Του ∆ηµήτρη ∆ανίκα
ΔΗΜΟΣΙΕΥΘΗΚΕ: Σάββατο 7 Μαΐου 2011
Ο σκηνοθέτης που από το 1967 µέχρι το 1983 συνεργάστηκε µε τον Θανάση Βέγγο σε δεκατέσσερις ταινίες, γνώριζε όσο λίγοι τον αγαπηµένο κωµικό. Και µιλάει για τη ζωή, την τελειοµανία και τη... σκοτεινή πλευρά του
Αν κάποιος δικαιούται να µιλάει σαν να είναι το alter ego του Θανάση Βέγγου αυτός είναι ο Ντίνος Κατσουρίδης. Επονοµαζόµενος και Ανθρωπος - Ορχήστρα. Οσο µπόι τού λείπει τόσο νιονιό και εργαλεία κατέχει. Και παραγωγός και σκηνοθέτης και διευθυντής φωτογραφίας και µοντέρ και σεναριογράφος και τα πάντα. Απίστευτος τύπος. Εχεις Ντίνο; Εχεις ταινία! Εγώ λοιπόν για σαράντα πέντε λεπτά είχα Ντίνο. Εποµένως είχα Βέγγο. Τη «φωνή» του. Το βάσανό του. Την τελειοµανία του. Τις εµµονές του. Το Μακρονήσι του. Την αποµόνωσή του. Την καθηµερινή διαδροµή του. Σπίτι - γύρισµα. Γύρισµα - Σπίτι. «Πώς το λένε; Σπιτόγατος. Μοναδική, αποκλειστική, σχεδόν µανιακή, η προσήλωσή του στην οικογένειά του. Το σπιτάκι του. Η Μίνα του και τα δύο παιδιά του. Ο Βασίλης και ο Χάρης».
Μίνα, ποια Μίνα;
Η γυναίκα του. Οταν τον πρωτογνώρισα στα γυρίσµατα της «Μαγικήςπόλης»του Νίκου Κούνδουρου,το1954,µαζί του ήταν και η Μίνα. Από τη Μακρόνησο, στην αγκαλιά αυτής της γυναίκας. Μέχρι το τέλος της ζωής του. Ισως ο πιο φανατικός µονογαµικός στην ιστορία του ελληνικού σινεµά.
Τίποτα άλλο, κάποιο φλερτ, κάποια γνωριµία, κάποια θηλυκή γατούλα;
Τίποτα απολύτως.∆εν κάνω την αγιογραφίατου, την αλήθεια λέω.
Ο Κατσουρίδης το 1954 είχε ανοίξει την εργαλειοθήκη του να βοηθήσει τον Κούνδουρο. Ο Βέγγος µε το µεράκιτου ήταν κάτι σαν την ορντινάντσα του Κούνδουρου. Λογικό. Γιατί ήταν συνταξιδιώτες και οι δύο στην κόλαση της Μακρονήσου. Γιατί εκεί σ' αυτό το κολαστήριο ο Κούνδουρος ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε το ταλέντο του Βέγγου. Τώρα που το ξανασκέφτοµαι, ο Θανάσηςθα ήταν ακόµα καλύτερος από τον Ηλιόπουλο στον «∆ράκο». Τέλος πάντων. Η καταβεβληµένη φωνή του Ντίνου µε προσγειώνει απότοµα. Κι εγώ στη θέση τουκοµµάτια θα γινόµουν. Από το 1967και µέχρι το 1983 µαζί σε δεκατέσσερις ταινίες. Ανάµεσά τους, οι δύο αντιχουντικές που έσπασαν τα ταµεία. Πρώτα «Τι έκανες στον πόλεµο Θανάση» του 1971. Υστερα, το σίκουελ «Θανάση, πάρε τ' όπλο σου».
Πόσα εισιτήρια;
Για την πρώτη κόπηκαν επτακόσιες χιλιάδες, καταµετρηµένες σε Αθήνα - Πειραιά. Περίπου τρία εκατοµµύρια θεατές στην επικράτεια. Θρίαµβος.
Και η αµοιβή του;
Πάνω στην κορύφωσή του καµιά τριακοσαριά χιλιάρικα. ∆ραχµές εννοείται. Το ένα τρίτο του προϋπολογισµού της ταινίας. Που περίπου ήταν ένα εκατοµµύριο δραχµές. ∆ηλαδή τριάντα χιλιάδες ευρώ. Οσο σήµερα κοστίζουν τα ουίσκι, οι συνεδριάσεις και τα τσιγάρα στα γυρίσµατα ενός διαφηµιστικού σποτ.
Παρά το γεγονός ότι ήταν ικανός να διασκεδάσει ακόµα και τον πιο αδιάφορο άνθρωπο στον κόσµο, ο ίδιος στην προσωπική του ζωή ήταν αγέλαστοςΕποµένως έκανε πολλά λεφτά...
∆εν ξέρεις τι λες. Τα χιλιάρικα γλιστρούσαν από τα δάχτυλά του όπως η άµµος. Τίποτα. Οταν πρωτογνωριστήκαµε τον βρήκα καταχρεωµένο µέχρι τ' αυτιά. Ο αθεόφοβος είχε αναλάβει την παραγωγή και τη σκηνοθεσία επτά, αν θυµάµαι καλά, ταινιών του.
Οπως;
«Φαλακρόςπράκτωρ», «Επιχείρησηγηςµαδιάµ». Ταινίεςπου απότη µιαέσκιζαν στα ταµείακαι από την άλλη άδειαζαν τιςτσέπες του ακόµα και από τις πενταροδεκάρες. Σκέτη µούρλια. Γιατί; Επειδή πριν να ολοκληρωθεί το «πακέτο» της ταινίας, πουλούσε ποσοστά. Ολα τα ποσοστά. Ακόµα και το 120% της ταινίας. Ζουρλοµανδύας. Ετσι, έτρεχε να ξεπληρώσει τους δανειστές του. Ετσι, έφτασε στο σηµείο να πουλήσει κοψοχρονιά το πρώτο σπιτάκι του που έφτιαξε µε τον ιδρώτα του. Για να πληρώσει τοκογλύφους και αετονύχηδες. Κοντά σ' αυτά και επειδή ήταν τελειοµανής...
Τι εννοείς;
Αυτό που λέει η λέξη. Τε-λει-οµα-νής. Σαν αυτόν ουδείς άλλος. Τελεία και παύλα. Πρώτος ερχόταν στις πρόβες και τα γυρίσµατα. Τελευταίος έφευγε. Ο ζωντανός ορισµός τού απόλυτου επαγγελµατία. Φαντάρος. Τέτοιο πράγµα. Ο,τι του έλεγε ο σκηνοθέτης το αφοµοίωνε στον αέρα και το ενσάρκωνε στο πλατό. Μοναδικός. Και το ξανάκανε. Αγόγγυστα. Πρώτη εµµονή του ήταν η τελειοµανία του. Την πλήρωσε ακριβά. Φτάσαµε στο σηµείο να γυρίζουµε το ίδιο πλάνο ακόµα και τριάντα φορές. Οταν ήταν παραγωγός, σταµατούσε το γύρισµα µερικά δευτερόλεπτα πριν από την ολοκλήρωση της σκηνής και φτου από την αρχή. Τότε ήταν που πλακωθήκαµε για πρώτη φορά. Θανάση, του είπα, είσαι τρελός, Τρέχεις στον γκρεµό. Ξετινάζεις τον προϋπολογισµό. Τελειοµανία αυτοκαταστροφική.
Και ύστερα; Μετά; Από τις ταινίες που παίζονται και ξαναπαίζονται στα κανάλια έπαιρνε κάποια λεφτά;
Μόνο τα δικαιώµατα ως ηθοποιός και σκηνοθέτης. Τα δικαιώµατα της παραγωγής και της εκµετάλλευσης που είναι και τα χοντρά λεφτά τα είχε αγοράσει ο Τάσος Παπανδρέου. Ετσι είναι το σύστηµα. Αλλος εµπνέεται, κοπιάζει, πληρώνει. Αλλος αγοράζει και κερδίζει.
Η δεύτερη εµµονή;
Το κουσούρ ι της καθαριότητας. Με τον µοναδικό κόκκο σκόνηςτον έπιανε τεταρταίος πυρετός. Η βρώµα από την Μακρόνησο τον είχε στοιχειώσει. Ολα όσα είδε, έζησε, βίωσε στην εξορία τον καθόρισαν και τον ακολούθησαν µέχρι την τελευταία του πνοή. Παράδειγµα; Μία ώρα πριν από τα γυρίσµατα σε µια µικρή πλατεία έξω από τα παλιά στούντιο της Finos Film στην Λιοσίων είχε σκουπίσει και «γλείψει» κάθε πόντο του δρόµου. Παράδειγµα; Οποτε χρειάστηκε να χρησιµοποιήσουµε το σπίτι του για το γύρισµα κάποιας σκηνής, την εποµένη ο Θανάσης ήταν άρρωστος µε τις πατηµασιές, τις γόπες και την ανακατωσούρα του συνεργείου. Παράδειγµα; Πήγαινε στον τόπο των γυρισµάτων µία ώρα πιο πριν να ξεσκονίσει και το τελευταίο ίχνος σκόνης και στη συνέχεια, όταν το συνεργείο έφτανε, εκείνος τους έλεγε «Τώρα βρωµίστε το». Η καθαριότητα ήταν το ναρκωτικό του. Η τελειοµανία του ήταν ο παντοτινός έρωτάς του. Φαντάσου. Οταν κατάφερε να αποκτήσει έναεξοχικό, άρχισε να γκρεµίζει και να ξανακτίζει κάθε γωνιά από την αρχή. ∆έκα φορές αν δεν µε ξεγελάει η µνήµη µου.
Ηταν γενναιόδωρος, δάνειζε τους φίλους του;
Ποτέ δεν του περίσσευε δραχµή. Αυτός και τα λεφτά, δύο στρατόπεδα εχθρικά.
Η τρίτη εµµονή του;
Η αγοραφοβία του. ∆εν ήθελε παρέες, συντροφιές. Σπανίως έβγαινε έξω. Κυρίως όταν πηγαίναµε στην επαρχία για τις ανάγκες κάποιας ταινίας. Ερµητικά κλειστός. Παρά το γεγονός ότι ήταν ικανός να διασκεδάσει ακόµα και τον πιο αδιάφορο άνθρωπο στον κόσµο, ο ίδιος στην προσωπική του ζωή ήταν αγέλαστος.
Σοβαρός. Μετρηµένος. Σου είπα.
Η Μακρόνησος τον στοίχειωσε.
Το Α και το Ω της καθηµερινότητάς του ήταν η οικογένειά του.
Οµως, ∆ιάολε, θα µιλούσε για την πολιτική, θα σχολίαζε τα κακώς κείµενα, θα είχε εξοργιστεί µε τη χούντα...
Ποτέ δεν τον άκουσα να µιλάει για την πολιτική και να σχολιάζει τους πολιτικούς. Ούτε κιχ. Ο φόβος της εξορίας; Μπορεί. Ο τρόµος που έζησε; Μπορεί. Τι να πω. Η Μακρόνησος λειτούργησε πάνω του σαν ηλεκτροσόκ. Αλλωστε, εξ όσων γνωρίζω, στη Μακρόνησο βρέθηκε εξαιτίας των πολιτικών πεποιθήσεων και της αντιστασιακής δράσης του πατέρα του. Επαιξε σε αντιχουντικές ταινίες, όµως λέξη εναντίον της χούντας. Το απωθηµένο του. Ποτέ δεν άνοιξε το στόµα του.
Εβλεπε ταινίες;
Σπάνια. Οταν άρχισε να παίζει σε ταινίεςτου Βούλγαρη και του Αγγελόπουλου, πήγαινε πιο συχνά στον κινηµατογράφο.
Πρέπει να καταλάβεις κάτι ουσιώδες σχετικά µε τον Θανάση. Η πρώτη, µεγαλειώδης αρετή του ήταν το τεράστιο, πηγαίο ταλέντο του. Πώς έγραφαν τραγούδια ο Τσιτσάνης και ο Βαµβακάρης;
Ετσι. Αυθόρµητα. Παρορµητικά. Σαν κάποια αόρατη δύναµη να τους οδηγούσε. Από µέσα του, από το κύτταρό του δηµιουργήθηκε ο προσωπικός κώδικας της ερµηνείας του. Χωρίς καµία, µα καµία, επιρροή και από δάνεια κάποιου άλλου. Η προσωποποίηση της αυθεντικότητας. Ενα επικών διαστάσεων ακατέργαστο ταλέντο. Αυτός µόνος του ανακάλυψε τη ρότα της θεόµουρλης κωµωδίας. Κουρδισµένος να την υπηρετεί από τα νύχια µέχρι την κορυφή. Οταν, ας πούµε, αναγκάστηκε να βάλει φρένο στο τρεχαλητό για τις ανάγκες της δικής µου σκηνοθεσίας στο «Τι έκανες στον πόλεµο Θανάση», είχε µεγάλο πρόβληµα. Αργησε να προσαρµοστεί. Οµως ως τέλειος επαγγελµατίας προσπαθούσε, µοχθούσε και τελικά το κατάφερε να µπει στο πετσί του ρόλου. Γιατί η αφοµοιωτική του ικανότητα ήταν µοναδική. Για να καταλάβεις, όταν γύριζα ένα πλάνο τεσσάρων - πέντε λεπτών µε τη µηχανή στο χέρι, χωρίς ήχο και όταν στη συνέχεια έπρεπε να ηχογραφήσω τα λόγια, ο Θανάσης τα αποστήθιζε µε τη µία. Με την ίδια εκφραστικότητα, µε το ίδιο ύφος που είχε στο πρώτο βουβό πλάνο της ίδιας σκηνής. Τέτοιο πράγµα δεν ξανάγινε όχι µόνο στην Ελλάδα ούτε στην Αµερική.
Ποια η βασική αιτία αυτού του απέραντου θαυµασµού σε ολόκληρη τη χώρα; Αυτή η συγκίνηση, σαν να χάθηκε ο αδελφός µας, ο πατέρας µας, η µάνα µας;
Μα θέλει και ρώτηµα; Η αυθεντικότητα του ταλέντου του. Ο θεατής ταυτίζεται µε εκείνον τον Θανάση στο πανί. Κάθε θεατής. Ολων των εποχών. Ολων των ηλικιών. Η αυθεντικότητα και η σεµνότητα. Οι χαµηλοί τόνοι. Και ο κινηµατογραφικός Θανάσης και ο ιδιωτικός Θανάσης εκφράζουν µε τον πιο απόλυτο τρόπο την ψυχή, το βάσανο, την καθηµερινότητα, την πονηριά του µέσου, απλούΕλληνα. Αυτό.
∆ηλαδή το µέγιστο αγαθό που σπανίως κάποιος καλλιτέχνης δικαιούται µε την πολιτεία του να περηφανευθεί πως έζησε σαν τον Βέγγο σε ολόκληρη την προσωπική του ζωή.
Τα χιλιάρικα γλιστρούσαν από τα δάχτυλά του όπως η άµµος.
Αυτός και τα λεφτά, δύο στρατόπεδα εχθρικά
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου