Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2015

Πρόσφυγες (Ποίημα της Κενυάτισσας ποιήτριας Ουαρσάν Σάιρ)

Πρόσφυγες

«Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα του,
εκτός αν πατρίδα, είναι το στόμα ενός καρχαρία.


Τρέχεις προς τα σύνορα μόνο όταν βλέπεις ολόκληρη την πόλη
να τρέχει κι εκείνη.

Οι γείτονές σου τρέχουν πιο γρήγορα από σένα 
με την ανάσα ματωμένη στο λαιμό τους, 
το αγόρι που ήταν συμμαθητής σου,
που σε φιλούσε μεθυστικά πίσω από το παλιό εργοστάσιο τσίγκου,
κρατά ένα όπλο μεγαλύτερο από το σώμα του.
Αφήνεις την πατρίδα μόνο
όταν η πατρίδα δεν σε αφήνει να μείνεις.

Κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγά. 
Φωτιά κάτω απ' τα πόδια σου, ζεστό αίμα στην κοιλιά σου -
δεν είναι κάτι που φαντάστηκες ποτέ ότι θα έκανες μέχρι που η λεπίδα χαράζει απειλές στο
λαιμό σου και ακόμα και τότε ψέλνεις τον εθνικό ύμνο ανάμεσα στα
δόντια σου και σκίζεις το διαβατήριό σου σε τουαλέτες αεροδρομίων
κλαίγοντας καθώς κάθε μπουκιά χαρτιού δηλώνει ξεκάθαρα ότι δεν
πρόκειται να γυρίσεις.

Πρέπει να καταλάβεις ότι
κανένας δε βάζει τα παιδιά του σε μια βάρκα,
εκτός αν το νερό είναι πιο ασφαλές από την ξηρά,
κανένας δεν καίει τις παλάμες του κάτω από τρένα, ανάμεσα από βαγόνια
κανένας δεν περνά μέρες και νύχτες στο στομάχι ενός φορτηγού
τρώγοντας εφημερίδες, εκτός αν τα χιλιόμετρα που ταξιδεύει σημαίνουν κάτι παραπάνω από ένα ταξίδι.

κανένας δεν θέλει να σέρνεται κάτω από φράχτες
κανένας δεν θέλει να τον δέρνουν ή να τον λυπούνται
κανένας δεν διαλέγει τα στρατόπεδα προσφύγων ή την φυλακή, παρά μόνο
επειδή η φυλακή είναι ασφαλέστερη από μια πόλη που φλέγεται
κανένας δεν θα το μπορούσε
κανένας δεν θα το άντεχε
κανένα δέρμα δε θα ήταν αρκετά σκληρό για να ακούσει τα:
γυρίστε στην πατρίδα σας μαύροι, πρόσφυγες, βρομομετανάστες,
ζητιάνοι ασύλου που ρουφάτε τη χώρα μας,
αράπηδες με τα χέρια απλωμένα που μυρίζετε περίεργα
απολίτιστοι
κάνατε λίμπα τη χώρα σας και τώρα θέλετε να κάνετε και τη δική μας.
Πώς αντέχουμε στα λόγια, στα άγρια βλέμματα;...

ίσως επειδή τα χτυπήματα είναι πιο απαλά από το ξερίζωμα ενός χεριού ή ποδιού
ή τα λόγια είναι πιο τρυφερά από δεκατέσσερις άντρες ανάμεσα στα πόδια σου
ή οι προσβολές είναι πιο εύκολο να τις καταπιείς από τα χαλίκια κι από τα κόκαλα από το κομματιασμένο κορμάκι του παιδιού σου.

Θέλω να γυρίσω στην πατρίδα,
αλλά η πατρίδα είναι το στόμα ενός καρχαρία 
πατρίδα είναι η κάνη ενός όπλου
και κανένας δεν θα άφηνε την πατρίδα
εκτός αν η πατρίδα σε κυνηγούσε μέχρι τις ακτές
εκτός αν η πατρίδα σού έλεγε να τρέξεις πιο γρήγορα, να αφήσεις πίσω τα ρούχα σου να συρθείς στην έρημο
να κολυμπήσεις ωκεανούς, να πνιγείς για να σωθείς, να πεινάσεις, να εκλιπαρήσεις
να ξεχάσεις την υπερηφάνεια - η επιβίωσή σου είναι πιο σημαντική.

κανένας δεν αφήνει την πατρίδα εκτός αν η πατρίδα είναι μια ιδρωμένη
φωνή στο αυτί σου που λέει φύγε, τρέξε μακριά μου,
τώρα δεν ξέρω τι έχω γίνει εγώ η πατρίδα σου
αλλά ξέρω ότι, οπουδήποτε αλλού, θα είσαι πιο ασφαλής από  ό,τι εδώ.»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου