[Ἀνατόμος
τῆς ἀνθρώπινης ψυχῆς ὁ Ρῶσος συγγραφέας
Ἀντὸν
Παύλοβιτς Τσέχωφ
(1860-1904) στὰ διηγήματά του, δίνει κάποιες
ἀνάγλυφες εἰκόνες ἀπὸ ἀνθρώπινες
συμπεριφορὲς ποὺ θά ’πρεπε νὰ μᾶς
προβληματίζουν, ἰδιαίτερα ὅσες βοηθοῦν
στὸ νὰ ξεκαθαρίσουμε τί εἴδους
Χριστιανοὶ εἴμαστε καὶ τί σχέση εἶναι
δυνατὸν νὰ ὑπάρχει ἀνάμεσα σὲ μᾶς
καὶ τὸ ἀληθινὸ Εὐαγγέλιο.
Στὸ
διήγημά του λοιπὸν «Τρία
χρόνια»
παρουσιάζει τὸν Ἀλεξέι Λάπτεβ σὲ μιὰ
ἔντονη συζήτηση μὲ τὸν μικρότερο
ἀδερφό του, τὸν Φιόντορ, νὰ περιγράφει
ὡς ἑξῆς τὸν πατέρα τους, τὸν γερο-έμπορο
Φιόντορ Στεπάνοβιτς, ποὺ ἔμενε τώρα
μόνος καὶ τυφλός:]
-
Μένει όλη του τη ζωή σ’ αυτή τη δουλειά
[=το εμπόριο], και του αρέσει μόνο και
μόνο επειδή μπορεί να δίνει διαταγές
στους υπαλλήλους του και να εκμεταλλεύεται
τους πελάτες του. Είναι επίτροπος του
ναού επειδή μπορεί να έχει τους ψάλτες
του χεριού του. Είναι ευεργέτης κάποιου
σχολείου επειδή του αρέσει να αισθάνεται
ότι ο δάσκαλος είναι κατώτερός του και
του αρέσει να του κάνει το αφεντικό. Του
έμπορου δεν του αρέσει το εμπόριο, του
αρέσει να δίνει διαταγές,
και η αποθήκη σας δεν είναι εμπορική
επιχείρηση, είναι αίθουσα βασανιστηρίων!
Και για μια τέτοια επιχείρηση, θέλετε
υπαλλήλους
χωρίς χαρακτήρα και προσωπική ζωή
– και τους κάνετε έτσι αναγκάζοντάς
τους όταν είναι παιδιά να γλείφουν το
πάτωμα για ένα ξεροκόμματο, και τους
εκπαιδεύετε από τα παιδικά τους χρόνια
να
πιστεύουν ότι είστε οι ευεργέτες τους…
Μια
Κυριακή πρωί η Γιούλια [Σεργκέγεβνα,
σύζυγος του Αλεξέι] πήγε η ίδια στην οδό
Πιάνιτσκαγια. Βρήκε τον γέρο-Φιόντορ
Στεπάνοβιτς στο ίδιο μεγάλο σαλόνι όπου
είχε γίνει η λειτουργία όταν είχε έρθει
για πρώτη φορά. Φορώντας παντόφλες και
χωρίς γραβάτα, καθόταν ακίνητος στην
πολυθρόνα του, ανοιγοκλείνοντας τα
τυφλά του μάτια.
-
Εγώ είμαι, η νύφη σας, είπε πλησιάζοντάς
τον. Ήρθα να δω πώς είστε.
Εκείνος
άρχισε να ανασαίνει βαριά από τη
συγκίνηση.
Συγκινημένη
από τη θλίψη και τη μοναξιά του, φίλησε
το χέρι του. Εκείνος πέρασε το χέρι του
πάνω από το πρόσωπο και το κεφάλι της,
κι έχοντας βεβαιωθεί ότι ήταν αυτή,
έκανε το σημείο του σταυρού πάνω της.
-
Σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ, είπε. Ξέρεις
ότι έχασα τα μάτια μου και δεν μπορώ να
δω τίποτα… Βλέπω αμυδρά το παράθυρο
και τη φωτιά, όμως τους ανθρώπους και
τα πράγματα δεν τα βλέπω καθόλου. Ναι,
τυφλώνομαι, κι ο Φιόντορ [=ο μικρότερος
γιος] αρρώστησε, και χωρίς το μάτι του
αφεντικού τα πράγματα δεν πάνε καλά
τώρα. Αν κάτι πάει στραβά, δεν υπάρχει
κανείς να βοηθήσει, και οι υπάλληλοι
κακομαθαίνουν. Και γιατί αρρώστησε ο
Φιόντορ; Κρύωσε; Εδώ εγώ δεν αρρώστησα
ποτέ στη ζωή μου και δεν πήρα ποτέ
φάρμακα. Ποτέ δεν πήγα σε γιατρούς.
Και,
όπως έκανε πάντα, ο
γέρος άρχισε να καυχιέται.
Στο μεταξύ οι υπηρέτες έστρωσαν βιαστικά
το τραπέζι κι έφεραν το φαγητό και
μπουκάλια κρασί… Έφεραν μια πιατέλα
γεμάτη ζεστά πιροσκί που μύριζαν ρύζι
και ψάρι.
-
Παρακαλώ την αγαπητή καλεσμένη μου να
γευματίσει, είπε ο ηλικιωμένος άντρας.
Τον
πήρε από το μπράτσο, τον πήγε στο τραπέζι,
και του έβαλε ένα ποτήρι βότκα.
-
Θα έρθω να σας δω πάλι αύριο, είπε, και
θα σας φέρω τα εγγόνια σας, τη Σάσα και
τη Λίντα [=τα ανήλικα παιδιά της κόρης
του που είχε πριν λίγο καιρό πεθάνει].
Θα σας κάνουν να χαρείτε.
-
Δε χρειάζεται. Μην τις φέρεις. Είναι
νόθες.
-
Γιατί είναι νόθες; Μα, ο πατέρας και η
μητέρα τους ήταν παντρεμένοι.
-
Χωρίς την άδειά μου. Δεν
έδωσα την ευχή μου στους γονείς τους,
κι αυτές
δε
θέλω να τις ξέρω.
Άφησέ τες ήσυχες.
-
Μιλάτε παράξενα, Φιόντορ Στεπάνοβιτς,
είπε η Γιούλια αναστενάζοντας.
-
Το γράφει το Ευαγγέλιο: Τα παιδιά πρέπει
να
φοβούνται
και να σέβονται τους γονείς τους.
-
Δε γράφει τίποτα τέτοιο. Το Ευαγγέλιο
μας λέει ότι οφείλουμε να
συγχωρούμε ακόμα και τους εχθρούς μας.
-
Δεν μπορούμε να συγχωρούμε στη δουλειά
μας. Αν αρχίσεις να συγχωρείς τους
πάντες, σε τρία χρόνια θα καταστραφείς.
-
Μα το να συγχωρείς, το να λες μια ευγενική,
φιλική κουβέντα σε κάποιον, ακόμα και
σ’ έναν αμαρτωλό, είναι κάτι πολύ πάνω
απ’ τη δουλειά, πολύ πάνω απ’ τον πλούτο.
Η
Γιούλια λαχταρούσε να μαλακώσει τον
ηλικιωμένο άντρα, να ξυπνήσει μέσα του
ένα αίσθημα συμπόνιας, να τον κάνει να
μετανοήσει. Όμως εκείνος απλώς άκουγε
συγκαταβατικά όσα του έλεγε, όπως ένας
ενήλικας ακούει ένα παιδί.
-
Φιόντορ Στεπάνοβιτς, είπε η Γιούλια
αποφασιστικά, είστε μεγάλος άνθρωπος
και σύντομα ο Θεός θα σας καλέσει κοντά
Του. Δε θα σας ρωτήσει πώς τα πήγατε με
την επιχείρησή σας κι αν πετύχατε στη
δουλειά σας, αλλά αν ήσασταν καλός με
τους ανθρώπους, ή αν
ήσασταν σκληρός μ’ εκείνους που ήταν
πιο αδύναμοι από σας,
όπως οι υπηρέτες σας και οι υπάλληλοί
σας.
-
Πάντοτε υπήρξα ευεργέτης αυτών που με
υπηρετούσαν και οφείλουν
να με μνημονεύουν στις προσευχές τους,
είπε ο γέρος γεμάτος
σιγουριά.
Επειδή
όμως είχε συγκινηθεί από την ειλικρίνεια
της Γιούλια, και ήθελε πολύ να την
ευχαριστήσει, είπε:
-
Πολύ καλά, φέρε μου τις εγγονές αύριο.
Θα πω να μου αγοράσουν μερικά δώρα γι’
αυτές.
Ο
γέρος ήταν άτσαλα ντυμένος, κι είχε
στάχτη από πούρο πάνω στο στήθος και
στα γόνατά του. Προφανώς κανένας δεν
καθάριζε τις μπότες του ούτε βούρτσιζε
τα ρούχα του. Το ρύζι στα πιροσκί ήταν
μισοβρασμένο, το τραπεζομάντηλο μύριζε
σαπούνι και οι υπηρέτες πηγαινοέρχονταν
με θόρυβο μέσα στο δωμάτιο. Τόσο ο γέρος
όσο και ολόκληρο το σπίτι έδειχναν σαφή
σημάδια παραμέλησης, και η Γιούλια, που
το καταλάβαινε αυτό, ντρεπόταν
για
τον εαυτό της και για τον άντρα της.
-
Αύριο οπωσδήποτε θα ξανάρθω να σας δω,
είπε.
Η
Γιούλια έκανε ένα γύρο στα δωμάτια κι
έδωσε εντολή να τακτοποιήσουν την
κρεβατοκάμαρα του γέρου και να ανάψουν
το καντήλι στα εικονίσματα. Ο Φιόντορ,
που καθόταν στο δωμάτιό του, κρατούσε
ένα ανοιχτό βιβλίο χωρίς να διαβάζει.
Η Γιούλια του μίλησε και είπε στους
υπηρέτες να τακτοποιήσουν και το δικό
του δωμάτιο. Μετά πήγε κάτω στους
υπαλλήλους. Στη μέση του δωματίου που
έτρωγαν οι υπάλληλοι υπήρχε ένας άβαφτος
ξύλινος στύλος που στήριζε το ταβάνι
και το εμπόδιζε να πέσει. Τα ταβάνια στο
υπόγειο ήταν χαμηλά, οι τοίχοι καλυμμένοι
με φτηνή ταπετσαρία, ο χώρος είχε κάπνα
και μύριζε κουζινίλα. Επειδή ήταν αργία,
όλοι οι υπάλληλοι ήταν στο σπίτι και
κάθονταν στα κρεβάτια τους περιμένοντας
το φαγητό. Όταν η Γιούλια μπήκε μέσα
πετάχτηκαν πάνω κι απάντησαν στις
ερωτήσεις της συνεσταλμένα, κοιτάζοντάς
την με κατεβασμένο το κεφάλι λες και
ήταν κρατούμενοι.
-
Θεέ μου! Τί φριχτό δωμάτιο! είπε η Γιούλια
σηκώνοντας τα χέρια της. Δεν είστε
στριμωγμένοι εδώ;
-
Είμαστε στριμωγμένοι, αλλά όχι πικραμένοι,
είπε ο Μακέιτσεβ. Οφείλουμε πολλά σε
σας και θα προσευχόμαστε για σας στον
Ουράνιο Πατέρα μας.
-
Αντιστοιχία της ζωής με την αλαζονεία
του προσώπου, είπε ο Ποτσάτκιν.
Βλέποντας
ότι η Γιούλια δεν κατάλαβε τον Ποτσάτκιν,
ο Μακέιτσεβ βιάστηκε να εξηγήσει:
-
Είμαστε ταπεινοί άνθρωποι και πρέπει
να ζούμε σύμφωνα με τη θέση μας.
Η
Γιούλια επιθεώρησε τα δωμάτια των
αγοριών, και μετά την κουζίνα, γνώρισε
την οικονόμο, κι απογοητεύτηκε τελείως.
Όταν
πήγε στο σπίτι είπε στον άντρα της:
-
Πρέπει το συντομότερο δυνατόν να
μεταφερθούμε στο σπίτι του πατέρα σου
και να μείνουμε εκεί. Κι εσύ να πηγαίνεις
κάθε μέρα στην αποθήκη [=στον χώρο της
επιχείρησης].
Αντόν
Τσέχωφ,
Τρία
Χρόνια,
[Διηγήματα], Αθήνα 2009, σσ. 315-320.
Σχόλιο
ἀπὸ «Ἀντιύλη»:
Ὁ
γερο-έμπορος ἦταν σίγουρος ὅτι ὅλα τὰ
ἔκανε σωστά, κατὰ τὸ Εὐαγγέλιο.
Ἡ
συμπεριφορά μας ὅμως ἀπέναντι στὸν
κάθε [σημαντικὸ ἢ ἀσήμαντο] ἄνθρωπο,
δείχνει κατὰ πόσο σωστὴ ἢ στρεβλὴ
εἶναι ἡ εἰκόνα γιὰ τὸν Θεὸ ποὺ ἔχουμε
φτιάξει μέσα μας. Πολλὰ ἀπὸ ὅσα κάνουμε
«στὸ ὄνομά Του» εἶναι παντελῶς ἀλλότρια
πρὸς τὸ πνεῦμα Του. Ἐξ οὗ καὶ τὸ «οὐκ
οἶδα ὑμᾶς».
Ἀ
ν τ ι ύ λ η
Ἱ.
Ναὸς Ἁγ. Βασιλείου, 481 00 Πρέβεζα
Τηλ.
26820-25861/23075/6980 898 504
Διαδίδω
τὴν
«Ἀ
ν τ ι ύ λ η»
Ἐκτυπώνω/προωθῶ
σὲ φιλικά μου e-mails
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου