Από τον Κωνσταντίνο Αθ. Οικονόμου, δάσκαλο- συγγραφέα
(Στον κάθε αη-Δημητράκη, που γεύεται άωρα αλλά αιώνια τον Παράδεισο!)
Πριν από δυο-τρεις χειμώνες, το πρωινό της Πρωτοχρονιάς, στο ογκολογικό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, στο Ρίο, επικρατεί αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητάει επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Θέλει οπωσδήποτε να κοινωνήσει.
Είχε δεν είχε μια ντουζίνα χρόνους στην ασθενική του πλάτη, αλλά τον
τελευταίο απ΄αυτούς δύσκολα θα τον υπέφερε κάποιος άλλος. Κι αυτό γιατί,
δεκαπέντε μήνες πριν, του είχε διαγνωστεί η φοβερή αρρώστια. Κι από
τότε συνέχεια εκεί στην κλινική, με μικρές διακοπές για το σπίτι στο
Αίγιο, όπου οι γονείς του εργάζονταν.(Στον κάθε αη-Δημητράκη, που γεύεται άωρα αλλά αιώνια τον Παράδεισο!)
Πριν από δυο-τρεις χειμώνες, το πρωινό της Πρωτοχρονιάς, στο ογκολογικό του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου, στο Ρίο, επικρατεί αναστάτωση. Ο μικρός Δημητράκης ζητάει επειγόντως τον ιερέα του Νοσοκομείου. Θέλει οπωσδήποτε να κοινωνήσει.
Ένας μικρός αλλά συνεχής πονοκέφαλος τον είχε οδηγήσει εκεί. Οι γιατροί διέγνωσαν “καλοήθη νεοπλασία”, όπως ακριβώς το ανακοίνωσαν στον εμβρόντητο πατέρα του, δηλαδή καρκίνο του εγκεφάλου. Έναν καρκίνο που η “καλοήθειά του” ερμηνεύονταν ως μερικοί μήνες ζωής ακόμη...
Ρώτησα κι έμαθα από την κυρία Νίκη, μια νοσηλεύτρια “παντογνώστη”, πως η καταγωγή των γονιών του ήταν από το Φίερι της Αλβανίας, μα ο ίδιος γεννήθηκε στην Ελλάδα. Οι γονείς του, μα και η πλειοψηφία των μεγαλωμένων στην Αλβανία, όπου μέχρι πριν είκοσι πέντε σχεδόν χρόνια το να θρησκεύει κανείς θεωρείτο “μαχαιριά” στο μαλακό υπογάστριο των “λαϊκών προλεταρικών ιδεωδών”, ήταν αβάπτιστοι. Έμεναν αρκετά χρόνια στην περιοχή. Ο Δημητράκης, λίγο μετά την είσοδό του στο Νοσοκομείο, θέλησε να βαπτιστεί. Άκουγε για τον Χριστό και ήθελε να γίνει “παιδί” Του, όπως ο ίδιος συχνά έλεγε. Βαπτίστηκε, εντέλει “εις το όνομα του Πατρός και του Υϊού και του Αγίου Πνεύματος”, μετά από κατήχηση από ένα ανδρόγυνο ηλικιωμένων δασκάλων που δεν είχαν δικά τους παιδιά.
Όλοι τον αγαπούσαν πολύ στην κλινική. Και τώρα τις άγιες τούτες μέρες, το δωμάτιό του ήταν γεμάτο από χριστουγεννιάτικα δώρα και γιορτινό διάκοσμο. Ο καρκίνος, όμως, αμείλικτος, είχε προχωρήσει αρκετά και ήδη του είχε στερήσει την όραση! Δεν έβλεπε τίποτε και κανέναν, τουλάχιστον με τα μάτια του σώματός του.
Άκουγε όμως με μεγάλη και θαυμαστή υπομονή. Δεν παραπονιόταν. Έλεγε ότι ο Θεός τον αγαπά πολύ. Προσευχόταν και παρακαλούσε και τους γονείς του να κάνουν το ίδιο.
Όσοι τον επισκέπτονταν, συμμαθητές του, δάσκαλοι, γείτονες, αλλά και συγγενείς άλλων νοσηλευομένων, καταλάβαιναν ότι υπήρχε κάτι διαφορετικό σ΄ αυτό το παιδί. Μιλούσε συνέχεια για τον Θεό, ενώ ο λόγος του ήταν πάντα ευγενικός και η όλη του συμπεριφορά, ανεξήγητα, για μας τους “περιλειπομένους, λέγοντες πιστούς είναι”, χαρούμενη! Το πρόσωπο του έλαμπε. Ήθελε να κοινωνά συχνά τα Τίμια Δώρα.
Κάποιες φορές, κι αυτό το βεβαίωναν πολλοί νοσηλευτές, φώναζε τη μητέρα τουόταν αυτή βρισκόταν σε κάποιο άλλο χώρο της κλινικής, λέγοντάς της: “Μητέρα, ελα γρήγορα. Φτάνει ο παππούλης με τον Χριστό. Ανεβαίνει τα σκαλιά. Έλα να με ετοιμάσεις”. Και έτσι γινόταν. Ο ιερέας ερχόταν και έβρισκε τον Δημητράκη καθισμένο στο κρεββάτι του, με ανοιχτό το στόμα, κάνοντας με ευλάβεια τον σταυρό του. Ενώ δε γνώριζε την ακριβή ώρα που θα 'ρχόταν ο ιερέας με τον “Άρτο και τον Οίνο” της Ζωής, με διορατικό χάρισμα, με τα μάτια της ψυχής, που αυτά δε βλάφτηκαν από καμιά ασθένεια, το αντίθετο μάλιστα, τον “έβλεπε” να έρχεται. Τον έβλεπε μ' αυτά τα μάτια της αγιασμένης του παιδικής ψυχής, παρ' όλο που παρεμβάλλονταν δυο κλειστές πόρτες που χώριζαν το θάλαμό του από τον διάδρομο πού ερχόταν ο ιερέας. Μια σύγχρονη Σαμαρείτισσα, που εθελοντικά φρόντιζε το παιδί, όταν η μητέρα του κατ΄ ανάγκην έφευγε προσωρινά από κοντά του, η κυρία Μαρία Γ., το βεβαιώνει. “Κυρία Μαρία, θέλω κάτι να σας πω”, της είπε μία μέρα.
Όταν έρχεται ο παππούλης με τον Χριστό, τον βλέπω στις σκάλες πού ανεβαίνει και δίπλα του υπάρχουν δυο ψηλοί, όμορφοι άνθρωποι με ολόασπρη στολή πού γέρνουν προς τα Τίμια Δώρα και με ανοιχτά τα χέρια τους το προστατεύουν”.
Είχε αποκτήσει, ομως, κι άλλο χάρισμα ο Δημητράκης. Ο Θεός του έδωσε, φαινεται, άφθονη γεύση Παραδείσου, αμείβοντας την υπομονή του στα σωματικά του βάσανα. Έτσι, όταν κάποτε ένας από τους γιατρούς που τον φρόντιζε τον ρώτησε: “Τί κάνεις, Δημητράκη, πώς πάμε;”, εκείνος χαμογελαστός του απάντησε: “Κύριε γιατρέ, μπορώ να σας πώ από κοντά;” Και πλησίασε το προσωπάκι του στο γιατρό που είχε καθίσει κοντά του. “Εγώ είμαι καλά. Εσείς μην στενοχωριέστε πού έφυγε η γυναίκα σας. Ο Θεός θα είναι μαζί σας γιατί είστε καλός άνθρωπος”. Ο γιατρός έμεινε λίγο ακίνητος. Κανείς δεν ήξερε το θλιβερό γεγονός πού είχε συμβεί την προηγούμενη ήμερα στο σπίτι του, ότι δηλαδή η γυναίκα του τον εγκατέλειψε για κάποιον άλλον!
Την τελευταία φορά πού κοινωνάει, μια Πρωτοχρονιά, λίγο πριν το Μεγάλο του Ταξίδι, δεν μπορεί πλέον να μείνει καθιστός στο κρεββάτι, αλλά υποδέχεται με χαρά και λαχτάρα τον Χριστό ξαπλωμένος. “Ευχαριστώ πολύ”, ψέλλιζει και μετά κοιμάται... Ο ιερέας, όταν την άλλη μέρα πήγε στο νεκροτομείο να διάβασει στον Δημητράκη το τρισάγιο, έλεγε στους παρισταμένους: “Τέτοιο λείψανο πρώτη φορά στην ζωή μου βλέπω”. Και πράγματι, το πρόσωπο του, ήταν χαμογελαστό, αφού είδε τον αγαπημένο του Κύριο, το πρόσωπό του ήταν λαμπρό, αφού πήρε το φως Του. Κι ο παριστάμενος βοηθός στο νεκροτομείο ακόμη λέει σ΄όλους πως είχε το χρώμα του κεχριμπαριού!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου