http://feltor.wordpress.com/2013/05/29/%CE%B7-%CF%80%CF%8C%CE%BB%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CE%AC%CE%BB%CF%89/
Φώτης Κόντογλου, Νέα Εστία, τχ. 622, 1/6/1953
Όπως οι άγιοι βασανίζονται, και στο τέλος τελειώνουνε το μαρτύριό τους μες το θάνατο, και παίρνουνε το στεφάνι της αφθαρσίας, έτσι κι η αγιασμένη Πόλη, η νέα Σιών της Χριστιανωσύνης, αφού βασανίστηκε, έκλαψε, πόνεσε από κάθε λογής τυράννισμα, ήρθε η μέρα που παρέδωσε το πνεύμα της. Η ιερά Κιβωτός, η Δωδεκάτειχος Πόλις έπεσε ματωβαμμένη στις 29 Μαΐου 1453, σαν τη σεβάσμια μητέρα των Μακκαβαίων.
Ποιο καλέμι μπορεί να γράψει με αίμα, για να εξιστορήσει τη θλίψη και τον πόνο που περάσανε όσοι βρεθήκανε μέσα στη χιλιόχρονη και γεραρά αυτή πολιτεία, που ήτανε, κατά θρηνητικά λόγια του βασιλιά της Κωνσταντίνου Παλαιολόγου, «ἐλπὶς καὶ χαρὰπάντων τῶν Ἑλλήνων, τὸ καύχημα πάσι τοῖς οὗσιν ὑπὸ τοῦ τὴν ἡλίου ἀνατολήν» και που τώρα ήτανε σαν μαραμένο λουλούδι;
Την τελευταία ημέρα της, Δευτέρα, 28 Μαΐου, πρόσταξε ο βασιλέας, ο βασανισμένος Κωνσταντίνος, να κάνουνε λιτανεία, μήπως λυπηθεί ο Θεός κ’ ελεήσει τη χριστιανωσύνη. Ο βασιλιάς, οι δεσποτάδες, οι παπάδες κι όλος ο λαός, με τα εικονίσματα, με τα εξαφτέρουγα και με τα θυμιατά, πήρανε γύρο όλα τα κάστρα, ωέλνοντας και φωνάζοντας με δάκρυα «Κύριε ελέησον!»
Την ίδια μέρα το βράδυ, σύναξε ο βασιλέας όλους τους αξιωματικούς και τους προκρίτους και τους είπε μια ομιλία που κ’ οι πέτρες ραγίσανε με τη θρηνητική φωνή του. «Ἀκούσαντες δὲ οἱ δυστυχεῖς Ῥωμαῖοι καρδίαν ὡς λέοντες ἐποίησαν, καὶ ἀλλήλοιςσυγχωρηθέντες ᾔτουν εἷς τῷ ἑτέρῳ καταλλαγῆναι, καὶ μετὰ κλαυθμοῦ ἐνηγκαλίζοντο.Ἐν τῇδε τῇ ὥρᾳ τίς διηγήσεται τοὺς τότε κλαυθμοὺς καὶ θρήνους τοὺς ἐν τῷ παλατίῳ; Εἰκαὶ ἀπὸ ξύλου ἄνθρωπος ἢ ἐκ πέτρας ἦν, οὐκ ἐδύνατο μὴ θρηνῆσαι»
Η νύχτα έπεσε σαν κοράκι μαύροι και σκέπασε με τις φτερούγες της την θλιβεράν την Πόλιν μαζί με τις δυστυχισμένες ψυχές που ήτανε κλεισμένες μέσα. Οι άντρες ήτανε στα κάστρα. Οι γέροι κ’ οι γυναίκες βρισκόντανε στα σπίτια και προσευχόντανε με δάκρυα. Μοναχά τα παιδιά λαγοκοιμώντανε τα καϋμένα· τα πιο πολλά σφαχτήκανε την άλλη μέρα.
Κατά τα μεσάνυχτα, ο βασιλιάς καβαλλίκεψε στ’ άλογό του μαζί με τον αχώριστο συμβουλάτορά του το Φραντζή και με δυο τρεις άλλους αξιωματικούς, και βγήκανε απ’ το παλάτι. Τραβήξανε αμίλητοι κατά τα κάστρα για να δούνε αν φυλάγανε καλά οι βάρδιες. Μουγκαμάρα παντού! Η νύχτα ήτανε γλυκειά, μα οι καρδιές τους ήτανε φαρμακωμένες. Ο βασιλιάς γύρισε κ’ είδε τ’ άστρα που λάμπανε στο χάος του ουρανού. Δάκρυσε και μουρμούρισε: «Ἐν τῇ οἰκίᾳ τοῦ πατρός μου μοναὶ πολλαί εἰσιν.» Ήτανε κατακουρασμένος από την αγρυπνία. Μα δεν απόδειχνε, για τους άλλους.
Τριγυρίσανε όλα τα κάστρα. Οι φυλακάτορες ήτανε άγρυπνοι στις πόστες τους. Σαν φτάξανε στην πόρτα τη λεγόμενη Καλιγαρία, φωνάξανε οι πετεινοί υο πρώτο λάλημα. Ξανακαβαλλικέψανε κι’ ανεβήκανε στον πύργο, κάτω από το κάστρο, απέξω, δεν μπορούσανε νε ξεχωρίσουνε τίποτα στο σκοτάδι. Μοναχά ακούγονταν φωνές και σαματάδες παράξενοι. Οι φύλακες τους είπανε πως όλη τη νύχτα έτσι γαυριάζανε κάθε βράδυ οι Τούρκοι. Εκείνη τη νύχτα η ταραχή κι ο σαματάς ήτανε πιο πολύς, γιατί σέρνανε τις καστρομηχανές για να τις πάνε πιο κοντά στο καστροχάντακο. Ακούγανε φασαρία κι απ’ το μέρος της θάλασσας, γιατί και τα καράβια σαλπάρανε για να πάνε γιαλό κοντά στα κάστρα.
Κατά το δεύτερο πετεινολάλημα, σηκώθηκε άξαφνα μονομιάς μεγάλη βουή στο τούρκικο στρατόπεδο, και σαν νάτανε μια θάλασσα με φουρτουνιασμένα κύματα, οι Τούρκοι χυμήξανε απάνω στα κάστρα, κι’ άρχισε πόλεμος. Αυτό το κάνανε κατά την ίδια ώρα κάθε νύχτα, για να κουραστούνε οι χριστιανοί, κ’ ύστερα να πέσουνε καταπάνω τους οι πιο αντρειωμένοι πούχε ο Σουλτάνος. Και τούτη τη φορά γίνηκε μεγάλη αιματοχυσία, μα οι Έλληνες βαστάξανε καλά, κ’ οι Τούρκοι δε βάλανε πόδι στο κάστρο. Μα το θηρίο έκανε πως κοιμότανε, πλην παραφύλαγε και περίμενε.
Τ’ άστρα πιάσανε και τρεμοσβύνανε στον ουρανό, και κατά την ανατολή άρχισε να γλυκοχαράζει. Εκείνη την ώρα μονομιάς βροντήξανε μυριάδες νταούλια και ζουρνάδες, κ’ έτρεμε η γης από τον αλαλαγμό, σαν να ουρλιάζανε αγριοβούβαλα, κι’ ανάψανε φωτιές από παντού γύρω στην πολιτεία, κι’ όλη εκείνη η μερμηγκιά έπεσε καταπάνω στα κάστρα, από στεριά κι από θάλασσα. Οι σαγίτες πετούσανε σαν κανένα σύννεφο από αιμοβόρα όρνια, και πέφτανε απάνω στους πύργους, μαζί με χαλάζι από πέτρες. Από τη στεριά κι’ από τα καράβια ρίχνανε γεφύρια για να γαντζώσουνε στο φρύδι του κάστρου, και στήνανε πλήθος ανεμόσκαλες. Μα οι Χριστιανοί πάλι βαστάξανε, και γκρεμίσανε τις σκάλες που πέφτανε μαζί με τους ανθρώπους σα νάτανε ξόβεργες που είχανε απάνω τους κολλημένα πουλιά. Δυο ώρες βάσταξε και τούτο το ρεσάλτο, κι’ ο τόπος κι’ ο αγέρας γέμισε από βογγητά κι’ από τα μουγκρίσματα των λαβωμένων. Πολλοί κιαγόντανε μαζί με τις μηχανές και με τις προβιές που τις είχανε για παραπέτα, μα τους πιο πολλούς τους σκοτώνανε οι κοτρώνες που πέφτανε από πάνω. Οι Χριστιανοί σφεντονίζανε την οργή φωτιά, και μαζί ρίχνανε με τα δοξάρια, με τις τσάγκρες και με τις σφεντόνες. Ύστερα από σκληρό πάλεμα, οι Τούρκοι στρίψανε πίσω τους για να ξεκουραστούνε, μα οι τσαούσηδες τους χτυπούσανε με τα κουρμπάτσια και με τα μαγκούρια, και τους κάνανε να γυρίζουνε πίσω και να πολεμάνε. Ο ήλιος είχε βγει πια απάνω από τα βουνά της Ανατολής, μα ήτανε κόκκινος σαν αίμα και θαμπός από τη μαύρη αντάρα που βγάζανε οι πίσσες, τα θειάφια κ’ η σκόνη που ανέβαινε από κείνη τη Ναβαθαία.
Για μια στιγμή οι Τούρκοι φάνηκε πως τσακίσανε, κ’ οι γραικοί πήρανε θάρρος και φωνάζανε από τα κάστρα. Μα σε λίγο, οι πιο παληκαράδες σιμώσανε και ξαναβάλανε τις σκάλες κι ανεβαίνανε, κι’ άλλοι γαντζώνανε χωρίς σκάλα, ο ένας απάνω στον ώμο τ’ αλλουνού και κουνούσανε τα χαντζάρια σαν δαίμονες, και μλοκάρανε τις καστρόπορτες ουρλιάζοντας σαν τα θηρία.
Τότε ο Θεόφιλος Παλαιολόγος κι’ ο Δημήτρης ο Καντακουζηνός, βλέποντας πως θα πατούσανε το κάστρο, πέσανε απάνω τους με ανδρεία μαζί με άλλους γραικούς, και τους γκρεμίσανε από κει που είχανε γαντζώσει. Σε λίγο έφτασε κι’ ο βασιλιάς καβάλλα στ’ άλογό του και φώναξε: «Αδέρφια, βαστάτε, για τους οικτισρμούς του Θεού, γιατί βλέπω πως πιάνουνε και σκορπάνε οι εχθροί μας, κ’ ελπίζω στο Θεό πως η νίκη είναι δική μας!»
Εκεί που μιλούσε ο Κωνσταντίνος, του μηνύσανε πους ο Γιάννης Γιουστινιάνης ο στρατηγός λαβώθηκε στο δεξί ποδάρι, και πως αυτός που ήτανε γενναίος άνδρας, μόλις είδε το αίμα του να τρέχει, λιγοψύχησε, και φώναξε να τον πάνε στους γιατρούς. Ο δυστυχής βασιλέας έδραμε, και σαν τον είδε πήγε κοντά του και τον ξόρκισε να μην αφήσει τη θέση του σε τέτοια στιγμή, γιατί η πολιτεία, του είπε, κρέμεται από σένα. Μα αυτός δεν άκουγε τίποτα, μόνο πέρασε στο Γαλατά, κι’ από κει μπήκε σ’ ένα γενοβέζικο καράβι και πέθανε στο δρόμο, στα νερά της Χίου.
Σαν είδανε οι Τούρκοι την ταραχή που έγινε στους Χριστιανούς, πήρανε θάρρος. Ένας Σογάν πασάς μάζεψε τους γενίτσαρους και τους μίλησε, και τόσο κουράγιο τους έδωσε με τα λόγια του, που γινήκανε σαν λέοντες, και γιουργιάρανε ίδιος σίφουνας καταπάνω στο κάστρο. Ένας απ’ αυτούς τους γενίτσαρους που τον λέγανε Χασάν Λουπαδίτη (γιατί ήτανε από το Λουπάδι), άνδρας γίγαντας, χύμηξε κατά το μέρος που γινότανε η αναμπουμπούλα, βαστώντας με τόνα χέρι το γιαταγάνι και με τ’ άλλο το σκουτάρι απάνω από την κεφαλή του, κι’ από πίσω του τρέξανε άλλοι τριάντα νοματαίοι. Όσοι γραικοί βάσταξε η καρδιά τους και δε δειλιάσανε από το φευγιό του Γιουστινιάνη, σταθήκανε ανδρειωμένα και τους βαρέσανε και τα κοντάρια και κατρακυλούσανε μεγάλες πέτρες από πάνω τους. Δεκαοχτώ απ’ αυτούς γκρεμίσανε. Μα ο Χασάνης μπόρεσε κι’ ανέβηκε στο κάστρο και σκόρπισε τους Χριστιανούς. Τότες ανεβήκανε κι’ άλλοι πολλοί γιατί οι γραικοί ήτανε πιο λίγοι, και δεν μπορέσανε να τους διώξουνε, με όλο που γινότανε μεγάλος θρήνος. Για μια στιγμή μια πέτρα βάρεσε τον Χασάνη και τον ζάλισε, κ’ έπεσε σκεπασμένος με το σκουτάρι του. Οι γραικοί πέσανε απάνω του και τον πετροβολούσανε από παντού. Μα αυτός ξεζαλίσθηκε, κι ανασηκώθηκε απάνω στο γόνατό του, και τους βαστούσε μακριά με το σπαθί. Πλην, από τις πολλές λαβωματιές παράλυσε το χέρι του που βαστούσε το γιαταγάνι, κι οι σαγίτες τον κάνανε κόσκινο και ξεψύχησε. Μαζί μ’ αυτόν σκοτωθήκανε και πολλοί αγαρηνοί. Μα στο μεταξύ κολλήσανε στο κάστρο ένα σμάρι Τούρκοι, και πηδήξανε μέσα στην τάμπια, τσαλαπατώντας ο ένας τον άλλον, και πλημμάρανε σαν τη θάλασσα που ρίχνει χάμω το μόλο, κι η καστρόπορτα άνοιξε, κι η μερμηγκιά χύμηξε μέσα με φοβερή οχλοβοή. Εκείνη την ώρα ακούσθηκε μι φωνή: «Η Πόλη πάρθηκε!»
Ο δυστυχής βασιλέας κέντησε τ’ άλογό του κι έδραμε κατά το μέρος που γινότανε ο θρήνος, κράζοντας και δίνοντας θάρρος στους δικούς του. Μα το τουρκομάνι φούσκωνε ολοένα κι άμπωχνε μπροστά του τους λιγοστούς χριστιανούς. Τότε ο Κωνσταντίνος έπεσε μέσα στο πλήθος σε λέοντας, με το σπαθί στο χέρι, κι έτρεχε σαν ποταμός το αίμα από τα χέρια κι από τα ποδάρια του. Από τα δεξιά του πολεμούσε ο Δον Φραγκίσκος ο Τολέδος, και σαν τον αητό λιάνιζε τους οχτρούς με το στόμα και με τα νύχια. Κι ο Θεόφιλος Παλαιολόγος, σαν είδε τον βασιλέα ματοχωμένον. Φώναξε λέγοντας «Θέλω να πεθάνω! Δε θέλω να ζήσω!», και ρίχτηκε μέσα στους Τούρκους βαρώντας με το σπαθί του. Κι ο Γιάννης ο Δαλμάτης βρέθηκε εκεί πέρα και πολεμούσε σε λεοπάρδαλος. Τρείς φορές αμπώξανε τους Τούρκους, αυτοί οι γενναιόκαρδοι άντρες, μα στο τέλος σκοτωθήκανε, και τα κορμιά τους βουλιάξανε μέσα στ’ ανθρωπομάνι. Μαζί τους πολεμήσανε και σκοτωθήκανε κι άλλοι στρατιώτες χριστιανοί, και παραδώσανε την ψυχή τους για την πίστη του Χριστού, κοντά στην πόρτα του Αγίου Ρωμανού, την Τρίτη το πρωί 29 Μαΐου 1453. Εκαί παράδωσε την ψυχή του κι ο μάρτυρας βασιλιάς, κράζοντας με δάκρυα: «Δεν υπάρχει χριστιανός να κόψει την κεφαλή μου!»
Την ώρα που γινότανε στην καστρόπορτα του Ρωμανού αυτός ο θρήνος, μέσα η πολιτεία ήτανε έρημη, γιατί οι άνθρωποι είχανε κλειστεί στα σπίτια από την τρομάρα τους. Μέσα στα βουβά μεϊντάνια και στους δρόμους ακουγότανε μοναχά η φωνή: «Η Πόλη πάρθηκε! Η Πόλη πάρθηκε!» κι απ’ τον αντίλαλο παραλύνανε τα γόνατα από την τρομάρα. Πολλοί τρελλαθήκανε ακούγοντας αυτή τη φωνή να κράζει με θρήνο: «Η Πόλη πάρθηκε! Η Πόλις Εάλω!..»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου