http://www.antinews.gr/Antitheseis/ti-einai-kai-ti-den-einai-i-europi/
Έχει την εξουσία η Ευρώπη να είναι «κηδεμόνας» ή
«εξεταστής» των κρατών μελών της Ευρωζώνης; Αυτό φαίνεται να είναι η
θέση άρθρου του κ. Μ. Πεγκλή στην Καθημερινή της 10ης Αυγούστου 2014.
Διερωτάται όμως κανείς, εάν τέτοιο ήταν το όραμα των πατέρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Σουμάν, Μοννέ, Σπάακ, Ντε Γκάσπερι κλπ.) ή ακόμη και των νεώτερων πατέρων της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (Ντελόρ, Μιττερράν, Κολ κλπ.). Είχαν άραγε κατά νου μια Ευρώπη «κηδεμόνα» ή «εξεταστή» των κρατών μελών της ή, αντιθέτως, μια ένωση κυριάρχων κρατών;
Τα «Μνημόνια» οικονομικής πολιτικής των «απείθαρχων δημοσιονομικά» κρατών της Ευρωπαϊκής περιφέρειας. όντως εισήγαγαν μια φιλοσοφία «κηδεμόνα» και «εξεταστή». Η φιλοσοφία αυτή διαταράσσει καίρια την αρχική ισορροπία των Ευρωπαϊκών συνθηκών, ήτοι, την ισοτιμία των κρατών μελών. Πιθανόν βέβαια, σε ένα κράτος που από την ίδρυσή του και εντεύθεν έως σήμερα η θεσμική του εκπροσώπηση εκλιπαρούσε για την «προστασία» των «Μεγάλων Δυνάμεων», η ύπαρξη «κηδεμόνα» και «εξεταστή» να φαίνεται κάτι φυσιολογικό. Δεν είναι όμως αυτό φυσιολογικό για την ίδια την Ευρώπη, τις πολιτικές και δικαιικές παραδόσεις της, ακόμη και για αυτή την ατελή θεσμική της υπόσταση: Η Κομισιόν ξεκίνησε ως «φύλακας των συνθηκών» και εκτελεστικό όργανο της Ένωσης και ασφαλώς όχι ως υποκατάστατο των εθνικών κυβερνήσεων για όσες αρμοδιότητες παρέμεναν στα κράτη μέλη – οιονεί ομόσπονδες οντότητες ενός οιονεί ομοσπονδιακού μορφώματος. Και οι δικαιολογημένες επικρίσεις για το δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης κατέτειναν σε ενίσχυση και όχι μείωση της δημοκρατικότητας των Ευρωπαϊκών θεσμών σε κάθε αναθεώρηση των Συνθηκών.
Η διαφορά αντίληψης μεταξύ της θεσμικής έκφανσης του κράτους που ιδρύθηκε μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και της θεσμικής έκφανσης των λοιπών κρατών εκφράσθηκε πλήρως και στη διαφορά μεταξύ των Μνημονίων οικονομικής πολιτικής, που επιβλήθηκαν στα κράτη που έλαβαν δανειακές ενισχύσεις από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ μετά το 2010. Τόσο η Πορτογαλία, όσο και κυρίως η Ιρλανδία, μπόρεσαν να προστατεύσουν όσα τους ήταν σημαντικά. Ούτε υποχρεώθηκαν να υπαχθούν στη θανατηφόρα (και άκρως αναποτελεσματική, όπως δείχνει η πρόσφατη μείωση των ελληνικών εξαγωγών) διεργασία της «εσωτερικής υποτίμησης», ούτε υποχρεώθηκαν σε τρομακτική ύφεση, ούτε υποχρεώθηκαν να καταστρέψουν το τραπεζικό και ασφαλιστικό τους σύστημα μέσω PSI αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, χωρίς μάλιστα να αντιπροτείνουν το παραμικρό – ενώ τώρα έως και το ΔΝΤ συνειδητοποιεί ότι αντί για «κούρεμα» θα έπρεπε να είχε επιβάλει επιμήκυνση της ωρίμανσης των ομολόγων (κάτι που ο γράφων είχε προτείνει ήδη στις αρχές του 2012, σε συνδυασμό με προσωρινό πάγωμα της τοκογονίας των ελληνικών ομολόγων).
Η διαφορά αντίληψης μεταξύ της Ελλάδας και της (λοιπής) Ευρώπης εκφράσθηκε και ακόμη ισχυρότερα. Εκφράσθηκε, κυρίως, στο λυσσαλέο αγώνα που δικαίως έδωσαν κράτη με ισχυρή αστική παράδοση, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, προκειμένου να αποτρέψουν την καταστροφική υπαγωγή τους στην κηδεμονία των Μνημονίων Οικονομικής Πολιτικής. Εκφράσθηκε στην άρνηση ενός μικρού και φαινομενικά «αδύναμου» κράτους όπως η Τσεχία, χωρίς ισχυρή αστική παράδοση, να συνυπογράψει το δημοσιονομικό σύμφωνο. Στην επίμονη συλλογική άρνηση άλλου κράτους με παρόμοια παράδοση και παρόμοιο μέγεθος, της Ουγγαρίας, να δεχθεί αβασάνιστα τις επιταγές οικονομικής πολιτικής των ισχυρών κρατών του ευρώ. Σε αντιπαράθεση: Η Ελλάδα ποιον αγώνα έδωσε για να αποφύγει τα Μνημόνια και τις ομολογημένα καταστροφικές πολιτικές τους; Μάλλον το αντίθετο συνέβη, εάν κρίνουμε από την καύχηση του τότε πρωθυπουργού, περί του ότι ο ίδιος «πέτυχε» να δημιουργήσει τον λεγόμενο «μηχανισμό στήριξης». Ουδεμία διαπραγμάτευση, ουδεμία προσπάθεια προσαρμογής της ασκούμενης πολιτικής στις ιδιαιτερότητας της ελληνικής οικονομίας, ουδεμία προσπάθεια αποφυγής ή, έστω, άμβλυνσης των εξελίξεων που οδηγούσαν στο Μνημόνιο στη διάρκεια εκείνου του καταστροφικού επταμήνου Οκτωβρίου 2009 – Απριλίου 2010.
Και διερωτάται κανείς: Μα δεν ξαναμειώσαμε ποτέ ελλείμματα σε αυτή τη χώρα; Δεν πέτυχε η Ελλάδα σοβαρή μείωση του ελλείμματος με τις δικές της δυνάμεις την περίοδο 1985-1987; Δεν πέτυχε η Ελλάδα με τις δικές της μόνον δυνάμεις μείωση του ελλείμματος από άνω του 19% (με βάση τις τότε και όχι μεταγενέστερες μετρήσεις) το 1990 σε κάτω από 3% το 2000 (με αμελητέα επί της ουσίας επίδραση των κατηγοριών για νόθευση των μεγεθών); Δεν πέτυχε η Ελλάδα ουσιαστική μείωση του ελλείμματος την περίοδο 2004-2006 από 7,9% σε 2,6% – με βάση τις τότε μετρήσεις και όχι με βάση την αμφισβητούμενη αναθεώρηση του 2010; Ήταν άραγε αδύνατη η μόνιμη μείωση των ελλειμμάτων με την υπαρκτή συναίνεση των δύο μεγαλύτερων (και ακόμη τότε κυρίαρχων πολιτικά) κομμάτων από το 2009 και εντεύθεν; Πως η ιδέα της κηδεμονίας του κράτους μας, αδιανόητη έως τότε ανά την Ευρώπη (τουλάχιστον έως την σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου 2009), έγινε ξαφνικά το Μάιο του 2010 μονόδρομος, και μάλιστα δήθεν νομοτελειακός και αναπόφευκτος;
Ευρωπαϊκές αποτυχίες και ελληνικές επιτυχίες
Το πλέον παράδοξο, όμως, είναι ότι οι υπερασπιστές της ανάγκης «κηδεμόνα» ή «εξεταστή» παραγνωρίζουν πλήρως ότι η ίδια αυτή κηδεμονία της Ελλάδας από την Ευρώπη απέτυχε πλήρως. Παραγνωρίζουν τη συνολική αποτυχία της οικονομικής αυτής πολιτικής από το 2010 έως τα μέσα του 2012, σε αντιπαράθεση με την ανέλπιστη επιτυχία της από τα μέσα του 2012 έως σήμερα. Μα τι άλλαξε στα μέσα του 2012 και από παράδειγμα προς αποφυγή η Ελλάδα ξαφνικά έγινε παράδειγμα προς μίμηση; Άλλαξε το προφανές: Η ελληνική κυβέρνηση. Ήταν ακριβώς οι λίγες αλλά κρίσιμες βελτιώσεις που πέτυχε η ελληνική κυβέρνηση στους όρους άσκησης της οικονομικής πολιτικής, που έφεραν την επιτυχία – με πρώτη και κυριότερη την αλλαγή του κλίματος και δεύτερη την μερική αποκατάσταση της ρευστότητας στην αγορά. Ήταν τα λίγα περιθώρια αυτόνομης άσκησης πολιτικής που άλλαξαν και αλλάζουν το κλίμα. Αυτά που σε έντεκα μόλις μήνες μετά την αλλαγή κυβέρνησης έφεραν την Ελλάδα μια ανάσα από την έξοδο στις αγορές – εξέλιξη που απέτρεψε τότε η ελληνική ατολμία και η κυβερνητική κρίση ελέω ΕΡΤ.
Είναι αντιθέτως τα μέτρα που επιβάλει το κακέκτυπο «Ευρώπης» που δημιούργησαν υπό τα «Μνημόνια» τα γερμανικά κόμπλεξ ανωτερότητας και τα παραπληρωματικά αυτών ελληνικά κόμπλεξ κατωτερότητας, στα οποία οφείλεται κάθε νέα καταστροφική κατάσταση, που βιώνει η ελληνική οικονομία. Όπως π.χ. ο εξωφρενικός ΕΝΦΙΑ, τέκνο όχι μόνον της «λογιστικής» αντιμετώπισης που επιβάλλουν τα Μνημόνια («θέλω τόσα για να πιάσω τους ‘στόχους’»), αλλά της λογικής ενός «κηδεμόνα» και ενός «εξεταστή», η δυσπιστία του οποίου απέναντι στα πρόσφατα εντυπωσιακά δημοσιονομικά αποτελέσματα της Ελλάδας (δυσπιστία που είναι γενεσιουργός αιτία και αυτού του ΕΝΦΙΑ, επειδή θέλουμε ένα-δυο δισεκατομμύρια πλέον των στόχων για «καβάντζα», κατά το λαϊκώς λεγόμενο) απεδείχθη αντιστρόφως ανάλογη της ικανότητάς του να κυβερνήσει εκ του μακρόθεν την «απείθαρχη δημοσιονομικά» Ελλάδα. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πώς, όσα χτίζει η σημερινή ελληνική κυβέρνηση με πολύ κόπο και μέσα από συμπληγάδες εθνικής ασυνεννοησίας, αντικρουόμενων εσωτερικών συμφερόντων, ιδίων λαθών και ποικιλόμορφης υπονόμευσης, τα γκρεμίζει η τρόικα.
Ήταν αυτά επιτυχία της «Ευρώπης»; Όχι. Ήταν επιτυχία της Ελλάδας. Η διαφορά αποτελεσμάτων της φαινομενικά ίδιας οικονομικής πολιτικής υπό διαφορετικές ελληνικές κυβερνήσεις αποδεικνύει και του λόγου το αληθές. Απολύτως τίποτε δεν πέτυχε η Ευρώπη στην Ελλάδα κατά τα έτη 2010-2012, παρά μόνον δραματική επιδείνωση και διακινδύνευση και αυτής ακόμη της πλήρους καταστροφής για το κράτος και την κοινωνία μας. Τα ήδη άσχημα δημοσιονομικά μεγέθη έγιναν ακόμη χειρότερα και η κατάσταση από ελέγξιμη, αρχικώς, σχεδόν ανεξέλεγκτη. Η απόδοση των πάσης φύσεως φορολογικών μέτρων και περικοπών έπεφτε στο κενό, απορροφώμενη από ύφεση διαστάσεων πολεμικής αναμέτρησης. Ενώ ακριβώς τα αντίθετα συνέβησαν κατά την διετία 2012-2014, υπό την νέα ελληνική κυβέρνηση.
Αν λοιπόν μια εσωτερική πολιτική αλλαγή, όπως αυτή του 2012, επιφέρει τέτοια δραματική αλλαγή στα δημοσιονομικά μεγέθη υπό συνθήκες και καθεστώς Μνημονίου, ποιο λοιπόν το πλεονέκτημα ενός «κηδεμόνα» ή ενός «εξεταστή», όταν μάλιστα αυτός έχει αποδειχθεί πολλαπλά ανίκανος, αναξιόπιστος και συνεχής πηγή προβλημάτων και όχι λύσεων;
Η Ελλάδα έχει ανάγκη την δημοσιονομική και πολιτική της ανεξαρτησία, όχι διότι αυτό είναι «λαϊκή απαίτηση», αλλά διότι αυτό αποδείχθηκε, πολύ απλά, πολλαπλώς ωφελιμότερο για τη χώρα από ό,τι η κηδεμονία της.
Και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο;
Η αναγκαιότητα ενός είδους «Μνημονίου» φέρεται να υφίσταται ακόμη σήμερα, κατά την άποψη του κ. Πεγκλή, εξαιτίας των προβλέψεων του Δημοσιονομικού Συμφώνου και συναφών κανόνων, που επιβάλλουν υψηλές κατ’ έτος μειώσεις του χρέους κλπ.
Με τη λογική του κ. Πεγκλή, δηλαδή, επειδή στην πορεία μπορεί να πάθουμε κάποιο ατύχημα και να «σκοτωθούμε», είναι καλύτερο να «αυτοκτονήσουμε» από σήμερα, διατηρώντας στη ζωή το καταστροφικότερο σύστημα οικονομικής πολιτικής που γνώρισε στην σχεδόν δισεκατονταετή ιστορία του το νεώτερο ελλαδικό κράτος.
Η λογική του κ. Πεγκλή είναι εσφαλμένη για πολλούς άλλους λόγους. Καταρχάς επειδή, όπως αναλυτικώς προεξετέθη, όλοι οι μελλοντικοί δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν πολύ καλύτερα, από μια ελληνική κυβέρνηση που θα δρα αυτοδύναμα και όχι υπό κηδεμονία. Πέραν τούτου, για τον κύριο λόγο ότι, εάν κανείς βάλει κάτω τα νούμερα (ο γράφων τα έχει βάλει), θα δει ότι, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου (π.χ. πόλεμος, νέα διεθνής κρίση) ή πολιτικής ανατροπής (την οποία η διατήρηση στη ζωή ενός Μνημονίου θα καταστήσει πολύ ευχερέστερη), οι στόχοι του Δημοσιονομικού Συμφώνου επιτυγχάνονται με μεγάλη ευκολία.
Το κυριότερο, όμως, πρόβλημα των «λογιστικών» κανόνων του Δημοσιονομικού Συμφώνου είναι ότι δεν υφίστανται επαρκή μέσα επιβολής τους. Δεν είναι δηλαδή, αγγλιστί, «enforceable». Ενθυμούμαι συζήτησή μου με διαπρεπή καθηγητή του δημοσιονομικού δικαίου στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως Επισκέπτη Λέκτορα στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης το χειμερινό εξάμηνο 2011-2012. Ο Γερμανός καθηγητής μού εκθείαζε την ύπαρξη τέτοιου κανόνα (έλλειμμα 0,35% του ΑΕΠ από το 2016 και μετά) στο γερμανικό Σύνταγμα και συνηγορούσε ενθέρμως υπέρ του δημοσιονομικού συμφώνου. «Τι θα γίνει όμως εάν μια χρονιά παραβιάσετε τον κανόνα του 0,35%;», τον ρώτησα. «Καταρχάς θα είναι σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Έπειτα, θα μπορεί οποιοσδήποτε να προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο και να ζητήσει να κηρυχθεί ο Ομοσπονδιακός Προϋπολογισμός ως αντισυνταγματικός», μου απάντησε. «Και τι θα συμβεί τότε, θα απαγορεύσει το Συνταγματικό Δικαστήριο στην κυβέρνησή σας να ξοδεύει πάνω από το όριο;», ξαναρώτησα. «Όχι, αλλά δεν θα τίθεται τότε ένα πολύ σοβαρό πολιτικό ζήτημα;», μου απάντησε εκ νέου. Δηλαδή, μόνον πολιτικές είναι οι συνέπειες από την ύπαρξη τέτοιου κανόνα στο γερμανικό Σύνταγμα.
Εντέλει δηλαδή, νομικές συνέπειες από τη μη τήρηση του κανόνα που θέτει το γερμανικό Σύνταγμα δεν υφίστανται: Εάν έκτακτη περίσταση υποχρεώσει τη Γερμανία να μην τον τηρήσει, τότε δεν θα τον τηρήσει. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και με την Ελλάδα. Υποτίθεται ότι προβλέπει πρόστιμα «δεκάδων εκατομμυρίων», κατά τον κ. Πεγκλή (τόσων πολλών;) και κυρίως «διακοπή» κοινοτικών (μάλλον εννοεί «ενωσιακών») πόρων. Αυτό όμως που δεν έλαβαν υπόψη τους οι εμπνευστές των συνεπειών αυτών είναι ότι η επιβολή τέτοιων κυρώσεων θα επιδεινώσει και δεν θα επιλύσει το πρόβλημα: Αν επιβληθούν τέτοιες «κυρώσεις», τότε προφανώς τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα αυξηθούν κι άλλο, ιδίως λόγω μείωσης της δημοσιονομικής ωφέλειας από τις ενωσιακές μεταβιβάσεις πόρων. Μα τότε γιατί να επιβληθούν; Μόνον έτσι, για τιμωρία; Και η σταθερότητα του ευρώ;
Χαρακτηριστικό της εκτελεστικής αδυναμίας τέτοιων ρυθμίσεων είναι ότι ακόμη και οι ισχύουσες το 2010 ενωσιακές ρυθμίσεις προέβλεπαν, μεταξύ άλλων τη δυνατότητα επιβολής προστίμου στο «απείθαρχο» κράτος μέλος ποσοστού έως 0,5% του ΑΕΠ κατ’ έτος. Ποσού δηλαδή περί το 1 δις ευρώ στην περίπτωση της Ελλάδας, πολύ περισσότερο από το πρόστιμο «δεκάδων εκατομμυρίων», που κατά τον κ. Πεγκλή απειλεί τώρα πια την Ελλάδα. Είδατε όμως να επιβάλλεται κανένα τέτοιο πρόστιμο εις βάρος της Ελλάδας το 2010; Αν και μάλλον θα ευχόμασταν να μας είχε επιβληθεί ένα τέτοιο πρόστιμο, παρά το Μνημόνιο...
Στην ουσία, όπως ακριβώς επεσήμανε στον γράφοντα ο ως άνω Γερμανός καθηγητής, η δέσμευση που παράγεται από κανόνες του τύπου «μέχρι τέτοιου ύψους έλλειμμα μπορείτε να έχετε» είναι πολιτικού και όχι νομικού χαρακτήρα. Όσο η Ελλάδα μπορεί να πείθει τις αγορές χρήματος ότι βρίσκεται λίγο-πολύ στο σωστό δημοσιονομικά δρόμο, κανένας ψευδονομικός (δηλαδή: χωρίς καμία εφαρμόσιμη νομική συνέπεια) δημοσιονομικός κανόνας αυτού του τύπου δεν θα μπορέσει να περιορίσει την ελευθερία της χώρας στην οικονομική της πολιτική. Τούτο, όχι ως έναυσμα ασύδοτης και άφρονος δημοσιονομικής πολιτικής στο μέλλον, αλλά ως διασφάλιση ότι κανένας μαθητευόμενος μάγος δεν θα έχει στο μέλλον την εξουσία να διαπράξει όσα διεπράχθησαν εναντίον της Ελλάδος κατά τα έτη 2010-2014.
Επιλεγόμενα
Η ουσιαστική αποτυχία της ελληνικής Επανάστασης μετά τον εμφύλιο του 1823-1824 που προκάλεσαν οι, κατά Κολοκοτρώνη, «μπαρμπέρηδες», οδήγησε σε δοτή ελλαδική ανεξαρτησία μέσω της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου. Πίσω από το μανδύα της δοτής ανεξαρτησίας αποκαλύπτονταν συχνά ένα λανθάνον καθεστώς προτεκτοράτου. Η ευχέρεια με την οποία η οργανωμένη ελλαδική κοινωνία υποδέχθηκε το Μνημόνιο επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Επιβεβαιώνει την βαθειά ιδεολογική επίδραση που ασκεί ακόμη και σήμερα η Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Ούτε καν οι καταστροφές που επέφερε η κηδεμονία των ετών 2010-2014, παρά την ανέλπιστη σταθεροποίηση από το 2012 και εντεύθεν, δεν είναι ικανές να πείσουν για το ουσιαστικώς εσφαλμένο της περίπου μόνιμης υπαγωγής μας σε κάποια μορφή κηδεμονίας.
Μετά το 1974 χάθηκε μεγάλη ευκαιρία να συγκροτηθεί στην Ελλάδα ισχυρό αστικό κράτος, που θα διεκδικούσε με αξιώσεις το μέγιστο βαθμό αυτοκυβέρνησης που είναι εφικτό σήμερα σε ένα εθνικό κράτος. Αντ’ αυτού προκρίνονταν εύκολες λύσεις υπαγωγής σε «κηδεμόνες» αμφιλεγόμενων κινήτρων και ικανοτήτων. Τα αποτελέσματα σπάνια εξυπηρετούσαν τα καλώς νοούμενα ελληνικά συμφέροντα. Ακόμη και αυτή η ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1981 δεν έγινε με προοπτική την ισότιμη συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αλλά με προοπτική «άλλοι να μας ταΐζουν και άλλοι να φυλάν τα σύνορά μας» (αγνώστου πατρότητος ρηθέν στο ελληνικό διαδίκτυο).
Φαίνεται ότι ούτε η καταστροφή που έφερε έως σήμερα στη χώρα η πολιτική της ηθελημένης υπαγωγής στην κηδεμονία των Μνημονίων δεν έχει κάνει πλήρως αντιληπτή την αδήριτη ανάγκη αυτοκυβέρνησής μας. Μιας αυτοκυβέρνησης απόλυτα εφικτής, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να εγκαταλειφθεί το ευρωπαϊκό της πλαίσιο.
Διερωτάται όμως τότε κανείς, ποιο μεγαλύτερο σοκ θα ήταν δυνατόν να μεταβάλλει την κατεστημένη αυτή αυτοκαταστροφική συλλογική μας αυτοαντίληψη.
*Δ.Ν., Δικηγόρος
Διερωτάται όμως κανείς, εάν τέτοιο ήταν το όραμα των πατέρων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (Σουμάν, Μοννέ, Σπάακ, Ντε Γκάσπερι κλπ.) ή ακόμη και των νεώτερων πατέρων της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης (Ντελόρ, Μιττερράν, Κολ κλπ.). Είχαν άραγε κατά νου μια Ευρώπη «κηδεμόνα» ή «εξεταστή» των κρατών μελών της ή, αντιθέτως, μια ένωση κυριάρχων κρατών;
Τα «Μνημόνια» οικονομικής πολιτικής των «απείθαρχων δημοσιονομικά» κρατών της Ευρωπαϊκής περιφέρειας. όντως εισήγαγαν μια φιλοσοφία «κηδεμόνα» και «εξεταστή». Η φιλοσοφία αυτή διαταράσσει καίρια την αρχική ισορροπία των Ευρωπαϊκών συνθηκών, ήτοι, την ισοτιμία των κρατών μελών. Πιθανόν βέβαια, σε ένα κράτος που από την ίδρυσή του και εντεύθεν έως σήμερα η θεσμική του εκπροσώπηση εκλιπαρούσε για την «προστασία» των «Μεγάλων Δυνάμεων», η ύπαρξη «κηδεμόνα» και «εξεταστή» να φαίνεται κάτι φυσιολογικό. Δεν είναι όμως αυτό φυσιολογικό για την ίδια την Ευρώπη, τις πολιτικές και δικαιικές παραδόσεις της, ακόμη και για αυτή την ατελή θεσμική της υπόσταση: Η Κομισιόν ξεκίνησε ως «φύλακας των συνθηκών» και εκτελεστικό όργανο της Ένωσης και ασφαλώς όχι ως υποκατάστατο των εθνικών κυβερνήσεων για όσες αρμοδιότητες παρέμεναν στα κράτη μέλη – οιονεί ομόσπονδες οντότητες ενός οιονεί ομοσπονδιακού μορφώματος. Και οι δικαιολογημένες επικρίσεις για το δημοκρατικό έλλειμμα της Ένωσης κατέτειναν σε ενίσχυση και όχι μείωση της δημοκρατικότητας των Ευρωπαϊκών θεσμών σε κάθε αναθεώρηση των Συνθηκών.
Η διαφορά αντίληψης μεταξύ της θεσμικής έκφανσης του κράτους που ιδρύθηκε μετά τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και της θεσμικής έκφανσης των λοιπών κρατών εκφράσθηκε πλήρως και στη διαφορά μεταξύ των Μνημονίων οικονομικής πολιτικής, που επιβλήθηκαν στα κράτη που έλαβαν δανειακές ενισχύσεις από την Ε.Ε. και το ΔΝΤ μετά το 2010. Τόσο η Πορτογαλία, όσο και κυρίως η Ιρλανδία, μπόρεσαν να προστατεύσουν όσα τους ήταν σημαντικά. Ούτε υποχρεώθηκαν να υπαχθούν στη θανατηφόρα (και άκρως αναποτελεσματική, όπως δείχνει η πρόσφατη μείωση των ελληνικών εξαγωγών) διεργασία της «εσωτερικής υποτίμησης», ούτε υποχρεώθηκαν σε τρομακτική ύφεση, ούτε υποχρεώθηκαν να καταστρέψουν το τραπεζικό και ασφαλιστικό τους σύστημα μέσω PSI αμφιβόλου αποτελεσματικότητας, χωρίς μάλιστα να αντιπροτείνουν το παραμικρό – ενώ τώρα έως και το ΔΝΤ συνειδητοποιεί ότι αντί για «κούρεμα» θα έπρεπε να είχε επιβάλει επιμήκυνση της ωρίμανσης των ομολόγων (κάτι που ο γράφων είχε προτείνει ήδη στις αρχές του 2012, σε συνδυασμό με προσωρινό πάγωμα της τοκογονίας των ελληνικών ομολόγων).
Η διαφορά αντίληψης μεταξύ της Ελλάδας και της (λοιπής) Ευρώπης εκφράσθηκε και ακόμη ισχυρότερα. Εκφράσθηκε, κυρίως, στο λυσσαλέο αγώνα που δικαίως έδωσαν κράτη με ισχυρή αστική παράδοση, όπως η Ισπανία και η Ιταλία, προκειμένου να αποτρέψουν την καταστροφική υπαγωγή τους στην κηδεμονία των Μνημονίων Οικονομικής Πολιτικής. Εκφράσθηκε στην άρνηση ενός μικρού και φαινομενικά «αδύναμου» κράτους όπως η Τσεχία, χωρίς ισχυρή αστική παράδοση, να συνυπογράψει το δημοσιονομικό σύμφωνο. Στην επίμονη συλλογική άρνηση άλλου κράτους με παρόμοια παράδοση και παρόμοιο μέγεθος, της Ουγγαρίας, να δεχθεί αβασάνιστα τις επιταγές οικονομικής πολιτικής των ισχυρών κρατών του ευρώ. Σε αντιπαράθεση: Η Ελλάδα ποιον αγώνα έδωσε για να αποφύγει τα Μνημόνια και τις ομολογημένα καταστροφικές πολιτικές τους; Μάλλον το αντίθετο συνέβη, εάν κρίνουμε από την καύχηση του τότε πρωθυπουργού, περί του ότι ο ίδιος «πέτυχε» να δημιουργήσει τον λεγόμενο «μηχανισμό στήριξης». Ουδεμία διαπραγμάτευση, ουδεμία προσπάθεια προσαρμογής της ασκούμενης πολιτικής στις ιδιαιτερότητας της ελληνικής οικονομίας, ουδεμία προσπάθεια αποφυγής ή, έστω, άμβλυνσης των εξελίξεων που οδηγούσαν στο Μνημόνιο στη διάρκεια εκείνου του καταστροφικού επταμήνου Οκτωβρίου 2009 – Απριλίου 2010.
Και διερωτάται κανείς: Μα δεν ξαναμειώσαμε ποτέ ελλείμματα σε αυτή τη χώρα; Δεν πέτυχε η Ελλάδα σοβαρή μείωση του ελλείμματος με τις δικές της δυνάμεις την περίοδο 1985-1987; Δεν πέτυχε η Ελλάδα με τις δικές της μόνον δυνάμεις μείωση του ελλείμματος από άνω του 19% (με βάση τις τότε και όχι μεταγενέστερες μετρήσεις) το 1990 σε κάτω από 3% το 2000 (με αμελητέα επί της ουσίας επίδραση των κατηγοριών για νόθευση των μεγεθών); Δεν πέτυχε η Ελλάδα ουσιαστική μείωση του ελλείμματος την περίοδο 2004-2006 από 7,9% σε 2,6% – με βάση τις τότε μετρήσεις και όχι με βάση την αμφισβητούμενη αναθεώρηση του 2010; Ήταν άραγε αδύνατη η μόνιμη μείωση των ελλειμμάτων με την υπαρκτή συναίνεση των δύο μεγαλύτερων (και ακόμη τότε κυρίαρχων πολιτικά) κομμάτων από το 2009 και εντεύθεν; Πως η ιδέα της κηδεμονίας του κράτους μας, αδιανόητη έως τότε ανά την Ευρώπη (τουλάχιστον έως την σύνοδο κορυφής του Δεκεμβρίου 2009), έγινε ξαφνικά το Μάιο του 2010 μονόδρομος, και μάλιστα δήθεν νομοτελειακός και αναπόφευκτος;
Ευρωπαϊκές αποτυχίες και ελληνικές επιτυχίες
Το πλέον παράδοξο, όμως, είναι ότι οι υπερασπιστές της ανάγκης «κηδεμόνα» ή «εξεταστή» παραγνωρίζουν πλήρως ότι η ίδια αυτή κηδεμονία της Ελλάδας από την Ευρώπη απέτυχε πλήρως. Παραγνωρίζουν τη συνολική αποτυχία της οικονομικής αυτής πολιτικής από το 2010 έως τα μέσα του 2012, σε αντιπαράθεση με την ανέλπιστη επιτυχία της από τα μέσα του 2012 έως σήμερα. Μα τι άλλαξε στα μέσα του 2012 και από παράδειγμα προς αποφυγή η Ελλάδα ξαφνικά έγινε παράδειγμα προς μίμηση; Άλλαξε το προφανές: Η ελληνική κυβέρνηση. Ήταν ακριβώς οι λίγες αλλά κρίσιμες βελτιώσεις που πέτυχε η ελληνική κυβέρνηση στους όρους άσκησης της οικονομικής πολιτικής, που έφεραν την επιτυχία – με πρώτη και κυριότερη την αλλαγή του κλίματος και δεύτερη την μερική αποκατάσταση της ρευστότητας στην αγορά. Ήταν τα λίγα περιθώρια αυτόνομης άσκησης πολιτικής που άλλαξαν και αλλάζουν το κλίμα. Αυτά που σε έντεκα μόλις μήνες μετά την αλλαγή κυβέρνησης έφεραν την Ελλάδα μια ανάσα από την έξοδο στις αγορές – εξέλιξη που απέτρεψε τότε η ελληνική ατολμία και η κυβερνητική κρίση ελέω ΕΡΤ.
Είναι αντιθέτως τα μέτρα που επιβάλει το κακέκτυπο «Ευρώπης» που δημιούργησαν υπό τα «Μνημόνια» τα γερμανικά κόμπλεξ ανωτερότητας και τα παραπληρωματικά αυτών ελληνικά κόμπλεξ κατωτερότητας, στα οποία οφείλεται κάθε νέα καταστροφική κατάσταση, που βιώνει η ελληνική οικονομία. Όπως π.χ. ο εξωφρενικός ΕΝΦΙΑ, τέκνο όχι μόνον της «λογιστικής» αντιμετώπισης που επιβάλλουν τα Μνημόνια («θέλω τόσα για να πιάσω τους ‘στόχους’»), αλλά της λογικής ενός «κηδεμόνα» και ενός «εξεταστή», η δυσπιστία του οποίου απέναντι στα πρόσφατα εντυπωσιακά δημοσιονομικά αποτελέσματα της Ελλάδας (δυσπιστία που είναι γενεσιουργός αιτία και αυτού του ΕΝΦΙΑ, επειδή θέλουμε ένα-δυο δισεκατομμύρια πλέον των στόχων για «καβάντζα», κατά το λαϊκώς λεγόμενο) απεδείχθη αντιστρόφως ανάλογη της ικανότητάς του να κυβερνήσει εκ του μακρόθεν την «απείθαρχη δημοσιονομικά» Ελλάδα. Δεν είναι υπερβολή να λεχθεί πώς, όσα χτίζει η σημερινή ελληνική κυβέρνηση με πολύ κόπο και μέσα από συμπληγάδες εθνικής ασυνεννοησίας, αντικρουόμενων εσωτερικών συμφερόντων, ιδίων λαθών και ποικιλόμορφης υπονόμευσης, τα γκρεμίζει η τρόικα.
Ήταν αυτά επιτυχία της «Ευρώπης»; Όχι. Ήταν επιτυχία της Ελλάδας. Η διαφορά αποτελεσμάτων της φαινομενικά ίδιας οικονομικής πολιτικής υπό διαφορετικές ελληνικές κυβερνήσεις αποδεικνύει και του λόγου το αληθές. Απολύτως τίποτε δεν πέτυχε η Ευρώπη στην Ελλάδα κατά τα έτη 2010-2012, παρά μόνον δραματική επιδείνωση και διακινδύνευση και αυτής ακόμη της πλήρους καταστροφής για το κράτος και την κοινωνία μας. Τα ήδη άσχημα δημοσιονομικά μεγέθη έγιναν ακόμη χειρότερα και η κατάσταση από ελέγξιμη, αρχικώς, σχεδόν ανεξέλεγκτη. Η απόδοση των πάσης φύσεως φορολογικών μέτρων και περικοπών έπεφτε στο κενό, απορροφώμενη από ύφεση διαστάσεων πολεμικής αναμέτρησης. Ενώ ακριβώς τα αντίθετα συνέβησαν κατά την διετία 2012-2014, υπό την νέα ελληνική κυβέρνηση.
Αν λοιπόν μια εσωτερική πολιτική αλλαγή, όπως αυτή του 2012, επιφέρει τέτοια δραματική αλλαγή στα δημοσιονομικά μεγέθη υπό συνθήκες και καθεστώς Μνημονίου, ποιο λοιπόν το πλεονέκτημα ενός «κηδεμόνα» ή ενός «εξεταστή», όταν μάλιστα αυτός έχει αποδειχθεί πολλαπλά ανίκανος, αναξιόπιστος και συνεχής πηγή προβλημάτων και όχι λύσεων;
Η Ελλάδα έχει ανάγκη την δημοσιονομική και πολιτική της ανεξαρτησία, όχι διότι αυτό είναι «λαϊκή απαίτηση», αλλά διότι αυτό αποδείχθηκε, πολύ απλά, πολλαπλώς ωφελιμότερο για τη χώρα από ό,τι η κηδεμονία της.
Και το Δημοσιονομικό Σύμφωνο;
Η αναγκαιότητα ενός είδους «Μνημονίου» φέρεται να υφίσταται ακόμη σήμερα, κατά την άποψη του κ. Πεγκλή, εξαιτίας των προβλέψεων του Δημοσιονομικού Συμφώνου και συναφών κανόνων, που επιβάλλουν υψηλές κατ’ έτος μειώσεις του χρέους κλπ.
Με τη λογική του κ. Πεγκλή, δηλαδή, επειδή στην πορεία μπορεί να πάθουμε κάποιο ατύχημα και να «σκοτωθούμε», είναι καλύτερο να «αυτοκτονήσουμε» από σήμερα, διατηρώντας στη ζωή το καταστροφικότερο σύστημα οικονομικής πολιτικής που γνώρισε στην σχεδόν δισεκατονταετή ιστορία του το νεώτερο ελλαδικό κράτος.
Η λογική του κ. Πεγκλή είναι εσφαλμένη για πολλούς άλλους λόγους. Καταρχάς επειδή, όπως αναλυτικώς προεξετέθη, όλοι οι μελλοντικοί δημοσιονομικοί στόχοι θα επιτευχθούν πολύ καλύτερα, από μια ελληνική κυβέρνηση που θα δρα αυτοδύναμα και όχι υπό κηδεμονία. Πέραν τούτου, για τον κύριο λόγο ότι, εάν κανείς βάλει κάτω τα νούμερα (ο γράφων τα έχει βάλει), θα δει ότι, εκτός συγκλονιστικού απροόπτου (π.χ. πόλεμος, νέα διεθνής κρίση) ή πολιτικής ανατροπής (την οποία η διατήρηση στη ζωή ενός Μνημονίου θα καταστήσει πολύ ευχερέστερη), οι στόχοι του Δημοσιονομικού Συμφώνου επιτυγχάνονται με μεγάλη ευκολία.
Το κυριότερο, όμως, πρόβλημα των «λογιστικών» κανόνων του Δημοσιονομικού Συμφώνου είναι ότι δεν υφίστανται επαρκή μέσα επιβολής τους. Δεν είναι δηλαδή, αγγλιστί, «enforceable». Ενθυμούμαι συζήτησή μου με διαπρεπή καθηγητή του δημοσιονομικού δικαίου στη Γερμανία, κατά τη διάρκεια της θητείας μου ως Επισκέπτη Λέκτορα στο Πανεπιστήμιο της Χαϊδελβέργης το χειμερινό εξάμηνο 2011-2012. Ο Γερμανός καθηγητής μού εκθείαζε την ύπαρξη τέτοιου κανόνα (έλλειμμα 0,35% του ΑΕΠ από το 2016 και μετά) στο γερμανικό Σύνταγμα και συνηγορούσε ενθέρμως υπέρ του δημοσιονομικού συμφώνου. «Τι θα γίνει όμως εάν μια χρονιά παραβιάσετε τον κανόνα του 0,35%;», τον ρώτησα. «Καταρχάς θα είναι σοβαρό πολιτικό ζήτημα. Έπειτα, θα μπορεί οποιοσδήποτε να προσφύγει στο Συνταγματικό Δικαστήριο και να ζητήσει να κηρυχθεί ο Ομοσπονδιακός Προϋπολογισμός ως αντισυνταγματικός», μου απάντησε. «Και τι θα συμβεί τότε, θα απαγορεύσει το Συνταγματικό Δικαστήριο στην κυβέρνησή σας να ξοδεύει πάνω από το όριο;», ξαναρώτησα. «Όχι, αλλά δεν θα τίθεται τότε ένα πολύ σοβαρό πολιτικό ζήτημα;», μου απάντησε εκ νέου. Δηλαδή, μόνον πολιτικές είναι οι συνέπειες από την ύπαρξη τέτοιου κανόνα στο γερμανικό Σύνταγμα.
Εντέλει δηλαδή, νομικές συνέπειες από τη μη τήρηση του κανόνα που θέτει το γερμανικό Σύνταγμα δεν υφίστανται: Εάν έκτακτη περίσταση υποχρεώσει τη Γερμανία να μην τον τηρήσει, τότε δεν θα τον τηρήσει. Το ίδιο ακριβώς θα συμβεί και με την Ελλάδα. Υποτίθεται ότι προβλέπει πρόστιμα «δεκάδων εκατομμυρίων», κατά τον κ. Πεγκλή (τόσων πολλών;) και κυρίως «διακοπή» κοινοτικών (μάλλον εννοεί «ενωσιακών») πόρων. Αυτό όμως που δεν έλαβαν υπόψη τους οι εμπνευστές των συνεπειών αυτών είναι ότι η επιβολή τέτοιων κυρώσεων θα επιδεινώσει και δεν θα επιλύσει το πρόβλημα: Αν επιβληθούν τέτοιες «κυρώσεις», τότε προφανώς τα δημοσιονομικά ελλείμματα θα αυξηθούν κι άλλο, ιδίως λόγω μείωσης της δημοσιονομικής ωφέλειας από τις ενωσιακές μεταβιβάσεις πόρων. Μα τότε γιατί να επιβληθούν; Μόνον έτσι, για τιμωρία; Και η σταθερότητα του ευρώ;
Χαρακτηριστικό της εκτελεστικής αδυναμίας τέτοιων ρυθμίσεων είναι ότι ακόμη και οι ισχύουσες το 2010 ενωσιακές ρυθμίσεις προέβλεπαν, μεταξύ άλλων τη δυνατότητα επιβολής προστίμου στο «απείθαρχο» κράτος μέλος ποσοστού έως 0,5% του ΑΕΠ κατ’ έτος. Ποσού δηλαδή περί το 1 δις ευρώ στην περίπτωση της Ελλάδας, πολύ περισσότερο από το πρόστιμο «δεκάδων εκατομμυρίων», που κατά τον κ. Πεγκλή απειλεί τώρα πια την Ελλάδα. Είδατε όμως να επιβάλλεται κανένα τέτοιο πρόστιμο εις βάρος της Ελλάδας το 2010; Αν και μάλλον θα ευχόμασταν να μας είχε επιβληθεί ένα τέτοιο πρόστιμο, παρά το Μνημόνιο...
Στην ουσία, όπως ακριβώς επεσήμανε στον γράφοντα ο ως άνω Γερμανός καθηγητής, η δέσμευση που παράγεται από κανόνες του τύπου «μέχρι τέτοιου ύψους έλλειμμα μπορείτε να έχετε» είναι πολιτικού και όχι νομικού χαρακτήρα. Όσο η Ελλάδα μπορεί να πείθει τις αγορές χρήματος ότι βρίσκεται λίγο-πολύ στο σωστό δημοσιονομικά δρόμο, κανένας ψευδονομικός (δηλαδή: χωρίς καμία εφαρμόσιμη νομική συνέπεια) δημοσιονομικός κανόνας αυτού του τύπου δεν θα μπορέσει να περιορίσει την ελευθερία της χώρας στην οικονομική της πολιτική. Τούτο, όχι ως έναυσμα ασύδοτης και άφρονος δημοσιονομικής πολιτικής στο μέλλον, αλλά ως διασφάλιση ότι κανένας μαθητευόμενος μάγος δεν θα έχει στο μέλλον την εξουσία να διαπράξει όσα διεπράχθησαν εναντίον της Ελλάδος κατά τα έτη 2010-2014.
Επιλεγόμενα
Η ουσιαστική αποτυχία της ελληνικής Επανάστασης μετά τον εμφύλιο του 1823-1824 που προκάλεσαν οι, κατά Κολοκοτρώνη, «μπαρμπέρηδες», οδήγησε σε δοτή ελλαδική ανεξαρτησία μέσω της Ναυμαχίας του Ναβαρίνου. Πίσω από το μανδύα της δοτής ανεξαρτησίας αποκαλύπτονταν συχνά ένα λανθάνον καθεστώς προτεκτοράτου. Η ευχέρεια με την οποία η οργανωμένη ελλαδική κοινωνία υποδέχθηκε το Μνημόνιο επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές. Επιβεβαιώνει την βαθειά ιδεολογική επίδραση που ασκεί ακόμη και σήμερα η Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Ούτε καν οι καταστροφές που επέφερε η κηδεμονία των ετών 2010-2014, παρά την ανέλπιστη σταθεροποίηση από το 2012 και εντεύθεν, δεν είναι ικανές να πείσουν για το ουσιαστικώς εσφαλμένο της περίπου μόνιμης υπαγωγής μας σε κάποια μορφή κηδεμονίας.
Μετά το 1974 χάθηκε μεγάλη ευκαιρία να συγκροτηθεί στην Ελλάδα ισχυρό αστικό κράτος, που θα διεκδικούσε με αξιώσεις το μέγιστο βαθμό αυτοκυβέρνησης που είναι εφικτό σήμερα σε ένα εθνικό κράτος. Αντ’ αυτού προκρίνονταν εύκολες λύσεις υπαγωγής σε «κηδεμόνες» αμφιλεγόμενων κινήτρων και ικανοτήτων. Τα αποτελέσματα σπάνια εξυπηρετούσαν τα καλώς νοούμενα ελληνικά συμφέροντα. Ακόμη και αυτή η ένταξη στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το 1981 δεν έγινε με προοπτική την ισότιμη συμμετοχή μας στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι, αλλά με προοπτική «άλλοι να μας ταΐζουν και άλλοι να φυλάν τα σύνορά μας» (αγνώστου πατρότητος ρηθέν στο ελληνικό διαδίκτυο).
Φαίνεται ότι ούτε η καταστροφή που έφερε έως σήμερα στη χώρα η πολιτική της ηθελημένης υπαγωγής στην κηδεμονία των Μνημονίων δεν έχει κάνει πλήρως αντιληπτή την αδήριτη ανάγκη αυτοκυβέρνησής μας. Μιας αυτοκυβέρνησης απόλυτα εφικτής, χωρίς να υπάρχει ανάγκη να εγκαταλειφθεί το ευρωπαϊκό της πλαίσιο.
Διερωτάται όμως τότε κανείς, ποιο μεγαλύτερο σοκ θα ήταν δυνατόν να μεταβάλλει την κατεστημένη αυτή αυτοκαταστροφική συλλογική μας αυτοαντίληψη.
*Δ.Ν., Δικηγόρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου