http://olympia.gr/2013/04/28/%CE%B7-%CE%B5%CE%BB%CE%BB%CE%B1%CE%B4%CE%B1-%CE%BE%CE%B1%CE%BD%CE%B1%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%85%CF%81%CF%89%CE%BD%CE%B5%CF%84%CE%B1%CE%B9/
Γράφει ο Αθαν. Στρίκος
Το πιο πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα του Νίκου Καζαντζάκη είναι «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται».
Η υπόθεση λίγο πολύ γνωστή. Το σκηνικό απλωμένο από τον μεγάλο συγγραφέα σε ακαθόριστο χρόνο και τόπο. Σ’ ένα εύφορο και περιζήτητο κεφαλοχώρι, τη Λυκόβρυση. Που βρίσκεται, καθώς γράφει ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο βιβλίο του «Νίκος Καζαντζάκης η αγωνία του και το έργο του», εκδόσεις «Βιβλιοαθηναϊκή», με επιμέλεια της Κωστούλας Μητροπούλου απ’ το οποίο έχει αντλήσει το σημερινό σχεδιάγραμμα, κάτω από Τουρκική κατοχή. Την οποίαν εκπροσωπεί ένας
Αγάς, ο Σεΐζης του (= υπασπιστής τούρκου αξιωματούχου) και το «Γιουσουφάκι» του.
Είναι Πάσχα και η δημογεροντία του χωριού, ο παπά Γρηγόρης, ο Πατριαρχέας, ο γερο
Λαδάς, ο Χατζη-Νικολής ο δάσκαλος κι ο καπετάν-Φουρτούνας προετοιμάζουν την αναπαράσταση των παθών του Χριστού. Που θα γίνει τον άλλο χρόνο – ένα μυστήριο που παίζεται, κάθε εφτά (7) χρόνια τη Μεγαλοβδομάδα.
Αυτά τα ελάχιστα είναι νομίζω αρκετά ως υπόβαθρο και εισαγωγή. Και δεν έχουμε παρά απλώς να τα φέρουμε στο σήμερα.
Η Λυκόβρυση, το κεφαλοχώρι, εν μικρογραφία, με λίγη φαντασία, πέστε πως είναι η Ελλάδα. Η οποία, μην αμφιβάλλετε καθόλου, υπό ξένην κατοχήν ήταν πάντα, όπως τώρα. Τουρκική, Γερμανική (Βαυαρική), Αγγλική, Φράγκικη, Αμερικανική. Και Αγάδες της οι Βαυαροί, οι Βασιλιάδες, οι Κάϊζερ, οι Στράϊτ και οι Σαράϊγ, οι Πιουριφόϊ, οι Μίλερ, οι Πρόεδροι της λεγόμενης Δημοκρατίας κ.λπ.
Σεϊζηδες, οι κατά καιρούς πρωθυπουργοί (πλην Ιωάννη Καποδίστρια του μοναδικού της επιλογής των Ελλήνων, γιατί όλοι οι άλλοι ήσαν της επιλογής των κατεχόντων τη Χώρα – Λυκόβρυση, κι ένας μάλιστα γίνηκε πρωθυπουργός από ένα μέντιουμ) πολιτικοί ή στρατιωτικοί. (Μέχρι το 1947 η Βρετανική κυβέρνηση διόριζε κι απέλυε Έλληνες πρωθυπουργούς. Χωρίς καμιά ευαισθησία για «συνταγματικούς τύπους» (Κρις Γκουντχάουζ) και μετά οι Αμερικανοί και τώρα Αμερικανοί και Γερμανοί.
Τώρα στους σεΐζηδες θέλετε να εντάξετε και τους υπουργούς; Δύναστε να το πράξετε άνετα. Και φυσικά όλοι αυτοί, αγάδες και σεΐζηδες, είναι ανεύθυνοι. Δεν ελέγχονται για τα φιρμάνια, νόμους και διαταγές που βγάνουν, ούτε πειθαρχούν αυτοί σ’ αυτά. Και φυσικά για τα εγκλήματά τους δεν λογοδοτούν. Έχουν ασυλία. Που σημαίνει α στερητικό και το ρήμα συλέω ή συλάω ή συλεύω = λεηλατώ, διαρπάζω, λαφυραγωγώ, σκυλεύω, αυθαιρετώ, εγκληματώ και με το α το στερητικό ασυλία = λογαριασμό δεν δίνω.
Και τα εγκλήματά τους υπόκεινται σε παραγραφή. Σβήνουν σα να μην υπήρξαν ποτέ μέσα σε δύο μέρες όσο βαριά κι αν είναι. Ξεπλένονται στην κολυμπήθρα που λέγεται «επομένη σύνοδος» (17-19 Μάη του 2012)
Θεοσύστατες πράξεις η ασυλία με την παραγραφή. Και οι πολιτικοί απαλλαγμένοι παντός εγκλήματος, αναγεννημένοι κι ανακαινισμένοι, ορμούν ακάθεκτοι να ξαναξεσκίσουν τα ιερά και τα όσια.
Κι είναι αυτά, όπως αντιληφτήκατε, το δίκαιον, η δημοκρατία, η τήρηση των νόμων, οι αρχές και οι αξίες που πρέπει νά’χουν οι άνθρωποι, τα «κουστουμάκια» τους, που τά’χουν για να κάνουν την όρεξή τους. Να ξεθυμαίνουν και ν’ ασελγούν κατά το δοκούν.
Και φυσικά από κάτω ο λαός της Λυκόβρυσης-Ελλάδος. Οι κάτοικοί της. Εμείς. Που μας λένε και «εκλογικό σώμα». Ας μην έχουμε λοιπόν παράπονο. Έχουμε και τους άρχοντές μας. Υπουργούς, αρχιεπισκόπους, στρατηγούς, περιφερειάρχηδες κι αντιπεριφερειάρχηδες, Δημαρχαίους, αντιδημαρχαίους, σπουδάρχηδες και σπουδαρχίδες.
Στο χωριό, τη Λυκόβρυση πάντα, αρχιεπίσκοπος είναι ο παπά-Γρηγόρης. Και η εκκλησία του ο ξεπεσμός και το ψεύτισμα του Χριστιανισμού. Σπετσαρία (= φαρμακείο) που πουλάει Χριστό με το δράμι, τίμια ξύλα, λείψανα αγίων κι ο Βησσαρίων «σημείο τ’ ουρανού», κι άλλα πολλά. Που αν δεν τα πιστεύεις πας στον πάτο της κόλασης (λες κι έχει χειρότερη από τούτη) με φωτιές και καμάκια και διαόλους, και τρέμουλο η γριά, όπως λέει ο Δ. Λιαντίνης.
Ο Βενιζέλος της συγκυβέρνησης σήμερα, χτες ο αντιπρόεδρος Πάγκαλος και προχτές ο Έβερτ (αιωνία του η μνήμη) των αυτοδύναμων, στο χωριό της Λυκόβρυσης είναι ο Πατριαρχέας. Που, όπως λέει ο Καζαντζάκης – αιώνιε Άγιε Νίκο Καζαντζάκη! – είναι μόνο κοιλιά από φτέρνα ως την κορφή. Και το κεφάλι του ακόμα γεμάτο άντερα. Όρθιο γουρούνι τον λέει ο Καζαντζάκης.
Στο χωριό πάντα, υπουργός της παιδείας ο Αρβανιτόπουλος θα λέγαμε σήμερα. Και χτες η Διαμαντοπούλου ή Χριστοφιλοπούλου – αυτή με μαζεμένη στο πρόσωπό της όλη την αλαζονεία, ιδιαίτερα τότε που είχε μεγαλύτερη εξουσία – ή η Γιαννάκου,. Η «σ’ όποιον αρέσει. Σ’ όποιον δεν αρέσει να μη μας ψηφίσει», όταν σαλαγούσε με το βιβλίο της Ρεπούση να μας μπάσει στο μαντρί. Και δεν την ψήφισαν τη Γιαννάκου. Τη συνέχεια την ξέρετε. Πρώτη θέση στο Ευρωψηφοδέλτιο την έταξε ο Σεΐζης – αρχηγός της. Όχι θά’μενε άνεργη…
Στο Λυκόβρυση έλεγα, υπουργός παιδείας είναι ο Χατζη-Νικολής ο δάσκαλος. «Που νομίζει ότι είν’ ο Μέγας Αλέξανδρος. Φορεί περικεφαλαία χάρτινη και γεμίζει τα μυαλά των παιδιών περικεφαλαίες χάρτινες».
Υπουργός των οικονομικών στη Λυκόβρυση, Στουρνάρας δηλαδή ή Προβόπουλος, ή Βενιζέλος και Παπακωσταντίνου χτες, είναι ο γερο-Λαδάς. «Ένας τσιφούτης αφιλότιμος. Που άφησε τους Έλληνες πεινασμένους, διψασμένους, ξυπόλυτους, απολυμένους, γυμνοκώληδες. Φτού να χαθεί!».
Κι όλ’ αυτά που διαβάσατε – βάλτε όσα άλλα μόνοι σας – τα λέει ο καπετάν-Φουρτούνας, άρχοντας και τούτος του σκοινιού και του παλουκιού του χωριού. Κουβέλης ή Αλέξης ή Μανιτάκης ή Βρούτσης. Και χτες Άκης ή Σμπώκος ή Μαντέλης ή Τσουκάτος και Γιάννος. Σημίτης ή Παπανδρέου. Αυτοί κι αν ήσαν καπετάν Φουρτούνες. «που χρειάζεται τσιμπίδα να τους πιάσεις να μη λερωθείς».
Και τα λέει ο καπετάν Φουρτούνας πηγαίνοντας στον Αγά, τον Πρόεδρο της λεγόμενης Δημοκρατίας να φάνε και να πιούνε και να περιγελάσουνε τον κόσμο. Κι όλοι τους, όπως ο ίδιος ομολογεί, είναι Σόδομα και Γόμορα. («Κυβερνώ χώρα διεφθαρμένων», κοπρίτες, αντιπαραγωγικούς, επίορκους, SIEMENS, μίζες, νταβατζηλίκια, αρπαχτές και μην αγγίζετε τη λίστα τη ρουφιάνα, γιατί ‘ναι προϊόν υποκλοπής, ο σαράντα χρόνους εισαγγελεύς).
Αυτοί λοιπόν οι άρχοντες, σήμερα και χτες οι ίδιοι, αποφάσισαν να στήσουν μια παράσταση στο χωριό εκείνο. Ένα μυστήριο που παιζότανε κάθε εφτά (7) χρόνια τη Μεγαλοβδομάδα. (Εφτά ή τέσσερα ή όποτε βολεύει, δεν έχει σημασία.)
Να στήσουν μια παράσταση όχι βέβαια των Παθών του Χριστού. Αυτά είναι παραμύθια για μικρά παιδιά. Αλλά να βάλουν ας πούμε την Ελλάδα στην ΕΟΚ τη μια. Στην ΟΝΕ την άλλη ή γιατί τα πράματα είναι κρίσιμα την παράλλη να τη σώσουν. Να περάσουν και καλά. Να ψυχαγωγηθούν, να ευχαριστηθούν. Να σπάσουν την ανία και τη μοναξιά. Να λεν ότι κάνουν κάτι οι ακαμάτηδες. Προ παντός, όμως να κονομήσουν. Και πού ξέρεις να μείνουν στην ιστορία να δοξάζονται και να ειδωλατρεύεται η αλαζονεία τους με την καπατσοσύνη.
Βέβαια για να στηθεί η παράσταση και να παιχτεί το θέατρο χρειάζεται η βοήθεια του χωριού. Του εκλογικού σώματος όπως το λένε. Των κατοίκων της Λυκόβρυσης. Στους όποιους είπαν πως όλοι θά’χουν διάφορο. Θα φάνε με χρυσά κουτάλια.
Να: Τα προϊόντα του βοσκού του Μανωλιού, τυριά και γάλατα και κρέας απ’ τα’ αρνοκάτσικα, θά’χουν τιμές καλές. Θα καλύπτει τα έξοδά του και θα του μένει και «λογικό κέρδος» του είπαν. Κι εσένα Μιχάλη, που είσαι γεωργός, τα προϊόντα σου το ίδιο. Δεν θα πηγαίνουν πια στις χωματερές αλλά θα πουλιούνται όλα σε πολύ καλές τιμές, στις 300 εκατομμυρίων Ευρωπαίων αγορές. Κι όχι μόνο αυτό. Θά’χεις και ανάπτυξη. «Αειφόρο» του τη λέγανε. Και το χωριό θα μεγαλώσει και θα γεμίσει κόσμο. Αυτό να ιδείς πώς το λέγανε; πώς το λέγανε; Α, ναι. «Ανακυττάρωση της υπαίθρου» το λέγανε.
Αυτά ντελαλάγανε. Διότι, τι λέγανε μυστικά οι Αγάδες κι οι Σεϊζηδες της Λυκόβρυσης με το Σουλτάνο, οι Λυκοβρυσιώτες δεν μάθανε ποτές. Ήταν και τ’ άλλο, που ο Γιαννακός ο πραματευτής θα γινόταν βιομήχανος κι επενδυτής.
Βέβαια υπήρχε κι ο Ιούδας, αλλά αυτός τότε ήταν κρυφός. Κανείς δεν τον υποψιαζόταν κι οι Λυκοβρυσιώτες τον λογαριάζανε δικόνε τους.
Έτσι στήθηκε η δουλειά. Και θα παιζότανε το έργο τον άλλο χρόνο. Μοιράστηκαν όμως οι ρόλοι νωρίς, από τους δημογέροντες, όπως είπαμε και σ’ αυτούς που είπαμε.
Μα τον άλλο χρόνο – αλήθεια τι μεσολάβησε σε τόσο λίγο καιρό; – κι αντί για παράσταση και ψυχαγωγία κι εξασφάλιση και ζωή χαρισάμενη με γέλια και χαρές, είχαμε πραγματική σταύρωση του Μανωλιού του βοσκού. Ο Μιχάλης ο γεωργός έχασε σπίτι και χωράφια κι όλο του το βιός. Ο Γιαννακός ο πραματευτής, φυλακή ως οφειλέτης, γιατί δεν μπορεί να πληρώσει φόρους και χαράτσια, κι όλο το χωριό θλίψη και συμφορά. Κανείς δεν γελά πια σε ‘κείνο το χωριό. Πώς και δεν άκουσαν κρότον ή ήχον κτιστών οι Λυκοβρυσιώτες, όταν υψώνονταν τα τείχη;
Τι έγινε και τ’ όνειρο, μετατράπηκε σε εφιάλτη; Εκεί που μίλαγαν για ελευθερία, ισοτιμία κι αλληλεγγύη, να την πάλι υποδούλωση χειρότερη. Εκεί που προσπαθούσαν να ρίξουν ρίζες νάτο το ξερίζωμα κι η ξενιτειά κι η συμφορά. Κυρίως των νέων παιδιών. Κι ο σταυρωτής υποκριτής Σαμαράς, εκεί που ωρύετο κι έλεγε θα μας ελευθερώσει απ’ τα δεσμά, και μια και μόνο εξεταστική επιτροπή θα συσταθεί, εκείνη που θα εξετάσει πώς φτάσαμε στις αλυσίδες και τα καρφιά (μνημόνια), να καταφεύγει στο Σουλτάνο τη Φράου Μέργκελ. Να τον, Σεΐζης και Αγάς, να ζητάει να τον συντρέξει στην εξόντωση των χολεριασμένων Ελλήνων που τη λέει θεραπεία. Και γυρεύει «δαρεικούς» κι ασκέρι τούρκικο (γερμανικό), που θαυμάζει ο Στουρνάρας για να βοηθήσουν στη σωτηρία.
Τι έγινε κι η Ελλάδα ξανασταυρώνεται κι όλοι αυτοί, κυρίως ο Πρόεδρος της λεγομένης Δημοκρατίας, παίζει το ρόλο του Πιλάτου; Κι ο όχλος έξω (στο εξωτερικό) φωνάζει: Θάνατος! Θάνατος! Σταύρωσον! Σταύρωσον, σταύρωσον την Ελλάδα. Σταύρωσον την Κύπρο. Πάρτε την, σκοτώστε την, κάντε την κιμά!…
Η υπόθεση λίγο πολύ γνωστή. Το σκηνικό απλωμένο από τον μεγάλο συγγραφέα σε ακαθόριστο χρόνο και τόπο. Σ’ ένα εύφορο και περιζήτητο κεφαλοχώρι, τη Λυκόβρυση. Που βρίσκεται, καθώς γράφει ο Νικηφόρος Βρεττάκος στο βιβλίο του «Νίκος Καζαντζάκης η αγωνία του και το έργο του», εκδόσεις «Βιβλιοαθηναϊκή», με επιμέλεια της Κωστούλας Μητροπούλου απ’ το οποίο έχει αντλήσει το σημερινό σχεδιάγραμμα, κάτω από Τουρκική κατοχή. Την οποίαν εκπροσωπεί ένας
Αγάς, ο Σεΐζης του (= υπασπιστής τούρκου αξιωματούχου) και το «Γιουσουφάκι» του.
Είναι Πάσχα και η δημογεροντία του χωριού, ο παπά Γρηγόρης, ο Πατριαρχέας, ο γερο
Λαδάς, ο Χατζη-Νικολής ο δάσκαλος κι ο καπετάν-Φουρτούνας προετοιμάζουν την αναπαράσταση των παθών του Χριστού. Που θα γίνει τον άλλο χρόνο – ένα μυστήριο που παίζεται, κάθε εφτά (7) χρόνια τη Μεγαλοβδομάδα.
Αυτά τα ελάχιστα είναι νομίζω αρκετά ως υπόβαθρο και εισαγωγή. Και δεν έχουμε παρά απλώς να τα φέρουμε στο σήμερα.
Η Λυκόβρυση, το κεφαλοχώρι, εν μικρογραφία, με λίγη φαντασία, πέστε πως είναι η Ελλάδα. Η οποία, μην αμφιβάλλετε καθόλου, υπό ξένην κατοχήν ήταν πάντα, όπως τώρα. Τουρκική, Γερμανική (Βαυαρική), Αγγλική, Φράγκικη, Αμερικανική. Και Αγάδες της οι Βαυαροί, οι Βασιλιάδες, οι Κάϊζερ, οι Στράϊτ και οι Σαράϊγ, οι Πιουριφόϊ, οι Μίλερ, οι Πρόεδροι της λεγόμενης Δημοκρατίας κ.λπ.
Σεϊζηδες, οι κατά καιρούς πρωθυπουργοί (πλην Ιωάννη Καποδίστρια του μοναδικού της επιλογής των Ελλήνων, γιατί όλοι οι άλλοι ήσαν της επιλογής των κατεχόντων τη Χώρα – Λυκόβρυση, κι ένας μάλιστα γίνηκε πρωθυπουργός από ένα μέντιουμ) πολιτικοί ή στρατιωτικοί. (Μέχρι το 1947 η Βρετανική κυβέρνηση διόριζε κι απέλυε Έλληνες πρωθυπουργούς. Χωρίς καμιά ευαισθησία για «συνταγματικούς τύπους» (Κρις Γκουντχάουζ) και μετά οι Αμερικανοί και τώρα Αμερικανοί και Γερμανοί.
Τώρα στους σεΐζηδες θέλετε να εντάξετε και τους υπουργούς; Δύναστε να το πράξετε άνετα. Και φυσικά όλοι αυτοί, αγάδες και σεΐζηδες, είναι ανεύθυνοι. Δεν ελέγχονται για τα φιρμάνια, νόμους και διαταγές που βγάνουν, ούτε πειθαρχούν αυτοί σ’ αυτά. Και φυσικά για τα εγκλήματά τους δεν λογοδοτούν. Έχουν ασυλία. Που σημαίνει α στερητικό και το ρήμα συλέω ή συλάω ή συλεύω = λεηλατώ, διαρπάζω, λαφυραγωγώ, σκυλεύω, αυθαιρετώ, εγκληματώ και με το α το στερητικό ασυλία = λογαριασμό δεν δίνω.
Και τα εγκλήματά τους υπόκεινται σε παραγραφή. Σβήνουν σα να μην υπήρξαν ποτέ μέσα σε δύο μέρες όσο βαριά κι αν είναι. Ξεπλένονται στην κολυμπήθρα που λέγεται «επομένη σύνοδος» (17-19 Μάη του 2012)
Θεοσύστατες πράξεις η ασυλία με την παραγραφή. Και οι πολιτικοί απαλλαγμένοι παντός εγκλήματος, αναγεννημένοι κι ανακαινισμένοι, ορμούν ακάθεκτοι να ξαναξεσκίσουν τα ιερά και τα όσια.
Κι είναι αυτά, όπως αντιληφτήκατε, το δίκαιον, η δημοκρατία, η τήρηση των νόμων, οι αρχές και οι αξίες που πρέπει νά’χουν οι άνθρωποι, τα «κουστουμάκια» τους, που τά’χουν για να κάνουν την όρεξή τους. Να ξεθυμαίνουν και ν’ ασελγούν κατά το δοκούν.
Και φυσικά από κάτω ο λαός της Λυκόβρυσης-Ελλάδος. Οι κάτοικοί της. Εμείς. Που μας λένε και «εκλογικό σώμα». Ας μην έχουμε λοιπόν παράπονο. Έχουμε και τους άρχοντές μας. Υπουργούς, αρχιεπισκόπους, στρατηγούς, περιφερειάρχηδες κι αντιπεριφερειάρχηδες, Δημαρχαίους, αντιδημαρχαίους, σπουδάρχηδες και σπουδαρχίδες.
Στο χωριό, τη Λυκόβρυση πάντα, αρχιεπίσκοπος είναι ο παπά-Γρηγόρης. Και η εκκλησία του ο ξεπεσμός και το ψεύτισμα του Χριστιανισμού. Σπετσαρία (= φαρμακείο) που πουλάει Χριστό με το δράμι, τίμια ξύλα, λείψανα αγίων κι ο Βησσαρίων «σημείο τ’ ουρανού», κι άλλα πολλά. Που αν δεν τα πιστεύεις πας στον πάτο της κόλασης (λες κι έχει χειρότερη από τούτη) με φωτιές και καμάκια και διαόλους, και τρέμουλο η γριά, όπως λέει ο Δ. Λιαντίνης.
Ο Βενιζέλος της συγκυβέρνησης σήμερα, χτες ο αντιπρόεδρος Πάγκαλος και προχτές ο Έβερτ (αιωνία του η μνήμη) των αυτοδύναμων, στο χωριό της Λυκόβρυσης είναι ο Πατριαρχέας. Που, όπως λέει ο Καζαντζάκης – αιώνιε Άγιε Νίκο Καζαντζάκη! – είναι μόνο κοιλιά από φτέρνα ως την κορφή. Και το κεφάλι του ακόμα γεμάτο άντερα. Όρθιο γουρούνι τον λέει ο Καζαντζάκης.
Στο χωριό πάντα, υπουργός της παιδείας ο Αρβανιτόπουλος θα λέγαμε σήμερα. Και χτες η Διαμαντοπούλου ή Χριστοφιλοπούλου – αυτή με μαζεμένη στο πρόσωπό της όλη την αλαζονεία, ιδιαίτερα τότε που είχε μεγαλύτερη εξουσία – ή η Γιαννάκου,. Η «σ’ όποιον αρέσει. Σ’ όποιον δεν αρέσει να μη μας ψηφίσει», όταν σαλαγούσε με το βιβλίο της Ρεπούση να μας μπάσει στο μαντρί. Και δεν την ψήφισαν τη Γιαννάκου. Τη συνέχεια την ξέρετε. Πρώτη θέση στο Ευρωψηφοδέλτιο την έταξε ο Σεΐζης – αρχηγός της. Όχι θά’μενε άνεργη…
Στο Λυκόβρυση έλεγα, υπουργός παιδείας είναι ο Χατζη-Νικολής ο δάσκαλος. «Που νομίζει ότι είν’ ο Μέγας Αλέξανδρος. Φορεί περικεφαλαία χάρτινη και γεμίζει τα μυαλά των παιδιών περικεφαλαίες χάρτινες».
Υπουργός των οικονομικών στη Λυκόβρυση, Στουρνάρας δηλαδή ή Προβόπουλος, ή Βενιζέλος και Παπακωσταντίνου χτες, είναι ο γερο-Λαδάς. «Ένας τσιφούτης αφιλότιμος. Που άφησε τους Έλληνες πεινασμένους, διψασμένους, ξυπόλυτους, απολυμένους, γυμνοκώληδες. Φτού να χαθεί!».
Κι όλ’ αυτά που διαβάσατε – βάλτε όσα άλλα μόνοι σας – τα λέει ο καπετάν-Φουρτούνας, άρχοντας και τούτος του σκοινιού και του παλουκιού του χωριού. Κουβέλης ή Αλέξης ή Μανιτάκης ή Βρούτσης. Και χτες Άκης ή Σμπώκος ή Μαντέλης ή Τσουκάτος και Γιάννος. Σημίτης ή Παπανδρέου. Αυτοί κι αν ήσαν καπετάν Φουρτούνες. «που χρειάζεται τσιμπίδα να τους πιάσεις να μη λερωθείς».
Και τα λέει ο καπετάν Φουρτούνας πηγαίνοντας στον Αγά, τον Πρόεδρο της λεγόμενης Δημοκρατίας να φάνε και να πιούνε και να περιγελάσουνε τον κόσμο. Κι όλοι τους, όπως ο ίδιος ομολογεί, είναι Σόδομα και Γόμορα. («Κυβερνώ χώρα διεφθαρμένων», κοπρίτες, αντιπαραγωγικούς, επίορκους, SIEMENS, μίζες, νταβατζηλίκια, αρπαχτές και μην αγγίζετε τη λίστα τη ρουφιάνα, γιατί ‘ναι προϊόν υποκλοπής, ο σαράντα χρόνους εισαγγελεύς).
Αυτοί λοιπόν οι άρχοντες, σήμερα και χτες οι ίδιοι, αποφάσισαν να στήσουν μια παράσταση στο χωριό εκείνο. Ένα μυστήριο που παιζότανε κάθε εφτά (7) χρόνια τη Μεγαλοβδομάδα. (Εφτά ή τέσσερα ή όποτε βολεύει, δεν έχει σημασία.)
Να στήσουν μια παράσταση όχι βέβαια των Παθών του Χριστού. Αυτά είναι παραμύθια για μικρά παιδιά. Αλλά να βάλουν ας πούμε την Ελλάδα στην ΕΟΚ τη μια. Στην ΟΝΕ την άλλη ή γιατί τα πράματα είναι κρίσιμα την παράλλη να τη σώσουν. Να περάσουν και καλά. Να ψυχαγωγηθούν, να ευχαριστηθούν. Να σπάσουν την ανία και τη μοναξιά. Να λεν ότι κάνουν κάτι οι ακαμάτηδες. Προ παντός, όμως να κονομήσουν. Και πού ξέρεις να μείνουν στην ιστορία να δοξάζονται και να ειδωλατρεύεται η αλαζονεία τους με την καπατσοσύνη.
Βέβαια για να στηθεί η παράσταση και να παιχτεί το θέατρο χρειάζεται η βοήθεια του χωριού. Του εκλογικού σώματος όπως το λένε. Των κατοίκων της Λυκόβρυσης. Στους όποιους είπαν πως όλοι θά’χουν διάφορο. Θα φάνε με χρυσά κουτάλια.
Να: Τα προϊόντα του βοσκού του Μανωλιού, τυριά και γάλατα και κρέας απ’ τα’ αρνοκάτσικα, θά’χουν τιμές καλές. Θα καλύπτει τα έξοδά του και θα του μένει και «λογικό κέρδος» του είπαν. Κι εσένα Μιχάλη, που είσαι γεωργός, τα προϊόντα σου το ίδιο. Δεν θα πηγαίνουν πια στις χωματερές αλλά θα πουλιούνται όλα σε πολύ καλές τιμές, στις 300 εκατομμυρίων Ευρωπαίων αγορές. Κι όχι μόνο αυτό. Θά’χεις και ανάπτυξη. «Αειφόρο» του τη λέγανε. Και το χωριό θα μεγαλώσει και θα γεμίσει κόσμο. Αυτό να ιδείς πώς το λέγανε; πώς το λέγανε; Α, ναι. «Ανακυττάρωση της υπαίθρου» το λέγανε.
Αυτά ντελαλάγανε. Διότι, τι λέγανε μυστικά οι Αγάδες κι οι Σεϊζηδες της Λυκόβρυσης με το Σουλτάνο, οι Λυκοβρυσιώτες δεν μάθανε ποτές. Ήταν και τ’ άλλο, που ο Γιαννακός ο πραματευτής θα γινόταν βιομήχανος κι επενδυτής.
Βέβαια υπήρχε κι ο Ιούδας, αλλά αυτός τότε ήταν κρυφός. Κανείς δεν τον υποψιαζόταν κι οι Λυκοβρυσιώτες τον λογαριάζανε δικόνε τους.
Έτσι στήθηκε η δουλειά. Και θα παιζότανε το έργο τον άλλο χρόνο. Μοιράστηκαν όμως οι ρόλοι νωρίς, από τους δημογέροντες, όπως είπαμε και σ’ αυτούς που είπαμε.
Μα τον άλλο χρόνο – αλήθεια τι μεσολάβησε σε τόσο λίγο καιρό; – κι αντί για παράσταση και ψυχαγωγία κι εξασφάλιση και ζωή χαρισάμενη με γέλια και χαρές, είχαμε πραγματική σταύρωση του Μανωλιού του βοσκού. Ο Μιχάλης ο γεωργός έχασε σπίτι και χωράφια κι όλο του το βιός. Ο Γιαννακός ο πραματευτής, φυλακή ως οφειλέτης, γιατί δεν μπορεί να πληρώσει φόρους και χαράτσια, κι όλο το χωριό θλίψη και συμφορά. Κανείς δεν γελά πια σε ‘κείνο το χωριό. Πώς και δεν άκουσαν κρότον ή ήχον κτιστών οι Λυκοβρυσιώτες, όταν υψώνονταν τα τείχη;
Τι έγινε και τ’ όνειρο, μετατράπηκε σε εφιάλτη; Εκεί που μίλαγαν για ελευθερία, ισοτιμία κι αλληλεγγύη, να την πάλι υποδούλωση χειρότερη. Εκεί που προσπαθούσαν να ρίξουν ρίζες νάτο το ξερίζωμα κι η ξενιτειά κι η συμφορά. Κυρίως των νέων παιδιών. Κι ο σταυρωτής υποκριτής Σαμαράς, εκεί που ωρύετο κι έλεγε θα μας ελευθερώσει απ’ τα δεσμά, και μια και μόνο εξεταστική επιτροπή θα συσταθεί, εκείνη που θα εξετάσει πώς φτάσαμε στις αλυσίδες και τα καρφιά (μνημόνια), να καταφεύγει στο Σουλτάνο τη Φράου Μέργκελ. Να τον, Σεΐζης και Αγάς, να ζητάει να τον συντρέξει στην εξόντωση των χολεριασμένων Ελλήνων που τη λέει θεραπεία. Και γυρεύει «δαρεικούς» κι ασκέρι τούρκικο (γερμανικό), που θαυμάζει ο Στουρνάρας για να βοηθήσουν στη σωτηρία.
Τι έγινε κι η Ελλάδα ξανασταυρώνεται κι όλοι αυτοί, κυρίως ο Πρόεδρος της λεγομένης Δημοκρατίας, παίζει το ρόλο του Πιλάτου; Κι ο όχλος έξω (στο εξωτερικό) φωνάζει: Θάνατος! Θάνατος! Σταύρωσον! Σταύρωσον, σταύρωσον την Ελλάδα. Σταύρωσον την Κύπρο. Πάρτε την, σκοτώστε την, κάντε την κιμά!…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου