http://diastixo.gr/sinentefxeis/ellines/3392-tatiana-averof?utm_source=MadMimi&utm_medium=email&utm_content=diastixo_gr+|+22+%CE%99%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85+2015&utm_campaign=20150122_m124089551_diastixo_gr+|+22+%CE%99%CE%B1%CE%BD%CE%BF%CF%85%CE%B1%CF%81%CE%AF%CE%BF%CF%85+2015&utm_term=_CE_A0_CE_B5_CF_81_CE_B9_CF_83_CF_83_CF_8C_CF_84_CE_B5_CF_81_CE_B1+_C2_BB
Είναι δύσκολο να γράψει κανείς για τον πατέρα του, και ιδίως αν αυτός είναι γνωστός στο πανελλήνιο και υπήρξε από τους σημαντικότερους υπουργούς της χώρας. Η Τατιάνα Αβέρωφ, στο πέμπτο μυθιστόρημά της, ακούμπησε με σεβασμό το έργο του πατέρα της, Ευάγγελου Αβέρωφ, και κέρδισε το στοίχημα. Έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα όπου με τη βοήθεια της μυθοπλασίας ζωντανεύει τους χαρακτήρες, την ατμόσφαιρα και τα γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το μυθιστόρημα Δέκα ζωές σε μία;
Είχα από πολλά χρόνια την ιδέα να γράψω ένα βιβλίο με θέμα τη ζωή του πατέρα μου – μια ζωή άκρως μυθιστορηματική, γεμάτη περιπέτειες και ανατροπές. Ήδη από το 2005, τελειώνοντας το τρίτο μυθιστόρημά μου, την Ανοιχτή γραμμή, έκανα διάφορες δοκιμές και σχεδιάσματα, αλλά δεν μπόρεσα να βρω την άκρη του αφηγηματικού μου νήματος. Στο μεταξύ προέκυψε άλλο ένα μυθιστόρημα, ο Θράσος, και μόνο αφού το ολοκλήρωσα κι αυτό, ένιωσα έτοιμη να καταπιαστώ με το Δέκα ζωές σε μία.
Ο τίτλος είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Είναι συμβολικός. Παραπέμπει στον πολυτάραχο βίο του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, του πατέρα μου δηλαδή, ενός ανθρώπου που ξεκίνησε επανειλημμένα τη ζωή του απ' την αρχή, και λόγω συνθηκών (πολέμων, προσωπικών συγκυριών, ασθενειών κ.λπ.), αλλά και επειδή σαν προσωπικότητα συνδύαζε πτυχές τόσο διαφορετικές, όπως η πολιτική, η αγάπη του για το γράψιμο και την Τέχνη, το πάθος για τη γη και την αγροτική ζωή, η αφοσίωσή του στο Μέτσοβο, την οικογένεια και τους ανθρώπους γενικά.
Ήταν όντως ένα πολύ δύσκολο βιβλίο και σίγουρα δεν είναι τυχαίο που χρειάστηκε να καταπιαστώ με τέσσερα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους μυθιστορήματα μέχρι να νιώσω έτοιμη να γράψω το Δέκα ζωές σε μία. Ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτούσε καταρχήν να έχω κατακτήσει σαν συγγραφέας μια κάποια τεχνική άνεση, αλλά μαζί και την απαραίτητη συναισθηματική ωριμότητα και απόσταση, ώστε η προσωπική εμπλοκή να μην αποβαίνει σε βάρος της λογοτεχνικής αρτιότητας του μυθιστορήματος. Έτσι, όπως σας είπα, μου πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να ωριμάσει η ιδέα και να πάρει μορφή στο μυαλό μου. Από τη στιγμή όμως που βρήκα την αφηγηματική φωνή και άρχισα να γράφω, ήταν τεχνικές κυρίως οι δυσκολίες, όχι συναισθηματικές. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το πώς να χωρέσω όλα αυτά που ήθελα, τα ιστορικά γεγονότα και τα δεδομένα της ζωής του, χωρίς να «βαρύνει» το μυθιστόρημα και να γίνει ένα ιστορικό-δοκιμιακό κατά βάση κείμενο μεταμφιεσμένο σε μυθιστόρημα. Η αλήθεια της μυθοπλασίας είναι για μένα πιο δυνατή, πιο συναρπαστική από τη στεγνή αλήθεια των γεγονότων. Αλλά σ' αυτό το βιβλίο έπρεπε να βρω τον τρόπο να διαχειριστώ μυθοπλαστικά και τις δυο «αλήθειες» – κάτι που γεννούσε πολλές ακόμα επιμέρους δυσκολίες στη διάρκεια της γραφής, π.χ. στο προχώρημα του χρόνου, στην επιλογή του σημείου εστίασης του φακού μου την κάθε στιγμή, θέματα οικονομίας, ανάπτυξης, σύνθεσης κ.λπ.
Το Δέκα ζωές σε μία σε ποια κατηγορία ανήκει περισσότερο; Στο μυθιστόρημα ή στη βιογραφία;
Αν πρέπει να διαλέξω ένα πράγμα, θα έλεγα μυθιστόρημα. Αλλά είναι πολλά μαζί: είναι ένα μυθιστόρημα με ήρωες υπαρκτούς και γεγονότα πραγματικά, που αξιοποιεί τη μυθοπλασία για να ζωντανέψει τους χαρακτήρες, την ατμόσφαιρα και τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα από το 1908 μέχρι τις αρχές του Εμφυλίου. Είναι δηλαδή ένα ιστορικό μυθιστόρημα καταρχήν, με τη διαφορά ότι στην κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση επεμβαίνει κάθε τόσο και η δική μου «φωνή», της κόρης και συγγραφέως που θυμάται, απορεί και συνομιλεί με τον μύθο που περιγράφει. Έτσι, θα έλεγα πως το βιβλίο είναι ταυτόχρονα μυθιστόρημα, βιογραφία, μαρτυρία και ένα ταξίδι αναζήτησης του Πατέρα.
Μέσα από τις σελίδες του παρουσιάζετε έναν τρυφερό άνθρωπο με πνευματικές ανησυχίες. Ποιος ήταν ο άνθρωπος Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας;
Ήταν «δέκα άνθρωποι σ' έναν». Κυρίαρχος θα έλεγα πως ήταν αυτός που αγαπούσε με πάθος τη χώρα του, ο «πατριώτης» − με την καλή έννοια όμως, γιατί σήμερα τις λέξεις τις έχουν σφετεριστεί τέρατα και ιδεολογίες που ελάχιστη σχέση έχουν με την αγάπη. Προφανώς και είχε πνευματικές ανησυχίες. Είχε μια ευρύτητα καλλιέργειας και σκέψης, που του επέτρεπε μια εύκολη επικοινωνία με όλους τους ανθρώπους, από τον απλό εργάτη της γης μέχρι τους υπουργούς ή τους προέδρους ξένων χωρών. Ήταν εξωστρεφής και πληθωρικός, με ανεξάντλητα αποθέματα ενέργειας, μπόλικο κοινό νου και πρακτικότητα. Αλλά και εσωστρεφής, με μια μυστικιστική σχεδόν σχέση με τη φύση, τη γη και τις καλές τέχνες γενικά. Ως πατέρας ήταν τρυφερός, αλλά και απόμακρος, γιατί ήταν τόσο πολλά πράγματα μαζί.
Τι θα συνέβαινε αν οι πολιτικοί είχαν αγάπη για την τέχνη και έγραφαν ή ζωγράφιζαν οι ίδιοι ;
Τόσο για τον πολιτικό, όσο και για τον κάθε άνθρωπο που ασκεί ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, η εσωτερική καλλιέργεια είναι σημαντική, γιατί φέρνει την ευρύτητα και το βάθος της σκέψης, κάτι που έμμεσα ή άμεσα επηρεάζει την ποιότητα του όποιου έργου του. Ας μην είμαστε όμως ρομαντικοί... Στην κατάσταση που είμαστε σήμερα, θα μου έφτανε νομίζω αν οι πολιτικοί αγαπούσαν πραγματικά το αντικείμενο της δουλειάς τους και προσπαθούσαν να κάνουν το καλύτερο για τη χώρα. Υπάρχουν ευτυχώς και τέτοιοι, αλλά φοβάμαι πως δεν είναι η πλειοψηφία.
Γράφετε για τον πατέρα σας: «Είκοσι χρόνια πέρασαν που προσπαθώ με πείσμα να σε γνωρίσω». Αλήθεια, μήπως η απόσταση μας κάνει και βλέπουμε τα πράγματα με περισσότερη σοφία;
Σαφέστατα. Η απόσταση, όπως και η προσωπική εμπλοκή σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο, είναι και τα δυο απαραίτητα. Το γράψιμο απαιτεί γνήσιο συναίσθημα αλλά και μετουσίωση και προοπτική.
Η οικογένεια του πατέρα σας κινήθηκε ιδεολογικά μεταξύ του κέντρου και της συντηρητικής παράταξης. Δεν ήταν δύσκολη για τον Ευάγγελο Αβέρωφ η επιλογή να ξεκινήσει από το κέντρο, δεδομένης της αντίθεσης με τον πατέρα του;
Νομίζω ότι είναι δύσκολο για μας τους Νεοέλληνες να ταυτιστούμε με τις μακρινές εκείνες εποχές του πρώτου Πολέμου και του μεγάλου Διχασμού. Ο πατέρας μου έζησε αυτόν τον άτυπο εμφύλιο μέσα στο σπίτι του – φανατικός βασιλικός ο πατέρας του, ενώ η μητέρα του και η οικογένειά της ήταν βενιζελικοί. Από την τρυφερή ηλικία των 5-6 χρόνων, δεχόταν μηνύματα κι απ' τις δυο πλευρές, έστω και έμμεσα, αφού οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες φαινομενικά στον σύζυγο-αφέντη – κάτι που θα πρέπει να τον προβλημάτισε και να τον ανάγκασε από πολύ νωρίς να ψάξει συνειδητά, ώστε να διαμορφώσει τη δική του ταυτότητα. Αργότερα, στην Αθήνα, ήρθε σε επαφή με τον αδερφό του πατέρα του, που ήταν βουλευτής του Βενιζέλου (και δεν μιλιούνταν τα δυο αδέρφια) και μέσω εκείνου γνώρισε τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, που έγινε κάτι σαν μέντοράς του. Από εκεί και πέρα νομίζω πως ο κύβος είχε ριφθεί.
Εμείς γνωρίσαμε την εικόνα του αστού πολιτικού Αβέρωφ και τώρα μέσα από το βιβλίο σας μαθαίνουμε μια άλλη εικόνα. Μήπως η άγνωστη πλευρά ενός πολιτικού είναι και η πιο γοητευτική, γιατί φέρνει στο φως ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις;
Πιστεύω πως σπάνια γνωρίζουμε τον άλλο πραγματικά. Όχι μόνο τον πολιτικό, αλλά και τον οποιονδήποτε Άλλο. Η επικοινωνία μας, ακόμα και με κοντινούς μας ανθρώπους, και οι εντυπώσεις που δημιουργούμε γι' αυτούς βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην εξωτερική εικόνα και χρωματίζονται μέσα από τους ρόλους ή τα στερεότυπα που φέρνει ο καθένας στη σχέση. Με αυτή την έννοια, πάντα υπάρχει μια «άγνωστη πλευρά», που είναι πολύ γοητευτικό άμα καταφέρουμε να την ανακαλύψουμε. Βέβαια, τους πολιτικούς τους «γνωρίζουμε» μέσα από τα μίντια κυρίως ή τις διάφορες κομματικές κορόνες, δεν έχουμε προσωπική σχέση μαζί τους. Οπότε οι «άγνωστες πλευρές» τους ενδεχομένως να είναι ακόμα περισσότερες. Ή και όχι. Εξαρτάται απ' το αν έχει διασωθεί ο άνθρωπος πίσω απ' τον πολιτικό.
Το βιβλίο σας είναι σημαντικό, διότι αναφέρεται στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα από το 1908 μέχρι τις αρχές του Εμφυλίου. Ταυτόχρονα, δηλαδή, δεν είναι και μια μαρτυρία και ταξίδι αναζήτησης στην Ιστορία του τόπου;
Ναι. Θα έλεγα μάλλον πως είναι ένα ταξίδι αναζήτησης του ανθρώπου πίσω από την εικόνα. Και της εποχής του, φυσικά. Δεν μπορείς να καταλάβεις τον άνθρωπο ξέχωρα από την εποχή του και το περιβάλλον που τον διαμόρφωσε.
Υπάρχει ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού σε αυτό;
Υπάρχει πολύ μεγάλη ανταπόκριση και ενδιαφέρον, κάτι που περίμενα σε κάποιο βαθμό λόγω θέματος. Αλλά και πάλι, έχω λιγάκι εκπλαγεί.
Διδάσκετε δημιουργική γραφή. Ενδιαφέρονται οι νέοι για τη συγγραφή;
Και οι νέοι ενδιαφέρονται, και οι όχι τόσο νέοι. Είμαστε ένας λαός που γράφει. Και είναι συγκινητικό το πόσοι άνθρωποι παλεύουν να δαμάσουν σε γραπτό λόγο και να εκφράσουν λογοτεχνικά αυτά που έχουν μέσα τους. Δεν είναι εύκολο και δεν τα καταφέρνουν όλοι. Πιστεύω όμως πως όλοι παίρνουν κάτι από την εμπειρία τους αυτή στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Είναι ένα ταξίδι που μπορεί να μη σε οδηγήσει απαραίτητα στον προορισμό που περίμενες, αλλά θα ανακαλύψεις στον δρόμο πολλά για το πού θέλεις τελικά να πας, και πώς.
Ποια βιβλία θα προτείνατε στους αναγνώστες μας;
Δύσκολη ερώτηση, γιατί ο καθένας διαβάζει για άλλο λόγο και καλύπτει διαφορετικές ανάγκες μέσα από το διάβασμα. Γι' αυτό, δεν θα ήθελα εδώ να ονοματίσω συγκεκριμένους τίτλους βιβλίων. Για όσους θέλουν να οξύνουν το βλέμμα τους αισθητικά-λογοτεχνικά-συναισθηματικά και ίσως να γράψουν κάποτε και οι ίδιοι, θα συνιστούσα να διαβάσουν «καλά» βιβλία, τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τα κλασικά, τα βραβευμένα, νεότερα και παλιά. Χρειάζεται να έχεις διαβάσει πολλά, ακόμα και αν δεν σου πάνε όλα. Σιγά σιγά εξοικειώνεται κανείς και απολαμβάνει όλο και πιο «δύσκολα» βιβλία. Συνήθως, βέβαια, διαβάζουμε για την απόλαυση και μόνο. Πράγμα φυσικό και ωραίο. Από εκεί ξεκινάς. Θα πρότεινα, λοιπόν, στους αναγνώστες σας να διαβάζουν ό,τι τους αρέσει και τους ευχαριστεί. Και να δοκιμάζουν. Υπάρχουν πολλά βιβλία που αξίζει να ανακαλύψουμε, τόσο Ελλήνων όσο και ξένων συγγραφέων.
Δέκα ζωές σε μία
Τατιάνα Αβέρωφ
Μεταίχμιο, 2014
520 σελ.
Τιμή € 18,80
Είναι δύσκολο να γράψει κανείς για τον πατέρα του, και ιδίως αν αυτός είναι γνωστός στο πανελλήνιο και υπήρξε από τους σημαντικότερους υπουργούς της χώρας. Η Τατιάνα Αβέρωφ, στο πέμπτο μυθιστόρημά της, ακούμπησε με σεβασμό το έργο του πατέρα της, Ευάγγελου Αβέρωφ, και κέρδισε το στοίχημα. Έγραψε ένα ιστορικό μυθιστόρημα όπου με τη βοήθεια της μυθοπλασίας ζωντανεύει τους χαρακτήρες, την ατμόσφαιρα και τα γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα το πρώτο μισό του 20ού αιώνα.
Ποια ήταν η αφορμή για να γραφεί το μυθιστόρημα Δέκα ζωές σε μία;
Είχα από πολλά χρόνια την ιδέα να γράψω ένα βιβλίο με θέμα τη ζωή του πατέρα μου – μια ζωή άκρως μυθιστορηματική, γεμάτη περιπέτειες και ανατροπές. Ήδη από το 2005, τελειώνοντας το τρίτο μυθιστόρημά μου, την Ανοιχτή γραμμή, έκανα διάφορες δοκιμές και σχεδιάσματα, αλλά δεν μπόρεσα να βρω την άκρη του αφηγηματικού μου νήματος. Στο μεταξύ προέκυψε άλλο ένα μυθιστόρημα, ο Θράσος, και μόνο αφού το ολοκλήρωσα κι αυτό, ένιωσα έτοιμη να καταπιαστώ με το Δέκα ζωές σε μία.
Ο τίτλος είναι συμβολικός ή δηλώνει κάτι κυριολεκτικά;
Είναι συμβολικός. Παραπέμπει στον πολυτάραχο βίο του κεντρικού ήρωα του μυθιστορήματος, του πατέρα μου δηλαδή, ενός ανθρώπου που ξεκίνησε επανειλημμένα τη ζωή του απ' την αρχή, και λόγω συνθηκών (πολέμων, προσωπικών συγκυριών, ασθενειών κ.λπ.), αλλά και επειδή σαν προσωπικότητα συνδύαζε πτυχές τόσο διαφορετικές, όπως η πολιτική, η αγάπη του για το γράψιμο και την Τέχνη, το πάθος για τη γη και την αγροτική ζωή, η αφοσίωσή του στο Μέτσοβο, την οικογένεια και τους ανθρώπους γενικά.
Η απόσταση, όπως και η προσωπική εμπλοκή σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο, είναι και τα δυο απαραίτητα. Το γράψιμο απαιτεί γνήσιο συναίσθημα αλλά και μετουσίωση και προοπτική.Δεν ήταν δύσκολο να γράψετε για τον πατέρα σας;
Ήταν όντως ένα πολύ δύσκολο βιβλίο και σίγουρα δεν είναι τυχαίο που χρειάστηκε να καταπιαστώ με τέσσερα πολύ διαφορετικά μεταξύ τους μυθιστορήματα μέχρι να νιώσω έτοιμη να γράψω το Δέκα ζωές σε μία. Ένα τέτοιο εγχείρημα απαιτούσε καταρχήν να έχω κατακτήσει σαν συγγραφέας μια κάποια τεχνική άνεση, αλλά μαζί και την απαραίτητη συναισθηματική ωριμότητα και απόσταση, ώστε η προσωπική εμπλοκή να μην αποβαίνει σε βάρος της λογοτεχνικής αρτιότητας του μυθιστορήματος. Έτσι, όπως σας είπα, μου πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να ωριμάσει η ιδέα και να πάρει μορφή στο μυαλό μου. Από τη στιγμή όμως που βρήκα την αφηγηματική φωνή και άρχισα να γράφω, ήταν τεχνικές κυρίως οι δυσκολίες, όχι συναισθηματικές. Η μεγαλύτερη δυσκολία ήταν το πώς να χωρέσω όλα αυτά που ήθελα, τα ιστορικά γεγονότα και τα δεδομένα της ζωής του, χωρίς να «βαρύνει» το μυθιστόρημα και να γίνει ένα ιστορικό-δοκιμιακό κατά βάση κείμενο μεταμφιεσμένο σε μυθιστόρημα. Η αλήθεια της μυθοπλασίας είναι για μένα πιο δυνατή, πιο συναρπαστική από τη στεγνή αλήθεια των γεγονότων. Αλλά σ' αυτό το βιβλίο έπρεπε να βρω τον τρόπο να διαχειριστώ μυθοπλαστικά και τις δυο «αλήθειες» – κάτι που γεννούσε πολλές ακόμα επιμέρους δυσκολίες στη διάρκεια της γραφής, π.χ. στο προχώρημα του χρόνου, στην επιλογή του σημείου εστίασης του φακού μου την κάθε στιγμή, θέματα οικονομίας, ανάπτυξης, σύνθεσης κ.λπ.
Το Δέκα ζωές σε μία σε ποια κατηγορία ανήκει περισσότερο; Στο μυθιστόρημα ή στη βιογραφία;
Αν πρέπει να διαλέξω ένα πράγμα, θα έλεγα μυθιστόρημα. Αλλά είναι πολλά μαζί: είναι ένα μυθιστόρημα με ήρωες υπαρκτούς και γεγονότα πραγματικά, που αξιοποιεί τη μυθοπλασία για να ζωντανέψει τους χαρακτήρες, την ατμόσφαιρα και τα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα από το 1908 μέχρι τις αρχές του Εμφυλίου. Είναι δηλαδή ένα ιστορικό μυθιστόρημα καταρχήν, με τη διαφορά ότι στην κλασική τριτοπρόσωπη αφήγηση επεμβαίνει κάθε τόσο και η δική μου «φωνή», της κόρης και συγγραφέως που θυμάται, απορεί και συνομιλεί με τον μύθο που περιγράφει. Έτσι, θα έλεγα πως το βιβλίο είναι ταυτόχρονα μυθιστόρημα, βιογραφία, μαρτυρία και ένα ταξίδι αναζήτησης του Πατέρα.
Μέσα από τις σελίδες του παρουσιάζετε έναν τρυφερό άνθρωπο με πνευματικές ανησυχίες. Ποιος ήταν ο άνθρωπος Ευάγγελος Αβέρωφ-Τοσίτσας;
Ήταν «δέκα άνθρωποι σ' έναν». Κυρίαρχος θα έλεγα πως ήταν αυτός που αγαπούσε με πάθος τη χώρα του, ο «πατριώτης» − με την καλή έννοια όμως, γιατί σήμερα τις λέξεις τις έχουν σφετεριστεί τέρατα και ιδεολογίες που ελάχιστη σχέση έχουν με την αγάπη. Προφανώς και είχε πνευματικές ανησυχίες. Είχε μια ευρύτητα καλλιέργειας και σκέψης, που του επέτρεπε μια εύκολη επικοινωνία με όλους τους ανθρώπους, από τον απλό εργάτη της γης μέχρι τους υπουργούς ή τους προέδρους ξένων χωρών. Ήταν εξωστρεφής και πληθωρικός, με ανεξάντλητα αποθέματα ενέργειας, μπόλικο κοινό νου και πρακτικότητα. Αλλά και εσωστρεφής, με μια μυστικιστική σχεδόν σχέση με τη φύση, τη γη και τις καλές τέχνες γενικά. Ως πατέρας ήταν τρυφερός, αλλά και απόμακρος, γιατί ήταν τόσο πολλά πράγματα μαζί.
Τι θα συνέβαινε αν οι πολιτικοί είχαν αγάπη για την τέχνη και έγραφαν ή ζωγράφιζαν οι ίδιοι ;
Τόσο για τον πολιτικό, όσο και για τον κάθε άνθρωπο που ασκεί ένα οποιοδήποτε επάγγελμα, η εσωτερική καλλιέργεια είναι σημαντική, γιατί φέρνει την ευρύτητα και το βάθος της σκέψης, κάτι που έμμεσα ή άμεσα επηρεάζει την ποιότητα του όποιου έργου του. Ας μην είμαστε όμως ρομαντικοί... Στην κατάσταση που είμαστε σήμερα, θα μου έφτανε νομίζω αν οι πολιτικοί αγαπούσαν πραγματικά το αντικείμενο της δουλειάς τους και προσπαθούσαν να κάνουν το καλύτερο για τη χώρα. Υπάρχουν ευτυχώς και τέτοιοι, αλλά φοβάμαι πως δεν είναι η πλειοψηφία.
Γράφετε για τον πατέρα σας: «Είκοσι χρόνια πέρασαν που προσπαθώ με πείσμα να σε γνωρίσω». Αλήθεια, μήπως η απόσταση μας κάνει και βλέπουμε τα πράγματα με περισσότερη σοφία;
Σαφέστατα. Η απόσταση, όπως και η προσωπική εμπλοκή σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο, είναι και τα δυο απαραίτητα. Το γράψιμο απαιτεί γνήσιο συναίσθημα αλλά και μετουσίωση και προοπτική.
Η οικογένεια του πατέρα σας κινήθηκε ιδεολογικά μεταξύ του κέντρου και της συντηρητικής παράταξης. Δεν ήταν δύσκολη για τον Ευάγγελο Αβέρωφ η επιλογή να ξεκινήσει από το κέντρο, δεδομένης της αντίθεσης με τον πατέρα του;
Νομίζω ότι είναι δύσκολο για μας τους Νεοέλληνες να ταυτιστούμε με τις μακρινές εκείνες εποχές του πρώτου Πολέμου και του μεγάλου Διχασμού. Ο πατέρας μου έζησε αυτόν τον άτυπο εμφύλιο μέσα στο σπίτι του – φανατικός βασιλικός ο πατέρας του, ενώ η μητέρα του και η οικογένειά της ήταν βενιζελικοί. Από την τρυφερή ηλικία των 5-6 χρόνων, δεχόταν μηνύματα κι απ' τις δυο πλευρές, έστω και έμμεσα, αφού οι γυναίκες τότε ήταν υποταγμένες φαινομενικά στον σύζυγο-αφέντη – κάτι που θα πρέπει να τον προβλημάτισε και να τον ανάγκασε από πολύ νωρίς να ψάξει συνειδητά, ώστε να διαμορφώσει τη δική του ταυτότητα. Αργότερα, στην Αθήνα, ήρθε σε επαφή με τον αδερφό του πατέρα του, που ήταν βουλευτής του Βενιζέλου (και δεν μιλιούνταν τα δυο αδέρφια) και μέσω εκείνου γνώρισε τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου, που έγινε κάτι σαν μέντοράς του. Από εκεί και πέρα νομίζω πως ο κύβος είχε ριφθεί.
Εμείς γνωρίσαμε την εικόνα του αστού πολιτικού Αβέρωφ και τώρα μέσα από το βιβλίο σας μαθαίνουμε μια άλλη εικόνα. Μήπως η άγνωστη πλευρά ενός πολιτικού είναι και η πιο γοητευτική, γιατί φέρνει στο φως ενδιαφέρουσες αποκαλύψεις;
Πιστεύω πως σπάνια γνωρίζουμε τον άλλο πραγματικά. Όχι μόνο τον πολιτικό, αλλά και τον οποιονδήποτε Άλλο. Η επικοινωνία μας, ακόμα και με κοντινούς μας ανθρώπους, και οι εντυπώσεις που δημιουργούμε γι' αυτούς βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στην εξωτερική εικόνα και χρωματίζονται μέσα από τους ρόλους ή τα στερεότυπα που φέρνει ο καθένας στη σχέση. Με αυτή την έννοια, πάντα υπάρχει μια «άγνωστη πλευρά», που είναι πολύ γοητευτικό άμα καταφέρουμε να την ανακαλύψουμε. Βέβαια, τους πολιτικούς τους «γνωρίζουμε» μέσα από τα μίντια κυρίως ή τις διάφορες κομματικές κορόνες, δεν έχουμε προσωπική σχέση μαζί τους. Οπότε οι «άγνωστες πλευρές» τους ενδεχομένως να είναι ακόμα περισσότερες. Ή και όχι. Εξαρτάται απ' το αν έχει διασωθεί ο άνθρωπος πίσω απ' τον πολιτικό.
Το βιβλίο σας είναι σημαντικό, διότι αναφέρεται στα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την Ελλάδα από το 1908 μέχρι τις αρχές του Εμφυλίου. Ταυτόχρονα, δηλαδή, δεν είναι και μια μαρτυρία και ταξίδι αναζήτησης στην Ιστορία του τόπου;
Ναι. Θα έλεγα μάλλον πως είναι ένα ταξίδι αναζήτησης του ανθρώπου πίσω από την εικόνα. Και της εποχής του, φυσικά. Δεν μπορείς να καταλάβεις τον άνθρωπο ξέχωρα από την εποχή του και το περιβάλλον που τον διαμόρφωσε.
Υπάρχει ανταπόκριση του αναγνωστικού κοινού σε αυτό;
Υπάρχει πολύ μεγάλη ανταπόκριση και ενδιαφέρον, κάτι που περίμενα σε κάποιο βαθμό λόγω θέματος. Αλλά και πάλι, έχω λιγάκι εκπλαγεί.
Διδάσκετε δημιουργική γραφή. Ενδιαφέρονται οι νέοι για τη συγγραφή;
Και οι νέοι ενδιαφέρονται, και οι όχι τόσο νέοι. Είμαστε ένας λαός που γράφει. Και είναι συγκινητικό το πόσοι άνθρωποι παλεύουν να δαμάσουν σε γραπτό λόγο και να εκφράσουν λογοτεχνικά αυτά που έχουν μέσα τους. Δεν είναι εύκολο και δεν τα καταφέρνουν όλοι. Πιστεύω όμως πως όλοι παίρνουν κάτι από την εμπειρία τους αυτή στα σεμινάρια δημιουργικής γραφής. Είναι ένα ταξίδι που μπορεί να μη σε οδηγήσει απαραίτητα στον προορισμό που περίμενες, αλλά θα ανακαλύψεις στον δρόμο πολλά για το πού θέλεις τελικά να πας, και πώς.
Ποια βιβλία θα προτείνατε στους αναγνώστες μας;
Δύσκολη ερώτηση, γιατί ο καθένας διαβάζει για άλλο λόγο και καλύπτει διαφορετικές ανάγκες μέσα από το διάβασμα. Γι' αυτό, δεν θα ήθελα εδώ να ονοματίσω συγκεκριμένους τίτλους βιβλίων. Για όσους θέλουν να οξύνουν το βλέμμα τους αισθητικά-λογοτεχνικά-συναισθηματικά και ίσως να γράψουν κάποτε και οι ίδιοι, θα συνιστούσα να διαβάσουν «καλά» βιβλία, τα μεγάλα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας, τα κλασικά, τα βραβευμένα, νεότερα και παλιά. Χρειάζεται να έχεις διαβάσει πολλά, ακόμα και αν δεν σου πάνε όλα. Σιγά σιγά εξοικειώνεται κανείς και απολαμβάνει όλο και πιο «δύσκολα» βιβλία. Συνήθως, βέβαια, διαβάζουμε για την απόλαυση και μόνο. Πράγμα φυσικό και ωραίο. Από εκεί ξεκινάς. Θα πρότεινα, λοιπόν, στους αναγνώστες σας να διαβάζουν ό,τι τους αρέσει και τους ευχαριστεί. Και να δοκιμάζουν. Υπάρχουν πολλά βιβλία που αξίζει να ανακαλύψουμε, τόσο Ελλήνων όσο και ξένων συγγραφέων.
Δέκα ζωές σε μία
Τατιάνα Αβέρωφ
Μεταίχμιο, 2014
520 σελ.
Τιμή € 18,80
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου