πηγή: http://taxalia.blogspot.com/2011/03/blog-post_6579.html
Mayer A. Rotchild |
«Άφησε με ελεύθερο να εκδίδω και να ελέγχω τα χρήματα ενός έθνους και δεν με ενδιαφέρει ποιος ψηφίζει τους νόμους του», είχε αναφέρει χαρακτηριστικά ο M.A. Rothschild, επιφανές μέλος της ομώνυμης οικογένειας, η οποία ίδρυσε στα τέλη του 18ου αιώνα τα γνωστά χρηματοπιστωτικά ιδρύματα. Ο δε J.K. Galbraith, οικονομολόγος, υπέρμαχος του φιλελευθερισμού, είχε τονίσει ότι, «Η διαδικασία, με την οποία οι τράπεζες δημιουργούν νέο χρήμα, είναι τόσο απλή, που το μυαλό αηδιάζει».
Αναλυτικότερα, με τη διαδικασία της «δημιουργίας» χρήματος «κατασκευάζεται» ουσιαστικά το «λογιστικό χρήμα», το οποίο στη συνέχεια «διοχετεύεται» στο κυκλοφοριακό σύστημα της Οικονομίας. Το γεγονός αυτό δεν συμβαίνει βέβαια με την εκτύπωση χρημάτων, αλλά...
με την λήψη δανείων εκ μέρους του δημοσίου, των επιχειρήσεων και των ιδιωτών, από τις εμπορικές τράπεζες. Επίσης, με τη δανειοδότηση των ιδιωτικών τραπεζών από τις εκάστοτε κεντρικές τους, ή από την αντίστοιχη μεταξύ τους - στη διατραπεζική αγορά. Για παράδειγμα, όταν μία εταιρεία (ιδιώτης, δημόσιο) δανείζεται από μία εμπορική τράπεζα, «δημιουργούνται» αυτόματα νέα χρήματα – όπως και όταν η εκάστοτε τράπεζα δανείζει κάποια άλλη ή δανείζεται από την κεντρική. Εκτός αυτού, δημιουργούνται επίσης νέα χρήματα από τις ιδιωτικές τράπεζες, όταν αγοράζουν στοιχεία του Ενεργητικού τους (αξιόγραφα, ακίνητα κλπ), ανοίγοντας πιστωτικό λογαριασμό (όψεως) στον πωλητή, με τον οποίο συναλλάσσονται.
Έτσι λοιπόν, η «δημιουργία» του νέου χρήματος είναι συνδεδεμένη με τη δημιουργία πιστώσεων, ενώ η εξόφληση των πάσης φύσεως δανείων, ή η πώληση των στοιχείων του ενεργητικού από τις τράπεζες «καταστρέφει», περιορίζει δηλαδή, την υφιστάμενη ποσότητα χρημάτων. Στη συγκεκριμένη παγίδα (πιστωτική συρρίκνωση - καταστροφή χρημάτων) έχει μεταξύ άλλων «οδηγηθεί» η Ελληνική Οικονομία, έχοντας ελάχιστες πιθανότητες «διαφυγής» - εάν συνεχίσει να ακολουθεί τη σημερινή «υφεσιακή» πολιτική καίγοντας, μεταφορικά, χρήματα.
Συνεχίζοντας, τα χρήματα που δημιουργούνται με αυτή τη «μαγική» διαδικασία, αντιπροσωπεύουν πραγματικές αξίες, εφόσον δανείζονται έναντι ανάλογων υλικών εγγυήσεων (ακίνητα, ομόλογα, μετοχές κλπ), οι οποίες «δεσμεύονται» από τις τράπεζες. Όταν όμως οι υλικές αυτές αξίες είναι υπερτιμημένες, όπως στο παράδειγμα των subprimes (Η.Π.Α., Ισπανία, Ιρλανδία κλπ), όταν δηλαδή υπάρχουν «στρεβλώσεις» στις αγορές, τότε τα χρήματα που δημιουργούνται με το συγκεκριμένο αντίκρισμα είναι εντελώς αδικαιολόγητα – με αποτέλεσμα να «εκβάλλουν» στις γνωστές μας χρηματοπιστωτικές κρίσεις, όπου«καταστρέφονται» στην πραγματικότητα οι υπερβάλλουσες ποσότητες.
Οφείλουμε να σημειώσουμε επίσης ότι, οι εμπορικές τράπεζες επιτρέπεται να δανείζουν στους καταναλωτές (επιχειρήσεις και ιδιώτες), ένα συγκεκριμένο πολλαπλάσιο ποσόν των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους, στην εκάστοτε κεντρική τράπεζα. Στην Ευρώπη (ΕΚΤ) είναι υποχρεωμένες να διαθέτουν ένα ελάχιστο απόθεμα καταθέσεων, ύψους 2% - γεγονός που σημαίνει ότι, μπορούν να δανείζουν το 50πλάσιο των καταθέσεων που διατηρούν στην κεντρική τράπεζα, με τη μορφή λογιστικών χρημάτων (θα αλλάξει στο 33πλάσιο, με βάση τη συνθήκη της Βασιλείας ΙΙΙ, αλλά από το 2018).
Φυσικά τηρούνται επίσης ορισμένοι άλλοι κανόνες, όπως το ύψος των καταθέσεων σε σχέση με την εκχώρηση δανείων, έτσι ώστε να υπάρχει κίνητρο για τις τράπεζες. Εάν βέβαια οι εμπορικές τράπεζες ήταν υποχρεωμένες να διατηρούν αποθέματα (ρεζέρβες) στις κεντρικές ή μετρητά χρήματα, ισόποσα με το 100% των δανειακών και λογιστικών χρημάτων, τότε δεν θα είχαν το προνόμιο της δημιουργίας χρημάτων «από τον αέρα», οπότε δεν θα «διαστρεβλωνόταν» η επενδυτική διαδικασία και δεν θα οδηγούμαστε στις συνεχείς χρηματοπιστωτικές κρίσεις των τελευταίων δεκαετιών – παράλληλα όμως, δεν θα είχαμε τη σημερινή ανάπτυξη (η ποσότητα χρήματος M3 στην Ευρωζώνη αυξήθηκε από 4,4 τρις € στις αρχές του 1999, στα 9,5 τρις € στα τέλη Απριλίου του 2009).
Ο κίνδυνος τώρα των μαζικών αναλήψεων των καταθετών από τις τράπεζες (Bank run) οφείλεται στο ότι, οι τράπεζεςδιαθέτουν μόνο ένα ελάχιστο ποσοστό των καταθέσεων τους σε μετρητά, της τάξης του 3% (η έκδοση των μετρητών χρημάτων είναι αποκλειστικό προνόμιο των κεντρικών τραπεζών). Εάν λοιπόν ένας μεγαλύτερος αριθμός καταθετών θελήσει να αποσύρει τα χρήματα του, οι τράπεζες αδυνατούν να τα διαθέσουν. Έτσι συνέβη σε γενικές γραμμές στην κρίση του 1930 - κάτι που τελικά επιλύθηκε αργότερα, ως ένα βαθμό, με τη βοήθεια της ίδρυσης των κεντρικών τραπεζών, οι οποίες καλύπτουν (εν μέρει φυσικά), τέτοιου είδους ενδεχόμενα (Bank run).
Αυτό που επίσης συνέβη στην ίδια κρίση (1930), ήταν η «μανία αποχρέωσης» των νοικοκυριών (επιστροφή παλαιών δανείων, κανένας νέος δανεισμός) – γεγονός που είχε σαν αποτέλεσμα, αφενός μεν την «καταστροφή» μεγάλων ποσοτήτων χρήματος, αφετέρου το μηδενισμό της δημιουργίας νέων. Το γεγονός αυτό αποτελεί μία από τις σημαντικότερες «παρενέργειες» του φαινομένου του «στασιμοπληθωρισμού», από τον οποίο κινδυνεύει τα μέγιστα σήμερα η χώρα μας, λόγω της ΔΝΤ-πολιτικής, στην οποία «σέρνεται» κυριολεκτικά η κυβέρνηση μας.
Ειδικά όσον αφορά την Ελλάδα, επειδή τα δάνεια από το μηχανισμό στήριξης δεν καλύπτουν τα ελλείμματα του προϋπολογισμού μας (απαιτείται δανεισμός για το 2011, ύψους 22,54 δις € - επί πλέον αυτών του μηχανισμού), εάν δεν περιορισθούν ριζικά οι τόκοι (1%) και εάν δεν διακανονισθεί μακροπρόθεσμα το συνολικό δημόσιο χρέος, οι πιθανότητες επίλυσης του προβλήματος μας είναι σχεδόν ανύπαρκτες (με εναλλακτική, αν και κατά πολύ λιγότερο «έντιμη λύση», τη διαγραφή χρέους 40-50%).
Επιστρέφοντας στο θέμα μας, δεν μπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί, ποια είναι η τελική πηγή των χρημάτων – κάτι αντίστοιχο δηλαδή, με την αναζήτηση της αρχής του σύμπαντος και του δημιουργού του. Ψάχνοντας την απάντηση, καταλήγει εύκολα στην «Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών» (BIS) η οποία, με έδρα τη Βασιλεία, λειτουργεί ουσιαστικά σαν την κεντρική τράπεζα των κεντρικών τραπεζών. Αυτή είναι το τελικό «στήριγμα» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προσφέροντας «κάλυψη» σε όλες τις άλλες κεντρικές τράπεζες του πλανήτη - οι οποίες είναι οι πελάτες της.
Αθήνα, 15. Μαρτίου 2011
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου