http://hellasforce.com/2015/06/13/%CE%B7-%CE%B1%CE%B2%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CE%BA%CF%84%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%B1%CF%86%CF%81%CF%8C%CF%84%CE%B7%CF%84%CE%B1-%CF%84%CE%B7%CF%82-%CE%BA%CE%B5%CE%BD%CF%84%CF%81%CE%BF%CE%B4%CE%B5%CE%BE/
Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης*
Ο Φρίντριχ Χάγιεκ στο μεγαλειώδες έργο του, το Σύνταγμα της Ελευθερίας, αφιερώνει τη σκέψη του στο να αποδείξει ότι όλες οι ριζοσπαστικές και μνημειώδεις αλλαγές που συνετελέσθηκαν στο διάβα της ιστορίας είχαν έναν κοινό παρονομαστή: την μεταφορά των από τα κάτω αιτημάτων της κοινωνίας στην κεντρική πολιτική σκηνή. Τότε και μόνον τότε επιτυγχάνουν οι πολιτικοί να επιφέρουν αποτελέσματα με αντίκρυσμα διότι η πολιτική σε τελική ανάλυση είναι η μετουσίωση των συλλογικών αιτημάτων.
Τώρα, το πώς θα μετουσιωθούν οι πολιτικές εκείνες που είναι απαραίτητες για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας είναι θέμα ιεράρχησης αξιών και εν τέλει ιδεολογίας. Η Δεξιά κοσμοθέαση προκρίνει ότι η κινητήριος δύναμη που καθορίζει τον ρου της ιστορίας είναι αξίωση του ανθρώπου για Ελευθερία, ατομική και συλλογική. Η ισορροπία δε μεταξύ ατομικής και συλλογικής Ελευθερίας είναι το απαύγασμα του Συντηρητικού υποδείγματος. Η ανάγκη ύπαρξης κράτους επουδενί δεν πρέπει να δίνει το δικαίωμα στο τελευταίο να υπεισέρχεται στην ιδιωτική ζωή των ατόμων. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο και η οικονομική δραστηριότητα του κράτους πρέπει να είναι περιορισμένη αφού η ολοένα και μεγαλύτερη ανάθεση εξουσιών υπέρ αυτού αναπόδραστα καταλήγει και σε νομοθέτηση ρυθμιστικών αποφάσεων που περιορίζουν την ιδιωτική ζωή των ατόμων «για το καλό τους». Δεν είναι τυχαίο ότι η δεύτερη τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ προβλέπει τη δυνατότητα των αμερικανών πολιτών να φέρουν όπλα πρωτίστως για να μπορούν να προστατεύονται από την κρατική αυθαιρεσία. Ο ρόλος του κράτους οφείλει να περιορίζεται στην διατήρηση της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας των πολιτών, σε ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην οικονομία οι οποίες να διασπούν μονοπωλιακές καταστάσεις, στην καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης μέσω της παιδείας και στην παροχή δημόσιας υγείας για τους απόρους. Φορέας της αντίληψης της Ελευθερίας αυτής αποτελεί το Έθνος – Κράτος, κάτι περισσότερο από φεουδραρχία κάτι λιγότερο από αυτοκρατορία.
Η φερόμενη ως ελληνική κεντροδεξιά βέβαια δεν διακρίνεται για αυτά τα χαρακτηριστικά, διότι είναι μία πολιτική δύναμη η οποία συγκροτήθηκε αρχικά σε αντιδιαστολή με τον υπαρκτό κομμουνιστικό κίνδυνο και μετέπειτα μετετράπη σε μία αυτολογοκριμένη και εαυτοφοβική παράταξη που απολογείτο για τα κακώς πεπραγμένα της επταετούς δικτατορίας. Στα ιδρυτικά κείμενα της κεντροδεξιάς παράταξης το 1974 απουσιάζει αμιγώς η λέξη «Συντηρητικός» ή «Δεξιός» ενώ τα στελέχη της θα αρνηθούν επίμονα τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς. Σημασία είχε η αποτίναξη του δικτατορικού παρελθόντος και η πρόσδεση στο άρμα της Δύσης. Αυτή η αναγκαστική ιδεολογική ασάφεια όμως μετατράπηκε σε ιδεολογική σύγχυση, σε αποτυχία αυτοκαθορισμού και εν τέλει σε μία αυτολογοκριμένη ταυτότητα που απαρνείτο ότι ήταν Συντηρητική, που απαρνείτο ότι ήταν Δεξιά. Την καθόρισε αυτό το στίγμα μέχρι σήμερα, από το βιβλίο της ΣΤ’ δημοτικού μέχρι την παράνομη μετανάστευση.
Είναι η ίδια αυτή παράταξη που συνέταξε το κρίσιμο Σύνταγμα του 1974 στο οποίο παρέλειψε τη δημιουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου, η ύπαρξη του οποίου θα εξασφάλιζε τη ρητή επιταγή του Θεμελιώδους Νόμου για την απαγόρευση λειτουργίας πολιτικών κομμάτων που ως τελικό στόχο έχουν την κατάλυση του Δημοκρατικού πολιτεύματος. Εάν κάτι τέτοιο είχε συμβεί ,αυτή τη στιγμή η ελληνική δημοκρατία δεν θα αναγνώριζε το Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Χρυσή Αυγή, όντας και τα δύο ολοκληρωτικά μορφώματα.
Έτσι, η διάκριση των εξουσιών, βασικό πρόταγμα του Συντηρητισμού παρακάμφθηκε. Προτιμήθηκε αντ’ αυτού η συνέχιση της βαυαρικής και ηπειρωτικής παράδοσης, κληρονομιά της οποίας είναι η βεμπεριανή έννοια της «χαρισματικής ηγεσίας». Η πολιτική εξουσία, που δύναται να περνά πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, να επιβάλλει κοινοβουλευτική πειθαρχία, αλλά και να ορίζει δικαστές ερμηνεύει την αντιπροσωπευτικότητα ως έμμεση μοναρχία. Έτσι, ενώ ο ντε Τοκβίλλ είχε προ αιώνων προειδοποιήσει ότι η συγκέντρωση της ισχύος στην εκτελεστική εξουσία είναι κάτι το επικίνδυνο, δεν εισακούστηκε. Σε πολλούς αναλυτές η διάκριση των εξουσιών ερμηνεύεται ως κάτι το αναποτελεσματικό, αλλά η αλήθεια είναι ότι όταν υφίσταται, όπως φερ’ ειπείν στις ΗΠΑ, τότε εξαναγκάζει τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία να φτάνουν σε έναν έντιμο συμβιβασμό ο οποίος έτσι δημιουργεί μία ενιαία εθνική στρατηγική ενώ ταυτοχρόνως αφήνει τη δικαστική εξουσία ελεύθερη να φέρεται υπεύθυνα και απερίσπαστα.
Στο ίδιο δε Σύνταγμα, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα δεν είναι συνδεδεμένα με την ατομική ιδιοκτησία αλλά με τις ανάγκες του κράτους. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν δύναται να χαρακτηρισθεί η παράλογη φορολογική καταιγίδα εις βάρος της ιδιοκτησίας ως αντισυνταγματική και προτιμάται έναντι της συντήρησης άχρηστων δημόσιων οργανισμών. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, είς εκ των συντακτών της Συνταγματικής αναθεώρησης του 1974, καίτοι λάτρης του συνολικού πνεύματος της αρχαίας Ελλάδας παρασύρθηκε μάλλον από τον νεοπλατωνισμό του και παρέκαμψε τη φιλελεύθερη αναλύση του Αριστοτέλη στα Πολιτικά σύμφωνα με την οποία η ιδιοκτησία ενός ατόμου είναι προέκταση της προσωπικότητάς του εκ φύσεως.
Η σοσιαλίζουσα λογική της εν Ελλάδι κεντροδεξιάς την απέτρεψε να έρθει κοντά στις αυθεντικές αξίες του Συντηρητισμού που είναι η από τα κάτω, κινηματική και συμμετοχική διαδικασία, η αποσυσσώρευση ισχύος από την κεντρική εξουσία και η μεταφορά πολιτικού βήματος στην τοπικότητα. Είναι η κατά Walzer κριτική συνεργασία κατά την οποία τα τοπικά βήματα μικρότερης κλίμακας αναλαμβάνουν την ευθύνη της περιφέρειάς τους, υπόλογα στην κεντρική εξουσία μόνον εάν δεν είναι αποτελεσματικά. Κατά αυτόν τον τρόπο μεταμορφώνεται η νοοτροπία του πολίτη. Το κρατικά εξαρτώμενο άτομο αντικαθίσταται από ένα πολιτικά υπεύθυνο πρόσωπο αφού πλέον οι αποφάσεις του τοπικού άρχοντα έχουν άμεση επιρροή στο πώς θα βιώνει την καθημερινότητά του, από τον αριθμό των σπιτιών που πρέπει να κτισθούν μέχρι το ύψος του φορολογικού συντελεστή.
Ο καπιταλιστής μπορεί να αποκτήσει πρόσωπο και να ενδιαφέρεται για τους εργαζομένους του μόνον εάν η τοπική κοινωνία είναι πολιτικά οργανωμένη και μέσω της οργανωμένης πολιτικής της γνώμης να λαμβάνει «διαβατήριο». Και αντίστοιχα εάν ο καπιταλιστής είναι υπόλογος στα λογικά συμφέροντα της κοινότητας, η κοινότητα παράγει περισσότερο ενώ ο καπιταλισμός με κανόνες και ωράριο αφήνει τα άτομα να ασχοληθούν και με άλλες δραστηριότητες ενώ δύνανται τα άτομα να είναι κοντά στην οικογένειά τους και να τεκνοποιούν δίχως άγχος μειώνοντας την ένταση του δημογραφικού προβλήματος.
Η κεντροδεξιά ποτέ δεν τόλμησε την Συντηρητική αυτή επανάσταση αυτή αφού οι τοπικοί άρχοντες είχαν συνηθίσει να διαμεσολαβούν τα πελατειακά αιτήματα προς την κεντρική εξουσία επειδή οι περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες του ελληνικού κράτους εξαρτόνταν από την παρέμβασή του. Ο βουλευτής εξασφάλιζε την επανεκλογή του και το κόμμα μηχανισμό. Ποτέ πολίτες και πολιτευτές δεν συνεδρίασαν υπέρ της αξιοποίησης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιφέρειάς τους ούτως ώστε να καταστούν αυτόνομοι από την ανακύκλωση του δημοσίου χρήματος. Σε αυτήν την τάση συνετέλεσε τα μέγιστα η δεκαετία 1981 – 1990 αλλά ως γνωστόν η αντίδραση της φερόμενης ως Συντηρητικής παρατάξεως ήταν η «Πασοκοποίησή» της και όχι το ανάστροφο.
Η ίδια, με διαφορετική αναλογία, σχέση ισχύει μεταξύ έθνους – κράτους και υπερεθνικών θεσμών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ναι μεν ήταν σωστή η γεωπολιτική απόφαση ένταξης αλλά από την άλλη, η φερόμενη ως εγχώρια Συντηρητική παράταξη έπρεπε εξαρχής να πρωτοστατήσει στην αυτονομία της κάθε ιδιαίτερης εθνικής οικονομίας πριν προχωρήσει η χώρα στη νομισματική ένωση. Οι νομισματικές ενώσεις είναι συνήθως σκληρές και ανελαστικές ενώ αντανακλούν τη βούληση και τις δυνατότητες των ισχυρότερων οικονομιών. Αλλά ακόμα και πρίν τη νομισματική ένωση, οι αποτυχίες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής υπήρξαν το παράγωγο του σχεδιασμού από ένα ευρωπαϊκό κεντρικό όργανο το οποίο έπρεπε να συντονίσει με κάποια απρόσωπα στοιχεία κατ’ αναλογία όλων των ευρωπαϊκών χωρών ποιες περιοχές της Ελλάδας έπρεπε να καλλιεργούν τί. Ο από τα άνω σχεδιασμός μίας οικονομίας είναι σοσιαλιστική παρακαταθήκη με κακά αποτελέσματα οικονομικά και πολιτικά. Έτσι, η κεντροδεξιά στην Ελλάδα θα έπρεπε εξ’ αρχής να προτείνει μία διάρθρωση της Ευρώπης σε συνομοσπονδιακό πλαίσιο και όχι ευρωκρατικιστικό. Και αυτό όχι μόνο από οικονομικής απόψεως, αλλά και από εθνικής, αφού τα έθνη – κράτη στην Ευρώπη έρχονται από μακριά εν αντιθέσει με τις πολιτείες στην Αμερική. Αλλά ακόμα και εκεί, η βίαιη ενοποίησή τους επί Λίνκολν σε ένα κεντρικό κράτος μετά το πέρας του αμερικανικού εμφυλίου αμφισβητείται έντονα από πολλούς σοβαρούς Συντηρητικούς αναλυτές ως απομάκρυνση από τις αρχές του Συντηρητισμού.
Οι Έλληνες πολίτες έχουν συνηθίσει να περιμένουν τα πάντα από το κράτος, είτε είναι εθνικό είτε είναι υπερεθνικό. Χρέος της κεντροδεξιάς είναι να τους πείσει ότι ο δρόμος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι αυτός που δημιουργεί την πραγματική ανεξαρτησία. Αντίθετα, η εξάρτηση από τα χρήματα του κράτους είναι πάντοτε εξάρτηση από τα χρήματα των άλλων, εγχώριων και εκτός συνόρων φορολογουμένων. Η κεντροδεξιά είτε θα προβεί στις ριζοσπαστικές αλλαγές που πρέπει ή θα αντικατασταθεί από κάποια άλλη. Αυτή είναι η «μαγεία» της ελεύθερης επιλογής: δεν αφήνει ποτέ κενό σε πολιτικούς χώρους.
*Ο Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης είναι Πολιτικός Επιστήμων και Συντονιστής του Δικτύου Ελλήνων Συντηρητικών
Πρώτη Δημοσίευση: Επιστημονικό Περιοδικό “Νέα Πολιτική”
Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης*
Ο Φρίντριχ Χάγιεκ στο μεγαλειώδες έργο του, το Σύνταγμα της Ελευθερίας, αφιερώνει τη σκέψη του στο να αποδείξει ότι όλες οι ριζοσπαστικές και μνημειώδεις αλλαγές που συνετελέσθηκαν στο διάβα της ιστορίας είχαν έναν κοινό παρονομαστή: την μεταφορά των από τα κάτω αιτημάτων της κοινωνίας στην κεντρική πολιτική σκηνή. Τότε και μόνον τότε επιτυγχάνουν οι πολιτικοί να επιφέρουν αποτελέσματα με αντίκρυσμα διότι η πολιτική σε τελική ανάλυση είναι η μετουσίωση των συλλογικών αιτημάτων.
Τώρα, το πώς θα μετουσιωθούν οι πολιτικές εκείνες που είναι απαραίτητες για την ικανοποίηση των αναγκών της κοινωνίας είναι θέμα ιεράρχησης αξιών και εν τέλει ιδεολογίας. Η Δεξιά κοσμοθέαση προκρίνει ότι η κινητήριος δύναμη που καθορίζει τον ρου της ιστορίας είναι αξίωση του ανθρώπου για Ελευθερία, ατομική και συλλογική. Η ισορροπία δε μεταξύ ατομικής και συλλογικής Ελευθερίας είναι το απαύγασμα του Συντηρητικού υποδείγματος. Η ανάγκη ύπαρξης κράτους επουδενί δεν πρέπει να δίνει το δικαίωμα στο τελευταίο να υπεισέρχεται στην ιδιωτική ζωή των ατόμων. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο και η οικονομική δραστηριότητα του κράτους πρέπει να είναι περιορισμένη αφού η ολοένα και μεγαλύτερη ανάθεση εξουσιών υπέρ αυτού αναπόδραστα καταλήγει και σε νομοθέτηση ρυθμιστικών αποφάσεων που περιορίζουν την ιδιωτική ζωή των ατόμων «για το καλό τους». Δεν είναι τυχαίο ότι η δεύτερη τροπολογία του Συντάγματος των ΗΠΑ προβλέπει τη δυνατότητα των αμερικανών πολιτών να φέρουν όπλα πρωτίστως για να μπορούν να προστατεύονται από την κρατική αυθαιρεσία. Ο ρόλος του κράτους οφείλει να περιορίζεται στην διατήρηση της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας των πολιτών, σε ρυθμιστικές παρεμβάσεις στην οικονομία οι οποίες να διασπούν μονοπωλιακές καταστάσεις, στην καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης μέσω της παιδείας και στην παροχή δημόσιας υγείας για τους απόρους. Φορέας της αντίληψης της Ελευθερίας αυτής αποτελεί το Έθνος – Κράτος, κάτι περισσότερο από φεουδραρχία κάτι λιγότερο από αυτοκρατορία.
Η φερόμενη ως ελληνική κεντροδεξιά βέβαια δεν διακρίνεται για αυτά τα χαρακτηριστικά, διότι είναι μία πολιτική δύναμη η οποία συγκροτήθηκε αρχικά σε αντιδιαστολή με τον υπαρκτό κομμουνιστικό κίνδυνο και μετέπειτα μετετράπη σε μία αυτολογοκριμένη και εαυτοφοβική παράταξη που απολογείτο για τα κακώς πεπραγμένα της επταετούς δικτατορίας. Στα ιδρυτικά κείμενα της κεντροδεξιάς παράταξης το 1974 απουσιάζει αμιγώς η λέξη «Συντηρητικός» ή «Δεξιός» ενώ τα στελέχη της θα αρνηθούν επίμονα τέτοιου είδους χαρακτηρισμούς. Σημασία είχε η αποτίναξη του δικτατορικού παρελθόντος και η πρόσδεση στο άρμα της Δύσης. Αυτή η αναγκαστική ιδεολογική ασάφεια όμως μετατράπηκε σε ιδεολογική σύγχυση, σε αποτυχία αυτοκαθορισμού και εν τέλει σε μία αυτολογοκριμένη ταυτότητα που απαρνείτο ότι ήταν Συντηρητική, που απαρνείτο ότι ήταν Δεξιά. Την καθόρισε αυτό το στίγμα μέχρι σήμερα, από το βιβλίο της ΣΤ’ δημοτικού μέχρι την παράνομη μετανάστευση.
Είναι η ίδια αυτή παράταξη που συνέταξε το κρίσιμο Σύνταγμα του 1974 στο οποίο παρέλειψε τη δημιουργία Συνταγματικού Δικαστηρίου, η ύπαρξη του οποίου θα εξασφάλιζε τη ρητή επιταγή του Θεμελιώδους Νόμου για την απαγόρευση λειτουργίας πολιτικών κομμάτων που ως τελικό στόχο έχουν την κατάλυση του Δημοκρατικού πολιτεύματος. Εάν κάτι τέτοιο είχε συμβεί ,αυτή τη στιγμή η ελληνική δημοκρατία δεν θα αναγνώριζε το Κομμουνιστικό Κόμμα και τη Χρυσή Αυγή, όντας και τα δύο ολοκληρωτικά μορφώματα.
Έτσι, η διάκριση των εξουσιών, βασικό πρόταγμα του Συντηρητισμού παρακάμφθηκε. Προτιμήθηκε αντ’ αυτού η συνέχιση της βαυαρικής και ηπειρωτικής παράδοσης, κληρονομιά της οποίας είναι η βεμπεριανή έννοια της «χαρισματικής ηγεσίας». Η πολιτική εξουσία, που δύναται να περνά πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, να επιβάλλει κοινοβουλευτική πειθαρχία, αλλά και να ορίζει δικαστές ερμηνεύει την αντιπροσωπευτικότητα ως έμμεση μοναρχία. Έτσι, ενώ ο ντε Τοκβίλλ είχε προ αιώνων προειδοποιήσει ότι η συγκέντρωση της ισχύος στην εκτελεστική εξουσία είναι κάτι το επικίνδυνο, δεν εισακούστηκε. Σε πολλούς αναλυτές η διάκριση των εξουσιών ερμηνεύεται ως κάτι το αναποτελεσματικό, αλλά η αλήθεια είναι ότι όταν υφίσταται, όπως φερ’ ειπείν στις ΗΠΑ, τότε εξαναγκάζει τη νομοθετική και εκτελεστική εξουσία να φτάνουν σε έναν έντιμο συμβιβασμό ο οποίος έτσι δημιουργεί μία ενιαία εθνική στρατηγική ενώ ταυτοχρόνως αφήνει τη δικαστική εξουσία ελεύθερη να φέρεται υπεύθυνα και απερίσπαστα.
Στο ίδιο δε Σύνταγμα, τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα δεν είναι συνδεδεμένα με την ατομική ιδιοκτησία αλλά με τις ανάγκες του κράτους. Για αυτόν ακριβώς τον λόγο δεν δύναται να χαρακτηρισθεί η παράλογη φορολογική καταιγίδα εις βάρος της ιδιοκτησίας ως αντισυνταγματική και προτιμάται έναντι της συντήρησης άχρηστων δημόσιων οργανισμών. Ο Κωνσταντίνος Τσάτσος, είς εκ των συντακτών της Συνταγματικής αναθεώρησης του 1974, καίτοι λάτρης του συνολικού πνεύματος της αρχαίας Ελλάδας παρασύρθηκε μάλλον από τον νεοπλατωνισμό του και παρέκαμψε τη φιλελεύθερη αναλύση του Αριστοτέλη στα Πολιτικά σύμφωνα με την οποία η ιδιοκτησία ενός ατόμου είναι προέκταση της προσωπικότητάς του εκ φύσεως.
Η σοσιαλίζουσα λογική της εν Ελλάδι κεντροδεξιάς την απέτρεψε να έρθει κοντά στις αυθεντικές αξίες του Συντηρητισμού που είναι η από τα κάτω, κινηματική και συμμετοχική διαδικασία, η αποσυσσώρευση ισχύος από την κεντρική εξουσία και η μεταφορά πολιτικού βήματος στην τοπικότητα. Είναι η κατά Walzer κριτική συνεργασία κατά την οποία τα τοπικά βήματα μικρότερης κλίμακας αναλαμβάνουν την ευθύνη της περιφέρειάς τους, υπόλογα στην κεντρική εξουσία μόνον εάν δεν είναι αποτελεσματικά. Κατά αυτόν τον τρόπο μεταμορφώνεται η νοοτροπία του πολίτη. Το κρατικά εξαρτώμενο άτομο αντικαθίσταται από ένα πολιτικά υπεύθυνο πρόσωπο αφού πλέον οι αποφάσεις του τοπικού άρχοντα έχουν άμεση επιρροή στο πώς θα βιώνει την καθημερινότητά του, από τον αριθμό των σπιτιών που πρέπει να κτισθούν μέχρι το ύψος του φορολογικού συντελεστή.
Ο καπιταλιστής μπορεί να αποκτήσει πρόσωπο και να ενδιαφέρεται για τους εργαζομένους του μόνον εάν η τοπική κοινωνία είναι πολιτικά οργανωμένη και μέσω της οργανωμένης πολιτικής της γνώμης να λαμβάνει «διαβατήριο». Και αντίστοιχα εάν ο καπιταλιστής είναι υπόλογος στα λογικά συμφέροντα της κοινότητας, η κοινότητα παράγει περισσότερο ενώ ο καπιταλισμός με κανόνες και ωράριο αφήνει τα άτομα να ασχοληθούν και με άλλες δραστηριότητες ενώ δύνανται τα άτομα να είναι κοντά στην οικογένειά τους και να τεκνοποιούν δίχως άγχος μειώνοντας την ένταση του δημογραφικού προβλήματος.
Η κεντροδεξιά ποτέ δεν τόλμησε την Συντηρητική αυτή επανάσταση αυτή αφού οι τοπικοί άρχοντες είχαν συνηθίσει να διαμεσολαβούν τα πελατειακά αιτήματα προς την κεντρική εξουσία επειδή οι περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες του ελληνικού κράτους εξαρτόνταν από την παρέμβασή του. Ο βουλευτής εξασφάλιζε την επανεκλογή του και το κόμμα μηχανισμό. Ποτέ πολίτες και πολιτευτές δεν συνεδρίασαν υπέρ της αξιοποίησης των συγκριτικών πλεονεκτημάτων της περιφέρειάς τους ούτως ώστε να καταστούν αυτόνομοι από την ανακύκλωση του δημοσίου χρήματος. Σε αυτήν την τάση συνετέλεσε τα μέγιστα η δεκαετία 1981 – 1990 αλλά ως γνωστόν η αντίδραση της φερόμενης ως Συντηρητικής παρατάξεως ήταν η «Πασοκοποίησή» της και όχι το ανάστροφο.
Η ίδια, με διαφορετική αναλογία, σχέση ισχύει μεταξύ έθνους – κράτους και υπερεθνικών θεσμών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ναι μεν ήταν σωστή η γεωπολιτική απόφαση ένταξης αλλά από την άλλη, η φερόμενη ως εγχώρια Συντηρητική παράταξη έπρεπε εξαρχής να πρωτοστατήσει στην αυτονομία της κάθε ιδιαίτερης εθνικής οικονομίας πριν προχωρήσει η χώρα στη νομισματική ένωση. Οι νομισματικές ενώσεις είναι συνήθως σκληρές και ανελαστικές ενώ αντανακλούν τη βούληση και τις δυνατότητες των ισχυρότερων οικονομιών. Αλλά ακόμα και πρίν τη νομισματική ένωση, οι αποτυχίες της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής υπήρξαν το παράγωγο του σχεδιασμού από ένα ευρωπαϊκό κεντρικό όργανο το οποίο έπρεπε να συντονίσει με κάποια απρόσωπα στοιχεία κατ’ αναλογία όλων των ευρωπαϊκών χωρών ποιες περιοχές της Ελλάδας έπρεπε να καλλιεργούν τί. Ο από τα άνω σχεδιασμός μίας οικονομίας είναι σοσιαλιστική παρακαταθήκη με κακά αποτελέσματα οικονομικά και πολιτικά. Έτσι, η κεντροδεξιά στην Ελλάδα θα έπρεπε εξ’ αρχής να προτείνει μία διάρθρωση της Ευρώπης σε συνομοσπονδιακό πλαίσιο και όχι ευρωκρατικιστικό. Και αυτό όχι μόνο από οικονομικής απόψεως, αλλά και από εθνικής, αφού τα έθνη – κράτη στην Ευρώπη έρχονται από μακριά εν αντιθέσει με τις πολιτείες στην Αμερική. Αλλά ακόμα και εκεί, η βίαιη ενοποίησή τους επί Λίνκολν σε ένα κεντρικό κράτος μετά το πέρας του αμερικανικού εμφυλίου αμφισβητείται έντονα από πολλούς σοβαρούς Συντηρητικούς αναλυτές ως απομάκρυνση από τις αρχές του Συντηρητισμού.
Οι Έλληνες πολίτες έχουν συνηθίσει να περιμένουν τα πάντα από το κράτος, είτε είναι εθνικό είτε είναι υπερεθνικό. Χρέος της κεντροδεξιάς είναι να τους πείσει ότι ο δρόμος της ιδιωτικής πρωτοβουλίας είναι αυτός που δημιουργεί την πραγματική ανεξαρτησία. Αντίθετα, η εξάρτηση από τα χρήματα του κράτους είναι πάντοτε εξάρτηση από τα χρήματα των άλλων, εγχώριων και εκτός συνόρων φορολογουμένων. Η κεντροδεξιά είτε θα προβεί στις ριζοσπαστικές αλλαγές που πρέπει ή θα αντικατασταθεί από κάποια άλλη. Αυτή είναι η «μαγεία» της ελεύθερης επιλογής: δεν αφήνει ποτέ κενό σε πολιτικούς χώρους.
*Ο Ραφαήλ Α. Καλυβιώτης είναι Πολιτικός Επιστήμων και Συντονιστής του Δικτύου Ελλήνων Συντηρητικών
Πρώτη Δημοσίευση: Επιστημονικό Περιοδικό “Νέα Πολιτική”
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου