Των Νικόλα Ζώη, Διονυσίας Μαρίνου
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 7 Μαΐου 2011
Οι κινηµατογραφιστές τον γνώριζαν µέσα από τον φακό των ταινιών στις οποίες συµµετείχε. Οι γείτονες τον συναντούσαν στον µικρόκοσµο της Αγίας Παρασκευής, όπου έµενε τα τελευταία χρόνια. Από το κατάστηµα ψιλικών της γειτονιάς του µέχρι το ξενοδοχείο της Φλώρινας στο οποίο έµεινε για τις ανάγκες γυρισµάτων, άγνωστοι φίλοι και συνεργάτες θυµούνται µία εικόνα από τον Θανάση Βέγγο
ΜΙΧΑΛΗΣ ΤΙΜΠΕΡΟΠΟΥΛΟΣ
Οπερατέρ στο «Ψυχή Βαθιά»
Το σκονισµένο αυτοκίνητο
Στα γυρίσµατατου «Ψυχή βαθιά» µάς τίµησε µε την παρουσία του για µια µέρα, η οποία έθεσε το ύψος του πήχυγια όλητηνταινία.Ηρθεπρώτος στον χώρο του γυρίσµατος και έφυγε τελευταίος. Δεν παραπονέθηκε για τίποτα, δεν γκρίνιαξε ποτέ, παράτη βροχή και το κρύο. Η µεγαλύτερή του αγωνία δεν ήταν άλλη από το να µη δώσει την παραµικρή αφορµή να καθυστερήσει το γύρισµα. Μακάρι να µπορούσα να περιγράψω το δέος που αισθάνονταν και τα σαράντα άτοµα του συνεργείου εκείνη την ηµέρα. Ολοι ήταν πιο ήσυχοι, πιο αθόρυβοι. Ο επαγγελµατισµός, το ήθος και η αγάπη του Θανάση για την τέχνη του µας έκανε όλους να κοιτάξουµε λίγο περισσότερο µέσα µας για ναδούµε από τι είµαστε φτιαγµένοι...Δεν µπορώ να µη θυµηθώ µεχαµόγελο, πριν από µερικάχρόνια,τον Θανάση µε κουβά και σφουγγάρι να πλένει ένα παρκαρισµένο αυτοκίνητο, καθώς περιµέναµε ναφύγουν τα σύννεφα για να αρχίσουµε τα γυρίσµατα ενός διαφηµιστικού. Εµείς απολαµβάναµε την αναπάντεχη ευκαιρία γιατεµπελιάκαι αυτός έπλενε σβέλτα, µε εύθυµο µουρµουρητό. Λίγη ώρα αργότερα, ξεπρόβαλε ο ιδιοκτήτης, ο οποίος αντίκρυσε άναυδος τον Θανάση Βέγγο να του πλένει το αµάξι. Ο Θανάσης γύρισε προς αυτόν και του φώναξε: «Ητανβρώµικο, καλέ µου άνθρωπε!»
ΑΓΝΗ ΝΤΟΥΤΣΗ
Σκηνικά - κοστούµια στους «Αχαρνής», 1998
Το φράκο της υποµονής
Μέσα στα διάφορα κοστούµια που είχε να φορέσει στους «Αχαρνής»υπήρχε και ένα φράκο το οποίο, σύµφωνα µε τις απαιτήσεις της παράστασης, έπρεπε να είναι επιτηδευµένα επίσηµο. Θα το συνδύαζε µε ένα παλιό καιτριµµένο παντελόνι και για να φανεί η αντίθεση το είχα φτιάξει έντονο, λες και ήταν «χτισµένο». Οταν λοιπόν ήρθε η ώρα να το δοκιµάσει, σαν να ταράχτηκε λιγάκι. «Αγνή µου, θα πεθάνωαπό τη ζέστη εδώ µέσα!» είπε µε το µοναδικό ύφος του. «Μην ανησυχείς», απάντησα εγώ, «θα σου φτιάξω και ένα δεύτερο ελαφρύτερο, χωρίς επένδυση, για τις πολύ ζεστές µέρες». Με ευχαρίστησε, χωρίς να έχει αποφασίσει τι θα κάνει τελικά. Από τότε όµως κάθε φορά που θα µε συναντούσε, είτε στην περιοδεία είτε σε διάφορες εκδηλώσεις, ερχόταν και µου θύµιζε χαρούµενος: «Δεν το έχω βάλει ακόµα! Σε προστατεύω! Θα τα καταφέρω!» έλεγε, αποδεικνύοντας ότι στήριζε τη δουλειά τού συνεργάτη του µε όλες του τις δυνάµεις.
ΛΑΜΠΡΟΣ ΔΡΑΚΩΤΟΣ
γείτονας
Παρά λίγο ταγκό
Η σκηνή που θα µου µείνει αξέχαστη ήτανπριν από περίπου τρία χρόνια, όταν ο Θανάσης επιστρέφοντας από το φαρµακείο σκόνταψε και έπεσε µπροστά από τηνείσοδο της πολυκατοικίας του. Ετυχε να βγαίνω εκείνη τη στιγµή και τον είδα πεσµένο. Τοπρόσωπό του ήταν µατωµένο, ήταν κατακίτρινος και κράταγε ένα τσαντάκι µε τα φάρµακά του, τα οποία είχαν σκορπιστεί στο πεζοδρόµιο. Τον ρώτησα τι έπαθε και µου απάντησε «Βοήθησέ µε, καλέ µου άνθρωπε». Ετσι αποκαλούσε τους πάντες. Πήγα να τον σηκώσω αλλάµε σταµάτησε και µουέδωσε συγκεκριµένες οδηγίες για το πώς να το κάνω γιατί προφανώς είχε ξαναπέσει στο σπίτι.Μου έδωσε λοιπόν το δεξί του χέρι και εγώ του έδωσα το αριστερό µου και όπως σηκώθηκε, µε έπιασε από τη µέση και µου είπε:«Τώρα δενµας λείπει τίποτα άλλο παρά να χορέψουµε ταγκό».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΦΡΕΤΖΟΣ
διευθυντής φωτογραφίας στο «Ολα είναι δρόµος»
Με τους φαντάρους
Στη διάρκειατων γυρισµάτων στον Εβρο, το κινηµατογραφικό συνεργείο της ταινίας έµενε σε ένα ξενοδοχείο στις Φέρες. Η γύρω περιοχή ήταν γεµάτη µε φυλάκια στρατιωτών, οι οποίοι µε κάποιον τρόποείχαν µάθει ότι εκεί βρίσκεται ο Θανάσης Βέγγος. Ηλπιζανότι θα περάσει να τους δει, και αυτό κάποια στιγµή το έµαθε και ο ίδιος. Από τότε, κάθε φορά, και ενώ επιστρέφαµε οδηγώντας εξαντληµένοι, µου έλεγε «Γιώργο, θα πάµεκαιαπότουςφαντάρους;». Κατάκοπος εγώ,όλο το ανέβαλλα, «καλύτερα αύριο», τού έλεγα, «ή κάποια άλλη φορά». Μέχρι που ένα βράδυ, µπαίνοντας στο αυτοκίνητο έπειτα από ένα δύσκολο ολοήµερο γύρισµα, γυρίζει και µου λέει: «Γιώργο, δεν γυρίζω στο ξενοδοχείο αν δεν περάσουµε πρώτα από τουςφαντάρους». Οπως και έγινε. Πήγαµε στο φυλάκιο, και παρ' όλη την κούρασή του, ο Θανάσης Βέγγος έλαµπε. Οπως µε κάθε ένανπου συναντούσε, έτσι και µετους στρατιώτες, έγινε για εκείνους πατέρας, φίλος και αδελφός. «Πώς περνάτε εδώπαιδιά;», τους ρωτούσε, και εκείνοι, εξίσου κουρασµένοι, του απαντούσαν το ίδιο γελαστοί.
ΓΙΩΡΓΟΣ ∆ΟΥΚΑΣ
φούρναρης
«Είµαι καλά, όταν είµαι χτικιασµένος»
«Οταν είχε πρωτοέρθειεδώ στην Αγία Παρασκευή, είχε ζητήσει από τον πατέρα µου, που είχε τότε τον φούρνο, να στείλει να παίξουν τα παιδιά του µε τα Βεγγάκια. Τον θυµάµαι να µαζεύει όσα παιδιά της γειτονιάς έπαιζαν στους δρόµους και να τα κερνάει γλυκά. Αργότερα επισκεπτόταν τακτικά το αρτοποιείο µας και αγόραζε το αγαπηµένο του ψωµί, µέχρι πριν από δύο χρόνια όταν σταµάτησε να βγαίνει συστηµατικά. Κάποια φορά τον ρώτησα αν ήταν καλά και µου απάντησε πως ήταν καλά όταν ήταν χτικιασµένος».
ΙΟΥΛΙΑ ΣΤΑΥΡΙ∆ΟΥ
σκηνικά - κοστούµια στο «Ολα είναι δρόµος»
Η ανυπόφορη γκάιντα
Ηταν εξαιρετικός. Τόσοκαλή συνεργασία, µαζί µε τόσηανθρώπινη ζεστασιά, δεν έχω ξανασυναντήσει στον χώρο του κινηµατογράφου. Ηταν όµως και ένας άνθρωπος που την ίδια στιγµή µπορούσενα έχει τις προτιµήσεις του και να είναι καταπληκτικός επαγγελµατίας. «Παντελή, το µόνο όργανο που δεν αντέχω είναιη γκάιντα», έλεγε στον σκηνοθέτη λίγο πριν από τα γυρίσµατα της ιστορίας «Η τελευταία Νανόχηνα» στη Θράκη. ∆ενσυµπαθούσεκαθόλου τηχροιά της, και όταν άκουγε τραγούδια τηςπεριοχής, έλεγεότι νιώθει«σαν να µου φεύγει το µυαλό από το κεφάλι». Φυσικά δεν µαςταλαιπώρησε καθόλου. Στη σκηνή που έπρεπε να χορέψει έναν παραδοσιακό σκοπό, του «βγήκε» ανθρώπινα και αυθεντικά. ∆εν ακολούθησε απλώς σωστά τα βήµατα, αλλά απέδωσε τον χορό όσο καλύτερα γινόταν. Με έναν τρόπο σχεδόν διονυσιακό.
ΑΓΓΕΛΟΣ ΦΡΑΝΤΖΗΣ
βοηθός σκηνοθέτη στο «Βλέµµα του Οδυσσέα»
Το πλάνο που δεν χωρούσε το φιλµ!
Ταξιδεύοντας µαζίµετην ΝτόραΒολανάκηκαι τον Χάρβεϊ Καϊτέλ για την Αλβανία, όπου θαγυρίζονταν κάποιες σκηνές. Τολεωφορείο έπεσε σε χιονοθύελλα και κινδύνευσε να µείνει από καύσιµα. Αφού φτάσαµε χωρίςάλλα προβλήµατα, πήγαµεσε ένα εστιατόριο για φαγητό. Οταν οι πελάτες τον είδαν να µπαίνει, σηκώθηκαν αυθόρµητα και άρχισαν να τον χειροκροτούν, γιατί γνώριζαν τις ταινίες του που παίζονταν και εκεί, ταυτίζονταν µαζί του καιτον είχαν σαν λαϊκό ήρωα. Ο Καϊτέλ, που τότε ήταν στα πάνω του, έµεινε για λίγο «παγωµένος»,ενώ ο Βέγγος, αν και συνηθισµένος σε τέτοιες υποδοχές, τους αντιµετώπισε όλουςµε πολλή σεµνότητα. Στις µέρες που ακολούθησαν, θα έδειχνε επίσης τον επαγγελµατισµ ό αλλά και τον αυθορµητισµό του. Μια µέρα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος προσπαθούσε να του δώσει οδηγίες για ένα από τα χαρακτηριστικά µεγάλα πλάνα του: «Θα σταθείς στην πλατεία, θαπροχωρήσεις προςτο ταξί, θα µπεις µέσα, θα βάλεις µπροστά-». «Και µετά Θόδωρε; “Κατ”;». «Οοοοχι Θανάση, θα βάλεις µπροστά, θαξεκινήσεις, θα βγεις στονδρόµο, και-». «Και µετά Θόδωρε; “Κατ”;»,συνέχιζε ο Βέγγος απορηµένος. «Οοοοχι, θαοδηγήσεις στο χιόνι, θα σταµατήσετε, θακατεβείς, θα ανοίξεις την πόρτα-». «Μα Θόδωρε, θα µας τελειώσει το “σασί”», απαντούσε γελαστός ο Βέγγος. «Τέτοιο πλάνο, δεν θα το χωρέσει το φιλµ!».
ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΟΠΟΥΛΟΣ
ιδιοκτήτης εστιατορίου «Παράδεισος», Παλαιά Επίδαυρος
Το πιάτο «Αµαρτία»
Το 2001 εµφανιζότανµε την «Ειρήνη» τουΑριστοφάνη στο αρχαίοθέατρο. Εναβράδυ, µπαίνει στο µαγαζί µετη συνοδεία του, χωρίς να τον περιµένει κανείς. Ο κόσµος άρχισε να λέει«ο Βέγγος, ο Βέγγος», και εµείς, εστιάτορες και σερβιτόροι, βγήκαµε έξω να δούµε τι συµβαίνει. Αυτός κάθησε στο τραπέζι να φάει αφού πρώτα µπήκε στην κουζίνα και χαιρέτησε απότη γυναίκα που έπλενε τα πιάτα µέχρι τους µαγείρους,τους σερβιτόρους και στο τέλος τους ιδιοκτήτες. Παράγγειλε µια δική µας σπεσιαλιτέ πουτου έκανε εντύπωσηγιατί την είχαµε ονοµάσει «Αµαρτία». Οταν έπειτα από λίγα χρόνια επέστρεψε, το εστιατόριο είχεµεταφερθεί κοντά στην παραλία, ο Βέγγος όµως το εντόπισε. Μπήκε πάλι στην κουζίνα, χαιρέτησε τις γυναίκες, τους µαγείρους, τους σερβιτόρους, εµένα και – κάπως κουρασµένος αυτήν τη φορά – επέλεξε ένα τραπέζι στην άκρη. Αφού κάθησε, ζήτησε το πιάτο που του είχε αρέσεικαι εκείνη την πρώτη φορά.
ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΜΑΝΤΑ
βοηθός σκηνοθέτη και script supervisor στο «Βλέµµα του Οδυσσέα»
Η σκηνή µε την τραγιάσκα
Εκείνη τη µέρα είχαµε το γύρισµα της περίφηµης σκηνής µε τον Χάρβεϊ Καϊτέλ και τον Θανάση Βέγγο, που οδηγώντας το ταξί, σταµατάει στο τέλος του χιονισµένου δρόµου και µιλάει στη φύση. Το κρύο ήταν τροµακτικό και ο άνεµος πολύ δυνατός. Σε µια λήψη, ο αέρας τού πήρε την τραγιάσκα, εκείνος όµως κατάφερε να την κρατήσει. «Αυτή θα κρατήσουµε», είπαµε όλοι, και έτσι ακριβώς έγινε. Στο µεταξύ, είχαν συγκεντρωθεί άνθρωποι από τα γύρω χωριά, φέρνοντας µαζί τους τρόφιµα και ρακόµελο για να ζεσταθούµε. Μόλις τέλειωσε η σκηνή, όλοι αυτοί τον αποθέωσαν, τον σήκωσαν ψηλά στα χέρια τους, επευφηµώντας τον. Τον αγκάλιαζαν και τον χαιρετούσαν για ώρα, µέχρι που εκείνος, ξέσπασε σε λυγµούς. Οσο ο κόσµος του έδινε το χέρι και τον ευχαριστούσε τόσο εκείνος δεν µπορούσε να σταµατήσει να κλαίει ακατάπαυστα. Ηταν σαν µικρό παιδί που δεν µπορεί να κρύψει τη χαρά του.
ΜΑΡΙΑ ΚΥΡΙΑΖΗ
γείτονας
Καραµέλες για τα παιδιά
«Εχω ένα κατάστηµα ψιλικών στη γειτονιά και τον έβλεπα- παλιότερα βέβαια - να περνάει πολλές φορές την είσοδό µας. Η τελευταίαφορά που τον είδα ήταν πριν από περίπου δύο χρόνια. Φαινόταν αρκετά καταβεβληµένος εξαιτίας των προβληµάτων υγείας που αντιµετώπιζε. Η εικόνα όµως που κρατάω για µένα είναι από τα παιδικά µου χρόνια. Μάζευε όλα τα παιδιά της γειτονιάς και µας αγόραζε τσίχλες, καραµέλες, σοκολατάκια».
ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΡΩΜΠΑΠΑΣ
πρώην ιδιοκτήτης του ξενοδοχείου «Λύγκος» στη Φλώρινα, όπου γυρίστηκαν σκηνές από το «Βλέµµα του Οδυσσέα»
Ενα «ευχαριστώ» για κάθε επισκέπτη
Το συνεργείο έµεινε στο ξενοδοχείο για περίπου µια βδοµάδα. Αν και πάνε πάνω από δεκαπέντε χρόνια, θυµάµαι ακόµα ότι ο Θανάσης Βέγγος ήταν πολύ απλός άνθρωπος. Ολη µέρα άκουγε σαν στρατιώτης τις οδηγίες του σκηνοθέτη και στη συνέχεια καθόταν ήσυχος για λίγο στην αίθουσα της ρεσεψιόν, µέχρι να αποσυρθεί. Κάποια στιγµή, οι κάτοικοι της Φλώρινας έµαθαν πού µένει, και ότι µπορούν, αν θέλουν, να τον επισκεφθούν. Ηταν βράδυ, εκείνος καθόταν σε µια καρέκλα, ενώ έρχονταν να του µιλήσουν και να του σφίξουν το χέρι, άντρες, γυναίκες, γέροι και νέοι, από κάθε γειτονιά της πόλης. Εκείνος αν και κουρασµένος, παρέµενε µε όλους καλός και βολικός. ∆εν γινόταν να µη θαυµάσεις το πόσο προσιτός ήταν. Σηκωνόταν για κάθε επισκέπτη ξεχωριστά, έλεγε συγκινηµένος «σας ευχαριστώ πάρα πολύ που µε αγαπάτε τόσο», και ξεκουραζόταν για πολύ λίγο, µέχρι να έρθει ο επόµενος και να αφήσει πρόθυµα την καρέκλα του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου