http://www.orthodoxia-ellhnismos.gr/2014/06/blog-post_8276.html
Τοῦ Εὐριπίδη Φίλ. Χειμωνίδη, Δάσκαλου–Συγγραφεα–Δημοσιογραφου (1903–1982)
Μιὰ συγκλονιστικὴ διήγηση μὲ κρυπτοχριστιανοὺς
Ἡ μπόρα ἔχει περάσει, ἀλλὰ θυμωμένα κυλοῦν τὰ θολὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ, δίπλα ἀπὸ τὸ μεγάλο χωριὸ ποὺ ἁπλώνεται στὸν εὔφορο κάμπο. Εἶναι Τουρκικό το χωριό. Φρεσκοπλυμένο ἀπὸ τὸ χορταστικὸ λουτρό, χαίρεται τώρα τὴν εὐλογία τοῦ ἥλιου καὶ στεγνώνει γοργά, βυθισμένο στὴ μακαριότητα τῆς εὐτυχίας του.
Δὲν ἦταν ὅμως πάντα Τουρκικό. Σὲ παλαιότερη ἐποχή, τότε ποὺ τὸ σημερινὸ Ἐρζεροὺμ λεγόταν Θεοδοσιούπολις, εἶχε χτισθεῖ δίπλα στὸν Ἄκαμψι ποταμό, στὴν ἄκρη τοῦ εὔφορου ἐκείνου ὀροπεδίου, λίγα σπίτια ἀπὸ οἰκογένειες ἀκριτῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους. Τοῦρκοι ἦρθαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ Ἑλληνικὸ χωριὸ κι ἀνάγκασαν τοὺς κατοίκους του ν’ ἀλλαξοπιστήσουν καὶ νὰ δεχθοῦν μὲ τὴ βία τὸν μωαμεθανισμό.
Ἀπὸ ’κείνη τὴν ἡμέρα σίγησε κι ἡ καμπάνα τῆς μικρῆς ἐκκλησούλας, καὶ στοὺς τέσσερις αἰῶνες καὶ περισσότερο ποὺ πέρασαν ἀπὸ τότε, δὲν ἀπέμεινε πιά, οὔτε σὰ θολὴ ἀνάμνηση, ἡ χριστιανικὴ καταγωγὴ τῶν πρώτων κατοίκων. Στεγνώνει λοιπὸν τὸ τουρκικὸ χωριὸ ὕστερα ἀπὸ τὴ μπόρα, ἐνῶ στὸ καφενεῖο οἱ ἡλικιωμένοι Τοῦρκοι, καθισμένοι σταυροπόδι σὲ....
μαλακὰ στρωσίδια καὶ διηγοῦνται εὔθυμες ἱστορίες.
Ἔξαφνα, σπαρακτικὲς φωνὲς ἀκούγονται ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ποταμοῦ· δυὸ μικρὰ Τουρκόπουλα, παίζοντας στὴν ὄχθη, ἔπεσαν στὸ ποτάμι καὶ τὰ πῆρε τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα.
Μιὰ γυναίκα, ποὺ εἶδε τὸ ἀτύχημα, ἔβαλε τότε τὶς φωνὲς καὶ ξεσήκωσε τὸν κόσμο. Τὸ καφενεῖο, ἄδειασε στὴ στιγμή. Ὅλοι οἱ θαμῶνες ἔτρεξαν κατὰ τὸ ποτάμι καί, μαζὶ μὲ ὅλους, κι ὁ μουχτάρης τοῦ χωριοῦ, ὁ «πρόεδρος τῆς κοινότητος», ὅπως θὰ λέγαμε ἐμεῖς.
Μάταιος κόπος! Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο παιδιά, ἕνα ἀγόρι πέντε χρονῶν, εἶχε ἤδη πνιγεῖ ὅταν ἔφτασε ἡ βοήθεια· καί, τ’ ἄλλο, συνομήλικό του, δὲν εἶχε πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια· αὐτὸ τὰ κατάφερε νὰ φτάσει μόνο του στὴν ὄχθη, λίγο παρακάτω ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ φρικτοῦ ἀτυχήματος. Ἦταν βρεγμένο ὡς τὸ κόκκαλο, ἀλλὰ ἔβλεπε τὸ μαζεμένο πλῆθος χαμογελαστό, σὰ νὰ μὴν εἶχε γίνει τίποτε τὸ σπουδαῖο.
Ὁ μουχτάρης, τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του κι ἄρχισε νὰ τὸ χαϊδεύει.
–Πώς τὰ κατάφερες, παιδί μου, νὰ γλυτώσεις; Ἔλεγε καὶ ξανάλεγε. Μπράβο! Ἐσύ, θὰ γίνεις σωστὸς ἄνδρας! Θὰ φοβήθηκες ὅμως πολύ, ἔτσι δὲν εἶναι;
–Καθόλου! ἀποκρίθηκε ὁ μικρὸς ἀθώα. Δὲν φοβήθηκα καθόλου. Μὲ κρατοῦσε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ στὴν ἀγκαλιά της καὶ μ’ ἔσπρωχνε σιγά–σιγα στὴν ἀκροποταμιά.
Ὁ μουχτάρης ἔμεινε περίεργος.
–Η «μητέρα τοῦ Θεοῦ», εἶπες; Καί, ποῦ τὴν ξέρεις ἐσὺ τὴν «μητέρα τοῦ Θεοῦ»;
–Την ξέρω! Τὴν ἔχουμε στὸ σπίτι μας, ζωγραφισμένη σ’ ἕνα σανιδάκι!
Μιὰ ὑποψία γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ μικροῦ παιδιοῦ στὴ σκέψη τοῦ μουχτάρη.
–Πάμε νὰ μοῦ τὴν δείξεις κι ἐμένα! λέει στὸ Τουρκόπουλο ὁ μουχτάρης. Πᾶμε!
Σὲ λίγο ἔφτασαν στὸ σπίτι, ὅπου βρισκόταν μόνο ἡ γιαγιὰ κι ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ· ὁ πατέρας του, ἔλειπε.
Οἱ δύο γυναῖκες, δὲν εἶχαν ἰδέα ἀπὸ τὸ ἀτύχημα καί, μὲ ἔκπληξη καὶ μὲ ἀπορία, παρατηροῦσαν τὸν ἐπίσημο ἐπισκέπτη. Ἡ ἔκπληξή τους ὅμως ἔγινε τρόμος μεγάλος, ὅταν εἶδαν τὸ παιδί τους νὰ τοῦ δείχνει μιὰ μικρὴ πόρτα στὸν τοῖχο τοῦ ἐσώτερου διαμερίσματος τοῦ σπιτιοῦ καὶ νὰ τοῦ λέει: «Νά! Ἐδῶ μέσα, εἶναι! Ἄνοιξε νὰ δεῖς!».
Ἔκαμαν τότε μιὰ ἀπελπισμένη κίνηση πρὸς τὰ ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν μουχτάρη, μὰ ἐκεῖνος εἶχε κιόλας ἀνοίξει τὴν πορτούλα.
Καί, τότε, ἕνα θέαμα καταπληκτικὸ παρουσιάσθηκε στὰ μάτια του:
Σ’ ἕνα μικρὸ καὶ σκοτεινὸ δωμάτιο, δίχως κανένα παράθυρο, ἕνα καντήλι ἔκαιγε μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. Εὐωδία ἀπὸ θυμίαμα ξεχύθηκε τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπὸ τὸν κρυψώνα καὶ γέμισε τὰ ρουθούνια τοῦ Τούρκου, ποὺ ρούφηξε ἡδονικά το ἄγνωστο γι’ αὐτὸν ἄρωμα.
Οἱ γυναῖκες, παγωμένες ἀπ’ τὸν τρόμο, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη ν’ ἀρθρώσουν λέξη, καὶ μόνο τα μάτια τους, στυλωμένα πρὸς τὴν εἰκόνα, ἔστελναν θερμή, σιωπηλὴ ἱκεσία πρὸς τὴ Θεομήτορα, νὰ τὶς βοηθήσει στὴ δύσκολη ἐκείνη περίσταση.
Ἄφωνος, ὅμως, κι ἀκίνητος στεκόταν μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα καὶ ὁ μουχτάρης, ὁ φανατικὸς Τοῦρκος, ποὺ ποτὲ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ ὅτι θὰ ’καμνε στὸ χωριὸ τοῦ μιὰ τέτοια ἀνακάλυψη. Τὸ γλυκύτατο βλέμμα τῆς Παναγίας μὲ τὸ θεῖο βρέφος στὴν ἀγκάλη Της, τοῦ εἶχε κάμει ἀνέκφραστη ἐντύπωση.
–Αυτή εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ κρατοῦσε στὰ χέρια Της. Τὴν εἶδες; εἶπε ὁ μικρὸς μὲ φωνὴ χαρούμενη, λὲς καὶ εἶχε κάνει κατόρθωμα.
Οἱ γυναῖκες, ἔπεσαν τότε στὰ πόδια τοῦ μουχτάρη κι ἄρχισαν νὰ τὸν παρακαλοῦν.
–Μη μᾶς κάνεις κακό, ἐφέντη πολυχρονεμένε, κι ἐμεῖς θὰ παρακαλοῦμε τὴν Παναγία νὰ σὲ φυλάγει καλά!
–Ώστε εἶστε Χριστιανοί;!… πρόφερε ἀργά.
–Ναι!
Δὲν πειράζουμε ὅμως κανέναν. Ἀκολουθοῦμε τὴν πίστη τῶν πατέρων μας, ὅπως τὴν πῆραν κι ἐκεῖνοι ἀπ’ τοὺς δικούς τους πατέρες. Μὴ μᾶς κάνεις κακό, ἐφέντη!
Ὁ μουχτάρης, στάθηκε μερικὲς στιγμὲς ἀκόμη σιωπηλός. Ἔπειτα μὲ φωνὴ σιγανή, σὰ νὰ ἤθελε ν’ ἀνακοινώσει κάποιο μυστικό, λέει στὶς γυναῖκες:
–Μη φοβάστε! Προσέξτε ὅμως, μὴ πεῖτε κι ἐσεῖς σὲ κανέναν ὅτι ἦρθα ἐδῶ στὸ σπίτι σας καὶ εἶδα αὐτὸ ποὺ εἶδα. Κάπου–καπου, θὰ σᾶς στέλνω καὶ λίγο λάδι νὰ βάζετε στὸ καντήλι, πρόσθεσε, ἐνῶ προχωροῦσε πρὸς τὴν ἔξοδο…
[Τὸ κείμενο, τοῦ Δάσκαλου–Συγγραφεα–Δημοσιογραφου Εὐριπίδη Φίλ. Χειμωνίδη (1903–1982)· κατ’ ἀφήγηση τοῦ παπποῦ του, ἱερέως στὴν Σάντα, τοῦ παπα–Αποστόλου Χειμωνίδη, χειροτονηθέντος στὴν Θεοδοσιούπολη καὶ θανόντος σὲ βαθὺ γῆρας (τὸ 1915)· παρμένο ἀπὸ τὸν ἀφιερωματικὸ τόμο τοῦ Νικολάου Π. Ἀνδριώτη (1906–1976): «Κρυπτοχριστιανικὰ Κείμενα», σέλ. 121–123, σειρά: «Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη Νο36 – Δημοσιεύματα τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν», Θὲσ/νίκη 1974.]
Τοῦ Εὐριπίδη Φίλ. Χειμωνίδη, Δάσκαλου–Συγγραφεα–Δημοσιογραφου (1903–1982)
Μιὰ συγκλονιστικὴ διήγηση μὲ κρυπτοχριστιανοὺς
Ἡ μπόρα ἔχει περάσει, ἀλλὰ θυμωμένα κυλοῦν τὰ θολὰ νερὰ τοῦ ποταμοῦ, δίπλα ἀπὸ τὸ μεγάλο χωριὸ ποὺ ἁπλώνεται στὸν εὔφορο κάμπο. Εἶναι Τουρκικό το χωριό. Φρεσκοπλυμένο ἀπὸ τὸ χορταστικὸ λουτρό, χαίρεται τώρα τὴν εὐλογία τοῦ ἥλιου καὶ στεγνώνει γοργά, βυθισμένο στὴ μακαριότητα τῆς εὐτυχίας του.
Δὲν ἦταν ὅμως πάντα Τουρκικό. Σὲ παλαιότερη ἐποχή, τότε ποὺ τὸ σημερινὸ Ἐρζεροὺμ λεγόταν Θεοδοσιούπολις, εἶχε χτισθεῖ δίπλα στὸν Ἄκαμψι ποταμό, στὴν ἄκρη τοῦ εὔφορου ἐκείνου ὀροπεδίου, λίγα σπίτια ἀπὸ οἰκογένειες ἀκριτῶν τοῦ Βυζαντινοῦ Κράτους. Τοῦρκοι ἦρθαν καὶ ἐγκαταστάθηκαν στὸ Ἑλληνικὸ χωριὸ κι ἀνάγκασαν τοὺς κατοίκους του ν’ ἀλλαξοπιστήσουν καὶ νὰ δεχθοῦν μὲ τὴ βία τὸν μωαμεθανισμό.
Ἀπὸ ’κείνη τὴν ἡμέρα σίγησε κι ἡ καμπάνα τῆς μικρῆς ἐκκλησούλας, καὶ στοὺς τέσσερις αἰῶνες καὶ περισσότερο ποὺ πέρασαν ἀπὸ τότε, δὲν ἀπέμεινε πιά, οὔτε σὰ θολὴ ἀνάμνηση, ἡ χριστιανικὴ καταγωγὴ τῶν πρώτων κατοίκων. Στεγνώνει λοιπὸν τὸ τουρκικὸ χωριὸ ὕστερα ἀπὸ τὴ μπόρα, ἐνῶ στὸ καφενεῖο οἱ ἡλικιωμένοι Τοῦρκοι, καθισμένοι σταυροπόδι σὲ....
μαλακὰ στρωσίδια καὶ διηγοῦνται εὔθυμες ἱστορίες.
Ἔξαφνα, σπαρακτικὲς φωνὲς ἀκούγονται ἀπὸ τὸ μέρος τοῦ ποταμοῦ· δυὸ μικρὰ Τουρκόπουλα, παίζοντας στὴν ὄχθη, ἔπεσαν στὸ ποτάμι καὶ τὰ πῆρε τὸ ὁρμητικὸ ρεῦμα.
Μιὰ γυναίκα, ποὺ εἶδε τὸ ἀτύχημα, ἔβαλε τότε τὶς φωνὲς καὶ ξεσήκωσε τὸν κόσμο. Τὸ καφενεῖο, ἄδειασε στὴ στιγμή. Ὅλοι οἱ θαμῶνες ἔτρεξαν κατὰ τὸ ποτάμι καί, μαζὶ μὲ ὅλους, κι ὁ μουχτάρης τοῦ χωριοῦ, ὁ «πρόεδρος τῆς κοινότητος», ὅπως θὰ λέγαμε ἐμεῖς.
Μάταιος κόπος! Τὸ ἕνα ἀπὸ τὰ δύο παιδιά, ἕνα ἀγόρι πέντε χρονῶν, εἶχε ἤδη πνιγεῖ ὅταν ἔφτασε ἡ βοήθεια· καί, τ’ ἄλλο, συνομήλικό του, δὲν εἶχε πιὰ ἀνάγκη ἀπὸ βοήθεια· αὐτὸ τὰ κατάφερε νὰ φτάσει μόνο του στὴν ὄχθη, λίγο παρακάτω ἀπὸ τὸ σημεῖο τοῦ φρικτοῦ ἀτυχήματος. Ἦταν βρεγμένο ὡς τὸ κόκκαλο, ἀλλὰ ἔβλεπε τὸ μαζεμένο πλῆθος χαμογελαστό, σὰ νὰ μὴν εἶχε γίνει τίποτε τὸ σπουδαῖο.
Ὁ μουχτάρης, τὸ πῆρε στὴν ἀγκαλιά του κι ἄρχισε νὰ τὸ χαϊδεύει.
–Πώς τὰ κατάφερες, παιδί μου, νὰ γλυτώσεις; Ἔλεγε καὶ ξανάλεγε. Μπράβο! Ἐσύ, θὰ γίνεις σωστὸς ἄνδρας! Θὰ φοβήθηκες ὅμως πολύ, ἔτσι δὲν εἶναι;
–Καθόλου! ἀποκρίθηκε ὁ μικρὸς ἀθώα. Δὲν φοβήθηκα καθόλου. Μὲ κρατοῦσε ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ στὴν ἀγκαλιά της καὶ μ’ ἔσπρωχνε σιγά–σιγα στὴν ἀκροποταμιά.
Ὁ μουχτάρης ἔμεινε περίεργος.
–Η «μητέρα τοῦ Θεοῦ», εἶπες; Καί, ποῦ τὴν ξέρεις ἐσὺ τὴν «μητέρα τοῦ Θεοῦ»;
–Την ξέρω! Τὴν ἔχουμε στὸ σπίτι μας, ζωγραφισμένη σ’ ἕνα σανιδάκι!
Μιὰ ὑποψία γεννήθηκε ἀπὸ τὴν ἀπάντηση τοῦ μικροῦ παιδιοῦ στὴ σκέψη τοῦ μουχτάρη.
–Πάμε νὰ μοῦ τὴν δείξεις κι ἐμένα! λέει στὸ Τουρκόπουλο ὁ μουχτάρης. Πᾶμε!
Σὲ λίγο ἔφτασαν στὸ σπίτι, ὅπου βρισκόταν μόνο ἡ γιαγιὰ κι ἡ μητέρα τοῦ παιδιοῦ· ὁ πατέρας του, ἔλειπε.
Οἱ δύο γυναῖκες, δὲν εἶχαν ἰδέα ἀπὸ τὸ ἀτύχημα καί, μὲ ἔκπληξη καὶ μὲ ἀπορία, παρατηροῦσαν τὸν ἐπίσημο ἐπισκέπτη. Ἡ ἔκπληξή τους ὅμως ἔγινε τρόμος μεγάλος, ὅταν εἶδαν τὸ παιδί τους νὰ τοῦ δείχνει μιὰ μικρὴ πόρτα στὸν τοῖχο τοῦ ἐσώτερου διαμερίσματος τοῦ σπιτιοῦ καὶ νὰ τοῦ λέει: «Νά! Ἐδῶ μέσα, εἶναι! Ἄνοιξε νὰ δεῖς!».
Ἔκαμαν τότε μιὰ ἀπελπισμένη κίνηση πρὸς τὰ ἐκεῖ, γιὰ νὰ ἐμποδίσουν τὸν μουχτάρη, μὰ ἐκεῖνος εἶχε κιόλας ἀνοίξει τὴν πορτούλα.
Καί, τότε, ἕνα θέαμα καταπληκτικὸ παρουσιάσθηκε στὰ μάτια του:
Σ’ ἕνα μικρὸ καὶ σκοτεινὸ δωμάτιο, δίχως κανένα παράθυρο, ἕνα καντήλι ἔκαιγε μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. Εὐωδία ἀπὸ θυμίαμα ξεχύθηκε τὴν ἴδια στιγμὴ ἀπὸ τὸν κρυψώνα καὶ γέμισε τὰ ρουθούνια τοῦ Τούρκου, ποὺ ρούφηξε ἡδονικά το ἄγνωστο γι’ αὐτὸν ἄρωμα.
Οἱ γυναῖκες, παγωμένες ἀπ’ τὸν τρόμο, δὲν εἶχαν τὴ δύναμη ν’ ἀρθρώσουν λέξη, καὶ μόνο τα μάτια τους, στυλωμένα πρὸς τὴν εἰκόνα, ἔστελναν θερμή, σιωπηλὴ ἱκεσία πρὸς τὴ Θεομήτορα, νὰ τὶς βοηθήσει στὴ δύσκολη ἐκείνη περίσταση.
Ἄφωνος, ὅμως, κι ἀκίνητος στεκόταν μπροστὰ στὸ εἰκόνισμα καὶ ὁ μουχτάρης, ὁ φανατικὸς Τοῦρκος, ποὺ ποτὲ δὲ θὰ μποροῦσε νὰ φαντασθεῖ ὅτι θὰ ’καμνε στὸ χωριὸ τοῦ μιὰ τέτοια ἀνακάλυψη. Τὸ γλυκύτατο βλέμμα τῆς Παναγίας μὲ τὸ θεῖο βρέφος στὴν ἀγκάλη Της, τοῦ εἶχε κάμει ἀνέκφραστη ἐντύπωση.
–Αυτή εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Θεοῦ, ποὺ μὲ κρατοῦσε στὰ χέρια Της. Τὴν εἶδες; εἶπε ὁ μικρὸς μὲ φωνὴ χαρούμενη, λὲς καὶ εἶχε κάνει κατόρθωμα.
Οἱ γυναῖκες, ἔπεσαν τότε στὰ πόδια τοῦ μουχτάρη κι ἄρχισαν νὰ τὸν παρακαλοῦν.
–Μη μᾶς κάνεις κακό, ἐφέντη πολυχρονεμένε, κι ἐμεῖς θὰ παρακαλοῦμε τὴν Παναγία νὰ σὲ φυλάγει καλά!
–Ώστε εἶστε Χριστιανοί;!… πρόφερε ἀργά.
–Ναι!
Δὲν πειράζουμε ὅμως κανέναν. Ἀκολουθοῦμε τὴν πίστη τῶν πατέρων μας, ὅπως τὴν πῆραν κι ἐκεῖνοι ἀπ’ τοὺς δικούς τους πατέρες. Μὴ μᾶς κάνεις κακό, ἐφέντη!
Ὁ μουχτάρης, στάθηκε μερικὲς στιγμὲς ἀκόμη σιωπηλός. Ἔπειτα μὲ φωνὴ σιγανή, σὰ νὰ ἤθελε ν’ ἀνακοινώσει κάποιο μυστικό, λέει στὶς γυναῖκες:
–Μη φοβάστε! Προσέξτε ὅμως, μὴ πεῖτε κι ἐσεῖς σὲ κανέναν ὅτι ἦρθα ἐδῶ στὸ σπίτι σας καὶ εἶδα αὐτὸ ποὺ εἶδα. Κάπου–καπου, θὰ σᾶς στέλνω καὶ λίγο λάδι νὰ βάζετε στὸ καντήλι, πρόσθεσε, ἐνῶ προχωροῦσε πρὸς τὴν ἔξοδο…
[Τὸ κείμενο, τοῦ Δάσκαλου–Συγγραφεα–Δημοσιογραφου Εὐριπίδη Φίλ. Χειμωνίδη (1903–1982)· κατ’ ἀφήγηση τοῦ παπποῦ του, ἱερέως στὴν Σάντα, τοῦ παπα–Αποστόλου Χειμωνίδη, χειροτονηθέντος στὴν Θεοδοσιούπολη καὶ θανόντος σὲ βαθὺ γῆρας (τὸ 1915)· παρμένο ἀπὸ τὸν ἀφιερωματικὸ τόμο τοῦ Νικολάου Π. Ἀνδριώτη (1906–1976): «Κρυπτοχριστιανικὰ Κείμενα», σέλ. 121–123, σειρά: «Ἐθνικὴ Βιβλιοθήκη Νο36 – Δημοσιεύματα τῆς Ἑταιρείας Μακεδονικῶν Σπουδῶν», Θὲσ/νίκη 1974.]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου