του Γιώργου Σαρρή
Τι να συμβαίνει αυτή την ώρα εκεί ψηλά;
Να κλαίει μια στάλα ο ουρανός;
Να ναι χαρούμενοι οι άγγελοι που ένας δικός μας άγγελος πετάει κοντά τους;
Κι ο κόσμος πως να τους μοιάζει κάτω με τόσο γέλιο λιγότερο;
Τόσο γέλιο; Εδωσε κανείς περισσότερο από αυτόν;
Φεύγοντας ο Θανάσης Βέγγος παίρνει μαζί του όλο αυτό που εκπροσωπούσε.
Τον καθαρό, τον τίμιο, τον άνθρωπο που έτρεχε κι άκρη δεν έβρισκε ποτέ, αυτόν που τρώει τις σφαλιάρες της ζωής κι όμως ψάχνει τρόπο να το δώσει πίσω με καλό, αυτόν που αγαπούσε το γέλιο του, το κλάμα του, "την εξαθλίωση που κουβαλούσε πάνω του" που όπως ο ίδιος έλεγε ήταν αυτό που τον έφερε ως εδώ...
Αγάπησε άραγε κανείς τον κόσμο, τους απλούς ανθρώπους όσο αυτός;
"Δεν μπόρεσα να διανοηθώ να κάνω κάτι, ένα αστείο καλό, σε καιρό που ήμουνα βολεμένος" έλεγε, δείχνοντας πόσο ήθελε να ταυτίζεται με αυτό που ένοιωθε κάθε μέρα ο απλός λαός.
Πολλές φορές θα το έχουμε σκεφτεί. Γιατί άραγε αγαπήσαμε τόσο πολύ αυτόν, τον καλό μας άνθρωπο;
Τώρα το ξέρω.Μπορεί να μην τον αγαπήσαμε.Μπορεί απλά σαν καθρέφτες να επιστρέφαμε την αγάπη του.
"Στη γαλέρα της ζωής μου, τράβηξα πολύ κουπί" είχε πει.Ηταν απλά ένας αυτοδίδακτος, κι όμως έκανε 125 ταινίες(!!), θεατρικούς ρόλους όλων των ειδών από Αριστοφάνη μέχρι επιθεώρηση και δράμα.
Διακρίσεις, φώτα, δόξα και χρήματα, φτώχεια και χρεωκοπία, η εξορία στη Μακρόνησο το '67 λόγω της δράσης του πατέρα του στην Εθνική Αντίσταση (όταν ο Θανάσης Βέγγος ήταν τότε 15χρονος), χιλιάδες σελίδες σε λαικά περιοδικά, εφημερίδες, ή στήλες αφιερωμένες στην Τέχνη και τον Πολιτισμό.
Τι άλλο από αγάπη ήταν όλα αυτά;
Ο Θανάσης Βέγγος, ο αδερφός μας, ο πατέρας μας, ο δικός μας... ο καθρέφτης μας για χρόνια πολλά. Τότε που ακόμα δεν κρύβαμε το μικρό μας τίποτα σε γυαλιστερό περιτύλιγμα. Τότε που οι άνθρωποι πάλευαν να αγαπήσουν αυτό που ήταν πραγματικά, την αληθινή τους εικόνα κι όχι αυτήν που φαντασιωνόντουσαν.Κι η λαική τέχνη όπως ο κινηματογράφος ή το λαικό τραγούδι έδιναν τότε ένα χεράκι σε αυτό.
Θλιμμένη μέρα σήμερα και άρρωστη λιακάδα.
Ένα λευκό πουλί τραβάει για τη Μεγάλη Θάλασσα...
Όλη Ελλάδα όρθια χειροκροτάει.
Τον βλέπω να κοιτάζει πίσω τελευταία φορά. Να ξύνει το φαλακρό του κεφάλι μ' αυτό το βλέμμα που δεν καταλαβαινει κι όμως ξέρει...Ξέρει καλά πως αυτό είναι, δεν έχει άλλο, μ' αυτό θα ζήσουμε και μ' αυτό θα πεθάνουμε. Μ' αυτό θα κλάψουμε και μ' αυτό θα γελάσουμε μέχρι δακρύων.Αυτό θα αγαπήσουμε...
Φεύγει, περνάει...Ολη η Ελλάδα όρθια χειροκροτάει τον καλό της άνθρωπο.
Τον χαιρετάει η Μελίνα απ' τις ταινίες του Ντασσέν. Μέσα από φιλμάκια ασπρόμαυρα ο Κούρκουλος, ο Σταυρίδης, η Καρέζη, ο Λογοθετίδης, ο Γκιωνάκης, ο Ρίζος, ο Κωνσταντάρας, ο Χατζηχρήστος, η Αλίκη, ο Παπαμιχαήλ, ο Ορέστης Μακρής κι ο Παπαγιαννόπουλος, όλοι κουνάνε το χέρι.
Ο Τσάρλυ Τσάπλιν ανοίγει την αγκαλιά του να τον δεχτεί, ο Φερναντέλ κι Λούι ντε Φινές υποκλίνονται.
Η Ελλάδα του '60, η Ελλάδα του χωματόδρομου, του κάρου και της αυλίτσας με τη λεμονιά, του θερινού κινηματόγραφου με τα κοντοπαντέλονα σκαρφαλωμένα στο φράχτη τον αποθεώνει.
Φεύγει...Ένα λευκό πουλί κατάλευκο..
Απλώνουν δίχτυα οι ψαράδες πανω στο νερό μα τώρα σταματούν.
Στα καφενεία τα παλιά, παίζουνε τις ατάκες του στο κομπολόι και τον σκέφτονται.
Θλιμμένη η μέρα σήμερα.Το ακούς στα τρυφερά σφυρίγματα του αέρα στο παράθυρο...και στη ραγδαία ερημιά που κάνει έφοδο.
Καλέ μας άνθρωπε, τόσο γέλιο που το πάς, σε ποιο παράδεισο;
Να κλαίει μια στάλα ο ουρανός;
Να ναι χαρούμενοι οι άγγελοι που ένας δικός μας άγγελος πετάει κοντά τους;
Κι ο κόσμος πως να τους μοιάζει κάτω με τόσο γέλιο λιγότερο;
Τόσο γέλιο; Εδωσε κανείς περισσότερο από αυτόν;
Φεύγοντας ο Θανάσης Βέγγος παίρνει μαζί του όλο αυτό που εκπροσωπούσε.
Τον καθαρό, τον τίμιο, τον άνθρωπο που έτρεχε κι άκρη δεν έβρισκε ποτέ, αυτόν που τρώει τις σφαλιάρες της ζωής κι όμως ψάχνει τρόπο να το δώσει πίσω με καλό, αυτόν που αγαπούσε το γέλιο του, το κλάμα του, "την εξαθλίωση που κουβαλούσε πάνω του" που όπως ο ίδιος έλεγε ήταν αυτό που τον έφερε ως εδώ...
Αγάπησε άραγε κανείς τον κόσμο, τους απλούς ανθρώπους όσο αυτός;
"Δεν μπόρεσα να διανοηθώ να κάνω κάτι, ένα αστείο καλό, σε καιρό που ήμουνα βολεμένος" έλεγε, δείχνοντας πόσο ήθελε να ταυτίζεται με αυτό που ένοιωθε κάθε μέρα ο απλός λαός.
Πολλές φορές θα το έχουμε σκεφτεί. Γιατί άραγε αγαπήσαμε τόσο πολύ αυτόν, τον καλό μας άνθρωπο;
Τώρα το ξέρω.Μπορεί να μην τον αγαπήσαμε.Μπορεί απλά σαν καθρέφτες να επιστρέφαμε την αγάπη του.
"Στη γαλέρα της ζωής μου, τράβηξα πολύ κουπί" είχε πει.Ηταν απλά ένας αυτοδίδακτος, κι όμως έκανε 125 ταινίες(!!), θεατρικούς ρόλους όλων των ειδών από Αριστοφάνη μέχρι επιθεώρηση και δράμα.
Διακρίσεις, φώτα, δόξα και χρήματα, φτώχεια και χρεωκοπία, η εξορία στη Μακρόνησο το '67 λόγω της δράσης του πατέρα του στην Εθνική Αντίσταση (όταν ο Θανάσης Βέγγος ήταν τότε 15χρονος), χιλιάδες σελίδες σε λαικά περιοδικά, εφημερίδες, ή στήλες αφιερωμένες στην Τέχνη και τον Πολιτισμό.
Τι άλλο από αγάπη ήταν όλα αυτά;
Ο Θανάσης Βέγγος, ο αδερφός μας, ο πατέρας μας, ο δικός μας... ο καθρέφτης μας για χρόνια πολλά. Τότε που ακόμα δεν κρύβαμε το μικρό μας τίποτα σε γυαλιστερό περιτύλιγμα. Τότε που οι άνθρωποι πάλευαν να αγαπήσουν αυτό που ήταν πραγματικά, την αληθινή τους εικόνα κι όχι αυτήν που φαντασιωνόντουσαν.Κι η λαική τέχνη όπως ο κινηματογράφος ή το λαικό τραγούδι έδιναν τότε ένα χεράκι σε αυτό.
Θλιμμένη μέρα σήμερα και άρρωστη λιακάδα.
Ένα λευκό πουλί τραβάει για τη Μεγάλη Θάλασσα...
Όλη Ελλάδα όρθια χειροκροτάει.
Τον βλέπω να κοιτάζει πίσω τελευταία φορά. Να ξύνει το φαλακρό του κεφάλι μ' αυτό το βλέμμα που δεν καταλαβαινει κι όμως ξέρει...Ξέρει καλά πως αυτό είναι, δεν έχει άλλο, μ' αυτό θα ζήσουμε και μ' αυτό θα πεθάνουμε. Μ' αυτό θα κλάψουμε και μ' αυτό θα γελάσουμε μέχρι δακρύων.Αυτό θα αγαπήσουμε...
Φεύγει, περνάει...Ολη η Ελλάδα όρθια χειροκροτάει τον καλό της άνθρωπο.
Τον χαιρετάει η Μελίνα απ' τις ταινίες του Ντασσέν. Μέσα από φιλμάκια ασπρόμαυρα ο Κούρκουλος, ο Σταυρίδης, η Καρέζη, ο Λογοθετίδης, ο Γκιωνάκης, ο Ρίζος, ο Κωνσταντάρας, ο Χατζηχρήστος, η Αλίκη, ο Παπαμιχαήλ, ο Ορέστης Μακρής κι ο Παπαγιαννόπουλος, όλοι κουνάνε το χέρι.
Ο Τσάρλυ Τσάπλιν ανοίγει την αγκαλιά του να τον δεχτεί, ο Φερναντέλ κι Λούι ντε Φινές υποκλίνονται.
Η Ελλάδα του '60, η Ελλάδα του χωματόδρομου, του κάρου και της αυλίτσας με τη λεμονιά, του θερινού κινηματόγραφου με τα κοντοπαντέλονα σκαρφαλωμένα στο φράχτη τον αποθεώνει.
Φεύγει...Ένα λευκό πουλί κατάλευκο..
Απλώνουν δίχτυα οι ψαράδες πανω στο νερό μα τώρα σταματούν.
Στα καφενεία τα παλιά, παίζουνε τις ατάκες του στο κομπολόι και τον σκέφτονται.
Θλιμμένη η μέρα σήμερα.Το ακούς στα τρυφερά σφυρίγματα του αέρα στο παράθυρο...και στη ραγδαία ερημιά που κάνει έφοδο.
Καλέ μας άνθρωπε, τόσο γέλιο που το πάς, σε ποιο παράδεισο;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου