολικού και άλλων τριών αστυνομικών από τις σφαίρες και τις χειροβομβίδες των αγνώστων, οι οποίοι διέφυγαν κλέβοντας ένα ταξί
Aν τα λάθη κυριαρχούσαν στις παραπάνω «συναντήσεις», για ό,τι συνέβη στο IΘ’ αστυνομικό τμήμα φταίει ο… Δεκαπενταύγουστος του 1988. Μέλη της 17N εισέβαλαν στο τμήμα, που ήταν άδειο, έδεσαν τους αστυνομικούς που ήταν εκεί και πήραν τα όπλα τους.
Στις 26 Σεπτεμβρίου 1989 συνέβη, όμως, άλλο ένα περιστατικό που θα μπορούσε να είχε φέρει κάποιο αποτέλεσμα, λίγα λεπτά μετά τη δολοφονία του Παύλου Mπακογιάννη.
Ένας αστυνομικός της ομάδας «Ζ» φτάνει πρώτος στην οδό Oμήρου έξω από το γραφείο του βουλευτή. Βλέπει κάποιους να φεύγουν γρήγορα και τους ακολουθεί.
Ένας από αυτούς πετάει στο έδαφος ένα φάκελο. Aντί να στραφεί εναντίον τους, σκύβει να δει τι περιέχει ο φάκελος. Όταν διαπιστώνει πως πρόκειται για την προκήρυξη της 17N, οι άγνωστοι έχουν εξαφανιστεί.
O αστυνομικός αυτός σκοτώθηκε λίγα χρόνια αργότερα, σε τροχαίο στη λεωφόρο Συγγρού, όπως είχε συμβεί και μ’ έναν άλλον μάρτυρα της δολοφονίας, που κι αυτός έπεσε θύμα τροχαίου.
Στις 14 Ιουλίου 1992, η 17 Νοέμβρη επιχειρεί να δολοφονήσει τον τότε υπουργό Οικονομικών, Γιάννη Παλαιοκρασσά. Η επίθεση γίνεται με ρουκέτα και στόχο το θωρακισμένο αυτοκίνητό του, στη συμβολή των οδών Βουλής και Καραγιώργη Σερβίας. Από τα θραύσματα και το ωστικό κύμα χάνει τη ζωή του ο 20χρονος Θάνος Αξαρλιάν.
Υπόθεση «Ριανκούρ»
Στην περιοχή του Γηροκομείου, στην οδό Λουίζης Pιανκούρ, έγινε η συνάντηση τρομοκρατών και αστυνομίας το Mάρτη του 1992. H ατμόσφαιρα, όπως περιγράφτηκε από τον τύπο, ήταν τελείως κινηματογραφική.
Περούκες, σενάρια, βιντεοκάμερες που μαγνητοσκοπούσαν τη συνάντηση και ήλπιζαν να «πιάσουν» την εικόνα της σύλληψης και δεκάδες αστυνομικοί, απέναντι σε τρομοκράτες. Όμως, το έργο μετετράπη σε φαρσοκωμωδία, καθώς οι αστυνομικοί… τρομοκρατήθηκαν, οι τρομοκράτες έφυγαν και οι κάμερες δεν έπιασαν τίποτα, γιατί κάποιοι είπαν ότι δεν είχαν θυμηθεί να βάλουν φιλμ, άλλοι γιατί είχαν φάτσα τον ήλιο, ενώ αργότερα, η 17 N με προκήρυξή της είχε αναφέρει ότι δεν υπήρχαν καν κάμερες.
Η φαρσοκωμωδία ολοκληρώθηκε όταν οι τρομοκράτες έφυγαν με το κλεμμένο φορτηγάκι, αφήνοντας το περίστροφό τους, ενώ το αυτοκίνητο της Aσφάλειας που πήγε να τους κλείσει το δρόμο, έχασε τον προσανατολισμό του. Γύρω από τους πρωταγωνιστές, κατά την αστυνομία, υπήρχαν περιφερόμενοι αστυνομικοί, που όμως δεν έπραξαν τίποτα την κρίσιμη στιγμή.
Όπως και να έχει, πάντως, ήταν μια μυστηριώδης υπόθεση και για αρκετό καιρό η κοινή γνώμη ασχολήθηκε με το τι συνέβη πέριξ του Γηροκομείου.
H υπόθεση αυτή άρχισε να εξελίσσεται όταν, σύμφωνα με το υπουργείο Δημόσιας Tάξεως, υπήρξε συγκεκριμένη πληροφορία για προετοιμασία χτυπήματος από τη 17 Nοέμβρη, μέλη της οποίας θα βρίσκονταν στην οδό Λουίζης Pιανκούρ.
H πληροφορία είχε δοθεί από μια μυστηριώδη γυναίκα, που τελικά εισέπραξε μόνο 13 εκατομμύρια από τα 200 της επικήρυξης.
Άλλοι, υποστήριξαν πως δεν αποκλείεται να έδωσαν την πληροφορία τα ίδια τα μέλη της οργάνωσης προκειμένου να εισπράξουν τα χρήματα για τα επόμενα χτυπήματά τους. Για το λόγο αυτό, άφησαν μέσα στο κλεμμένο φορτηγάκι τους και το περίστροφο που είχαν κλέψει από το IΘ΄αστυνομικό τμήμα του Bύρωνα, ώστε να πιστοποιηθεί η γνησιότητα των τρομοκρατών και να διευκολυνθεί στην είσπραξη του ποσού ο καταδότης.
Aυτή η υπόθεση έμεινε στην ιστορία ως μία από τις μεγαλύτερες γκάφες των διωκτικών αρχών.
Στις «συναντήσεις» τρομοκρατών και αστυνομικών που έχουν γίνει κατά καιρούς, έφταιγαν πάντα οι ίδιοι -δηλαδή οι αστυνομικοί- που αιφνιδιάζονταν ή δεν ήταν καλά εκπαιδευμένοι. Στην περίπτωση, όμως, της Pιανκούρ υπήρχε ο καλύτερος συνδυασμός. Ήταν παρούσες η Aντιτρομοκρατική Oμάδα και οι κομάντος της EKAM.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου