http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/2014/08/blog-post_49.html
Η οικονομική κρίση
την οποία βιώνουμε έφερε και πάλι το προσκήνιο την σκληρότητα της ζωής.
Είναι κατάσταση την οποία ο κάθε άνθρωπος βιώνει, από τη στιγμή που
γεννιέται (ο τοκετός είναι ο χωρισμός του παιδιού από την μητέρα του)
μέχρι και τη στιγμή που φεύγει από αυτόν τον κόσμο (ο θάνατος είναι ο
χωρισμός της ψυχής από το σώμα, αλλά και ο χωρισμός του ανθρώπου από
όλους τους συνανθρώπους του και τη ζωή όπως μέχρι τότε ο άνθρωπος τη
γνωρίζει). Με τον ιδρώτα του προσώπου μας βγάζουμε τον«επιούσιο άρτο μας», με «ωδίνες» γεννούμε
τα παιδιά μας, σταυρός είναι οι ανθρώπινες σχέσεις, λιγότερες είναι οι
χαρές από τις λύπες. Ακόμη και η όποια ηδονή την οποία γεύεται ο
άνθρωπος είναι συνδεδεμένη με την οδύνη. Συνήθως, την ύπαρξή μας
ταλανίζει ένα ερώτημα: «γιατί» αυτή η σκληρότητα; Με ποιο τρόπο μπορούμε να την αντιμετωπίσουμε;
Στον προβληματισμό
και τα ερωτήματα για την σκληρότητα της ζωής η Εκκλησία φέρνει ενώπιόν
μας ένα πρόσωπο: αυτό της Υπεραγίας Θεοτόκου. Δεν μιλά για ιδέες, ούτε
για
ψευτοφάρμακα, ούτε για υποκατάστατα που θα μας κάνουν να ξεγελαστούμε ότι δεν υπάρχει σκληρότητα και πόνος στη ζωή. Δεν λειτουργεί δηλαδή προσπαθώντας να ξεγελάσει τον άνθρωπο, υποσχόμενη παραδείσους σε όποιον πιστεύει στο Θεό. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός το επεσήμανε:«στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14). Και αυτή η στενότητα και η θλίψη δεν πηγάζουν από το Θεό, αλλά από την εμπαθή κατάσταση του κόσμου λόγω της αμαρτίας, από τον χρόνο και την φύση που εκ των πραγμάτων συνδέονται με τη φθορά, από τον εαυτό μας που δεν μπορεί να βρει εύκολα τον αληθινό προσανατολισμό του, όντας εγωκεντρικός, από την ιδέα ότι σκοπός της ζωής είναι μόνο η ηδονή και η με κάθε τρόπο επιδίωξή της, αλλά και από το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους που κι εκείνοι έτσι σκέπτονται, με γνώμονα την προσωπική τους ηδονή. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό καλείται να νικήσει την σκληρότητα της ζωής, να μην αποκαρδιωθεί ούτε από τα σφάλματα και τις αμαρτίες του, ούτε από τις δοκιμασίες τις οποίες βιώνει. Στην παράδοση της Εκκλησίας μας υπάρχει ρεαλισμός. Η όποια βοήθεια δεν είναι στερεωμένη σε ψεύτικες υποσχέσεις, αλλά στην νέα πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης, όταν μπορεί να κοινωνήσει εν προσώπω με το Θεό.
ψευτοφάρμακα, ούτε για υποκατάστατα που θα μας κάνουν να ξεγελαστούμε ότι δεν υπάρχει σκληρότητα και πόνος στη ζωή. Δεν λειτουργεί δηλαδή προσπαθώντας να ξεγελάσει τον άνθρωπο, υποσχόμενη παραδείσους σε όποιον πιστεύει στο Θεό. Άλλωστε, ο ίδιος ο Χριστός το επεσήμανε:«στενή η πύλη και τεθλιμμένη η οδός η απάγουσα εις την ζωήν» (Ματθ. 7, 14). Και αυτή η στενότητα και η θλίψη δεν πηγάζουν από το Θεό, αλλά από την εμπαθή κατάσταση του κόσμου λόγω της αμαρτίας, από τον χρόνο και την φύση που εκ των πραγμάτων συνδέονται με τη φθορά, από τον εαυτό μας που δεν μπορεί να βρει εύκολα τον αληθινό προσανατολισμό του, όντας εγωκεντρικός, από την ιδέα ότι σκοπός της ζωής είναι μόνο η ηδονή και η με κάθε τρόπο επιδίωξή της, αλλά και από το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της κοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους που κι εκείνοι έτσι σκέπτονται, με γνώμονα την προσωπική τους ηδονή. Γι’ αυτό και ο άνθρωπος που πιστεύει στο Θεό καλείται να νικήσει την σκληρότητα της ζωής, να μην αποκαρδιωθεί ούτε από τα σφάλματα και τις αμαρτίες του, ούτε από τις δοκιμασίες τις οποίες βιώνει. Στην παράδοση της Εκκλησίας μας υπάρχει ρεαλισμός. Η όποια βοήθεια δεν είναι στερεωμένη σε ψεύτικες υποσχέσεις, αλλά στην νέα πραγματικότητα της ανθρώπινης φύσης, όταν μπορεί να κοινωνήσει εν προσώπω με το Θεό.
Σε έναν από τους ωραιότερους ύμνους της περιόδου του Δεκαπενταυγούστου η Εκκλησία μας ψάλλει προς την Υπεραγία Θεοτόκο: «Ο
γλυκασμός των Αγγέλων, των θλιβομένων η χαρά, χριστιανών η προστάτις,
Παρθένε μήτηρ Κυρίου, αντιλαβού μου και ρύσαι των αιωνίων βασάνων». Με
τα λόγια αυτά μάς δείχνει ποια ακριβώς είναι η Υπεραγία Θεοτόκος και
γιατί μπορεί να μας βοηθήσει, καθώς και με ποιο τρόπο, να
αντιμετωπίσουμε την σκληρότητα της ζωής.
Η Παναγία είναι ο
γλυκασμός των Αγγέλων. Η λέξη σημαίνει την αγαλλίαση, δηλαδή την
υπερβολική χαρά που δίνει πληρότητα, η οποία πηγάζει από την ίδια τη
φύση του προσώπου ή του αντικειμένου που προκαλεί την αγαλλίαση. Είναι
γλυκεία η Παναγία και προκαλεί γλυκύτητα και αγαλλίαση στους Αγγέλους. Η
φράση αυτή μας καλεί να στρέψουμε την προσοχή μας πρώτον στο πρόσωπο
και δεύτερον στο με ποιους κοινωνεί. Είναι γλυκεία η Παναγία γιατί η
ίδια υπήρξε η Κεχαριτωμένη. Αυτή η οποία επέλεξε την αρετή ως
περιεχόμενο της ζωής της και της ύπαρξής της. Και αρετή σημαίνει όχι
απλώς η εμφάνιση προς τα έξω, με γνώμονα την συμπεριφορά, κάποιων
θετικών στοιχείων που επιτρέπουν την κοινωνία με τους άλλους (π.χ.
καλοσύνη, χαρά, ευγένεια), αλλά η παρουσία εντός του ανθρώπου της
αλήθειας. Ενάρετος είναι ο άνθρωπος που ό,τι είναι εντός του, το
φανερώνει και στη σχέση του με τους εκτός. Ο ενάρετος δεν μπορεί να
είναι υποκριτής. Δεν τηρεί τους νόμους λόγω του φόβου, ενώ στην ιδιωτική
του ζωή επαναστατεί και τους καταπατεί. Η Παναγία ό,τι ήταν εντός της,
το φανέρωνε στους ανθρώπους. Γι’ αυτό η αρετή της ήταν αληθινή.
Αυτό το βλέπουμε να
τονίζεται στα Ευαγγέλια σε κάθε αναφορά στο πρόσωπό της. Στον διάλογο
με τον αρχάγγελο Γαβριήλ την στιγμή του Ευαγγελισμού, δεν φουσκώνει από
υπερηφάνεια για την επιλογή του Θεού να κατοικήσει εντός της. Διατυπώνει
τους προβληματισμούς της στον αρχάγγελο, λαμβάνει απαντήσεις που ήταν
αδύνατον να καταλάβει στην πληρότητά τους, αλλά αποδέχεται το θέλημα του
Θεού. Στην επίσκεψή της στην Ελισάβετ, μετά τον μακαρισμό που δέχεται
από αυτήν, η απάντησή της είναι «Μεγαλύνει η ψυχή μου τον Κύριον... ότι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν της δούλης αυτού» (Λουκ. 1, 46-48). Γνωρίζει
ότι κάθε τι που της συμβαίνει δεν είναι κατόρθωμά της, αλλά η βίωση από
την ίδια των μεγαλείων του Δυνατού Θεού και αυτό είναι τελικά η χαρά
της. Στο θαύμα της Γέννησης εν ταπεινώσει θα κρατήσει στην καρδιά της
όλα όσα θα δει και θα πορευθεί εν σιωπή και θαυμασμώ για τον Υιό του
Θεού που κυοφόρησε, γέννησε και ανέθρεψε. Το ίδιο θα κάνει ακούγοντας το
χαιρετισμό του Συμεών και τον λόγο του περί της «ρομφαίας» του
πόνου, που έμελλε να διαπεράσει την καρδιά της. Θα αποδεχθεί εν
ταπεινώσει την επιτίμηση από τον δωδεκάχρονο υιό της στο ναό των
Ιεροσολύμων, ενώ θα προτρέψει τους υπηρέτες στην Κανά να κάνουν υπακοή
σε ό,τι Εκείνος τους ζητήσει, παρότι και πάλι θα γευθεί την επιτίμησή
του. Θα ακούσει τον Υιό της να λέει ότι «μητέρα μου και αδέλφια μου είναι όσοι κάνουν υπακοή στο θέλημα του Θεού» (Λουκ. 8,18) και
θα αποδεχθεί ότι η μητρότητα δεν μπορεί να εγκλωβίσει τον Θεάνθρωπο σε
μία κλειστή σχέση, αλλά ότι έκανε αυτό που έπρεπε για το παιδί της, όμως
το χρέος της ήταν να το αφήσει ελεύθερο. Θα τον συνοδεύσει στο Σταυρό,
πονώντας σιωπηλά. Θα Τον ακούσει να της λέει ότι άλλος θα είναι ο υιός
της (ο Ιωάννης) από κει και πέρα. Θα τον κηδεύσει, αλλά και θα τον
επισκεφθεί στο μνήμα, θα Τον συναντήσει αναστημένο και θα ζήσει την
μεγαλύτερη χαρά που μια Μάνα μπορεί να ζήσει μετά από έναν τέτοιο πόνο,
θα είναι μαζί Του στην Ανάληψη, αλλά και με την πρώτη Εκκλησία στην
Πεντηκοστή, συνεχίζοντας το έργο που Εκείνος έφερε στον κόσμο. Και θα
Τον συναντήσει, ψυχή τε και σώματι στην Κοίμηση και την Μετάστασή της,
νικώντας κοντά Του τον θάνατο.
Και μόνο η
περιγραφή των αρετών της Παναγίας την καθιστούν γλυκεία εντός της.
Κεχαριτωμένη, ταπεινή, άνθρωπος που σκέπτεται, αλλά δεν αφήνει τον
λογισμό του να νικήσει την εμπιστοσύνη στο Θεό, αφοσιωμένη στο παιδί
της, χωρίς όμως να του στερεί την ελευθερία, άνθρωπος πράος και
ταυτόχρονα με επίγνωση πως ό,τι είναι δεν είναι κατόρθωμά της, αλλά
βίωση των μεγαλείων του Θεού, αφοσιωμένη στον Θεάνθρωπο μέχρι το τέλος,
ύπαρξη σιωπώσα, αυτή που ζει τον πόνο στα άκρα του, αλλά και τη χαρά της
Ανάστασης και μέλος της Εκκλησίας, όπως όλοι. Αυτή η εσωτερική,
αγιοπνευματική κατάσταση, καθιστά την Παναγία γλυκασμό και για τους
Αγγέλους. Γιατί οι Άγγελοι βλέπουν στο πρόσωπό της, στο πρόσωπο ενός
ανθρώπου, μία ύπαρξη που έφτασε στην δική τους κατάσταση και την
ξεπέρασε. Διότι δεν είναι μόνο η αρετή ή η διακονία του Θεού που έχουν
οι Άγγελοι το χαρακτηριστικό της Παναγίας. Κυρίως είναι ο αγιασμός της,
όχι απλώς μέσω της επικοινωνίας η της συνάντησης με το Θεό, αλλά χάρις
στην παρουσία του Θεού εντός της, που σημαδεύει και νοηματοδοτεί την
ύπαρξή της, κατάσταση που ούτε οι Άγγελοι μπορούν να βιώσουν στην
πληρότητά της.
Προβάλλοντας την Υπεραγία Θεοτόκο ως τον γλυκασμό των Αγγέλων, η Εκκλησία την φέρνει στη συνέχεια ανάμεσά μας. Τη χαρακτηρίζει «χαρά των θλιβομένων». Μόνο
κάποιος που έχει γευθεί την σκληρότητα της ζωής μπορεί να καταλάβει
όσους θλίβονται εξαιτίας της. Μόνο η Μάνα που έχει χάσει το παιδί της
μπορεί να καταλάβει τις μάνες αυτού του κόσμου που υποφέρουν για τις
δοκιμασίες και την απώλεια των παιδιών τους. Μόνο Εκείνη που νιώθει την
αγωνία της απόρριψης των πολλών λόγω μιας εγκυμοσύνης, η οποία ήταν
ακατανόητη για το περιβάλλον της, μπορεί να καταλάβει πώς αισθάνεται
κάποιος που απορρίπτεται από τους συνανθρώπους του, για οποιονδήποτε
λόγο. Μόνο Εκείνη που μεγάλωσε ένα παιδί έχοντας την δύναμη και την
γενναιότητα να το αφήσει ελεύθερο, μπορεί να καταλάβει τον πόνο των
γονέων που, αφού έκαναν ό,τι μπορούσαν για να δώσουν στα παιδιά τους
ό,τι αγαθό, παίρνουν την γενναία απόφαση να τα αφήσουν ελεύθερα, ακόμη
και μέσα στις δοκιμασίες, γνωρίζοντας πως δεν μπορείς να πετύχεις τίποτα
αν δεν σεβαστείς το σπουδαιότερο δώρο που έδωσε ο Θεός στον άνθρωπο,
την ελευθερία. Μόνο Εκείνη που έζησε την Ανάσταση, μπορεί τελικά να
δώσει την παρηγοριά σε όσους θλίβονται για τους σταυρούς της ζωής και να
τους βοηθήσει να αντέξουν, τόσο προσωπικά, όσο και συλλογικά. Μόνο
Εκείνη που νίκησε τελικά και για τον ίδιο τον εαυτό της τον θάνατο,
χάρις στην σχέση της με τον Υιό και Θεό της, μπορεί να γίνει ο
οδοδείκτης για να ξεπεράσει ο καθένας από εμάς τον φόβο κάθε θανάτου
είτε βιολογικού είτε πνευματικού είτε κοινωνικού, εξαιτίας της απώλειας
της αγάπης.
Είναι ο γλυκασμός
των Αγγέλων και η χαρά των θλιβομένων η Υπεραγία Θεοτόκος. Καθώς μάλιστα
ζούμε σήμερα σ’ αυτήν την εποχή της μεγάλης κρίσης και αισθανόμαστε την
αγωνία και την απελπισία τόσο σε προσωπικό, όσο και σε συλλογικό
επίπεδο, η Εκκλησία τολμά να μας υπενθυμίσει, γιορτάζει δηλαδή το
Πρόσωπο της Παναγίας μας. Αυτήν που ο λαός μας, από την παράδοσή του,
είχε μάθει να επικαλείται σε κάθε δύσκολη στιγμή του και να παίρνει
δύναμη και θάρρος. Προσπαθούμε να πολεμήσουμε την κρίση με υλικά και
οικονομικά όπλα, με μέτρα, με διαπραγματεύσεις, με εξάρτηση από
αλλότριες δυνάμεις. Ίσως δεν υπάρχει και άλλος τρόπος κατά κόσμον.
Έχουμε όμως αφήσει στην άκρη το πνευματικό μας όπλο. Στραφήκαμε στα
υλικά αγαθά και σε έναν τρόπο ζωής, ο οποίος υποσχόταν ηδονή.
Διαπιστώσαμε πικρά πόσο έξω πέσαμε στους υπολογισμούς μας και πόσο
σκληρή είναι η πραγματικότητα. Ας επανέλθουμε λοιπόν στον τρόπο της
σχέσης μας με την Παναγία.
Ας διδαχθούμε από
την γνησιότητα και την αλήθεια που αποτύπωσε η αρετή της τόσο εντός της
όσο και στους ανθρώπους και στον κόσμο, ας αλλάξουμε εν μετανοία
νοοτροπία εμπιστευόμενοι το Θεό και θέτοντας άλλες προτεραιότητες στη
ζωή μας και ας την επικαλούμαστε με πολλή προσευχή και ελπίδα για να
λάβουμε την χαρά εκείνη που θα μας βοηθήσει να υπερβούμε την θλίψη ,
αλλά και να διέλθουμε την στενή οδό, όντας βέβαιοι για την τελική
απόληξη και της δικής μας ζωής, που δεν είναι άλλη από την Ανάσταση. Κι
Εκείνη, ως «προστάτις των χριστιανών», θα μας συμπαρασταθεί, δίδοντάς
μας δύναμη στην σκληρότητα αυτής της ζωής, και θα μας απαλλάξει από τα
αιώνια βάσανα που συνεπάγεται η ζωή χωρίς Θεό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου