Τετάρτη 17 Δεκεμβρίου 2014

ΣΟΚάρουν οι ΑΠΟΚΑΛΥΨΕΙΣ για τον Μένη Κουμανταρέα: Η Λιλή, ο Αλβανός εκβιαστής και οι νύχτες της αμαρτίας!

http://www.makeleio.gr/?p=233233koumantareas

Μία εβδομάδα μετά την άγρια δολοφονία του γνωστού συγγραφέα Μένη Κουμανταρέα… στο σπίτι του, στην Κυψέλη, ο δράστης που τον χτύπησε και τον στραγγάλισε κυκλοφορεί ελεύθερος. Στο «μικροσκόπιο» των Αρχών έχουν μπει η έντονα κοινωνική ζωή του 83χρονου πεζογράφου, οι κατά καιρούς παρέες του με αλλοδαπούς (κυρίως με Αλβανούς και Ρουμάνους), στο πλαίσιο και της αντιρατσιστικής δράσης του, καθώς και το οπτικό υλικό από τις κάμερες καταστημάτων στη γειτονιά της οδού Ζακύνθου.
Οι αστυνομικοί του Τμήματος Ανθρωποκτονιών της Ασφάλειας Αττικής που έχουν αναλάβει την ερευνά για το έγκλημα, το οποίο συγκλόνισε το πανελλήνιο, έχουν γυρίσει πίσω τον χρόνο και εξετάζουν μια -άγνωστη στο ευρύ κοινό- δικογραφία που είχε σχηματιστεί σε βάρος ενός Αλβανού ο οποίος φέρεται ότι εκβίαζε τον Μένη Κουμανταρέα. Πρόκειται για άγνωστο ντοκουμέντο, που φέρνει στο φως της δημοσιότητας απογευματινή εφημερίδα.

Σύμφωνα με διασταυρωμένες πληροφορίες, το 2004 ο πεζογράφος είχε απευθυνθεί στο Τμήμα Εκβιαστών της Ασφάλειας και είχε καταγγείλει ότι ένας Αλβανός, με τον οποίο είχε κοινωνικές επαφές και κάποια εργασιακή σχέση, τον εκβίαζε προκειμένου να του αποσπάσει χρήματα, τα οποία -όπως τουλάχιστον είχε ισχυριστεί τότε ο αλλοδαπός- του χρωστούσε ο συγγραφέας.
Σύμφωνα με τις ίδιες πληροφορίες, ο συγγραφέας αρχικά είχε μισθώσει αντί 400 ευρώ τον μήνα έναν άλλο αλλοδαπό -επίσης Αλβανό- για να τον βοηθά σε εργασίες και στις κοινωνικές δραστηριότητές του. Επειτα από ένα χρονικό διάστημα το πρόσωπο αυτό θέλησε να αποδεσμευτεί και φέρεται ότι του σύστησε έναν συμπατριώτη του για να το αντικαταστήσει. Φαίνεται πως σε αυτή τη φάση δημιουργήθηκαν κάποια προβλήματα, με αποτέλεσμα ο Μένης Κουμανταρέας να μην του πληρώνει ολόκληρο το ποσό, σύμφωνα πάντα με τους τότε ισχυρισμούς του αλλοδαπού. Επειτα από αυτή την εξέλιξη ο συγγραφέας απευθύνθηκε στην Ασφάλεια, καθώς ο νεαρός Αλβανός φέρεται ότι τον εκβίαζε, ενώ ένα βράδυ είχε εισβάλει στο διαμέρισμά του. Για την υπόθεση είχε σχηματιστεί δικογραφία σε βάρος του αλλοδαπού.
Παράλληλα, οι έρευνες της Ασφάλειας επικεντρώνονται στις τελευταίες παρέες του 83χρονου συγγραφέα με αλλοδαπούς, οι οποίοι όμως δεν φαίνεται να του έδιναν τα πραγματικά στοιχεία τους. Πολύς λόγος έγινε για το ραντεβού του Μένη Κουμανταρέα στην πλατεία Βικτωρίας με τον «Πωλ» από τη Ρουμανία, στο οποίο όμως ποτέ δεν πρόλαβε να πάει, καθώς βρέθηκε δολοφονημένος. «Τόσο το όνομα όσο και η εθνικότητα του συγκεκριμένου ανθρώπου πιστεύουμε πως είναι ψεύτικα. Το πρόσωπο που αναζητούμε για να το εξετάσουμε δεν είχε κανένα λόγο να πει στον συγγραφέα το πραγματικό όνομά του και την καταγωγή του. Μπορεί να είναι Αλβανός, ακόμα και Βούλγαρος ή μπορεί πράγματι να είναι Ρουμάνος» λέει στην «Espresso» αστυνομικός που συμμετέχει στις έρευνες για την εξιχνίαση του στυγερού εγκλήματος.
Το προφητικό απόσπασμα για τον στραγγαλισμό
Ενα απόσπασμα από το τελευταίο βιβλίο του συγγραφέα μοιάζει προφητικό, καθώς ο ήρωας περιγράφει μια επίθεση που δέχτηκε από αλλοδαπό, τον Νουάρ, ο οποίος τον λήστεψε απειλώντας να τον στραγγαλίσει. «Ηταν ένα ιδιαίτερα εντυπωσιακό παιδί. (…) Ηρθε δύο φορές συνοδεία με εκείνο το απόβρασμα. Την τρίτη φορά, εφόσον υποτίθεται ότι είχε κερδίσει πια την εμπιστοσύνη μου, ήρθε μόνος. Κι ενώ εγώ με το νου μου είχα πλάσει εναγκαλισμούς, εκείνος αρπάζοντάς με από τον λαιμό μού ζήτησε επίμονα χρήματα και πιστωτικές κάρτες. Με άφησε μονάχα όταν του υποσχέθηκα ότι θα τον βοηθούσα. (…) Η κατάληξη ήταν ότι κάλεσα την Ασφάλεια και τον έπιασαν επ’ αυτοφώρω. Είχα, όσο να ‘ναι, φοβηθεί από τις απειλές και τα αλλεπάλληλα τηλεφωνήματα».
Θεοδόσης Π. Πάνου
Οι νύχτες της αμαρτίας στις αγκαλιές άγνωστων αντρών
Αυτοψυχογράφημα ή προφητικό μυθιστόρημα; Οπως και να ‘χει, ο Μένης Κουμανταρέας στο τελευταίο βιβλίο του «Ο θησαυρός του χρόνου» (εκδόσεις Πατάκη) μιλάει ανοιχτά για την ιδιαίτερη ερωτική ζωή ενός ήρωα (κατά σύμπτωση η σύντροφός του ονομάζεται Λιλή, όπως λεγόταν και η σύζυγός του) και βγάζει στη φόρα τα ενδότερα μιας καλά κρυμμένης ζωής, πίσω από τα θαμπά φώτα των σκοτεινών μαγαζιών, στα οποία «ψωνίζονται» γηραιοί κύριοι με αλλοδαπούς-βίζιτες.

«Είμαι πια σε ηλικία να τα αναπαράγω όλα, ομολογημένα και ανομολόγητα, -ιδίως αυτά- σαν να πρόκειται γα τα τελευταία σημάδια που θα αφήσω πίσω μου» αναφέρει ο Κουμανταρέας στις πρώτες σελίδες του -πραγματικά πολύ- ενδιαφέροντος μυθιστορήματός του, στο οποίο -σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν άνθρωποι που τον γνώριζαν καλά- προοιωνίζεται το τραγικό φινάλε του.
Τον τίτλο του βιβλίου έδωσε ο Θάνος Φωσκαρίνης, ο επί σειρά ετών φίλος και «στενός» συνεργάτης του Κουμανταρέα. «Δεν μπορεί να συλλάβει ο νους μου ότι την ώρα που εγώ τον περίμενα να γυρίσει πίσω, κάποιοι τον σκότωναν στο σπίτι του» δηλώνει στην «Espresso» ο κύριος Φωσκαρίνης.

Το ίδιο αίσθημα επικρατεί και στους περισσότερους κατοίκους της γειτονιάς του. Πολλοί από αυτούς που συγκεντρώνονται στο βραδινό του στέκι, εκείνο της Μαρίας, όπου πήγαινε για φαγητό, προσπαθούν να εξηγήσουν τα αίτια της δολοφονίας του. Μάλιστα, κάποιοι μιλούν για ένα γερό ποσό που υπήρχε στο σπίτι του (από την πώληση ακινήτου στα βόρεια προάστια), για τις καθημερινές, αλλά και τις ιατροφαρμακευτικές ανάγκες του, ειδικά τον τελευταίο καιρό που ο καρκίνος στους λεμφαδένες είχε αρχίσει να τον καταβάλλει.
«Προφητικά»
«Αυτό που έχω να πω είναι πως πρόκειται για ένα βιβλίο προφητικό, στο οποίο υπάρχει η αίσθηση του θανάτου της Λιλής, αλλά τελικά ήρθε και ο θάνατος του Μένη. Ειδικά, δε, με εκείνη τη σκηνή του νεκροθάφτη, ο οποίος ανοίγει έναν λάκκο στην είσοδο της πολυκατοικίας του ήρωα, εγώ όταν την είχα διαβάσει δεν ένιωσα καλά και ζήτησα από τον Μένη να την αφαιρέσει» συμπληρώνει Θάνος Φωσκαρίνης.
Ποια είναι όμως τα πιο σημαντικά αποσπάσματα του συγκεκριμένου βιβλίου;
Στο βιβλίο του Μένη Κουμανταρέα η επί μισό αιώνα σύντροφός του Λιλή (η οποία σκιαγραφείται και στο εξώφυλλο διά χειρός Αντιγόνης Πασίδη) κυριαρχεί με αναφορές. Ο συγγραφέας μόνο καλά λόγια είχε για εκείνη. Αφού αναφέρει ότι γνωρίστηκαν σε μια εταιρία που ασφάλιζε πλοία και αεροπλάνα, στην οποία εργάζονταν και οι δύο, συμπληρώνει με τη γνώριμη γλαφυρή πένα του: «Με ωραία πράσινα μάτια, καλλίγραμμες γάμπες, κομψά ντυμένη, που την είχαν αποσπάσει στο λογιστήριο, παρόλο που η ειδικότητά της σε προηγούμενη δουλειά ήταν στις ασφάλειες ζωής. (Μαζί της επρόκειτο να κάνω κι εγώ μια ισόβια ασφάλεια ζωής). Σαν μια ηλιαχτίδα φωτός στο μουντό υπαλληλικό τοπίο, η Λιλή -γράφω το όνομά της με ευσέβεια πιστού, που προσκυνά ένα άγαλμα θεότητας- φώτισε τις μέρες εκείνες, τα χρόνια καλύτερα, της υπαλληλικής μας ζωής… Κι εξακολουθεί να τα φωτίζει με όσες δυνάμεις τής απέμειναν, φρουρός ακοίμητος της ζωής μου».
Σε άλλο σημείο μιλάει για τη σκιερή πλευρά του ήρωα (εαυτού του;), την οποία όπως τονίζει: «Το καλύτερο λαγωνικό της αστυνομίας αδυνατεί να εξιχνιάσει».
Ωστόσο δεν το κρύβει ότι η Λιλή -έστω και αν της έκρυψε κάποια δικά του μυστικά- ήταν το πρωταγωνιστικό πρόσωπο της ζωής του. «Είναι εγκλήματα που έχω διαπράξει, έργω διανοία, όπως λέει και η Εκκλησία, τα οποία και οι πιο στενοί μου άνθρωποι αγνοούν. Υπάρχουν μυστικά που κρατώ επτασφράγιστα από τη Λιλή, χωρίς αυτό να σημαίνει λιγότερη κατανόηση ή αγάπη από μέρους μου. Η ζωή της, αυτό να λέγεται, είναι πολύ πιο καθαρή απ’ τη δική μου, πράγμα που κάνει τη θέση της πλεονεκτική. Οτιδήποτε πάντως να συμβαίνει, σε πείσμα κάθε σχέσης ή σκέψης κρυφής, εκείνη κρατά την κύρια, την κεντρική θέση στη ζωή μου. Για να πληρωθεί το ρηθέν από τον Αλληλογράφο μου: “Οι άντρες δεν είναι ο προορισμός σου. Ο,τι άλλο κι αν συμβαίνει στη ζωή σου, κατ’ ουσίαν ένα και μόνο πρόσωπο θα πρωταγωνιστεί: γυναίκα”».
«Μπάμια» ή «φίφα»
Ο Λευτέρης ή Σπίνος είναι ένας από τους άντρες με τους οποίους βρίσκεται σε ένα δωμάτιο και η συζήτησή τους αφορά το αντρικό… μόριο.
«Βρεθήκαμε μόνοι στο δωμάτιό του με την πόρτα κλειδωμένη. Εβγαλε με άνεση τα ρούχα του κι έμεινε με το φανελάκι κι ένα σώβρακο απ’ αυτά που οι άντρες φορούσαν παλιά, μακρύ ως το γόνατο, από καραβόπανο».
«Ωραίο σώμα!»
«Είχε ωραίο σώμα, καλοσχηματισμένο, με λευκό δέρμα, όχι όμως ασπρουλιάρικο. Οι μύες του διαγράφονταν όπως στους νέους στη ζωοφόρο του Παρθενώνα. “Εσύ με αυτό το κορμί” του είπα “μπορείς να πηγαίνεις με τις καλύτερες και όχι στις πόρνες”. “Μα ούτε οι πουτάνες με θέλουν” μου είπε με παράπονο. Φαντάστηκα αμέσως ότι θα είχε εργαλείο υπερμέγεθες, γιατί είχα ακουστά περιπτώσεις που οι γυναίκες φυλάγονταν από τους άντρες που μπορούσαν να τις τραυματίσουν πάνω στην πράξη. Σαν να είχε μαντέψει τη σκέψη μου, ο Λευτέρης γέλασε σαρκαστικά. “Δες” μου είπε και κατέβασε ξαφνικά το σώβρακό του. “Αν δεν βλέπεις, καλύτερα να φορέσεις τα γυαλιά σου”. Το μόριό του ήταν σαν μικρού παιδιού, αυτά που οι άλλοι άντρες αποκαλούν “μπάμιες” κι οι αδερφές “φίφα”. “Δεν μπορεί” του είπα “όταν θα έχει στύση, θα μεγαλώνει αρκετά”. Πάλι γέλασε. Πικρά. “Μη φανταστείς, και κλωσημένος είναι ζήτημα αν μεγαλώνει ένα πόντο”, κι ανέβασε το σώβρακό του. “Δεν πειράζει” του είπα “μια γυναίκα που σε θέλει πραγματικά δεν σταματάει εκεί”. Ή ένας άντρας που σε ποθεί, είπα από μέσα μου».
Σε μπαρ όπου συχνάζουν ώριμοι ματσωμένοι κύριοι και αλλοδαποί-βίζιτες έρχεται σε επαφή με τον Λούνα. «Δεν έχει σημασία η ονομασία αυτού του μπαρ, πάντως εγώ το έχω βαφτίσει “Τα παιδιά της Σωτηρίας”, είτε λόγω του Στρατού της Σωτηρίας που αντιπροσωπεύουν αυτά τα παιδιά για τις ψυχές των γκέι πελατών είτε από το όνομα του Σωτήρη, που είναι εύθυμος και αθυρόστομος ιδιοκτήτης (…) Ο Σωτήρης μού προτείνει μια θέση στον κόκκινο καναπέ και ψιθυριστά στο αυτί μού δείχνει ένα νεαρό. “Είναι καλό παιδί” μου λέει “κι έχει προσόντα”. Το μάτι σπινθηρίζει πονηρά. “Aσε τα προσόντα” του λέω “είναι έμπιστος;”. “Οσο έμπιστοι είναι όλοι τους. Τουλάχιστον δεν ακούστηκε ποτέ κάτι γι’ αυτόν”. Αλλά και για τα παιδιά που έπαιρνε ο Παζολίνι δεν είχε ακουστεί τίποτα γι’ αυτά.
»Ο νεαρός είναι Ρουμάνος, για την ακρίβεια Ρουμανοτσιγγάνος και αντίθετα με τους δικούς μας μαυριδερούς γύφτους, έχει γκριζογάλανα μάτια και λευκό δέρμα. Τα ελληνικά του είναι αρκετά καλά, χωρίς να μπορεί να πει κανείς ότι έχει φοιτήσει με δάσκαλο τον Μπαμπινιώτη ή τον Μαρωνίτη. “Πώς σε λένε;” “Λούνα”, μου λέει, “όπως το φεγγάρι. Είμαι από το Καλαράσι κι έχω τρία χρόνια στην Αθήνα”.
»Παίρνω τον Λούνα και φεύγουμε. Χωριστά ο καθένας, για να μη δώσουμε στόχο. Είναι λιγόλογος, ευγενής και έχει ωραία πόδια. Oπως γρήγορα ανακάλυψα, διαθέτει ολόκληρο πελατολόγιο στο Iντερνετ. Κανονικός επαγγελματίας χαζεύω. Περισσότερο από όμορφος είναι ελκυστικός. Και ακίνδυνος. Δεν με πειράζει ο πληρωμένος έρωτας. Δεν παίζονται αισθήματα. Παραείναι ακριβά τα αισθήματα για να τα σκορπίζουμε στον πρώτο τυχόντα».
«Καρναβάλι»
Ο συγγραφέας -με τον τίτλο «Καρναβάλι»- περιγράφει ένα underground μαγαζί, κάπου στη Σοφοκλέους ή στην Ευριπίδου, το οποίο όπως λέει «ήταν τραγικό μες την κωμικότητά του».
«Μέσα σε ετούτο το πρωτόφαντο παρτσακλό σινάφι ένιωθα παρείσακτος, και μόνο ένας ψηλός μεσήλιξ κύριος, ντυμένος με ευπρέπεια, έμοιαζε να ανήκει στην ίδια τάξη μ’ έμενα. Μου φάνηκε μάλιστα πως μου έκανε νόημα μια ή δύο φορές να τον πλησιάσω, μα, και να ‘θελα δεν προλάβαινα. Κάποιος ναύτης με άρπαξε, δυο κεφάλια ψηλότερός μου, και βάζοντάς με με το ζόρι μες τον χορό μού ψιθύρισε άγρια: “Πού ‘ναι το φουστάνι σου μωρή!”.
»Γλίτωσα από την αγκαλιά του για να πέσω στα χέρια κάποιου άλλου, που εν συνεχεία με παρέδωσε σε ένα τρίτο άτομο, γυναικωτό τούτη τη φορά, που μου ψιθύριζε μυστήριες λέξεις και φράσεις, όπως “τεκνό”, “τζινάβεις;” και τα παρόμοια, που ηχούσαν παράταιρες στ’ αυτιά μου, αλλά που ως εκ θαύματος ήταν ταιριαστές με το περιβάλλον και τη μουσική».
«Καμικάζι»
Σε άλλο κεφάλαιο του βιβλίου ο συγγραφέας κάνει λόγο για την υπερβολική άνεση με την οποία εντελώς άγνωστοι σε εκείνον άνθρωποι, όπως ένας ντελιβεράς με το παρατσούκλι «καμικάζι» («αδύνατος δεκαεννιάρης, με τριγωνικό πρόσωπο, κάτι ανάμεσα σε Κινεζάκι και Βιετναμεζάκι»), εισβάλλουν στον ιδιωτικό χώρο του.
Αλκίνοος Μπουνιάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου