Δευτέρα 2 Σεπτεμβρίου 2013

Λαθρεπιβάτης στα ταξίδια των άλλων (Της Μαρίας Παπαδημητρίου)

Αυτό το καλοκαίρι θα μου μείνει αξέχαστο. Ποτέ άλλοτε δεν θυμάμαι να ταξίδεψα σε τόσα νησιά, να βούτηξα σε τόσες θάλασσες, να μαύρισα τόσο πολύ στον ήλιο όσο φέτος, μέσα... από τις φωτογραφίες των διακοπών διαδικτυακών φίλων και των αναρτήσεων ειδικών σελίδων. Ούτε στα πρόθυρα της κρίσης, που όλοι είχαμε ακόμη την σταδιακώς μειούμενη δυνατότητα μιας φυσιολογικής ζωής, δεν υπήρχε τέτοια ροή κυκλοφορίας των σμαραγδένιων υδάτων που πλημμύρισαν τον εικονικό κόσμο της θερινής απόδρασης αγνώστου αριθμού ανθρώπων. 
Και καθώς η θερμοκρασία ανέβαινε, η υγρασία έσπαζε ρεκόρ και το κλιματιστικό πάλευε να κερδίσει μια ακόμη μάχη με την αποπνικτική ατμόσφαιρα, όλο και αυξανόταν η προσφορά των ακτών, αιγαιοπελαγίτικων και τροπικών, με το κύμα να σκάει στα πόδια σου, σβήνοντας σαν σχέδια στην άμμο το δίλημμα "να βάλω τα κλάματα ή να μπω;"... (Το "σκάσε και κολύμπα" βρήκε και εδώ την εφαρμογή του). Είχα φροντίσει προηγουμένως να νοικιάσω και ένα τζετ. Σιγά να μη συνωστιζόμουν σε πτήσεις και ακτοπλοϊκά δρομολόγια του συρμού, που είχαν σαν αποτέλεσμα - όπως πρόδιδαν τα σχετικά ενσταντανέ - να φτάνουν ταλαίπωροι και κάθιδροι οι άλλοι, του πραγματικού κόσμου, στο Μαλέ, ας πούμε. Τους λυπόταν η ψυχή μου. Ενώ εγώ... μηδένιζα το χρόνο... Σε ελάχιστα λεπτά προσγειωνόμουν όπου αγαπούσα... Σαντορίνη, ατόλη Άρι, Σάντα Λουτσία και πίσω στο Αιγαίο. Σίφνος, Πάτμος, Σκόπελος, Αλόννησος... Ε, ήταν ώρα για Κη Γουέστ... Μουλιασμένη πια στα νερά δυο ωκεανών κι ενός πελάγους, με κυρίευσε η νοσταλγία του περιπάτου στην παλιά πόλη της Ρόδου, παρόλο που μέσα στο κατακαλόκαιρο οι οχλαγωγίες μεθυσμένων τουριστών θα μου στερούσαν την αυτοσυγκέντρωση που θα μου έφερνε στ΄αφτιά ήχους από πέταλα αλόγων ιπποτών στα λιθόστρωτα σοκάκια. Και ξανά η αχόρταγη επιθυμία για θάλασσα. Ιόνιο αυτή τη φορά... ή  μήπως πάλι Δωδεκάνησα;... Το τι ιώδιο ρούφηξα, δεν περιγράφεται... Άδειασαν οι δεξαμενές της μνήμης μου από τη μυρωδιά του. Ό,τι εισέπνευσα στις θάλασσες του μακρινού παρελθόντος, ξοδεύτηκε σε μια ασύδοτη virtual reality, που με άδειασε απότομα σ' ένα δωμάτιο με σοβαρό έλλειμμα οξυγόνου, αμέσως μόλις άρχισαν οι πρώτες επιστροφές των παραθεριστών, μετά πολλών παραπόνων για το πέρας των διακοπών και την επάνοδο στην εργασία. 
Ανάσα ήταν η κυρίαρχη λέξη στις φράσεις αρκετών που επέστρεψαν, σφραγίζοντας το τέλος και των διακοπών που σχεδίασε η φαντασία μου επί πραγματικού χάρτη - λαθρεπιβάτις στα ταξίδια των άλλων. Αισθάνθηκα ότι πνιγόμουν... Στη μέση της νύχτας αποφάσισα να βγω να σεργιανίσω λίγο στον έρημο δρόμο, παρότι δεν το συνήθιζα ποτέ. Με βήματα προσεκτικά, μην τυχόν και ζαλιστώ ύστερα από μακρόχρονη κλεισούρα. Περνώντας μπροστά από τους κάδους του Δήμου, δυο φιγούρες έστρεψαν να κρυφτούν στο σκοτάδι. Μια γάτα και ένας άνθρωπος έψαχναν φαγώσιμα στα σκουπίδια. Είναι παντού, το ξέρουμε όλοι. Και είναι πολλοί... Παρά τις αναθυμιάσεις των απορριμμάτων, ένιωσα την αξία της ανάσας, την έννοια της οποίας είχα μπερδέψει νωρίτερα, παρασυρμένη από τις προκλήσεις των πιο τυχερών... Ευτυχία είναι και η στιγμή που - αν και  με μια αμυδρή δόση ζήλειας για όσους επιστρέφουν στη δουλειά τους - στέκεσαι όρθιος, άρα μπορείς ακόμα να πιστεύεις πως κάτι θα αλλάξει, αφού η ζωή δε μένει ποτέ στάσιμη.- 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου