(Ἐπετειακὴ ὁμιλία)
Πρωτοπρ. Γεωργίου Δ. Μεταλληνού
Ὁμοτίμου Καθηγητοῦ Παν/μίου Ἀθηνῶν
Η διερεύνηση τῶν συμβάντων στὴν Βοστίτσα στὸ τετραήμερο 26 – 29 Ἰανουαρίου 1821, ποὺ συστηματικότερα αὐτὴ τὴ φορὰ ἐπεχείρησα, μὲ ἔπεισε ὅτι πρόκειται γιὰ πλήρωση τῶν κανόνων τῆς ἑλληνικῆς διαλεκτικῆς καὶ ἐπαλήθευσή της. Ἡ ἑλληνικὴ διαλεκτική, ὡς ἀντιπαραβολὴ τῶν ἀντιθέσεων, μὲ τὴν ἀνάπτυξη τοῦ διαλόγου, ἀπὸ τὴν ἀρχαιότητα ὁδηγεῖ, κατὰ κανόνα, στὴν σύνθεση τῶν ἀντιθέτων (compositio oppositorum) καὶ επίτευξη, μέσω αὐτῆς τῆς ἁρμονίας ὡς ὕψιστης πραγματικότητας. Μέσα ἀπὸ αὐτὸ τὸ πρῖσμα θὰ προσεγγίσουμε τὸ τιμώμενο σήμερα γεγονός.
1. Τὸ φθινόπωρο τοῦ 1820 (1) ἔφθασαν ἐπιστολὲς τῆς Ἀρχῆς τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας πρὸς τὴν Ἐφορεία τῶν Φιλικῶν τῆς Πελοποννήσου, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ διορισθοῦν τὰ ἀκόλουθα Μέλη της: Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, Μονεμβασίας Χρύσανθος, Χριστιανουπόλεως Γερμανός, Ἀσημάκης Ζαΐμης, Σωτήριος Χαραλάμπης, Θεοχαράκης Τρέντης, μὲ ταμίες τοὺς Ἰωάννη Παπαδιαμαντόπουλο καὶ Παναγιώτη Ἀρβάλη. Ἡ κανονικὴ συνέλευση τῆς Ἐφορείας ὁρίσθηκε γιὰ τὸν Φεβρουάριο τοῦ 1821 στὸ Μ. Σπήλαιο. Τὸ κλῖμα ἦταν πρόσφορο μετὰ τὴν ἀπομάκρυνση τοῦ πρώην Μεγάλου Βεζύρη τοῦ Μοριᾶ Βαλεσῆ Χουρσὴτ Πασᾶ γιὰ τὴν ἀντιμετώπιση τῆς ἐξέγερσης τοῦ Ἀλῆ Πασᾶ. Νέα τροπὴ ὅμως τῶν πραγμάτων ἐπρόκειτο νὰ δώσει ἡ ἄφιξη στὸ Μοριὰ τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Γρηγορίου Δικαίου–Παπαφλέσσα, τὸν Δεκέμβριο τοῦ 1820 καὶ τοῦ Θεόδωρου Κολοκοτρώνη στὶς 6 Ἰανουαρίου 1821 στὴν Καρδαμύλη.
Ἡ ἐμφάνιση στὸ προσκήνιο τοῦ Παπαφλέσσα, γνωστοῦ γιὰ τὸν ἄστατο χαρακτήρα του, προκάλεσε τὴν ἐπίσπευση τῆς συνέλευσης καὶ τὴν ἀλλαγὴ τοῦ τόπου. Προτιμήθηκε ἡ Ἱ. Μονὴ Ταξιαρχῶν καὶ κατ᾽ ἄλλους ἡ οἰκία τοῦ Ἀνδρέα Λόντου στὴν Βοστίτσα, γιὰ λόγους ἀσφαλείας, διότι ὁ Παπαφλέσσας «εἶχε δημιουργήσει ὁλόκληρον κύκλον γύρω του, ποὺ προκαλοῦσε θόρυβον»(2). Ὁ καθησυχασμὸς τῶν πάντα καχύποπτων Τούρκων ἐπιτεύχθηκε μὲ τὴ δικαιολογία, ὅτι ἐπρόκειτο γιὰ διευθέτηση κτηματικῶν διαφορῶν τῶν Ἱ. Μονῶν Ταξιαρχῶν καὶ Μ. Σπηλαίου. Λόγω τῆς σημασίας τῆς «Μυστικῆς Σύσκεψης» τῆς Βοστίτσας, ὁ ἱστορικὸς Γ. Φίνλεϋ τὴν ὀνομάζει δίκαια «ἀναβίωσιν τῆς Ἀχαϊκῆς Συμπολιτείας» (3).
Σκοπὸς τῆς Σύσκεψης ἦταν ἡ διακρίβωση τοῦ λόγου τῆς ἀφίξεωςτοῦ ἀπεσταλμένου τῆς «Σεβαστῆς Ἀρχῆς».
Στὶς πέντε συνεδρίες τῆς Σύσκεψης ἔλαβαν μέρος, ἐκτὸς ἀπὸ τὰ μέλη τῆς Ἐφορείας, οἱ Ἱεράρχες: Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανός, Κερνίκης Προκόπιος, Χριστιανουπόλεως Γερμανὸς καὶ ὁ Πρωτοσύγκελλος Ἀμβρόσιος Φραντζῆς, ἱστορικὸς τοῦ Ἀγώνα. Ἐπίσης οἱ Πρόκριτοι: Ἀνδρέας Ζαΐμης, Ἀσημάκης Φωτήλας, Πανάγος Δεληγιάννης, Γιάννης Παπαδόπουλος ἢ Μουρτογιάννης, Σωτήριος Θεοχαρόπουλος, Ἀνδρέας Λόντος, Δημήτριος Μελετόπουλος, Σωτήρης Ἰωάννου κ.ἄ. Ὁ Παπαφλέσσας, γιὰ τὴν ἐνίσχυση τοῦ κύρους του, ἐπέδειξε συστατικὴ ἐπιστολὴ τοῦ Ὑψηλάντη, ποὺ τὸν ἀνέφερε μὲ τὴν βαρύνουσα φράση «Ἄλλος Ἐγώ», συνιστώντας νὰ ἀκολουθήσουν τὶς ὁδηγίες του καὶ νὰ εἶναι ἕτοιμοι, ὥστε μετὰ τὴν ἄφιξη τοῦ ἴδιου (τοῦ Ὑψηλάντη) νὰ ἀρχίσει ἡ Ἐπανάσταση. Ὁ Παπαφλέσσας πίστευε ὅτι μὲ τὰ διαπιστευτήρια αὐτὰ θὰ ἤρετο κάθε καχυποψία ἀπέναντί του καὶ θὰ κέρδιζε τὴν ἐμπιστοσύνη τῶν Προκρίτων.
Μὲ τὴν γνωστὴ ρητορεία του ὁ φλογερὸς Ἀρχιμανδρίτης προσπάθησε νὰ πείσει γιὰ τὴν εὐκολία τοῦ ἑτοιμαζομένου ἐγχειρήματος, ὑποστηρίζοντας ὅτι μιὰ Ξένη Δύναμις (ὑπονοώντας τὴ Ρωσία) θὰ βοηθοῦσε, συμπληρώνοντας ὅτι ὁ τουρκικὸς στόλος θὰ πυρπολεῖτο στὸ λιμάνι τῆς Πόλης καὶ θὰ ἀκολουθοῦσε ὁ ἐμπρησμός της καὶ ἡ δολοφονία τοῦ Σουλτάνου. Εἶναι δὲ γεγονός, ὅτι αὐτὸ διαδιδόταν εὐρύτερα. Ὁ Παπαφλέσσας ἀποκάλυπτε, ἔτσι, τὸ «μεγάλο σχέδιο» (4), γιὰ τὴν ἐπιτάχυνση τῶν ρυθμῶν καὶ τὴν ταχεῖα λήψη ἀποφάσεως. Στὸ σημεῖο αὐτὸ ἀκριβῶς ἀρχίζει ἡ λειτουργία τῆς ἑλληνικῆς διαλεκτικῆς.
2. Στὴ Βοστίτσα διαλέχθηκαν ἀπὸ τὴ μιὰ μεριὰ ἡ σύνεση καὶ περίσκεψη τῶν ἄμεσα ὑπευθύνων γιὰ τὴν τύχη τοῦ Ἔθνους, Κληρικῶν καὶ Προκρίτων, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἡ παράφορη ὁρμητικότητα καὶ ἁψίκορη τόλμη, ποὺ ἐνσάρκωνε ὁ Παπαφλέσσας. Ἡ ἱστορικὴ αὐτὴ ἀντιπαράθεση ἐπικεντρώθηκε στὰ πρόσωπα τοῦ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανοῦ καὶ τοῦ Ἀρχιμανδρίτη Γρηγορίου Παπαφλέσσα, ποὺ ἐκπροσωποῦσαν ὅλο τὸ Ἔθνος τὴν κρίσιμη αὐτὴ στιγμή.
Ὁ Παλαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς (1771–1826) διακρίθηκε ὡς ἱκανότατος πολιτικὸς κατὰ τὴν διάρκεια τοῦ Ἀγώνα, σὲ σημεῖο ποὺ κάποιοι νὰ θεωροῦν τὸν ρόλο του αὐτὸν σημαντικότερο ἀπὸ ἐκεῖνον τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ. Ἔχοντας λάβει ὑψηλὴ παιδεία, χρησιμοποίησε τὰ προσόντα καὶ τὶς γνώσεις του στὸν Ἀγώνα τοῦ Ἔθνους, στὸν ὁποῖο προσέφερε ὅλη τὴν ὕπαρξή του. Ἡ νηφάλια κρίση, ἔξω ἀπὸ ἰδεολογικὲς καὶ παραταξιακὲς δεσμεύσεις, ἐπιτρέπει τὴν ἀντικειμενικὴ ἀποτίμηση τῆς προσφορᾶς του καὶ συγκεκριμένα τῆς στάσης του στὴν Βοστίτσα. Ὁ Γερμανὸς ἦταν ἤδη διακεκριμένο στέλεχος τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας στὸν Μοριά, γνωρίζοντας καὶσυμμεριζόμενος τοὺς σκοπούς της.
Ἐνσάρκωνε, ἄλλωστε, καὶ αὐτὸς τὴν φιλελεύθερη παράδοση τοῦ Ἑλληνισμοῦ καὶ τῆς Ὀρθοδοξίας.
Στὴν ὀρθοδοξοπατερικὴ παράδοση οἱ ἀρχὲς τῆς ἐλευθερίας καὶ τῆς κοινωνικῆς δικαιοσύνης ἀποτελοῦν συστατικὰ τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας.
Οἱ φιλελεύθερες ρίζες τοῦ Ἑλληνισμοῦ καθαγιάστηκαν καὶ καταξιώθηκαν μέσα στὴν Ὀρθοδοξία ὡς στοιχεῖα τῆς ἐν Χριστῷ ὑπάρξεως.
Ἡ Ὀρθοδοξία στὰ πρόσωπα τῶν Ἁγίων της, βλέπει τὴν ἐλευθερία ἐσωτερικὰ μὲν ὡς καθαρότητα τῆς καρδίας καὶ ἐξωτερικά, κοινωνικὰ δηλαδὴ καὶ ἐθνικά, ὡς τὸ φυσικὸ κλίμα ἀναπτύξεως καὶ πραγματώσεως τοῦ ἀνθρώπου ὡς προσώπου, κοινωνικοῦ δηλαδὴ ὄντος. Ἔτσι ἐξηγεῖται ὄχι μόνον ἡ ἐκ μέρους τοῦ Κλήρου εὐλογία καὶ συμπαράσταση στοὺς ἀμυντικοὺς καὶ ἀπελευθερωτικοὺς ἀγῶνες τοῦ Ἔθνους μας, ἄλλα καὶ ἡ συμμετοχή του σ᾽ αὐτούς. Ἡ στάση αὐτὴ τοῦ ὀρθοδόξου Κλήρου μένει ἀστασίαστη καὶ αμετακίνητη στὴν πορεία τῶν αἰώνων, ὡς θυσία τοῦ ποιμένα ὑπὲρ τῶν προβάτων του (Ἰωάν. 10,12–13). Ἡ ἑλληνορθόδοξη παράδοση, ἤδη μέσα στὴ Ρωμανία/Βυζάντιο, γνώρισε τοὺς Κληρικοὺς ὡς πρωταγωνιστὲς στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν ἐλευθερία καὶ αὐτὸ συνεχίσθηκε καὶ κατὰ τὴν μακρόσυρτη δουλεία. Τὸ '21, λοιπόν, δὲν μποροῦσε νὰ ἀποτελέσει ἐξαίρεση. Πρέπει μάλιστα νὰ ὑπογραμμισθεῖ, ὅτι τὸ πρόβλημα γιὰ τὸν ἑλληνορθόδοξο Κλῆρο δὲν εἶναι ἡ συμμετοχὴ ἢ μὴ συμμετοχὴ στοὺς ἐθνικοὺς ἀγῶνες, ἄλλα ὁ ὑπερτονισμὸς –συχνὰ καὶ ἀπὸ τοὺς Κληρικούς– τῆς ἱστορικῆς διαστάσεως τοῦ Ἔθνους καὶ ὁ κίνδυνος μεταβολῆς τῆς Ὀρθοδοξίας σὲ ἁπλὸ διάκονο ἐνδοκοσμικῶν στοχοθεσιῶν καὶ συμβατικοτήτων (5).
Σ᾽ αὐτὴ τὴν παράδοση θήτευαν καὶ ὁ Γερμανὸς καὶ ὁ Παπαφλέσσας, ἐκφράζοντάς την μέσα ἀπὸ τὶς χαρακτηριολογικὲς ἰδιαιτερότητές τους, στὸ πνεῦμα τῆς προσωπικῆς τους ἐλευθερίας. Ὁ Γερμανὸς εἶναι αὐτός, ποὺ ἐμύησε στὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία τὸν Κερνίτσης Προκόπιο, τὸν Χαριουπόλεως Βησσαρίωνα καὶ ἄλλους Κληρικοὺς καὶ Προκρίτους. Μὲ τὴν ὑπόδειξή του δὲ ἡ Ὑπέρτατη Ἀρχὴ τῆς Ἑταιρείας διόρισε στὸν Μοριὰ Ἐφορεία γιὰ τὴ διατήρηση τῆς ἀναγκαίας πειθαρχίας καὶ τὴν συστηματικότερη μεθόδευση τῆς προσπάθειας. Μὲ τὴν σύνεση δὲ καὶ ὡριμότητά του κέρδισε γρήγορα τὸν σεβασμὸ καὶ τὴν ἐκτίμηση Λαοῦ καὶ Προκρίτων καὶ ὄχι μόνο τοῦ Μοριᾶ, ἄλλα καὶ τῶν Νήσων καὶ τῆς Στερεᾶς, ὥστε νὰ ἀσκεῖ μεγάλη ἐπιρροὴ στὰ ὅρια, βέβαια, τῆς συνεχῶς αὐξανόμενης εὐθύνης του. Μόνο φαινομενικὰ ἐπικεφαλῆς τῆς Ἐφορείας ἦταν ὁ Πρόξενος τῆς Ρωσίας στὴν Πάτρα Ἰωάννης Βλασσόπουλος, γιατί οὐσιαστικὰ Πρόεδρός της ἦταν ὁ Γερμανός, ποὺ ὑπέγραφε πάντα πρῶτος ὄχι λόγω τῆς Αρχιεροσύνης του, ἀλλὰ καὶ τῆς κοινῆς ἀναγνώρισής του. Δὲν πρέπει ὅμως νὰ λησμονεῖται ὅτι ὁ ρόλος τοῦ Ποιμένα εἶναι προστατευτικὸς γιὰ τὸ ποίμνιό του καὶ δὲν τὸ ἐκθέτει στὴν σφαγή. Κάθε παράβαση τῆς ἀρχῆς αὐτῆς προκαλεῖ τὴν συνείδηση τοῦ Λαοῦ. Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ὁ Ἐπίσκοπος Τρίκκης Διονύσιος, ὁ ἐπιλεγόμενος Σκυλόσοφος (†1611). Οἱ ἀποδεδειγμένα παράτολμες ἐνέργειές του (ἐξεγέρσεις τοῦ 1601 καὶ 1611), ποὺ ὁδήγησαν στὸν ὄλεθρο ἑκατοντάδες Ἕλληνες, ἐπαινοῦνται μὲν ἀπὸ μερίδα ἱστορικῶν, ὁ Λαὸς (τὸ ποίμνιό του) ὅμως ἀντέδρασε διαφορετικά, δηλαδὴ ἐπικριτικά, ὅπως θυμίζει τὸ σχετικὸ δημοτικὸ τραγούδι:
«Δεσπότη μου, τί σήκωσες τὸν κόσμο στὸ σεφέρι,
καὶ ρήμαξαν τὰ Γιάννενα καὶ ρήμαξεν ὁ τόπος;
Μεῖναν τὰ σπίτια ἀδειανά, γέμισαν τὰ χαντάκια,
Κι ὁ Τοῦρκος δὲν ἀπόσωσε νὰ κόβη καὶ νὰ καίει ...
Δὲν ἔχει ἡ μάννα πιὰ παιδιὰ καὶ τὰ παιδιὰ γονέους ...».(6)
Στοὺς ἐθνεγέρτες, ἄλλα καὶ συνετοὺς ποιμένες ἀνῆκε καὶ ὁ Γερμανός. Ὁ ἱστορικὸς Ἰωάννης Φιλήμων τὸν ὀνομάζει «βαρύτητος καὶ νοημοσύνης πρόσωπον». Τόσο δὲ ὁ Γερμανός, ὅσο καὶ οἱ Πρόκριτοι, μυημένοι ἤδη στὰ σχέδια τῆς Φιλικῆς, κρατοῦσαν στὰ χέρια τους τὶς ζωὲς χιλιάδων ἀνθρώπων, ποὺ θὰ ἔθετε στὸν ἔσχατο κίνδυνο κάθε παράτολμη ἀπόφασή τους.
Ἀνυπότακτος φύσις ὁ Παπαφλέσσας
3. Ὁ Ἀρχιμανδρίτης Γρηγόριος Δικαῖος–Παπαφλέσσας (1786– 1825)ἀποκαλύπτεται στὶς Πηγὲς ὡς μία φιλελεύθερη καὶ γι αὐτὸ ἀνυπότακτη φύση, ποὺ ἐνσάρκωνε –στὰ μέτρα τῆς ἰδιαιτερότητάς της– τὴν ἑλληνορθόδοξη παράδοση τῆς ἐλευθερίας. Μία ἑνιαία κρίση γι᾽ αὐτὸν δυσχεραίνεται ἀφάνταστα ἀπὸ τὶς ἀντιφατικὲς τοποθετήσεις τῶν συγχρόνων του, ποὺ σχεδὸν καθολικὰ καθορίζονται ἀπὸ παραταξιακὰ ἢ καὶ ἠθικιστικὰ κριτήρια, μέσα ἀπὸ τὰ ὁποῖα ἐπιχειρεῖται συνήθως ἡ προσέγγισή του. Κατὰ τὸν Αναστάσιο Γούδα (7) «ἕκαστος ἐξετίμησε (τὸν Παπαφλέσσα) κατὰ τὸ μέτρον τῆς ἑαυτοῦ κρίσεως... Ὁ ἀνὴρ οὗτος δὲν ἦτο ἐκ τῶν λεγομένων κοινῶν ἀνθρώπων». Ὁ Κωνσταντῖνος Παπαρρηγόπουλος, ἐξ ἄλλου, παρατηρεῖ, ὅτι «ἤθελε δικαίως ἐπικληθῆ ὁ Βότσαρης καὶ ὁ Διάκος τῆς Πελοποννήσου, ἐὰν εἶχεν ὀλίγον πλείονα χρηστότητα». Ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς συγχρόνους μας ὁ ἐπιφανὴς ἱστορικὸς ἀείμνηστος Ἀπόστολος Βακαλόπουλος τὸν χαρακτηρίζει: «ὁ ἁψίκορος, ὁρμητικὸς καὶ φανατικὸς Γρηγόριος Δικαῖος... μὲ τὴν παράφορη συμπεριφορά του, μὲ τὴν υπεραισιοδοξία καὶ τὶς ὑπερβολὲς του» (9). Ἦταν, ἄλλωστε, γνωστὸς στοὺς πάντες ὡς φίλερις. Ὅλοι μιλοῦσαν γιὰ τὶς παλαιότερες συγκρούσεις του μὲ τὸν Μητροπολίτη Μονεμβασίας καὶ τὸν Τοῦρκο Ἀγά (10). Ἡ ἀγάπη ὅμως πρὸς τὴν ἐλευθερία τὸν συνέδεσε μὲ τὸν Γερμανὸ καὶ τοὺς Προκρίτους, ἀλλά κάθε πλευρὰ ζοῦσε τὸ δράμα αὐτὸ μὲ τὸν δικό της τρόπο. Ὁ Παπαφλέσσας ὀρθὰ χαρακτηρίσθηκε «μέγας ἀπόστολος τῆς λευτεριᾶς» (11). Κυριαρχόταν ὅμως ἀπὸ ὑπέρμετρο αὐθορμητισμό. Ἦταν καὶ αὐτὸς φιλικὸς καὶ μυήθηκε στὶς 21 Ἰουνίου 1818 ἀπὸ τὸν Ἀναγνωσταρὰ ἢ κατ᾽ ἄλλους τὸν Παναγιώτη Ἀναγνωστόπουλο (12). Μύησε δὲ καὶ αὐτὸς περίπου τριάντα ἄλλους. Κατὰ τὸν Φίνλεϋ ἦταν «ἕνας πολὺ λίγο ἱερωμένος παπάς, ἀλλά ἄφοβος συνωμότης... Ἡ ἀκολασία, ἡ ἀναλήθεια καὶ ἡ σπατάλη του τὸν κάνανε ἀκατάλληλο γιὰ ὁποιαδήποτε μυστικὴ δουλειά, ποὺ ἀπαιτοῦσε σύνεση» (13). Κατὰ τὸν Μελετόπουλο, τέλος, καὶ αὐτὸς ὁ Παναγιώτης Σέκερης (1785–1846) ἔγραψε στὶς 18.1.1821,λίγο πρὶν δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Βοστίτσα, στὸν Παπαφλέσσα:
«Γενοῦ μετριώτερον ὁρμητικὸς καὶ μὴ ἀποφασίσης ποτὲ ἀπροστοχάστως, διὰ νὰ μὴ λάβης νὰ μετανοιώσης» (14).
Κατὰ τὴ δική μας ἐκτίμηση ὁΠαπαφλέσσας ἦταν τόσο γνωστὸς γιὰ τὰ ἀρνητικὰ στοιχεῖα τῆς προσωπικότητάς του, ὥστε νὰ εἶναι τὸ πιὸἀκατάλληλο πρόσωπο, γιὰ νὰ πείσει τοὺς συγκεντρωμένους στὴν Βοστίτσα Προεστοὺς καὶ Ἱεράρχες!
Εἶναι εὔκολο, λοιπόν, κάποιος νὰ τοὺς κατηγορήσει γιὰ πρόταξη τῶν συμφερόντων τους, ἀλλ᾽ αὐτὸ θὰ ἴσχυε, ἂν δὲν εἶχαν ἀπέναντί τους τὸν Παπαφλέσσα. Ἁπλούστατα, ἡ ἐκ τῶν πραγμάτων ἐπιβαλλόμενη διστακτικότητα βρέθηκε ἀντιμέτωπη μὲ τὴν ἡφαιστιακὴ ὁρμητικότητα (15).
Ὁ ἔντονος διάλογος Παπαφλέσσα – Γερμανοῦ
4. Ἡ σύνεση τοῦ Γερμανοῦ φάνηκε σ᾽ ὅλο της τὸ μεγαλεῖο στὴν Βοστίτσα. Μὲ τὴν ἐμφάνιση τοῦ Παπαφλέσσα «ὅλοι κατεταράχθησαν• ἐγνώριζαν μὲ ποῖον εἶχαν νὰ κάμουν», γράφει ὁ Διον. Κόκκινος (16). Οἱ δισταγμοὶ τῶν Προυχόντων δὲν ἦσαν ἀστήρικτοι. Η Πελοπόννησος ἦταν ἀνέτοιμη γιὰ μιὰ ἐξέγερση. Ἡ τραγικὴ ἐμπειρία τοῦ παρελθόντος ἐπίεζε ἀδυσώπητα. Καὶ πρὶν ἀπὸ πενήντα χρόνια εἶχαν πιστέψει στὴ ρωσικὴ βοήθεια, κατὰ τὰ Ὀρλωφικὰ (1769/70) καὶ ἔζησαν ἀληθινὴ πανωλεθρία. Ὁ Μητροπολίτης Γερμανός, ἔχοντας —ὅπως εἴπαμε— ἡγετικὸ ρόλο, ἔθεσε στὸν Παπαφλέσσα καίρια ἐρωτήματα, προκαλώντας ἕναν ἔντονο διάλογο μαζί του. Τὸν ρώτησε λ.χ. ἂν ὅλο τὸ Ἔθνος συμφωνοῦσε μὲ τὴν προετοιμαζόμενη ἐπανάσταση, ἂν ὑπῆρχαν τὰ ἀναγκαῖα μέσα γιὰ τὴν ἐπιτυχία της• ποιὲς ἦταν οἱ πολεμικὲς δυνάμεις τοῦ ἔθνους, πότε καὶ ποῦ θὰ γινόταν ἡ ἔναρξη, ποιὲς ξένες δυνάμεις εἶχαν τὴν διάθεση νὰ βοηθήσουν καὶ μὲ ποιὸ τρόπο, ποιὰ θὰ ἦταν ἡ στάση τῆς Ρωσίας, ποιοὶ θὰ εἶχαν τὴν ἀρχηγία στὸν ἀγώνα καὶ πῶς θὰ ἀντιμετωπιζόταν ἡ περίπτωση ἀποκαλύψεως τῆς προετοιμασίας (17).
Ἐρωτήματα καίρια, σαφῆ καὶ δίκαια,ποὺ ἐξέφραζαν ὅλους τοὺς Προκρίτους καὶ ποὺ ἀπαιτοῦσαν αὐτοσυγκράτηση καὶ νηφαλιότητα, γιὰ νὰ ἀπαντηθοῦν, καὶ ἀναφορὰ σὲ συγκεκριμένα στοιχεῖα.
Οἱ ἀπαντήσεις ὅμως τοῦ Παπαφλέσσα, ποὺ διέθετε μόνο τὴν πυριταποθήκη τῆς καρδιᾶς του, ἦταν φυσικὸ νὰ εἶναι ἀόριστες. Ὑποστήριξε ὡστόσο τὴν ἀναμενόμενη ρωσικὴ βοήθεια καὶ τὴν πίστη του στὴν ἐπιτυχία τῆς ἐξέγερσης. Οἱ πηγὲς ἀναφέρουν καὶ κάτι σπουδαῖο σ᾽ αὐτὴ τὴν συνάφεια, τὴν ἐπιλογὴ δηλαδὴ ἀπὸ τὴν Φιλικὴ Ἑταιρεία τῆς 25ης Μαρτίου, ἑορτῆς τοῦ Εὐαγγελισμοῦ, ὡς ἡμέρας ἔναρξης τοῦ Ἀγώνα. Καὶ αὐτὸ ἔχει τεράστια σημασία, διότι συνδέεται ἄμεσα μὲ τὴν ἰδεολογικὴ θεμελίωσή του. Ἄλλωστε καὶ ἡ Προκήρυξη τοῦ Ἀλέξανδρου Ὑψηλάντη (24.2.1821) ἄρχισε μὲ τὴ φράση «Μάχου ὑπὲρ Πίστεως καὶ Πατρίδος», ποὺ ἀπὸ μία παράδοση ἀποδίδεται στὸν αὐτοκράτορα τῆς ἅλωσης Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο (18). Στὴν ἀμφισβήτηση τῶν λόγων τοῦ Παπαφλέσσα προχώρησαν καὶ ἄλλοι Προύχοντες, ὅπως ὁ Ἀσημάκης Ζαΐμης, ποὺ θεώρησε τὶς διαβεβαιώσεις τοῦ Ἀρχιμανδρίτη ἀβάσιμες. Ὅλοι, ἄλλωστε, τὸν ὑποψιάζονταν λόγῳ τοῦ ἄστατου χαρακτήρα του. Μιὰ ἐρώτηση τοῦ Σωτήρη Χαραλαμπάκη προσφέρεται γιὰ τὴν ἐνοχοποίηση τῶν Προκρίτων. Καὶ ἡ ἐρώτηση αὐτὴ ἦταν: Ποιὸς θὰ διοικοῦσε μετὰ τὴν ἐκδίωξη τῶν Τούρκων; Ὁ Παπαφλέσσας ὅμως ἀπάντησε διπλωματικά, ἀποκαλύπτοντας συνάμα τὸ δημοκρατικὸ φρόνημά του: «Τὸ ἔθνος —εἶπε— θὰ ἀποφασίσει νὰ δοθεῖ ἡ ἐξουσία σ᾽ αὐτοὺς τοὺς ἴδιους, ποὺ διέθεταν τὴν ἀναγκαία πείρα»! Ἡ ἀπάντησή του ἱκανοποίησε ὅλους.Ἔτσι, οἱ Πρόκριτοι τοῦ Αἰγίου (Ἀνδρέας Λόντος, Δημήτριος Μελετόπουλος καὶ Λέων Μεσηνέζης) συντάχθηκαν ἀνοικτὰ μαζί του. Ὅταν δὲ ὁ Γερμανός, ἀπαντώντας στὸν ἀσυγκράτητο ἐνθουσιασμὸ τοῦ Παπαφλέσσα, τοῦ εἶπε «εἶσαι ἅρπαξ, ἀπατεὼν καὶ ἐξωλέστατος» (19), μίλησε σὰν Δεσπότης καὶ ὄχι ὡς Ἐπίσκοπος. Ὅλα αὐτὰ δείχνουν τὸ κλίμα, ποὺ ἐπικρατοῦσε στὴν σύσκεψη, κάτι ποὺ μαρτυρεῖται ἀπὸ ὅλες τὶς Πηγές.
Ἐξέγερσις ὁλοκλήρου τῆς Ρωμιοσύνης
5. Ὁ Παπαφλέσσας παρὰ τὴν ἀμφισβήτηση τῶν θέσεών του ἄναψε φωτιά, ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σβήσει, διότι στὸ βάθος τῆς συνειδήσεως ὅλων τῶν παρόντων λειτουργοῦσε ὁ πόθος τῆς ἐλευθερίας. Γι᾽ αὐτὸ ὄχι μόνο δὲν κατέληξαν οἱ συζητήσεις σὲ ἀποτυχία, ἀλλ᾽ἀντίθετα οἱ ληφθεῖσες ἀποφάσεις ὑπῆρξαν σημαντικές. Ἡ πλειοψηφία ἀποφάσισε νὰ ἀναβληθεῖ ἡ ἐπανάσταση. Ὁ Φίνλεϋ βρίσκει τὴν ἀφορμὴ νὰ ἐπικρίνει: «Ἡ ἀναβλητικότητα, γράφει, εἶναι χαρακτηριστικὸ τῶν Ἑλλήνων Ἐπισκόπων καὶ Προεστῶν, ὅπως καὶ τῶν Τούρκων πασάδων καὶ ἀγάδων» (20). Βέβαια, τὴν ἴδια διστακτικότητα καὶ ἀναβλητικότητα ἔδειξαν καὶ ὁ Κοραὴς καὶ ὁ Καποδίστριας, σκεπτόμενοι μὲ τοὺς κανόνες τῆς λογικῆς. Ἀλλ᾽ ὅπως εὐφυῶς σχολιάζει ὁ Γιάννης Σκαρίμπας, «ἄλλα ἦταν τὰ μαθηματικὰ ἐκείνων καὶ ἄλλα τοῦ Παπαφλέσσα». Ὀρθὰ ἐπισημαίνει ὁ Τάσος Γριτσόπουλος: «Μὲ μονίμως κρατοῦσαν τὴν ἀντίληψιν τῶν συντηρητικῶν ἐπανάστασις δὲν θὰ ἐγίνετο ποτέ! Ἀλλὰ καὶ μὲ ἐξάλλους ἐνθουσιασμοὺς μόνον καὶ μὲ ἐμπρηστικὰ κηρύγματα καὶ ἀπατηλὰς ὑποσχέσεις τοῦ Παπαφλέσσα τὸ κίνημα θὰ ἦτο καταδικασμένον» (21). Μιὰ ἄλλη σημαντικὴ ἀπόφαση ἦταν νὰ τηρηθεῖ ἀπόλυτη μυστικότητα, διότι ὑπῆρχε ὁ δικαιολογημένος φόβος ἀποκάλυψης τοῦ μυστικοῦ. Θετικὰ βήματα ἦταν ὅμως ἡ ἔναρξη προετοιμασίας στὶς ἐπαρχίες καὶ ἡ ἀποστολὴ ἀντιπροσώπων στὸν Μητροπολίτη Οὐγγροβλαχίας Ἰγνάτιο στὴν Πίζα καὶ στὸν Καποδίστρια, γιὰ νὰ ἐξιχνιαστοῦν οἱ ἀληθινὲς προθέσεις τῶν Ρώσων. Ἡ σκέψη ὅλων ἦταν γιὰ μιὰ γενικὴ ἐξέγερση καὶ ὄχι μόνο τῆς Πελοποννήσου. Κατὰ τὴν δική μου ἐκτίμηση, ἴσως ὑποκρυπτόταν ἔδω ὁ οἰκουμενικὸς μεγαλοϊδεατισμός, τουλάχιστον τῶν Κληρικῶν, ποὺ ἐκινοῦντο στὸ πνεῦμα τῆς Ἐθναρχίας, ἄλλα καὶ τοῦ Ρήγα καὶ τοῦ Πατροκοσμᾶ, ποὺ μιλοῦσε καθαρὰ γιὰ «ρωμαίϊκο». Ἡ ἔναρξη, ἄλλωστε, τῆς ἐπανάστασης στὸν Προῦθο καὶ τὴν Μολδαυία, μαρτυρεῖ τὴν ἐξέγερση ὅλης τῆς Ρωμηοσύνης, μὲ ὅλες τὶς λαότητές της, καὶ ὄχι μόνο μιᾶς ἐθνότητας, ὅπως θὰ ἐκτραπεῖ τὸ σχέδιο τῆς Φιλικῆς μὲ τὴν ἀποτυχία τοῦ Ὑψηλάντη. Καὶ αὐτὸ ἔχει ὑποστηριχθεῖ ἀπὸ ἔγκριτους ἱστορικούς (22). Μετὰ τὸν Ὑψηλάντη ὁ οἰκουμενικὸς μεγαλοϊδεατισμός, (ἀνάσταση δηλαδὴ ὅλης τῆς αὐτοκρατορίας) θὰ γίνει ἀλυτρωτικός, ἀποκατάσταση δηλαδὴ μόνον «τῆς ἑλληνικῆς φυλῆς» κατὰ τὸν κεφαλλήνα Ριζοσπάστη Ἠλία Ζερβὸ–Ἰακωβάτο.
Στὶς θετικὲς ἀποφάσεις τῆς Σύσκεψης, ποὺ φανερώνουν καὶ τὶς προθέσεις τῶν Προκρίτων, ἦταν καὶ ὁ μεταξύ τους ἔρανος (συγκέντρωσαν περίπου 10.000 γρόσια, μὲ τὰ ὁποῖα ὁ ταμίας Ἰ. Παπαδιαμαντόπουλος ἀγόρασε ἀμέσως πολεμοφόδια καὶ ὅπλα, ἀποθηκεύοντάς τα στὴν Πάτρα (23). Ἡ σύσκεψη δέχθηκε ἐξ ἄλλου ὡς ἡμέρα ἔναρξης τὴν 25η Μαρτίου, μὲ ἐναλλακτικὲς λύσεις τὴν 23η Ἀπριλίου (τοῦ Ἁγ. Γεωργίου) ἢ τὴν 21η Μαΐου (τῶν Ἁγ. Κωνσταντίνου καὶ Ἑλένης, τῶν αὐτοκρατόρων μας). Ἡ πίστη παρέμενε, συνεπῶς, παρὰ τὶς ὀλίγες διαφοροποιήσεις τῶν ἰδεολογικὰ σκεπτόμενων, στὸ κέντρο τῆς πορείας τῶν πραγμάτων. Ὅσο γιὰ τὸν «μπουρλοτιέρη τῶν ψυχῶν» Παπαφλέσσα ὁ φόβος τῶν ἄλλων παρέμενε αἰσθητός. Κοινὴ ἦταν ἡ ἀπόφαση νὰ ἀποσυρθεῖ σὲ μοναστήρι καὶ νὰ ἡσυχάσει, διότι ἡ ἐλεύθερη κίνησή του ἐθεωρεῖτο ἐπικίνδυνη γιὰ τὸν Ἀγώνα. Ὅλοι ἐπέμειναν νὰ ἀναμείνουν τὸν «Προσδοκώμενον», δηλαδὴ τὸν Ἀλέξ. Ὑψηλάντη.
Ἡ μυστικὴ σύσκεψις τῆς Βοστίτσης
6. Ὄχι ἄδικα, λοιπόν, γιὰ τὴν ἀξιολόγηση τῆς «Μυστικῆς Σύσκεψης» τῆς Βοστίτσας ἔγινε ἀναφορὰ στὴ λειτουργία τῆς ἑλληνικῆς διαλεκτικῆς, μὲ βασικοὺς πόλους τὸν Π. Π. Γερμανὸ καὶ τὸν Γρηγόριο Παπαφλέσσα. Ἔχουμε δὲ ἀλλοῦ ἐπισημάνει, ὅτι σ᾽ ὅλους τοὺς ἐθνικοὺς διχασμούς μας, ποὺ ἔχουν κεντρικὸ ἄξονα τὴν φιλοπατρία ὡς πατριωτισμό, ἡ ἑλληνικὴ διαλεκτικὴ φθάνει στὴν σύνθεση. Ἀρκεῖ νὰ ἀναφέρουμε τὸν Γοργοπόταμο ὡς κορυφαία στιγμὴ τῆς ἀντίστασής μας. Ἀντίθετα, ὅταν κυριαρχεῖ ἡ ἐξάρτηση ἀπὸ ξένες δυνάμεις, τότε ἡ διαλεκτική μας μένει ἀνολοκλήρωτη καὶ τὸ χάσμα ἀγεφύρωτο (24). Εἶναι ἡ κατάσταση τῆς Ἑλλάδας μετὰ τὸ 1944 καὶ τὸν παρατεινόμενο ὡς σήμερα κομματικὸ ἐμφύλιο, ποὺ ἀπὸ τὰ βουνὰ μεταφέρθηκε στὶς πόλεις καὶ τὰ χωριά μας.
Γερμανὸς καὶ Παπαφλέσας, καὶ οἱ δύο κληρικοί, πρωταγωνιστοῦν στὴν σύσκεψη τῆς Βοστίτσας. Θεωρώντας τὰ πράγματα μέσα ἀπὸ τὴν ὀπτικὴ τῶν Ἱεραρχῶν καὶ Προκρίτων, ποὺ εἶχαν ἄμεση γνώση τῶν τραγικῶν ἐμπειριῶν τοῦ Μοριᾶ στὰ προηγούμενα χρόνια, δικαιώνουμε τὴν σύνεσή τους. Ἡ συζήτησή τους ἀπέδειξε ὅτι «ἡ ὑλικὴ ὀργάνωση τοῦ κινήματος, παρὰ τὶς κατὰ τόπους προσπάθειες, βρισκόταν ἀκόμη στὰ σπάργανα» (25). Ἀπὸ τὴ δική του ὅμως σκοπιὰ δικαιώνεται καὶ ὁ Παπαφλέσσας. Ὁ ἐνθουσιασμὸς εἶναι ἀναγκαῖος σὲ τέτοια διαβήματα. Εἶναι ὅμως ἀρκετός;
Ἐκ τῶν ὑστέρων ὁ Παπαφλέσσας δικαιώνεται. Ἂν ὅμως ἀποτύγχανε ἡ Ἐπανάσταση —καὶ ἔφθασε στὰ ὅρια τῆς ἀποτυχίας μὲ τὸν ἐμφύλιο— θὰ ἦταν μία ἀκόμη ἀποτυχημένη ἐξέγερση, ὅπως οἱ δεκάδες ἐξεγέρσεις στὴν περίοδο τῆς δουλείας. Τὴν δικαιολογημένη σύνεση τῶν Προκρίτων, ἄλλωστε, δείχνει καὶ μία ἀποστροφὴ τῶν Δεληγιανναίων πρὸς τὸν Παπαφλέσσα στὰ Λαγκάδια, πατρίδα τῶν Δεληγιανναίων, στὶς 2/14 Φεβρουαρίου 1821, ἄρα μετὰ καὶ τὴν Βοστίτσα καὶ τὸν Γερμανό: «Ἡμεῖς δὲ μὲ τοὺς ἰδικούς σου λόγους καὶ μὲ τοῦ Ὑψηλάντη τὰ ὀνειροπολήματα, καὶ μὲ τὰς ξηρὰς καὶ ἀνυπάρκτους ὑποσχέσεις, δὲν εἴμεθα ἀνόητοι, μήτε ἀπελπισμένοι νὰ καταστρέψωμεν τὴν Πατρίδα μας, μήτε πλανῆται ὡσὰν ἐσᾶς, καὶ ἂν ἀποφασίσωμεν νὰ κάμωμεν τὴν ἐπανάστασιν, θὰ σκεφθῶμεν σοβαρῶς καὶ θὰ τὴν κάμωμεν ἡμεῖς χωρὶς τὰς ἐδικάς σας ἀνυπάρκτους ὑποσχέσεις...» (26).
Εἶναι ὅμως γεγονός, ὅτι ἡ ἐπιμονὴ τοῦ Παπαφλέσσα —καρπὸς μιᾶς «παράλογης» ἡρωϊκότητας, ποὺ κατευθυνόταν ἀπὸ τὴν καρδιὰ καὶ ὄχι ἀπὸ τὴ λογικὴ— ἔκαμε ὡς ἕνα σημεῖο καὶ τοὺς Προκρίτους νὰ κινητοποιηθοῦν. Ὀρθὰ παρατηρεῖ ὁ ἀείμνηστος Τάσος Γριτσόπουλος: «Ἀναμφιβόλως, ἂν δὲν ἐνεφανίζετο ὁ Παπαφλέσσας τὰς παραμονὰς τῆς ἐνάρξεως τῆς ἐπαναστάσεως καὶ ἂν δὲν μετεχειρίζετο πᾶν μέσον, διὰ νὰ ἐκραγῆ ἡ θρυαλλίς, ἣν ἔφερε κάτω ἀπὸ τὰ ἡρωικά του ράσα, ἐπανάστασις δὲν θὰ ἐγίνετο καὶ ἡ ἐλευθερία δὲν θὰ ἐπανήρχετο εἰς τὴν Χώραν» (27). Δικαιολογεῖται ὅμως ἡ στάση τοῦ Γερμανοῦ, ποὺ συμπεριεφέρθη ὡς γνήσιος Ποιμένας καὶ ἡγέτης, ποὺ ἔχει συνείδηση τῆς εὐθύνης του γιὰ τὴν ἀσφάλεια τοῦ Ποιμνίου του, ποὺ ἀπηλεῖτο ἀπὸ κάθε ἀλόγιστη καὶ ἐσπευσμένη ἐνέργεια. Ὅσοι κρίνουν, λοιπόν, ἐκ τῶν ὑστέρων τὰ πράγματα, εἶναι εὔκολο νὰ βρίσκουν ὁποιεσδήποτε ἀφορμὲς γιὰ κριτικὴ τῶν προσώπων, ὅταν μάλιστα κρίνουν μὲ βάση τὴν ἰδεολογία καὶ τὴν παράταξή τους, καὶ ὄχι ἀντικειμενικά. Ἡ μετάθεση ὅμως στὴ θέση τῶν προσώπων ἐκείνων βοηθεῖ σὲ μιὰ ἀντικειμενικότερη ἐκτίμηση καὶ στὴν ἀποφυγὴ τῆς «χρήσης» τῆς ἱστορίας. Εἶναι γνωστή, ἄλλωστε, ἡ ἀπάντηση τοῦ Γερμανοῦ στὸν Οὐγγροβλαχίας Ἰγνάτιο, ὅταν ἐκεῖνος τοῦ ἐχλεύαζε τὰ γράμματα σὰν ἀμαθῆ καὶ παράλογα, συνιστώντας του ἀνάπαυση, διότι δὲν θὰ προέκυπτε ἀποτέλεσμα: «Καὶ ἐγώ, ἀδελφέ, εἶχον ἀνάπαυσιν καὶ δόξαν καὶ πλοῦτον, ἀρχιερατεύων εἰς τὰς λαμπρὰς Πάτρας ἐν καιρῷ τῆς ἐξουσίας τῶν Τούρκων, ἀλλὰ κατεφρόνησα πάντων τούτων και προέκρινα μετὰ τῶν λοιπῶν ὁμογενῶν κακουχίαν ἐπ᾽ ἐλπίδι κοινῆς ὠφελείας τῆς πατρίδος, χωρὶς νὰ ἔχω ποτὲ ἰδιαιτέρως σκοποὺς ἰδιοτελείας» (28). Νὰ μὴ λησμονεῖται, ἐξ ἄλλου, ὅτι οἱ Πρόκριτοι καὶ Ἀρχιερεῖς «ἔπαιξαν μὲ τὸ κεφάλι τους» (29), διότι ἡ τακτικὴ τῶν Τούρκων δὲν ἦταν τὰ ἀντίποινα τοῦ ναζιστικοῦ τύπου, ἀλλὰ ἡ τιμωρία τῶν κεφαλῶν τοῦ Γένους. Χαρακτηριστικὴ περίπτωση ἡ ἐκτέλεση τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου, Ἁγίου Γρηγορίου Ε´ καὶ τῶν λοιπῶν Ἱεραρχῶν καὶ Προκρίτων (10.4. 1821). Γι᾽ αὐτὸ προέτρεπε ὁ Πατροκοσμᾶς τὸν Λαὸ νὰ προσεύχεται γιὰ τοὺς Προεστοὺς προσθέτοντας: «Ὅ,τι χρεία τύχῃ τῆς Χώρας, τοὺς Προεστοὺς γυρεύουν καὶ σεῖς κοιμᾶσθε ξέγνοιαστοι» (30)! Ὁ Παπαφλέσσας, ἀντίθετα, «εἶχε συνηθίσει νὰ λέγη καταπληκτικὰς ὑπερβολάς» (31), χωρὶς νὰ κρύβει καὶ τὸ ψυχολογικὸ κίνητρό του, τὸ ἄσβεστο μίσος του κατὰ τῶν Τούρκων. Στὸ πλαίσιο αὐτὸ κατανοεῖται καὶ ὁ λόγος τοῦ Γερμανοῦ γι᾽ αὐτόν: «ἀπατεὼν καὶ ἐξωλέστατος καλόγηρος».
Οἱ ἐκπρόσωποι καὶ τῶν δύο πλευρῶν, λοιπόν, ἐπετέλεσαν τὸ χρέος τους, ἀναδειχθέντες ἄξιοι τῆς Πατρίδας. Ὁ Παπαφλέσσας, ἀντιδρώντας στοὺς ἐνδοιασμοὺς καὶ τὴν ἀναβλητικότητα τῶν Προκρίτων «τοὺς ἔσπρωχνε σὲ κάποια δραστηριότητα» (32). Ὥσπου οἱ δισταγμοὶ διαλύθηκαν. Δύο μῆνες ἀργότερα (23 Μαρτίου) ὁ Γερμανὸς πρωτοστάτησε στὴν ὕψωση τῆς σημαίας τῆς ἐπαναστάσεως στὴν Πελοπόννησο, εὐλογώντας τὸν ἀγώνα (33). Ἡ εὐρύτατα ἐπικρατοῦσα βεβαιότητα γιὰ τὴν πανηγυρικὴ ὕψωση τῆς ἐπαναστατικῆς σημαίας ἀπὸ τὸν Π. Π. Γερμανὸ ἀποτελεῖ λαμπρὴ ἐπιβεβαίωση τῆς θέσης του στὴν ἐθνικὴ συνείδηση. Ὁ Γερμανὸς ἔγινε σύμβολο τοῦ ἀγώνα. Ἄλλα καὶ ὁ Παπαφλέσσας, παρ᾽ὅλα τὰ ἐλαττώματά του, ἀπέδειξε μὲ τὸν ἡρωικὸ θάνατό του, ὅτι εἶχε ἄδολο πατριωτισμό. «Στὸ Μανιάκι ὁ Παπαφλέσσας ἀνέστησε τὴν Ἑλλάδα», κατὰ τὸν Σπύρο Μελᾶ (34).
Ἡ ἀθάνατη ἑλληνικὴ διαλεκτικὴ ἐπιβεβαιώθηκε καὶ πάλι στὰ πρόσωπα τῶν ἡρωικῶν πρωταγωνιστῶν τῆς ἐξέγερσης, θαυματουργώντας γιὰ μιὰ ἀκόμη φορά, ὅπως ἄλλοτε στὸν Μαραθώνα καὶ τὴ Σαλαμίνα!
Σημειώσεις
1. Μιὰ περιεκτικὴ ἔκθεση τῶν ἱστορουμένων ἐδῶ προσφέρει ἡ Ἱστορία
τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους (ἔκδ. Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν, τ. ΙΒ´, Ἀθῆναι 1975, σ.
75–79. Ἔφη Ἀλλαμανῆ). Πρβλ. Ἀπόστολου Ε. Βακαλόπουλου, Ἱστορία τοῦ
Νέου Ἑλληνισμοῦ ..., τ. Ε, Θεσσαλονίκη 1980, σ. 311 ἑ.ἑ. (βιβλιογραφία). Βλ.
ἀκόμη, Τάσου Ἀθ. Γριτσοπούλου, Ἡ εἰς Βοστίτζαν μυστικὴ συνέλευσις τῶν
Πελοποννησίων ἡγετῶν (26–29 Ἰανουαρίου 1821), «Μνημοσύνη» 4 (1972–
73), σ. 3–60, ὅπου καὶ ἡ σχετικὴ βιβλιογραφία, π. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Ὁ Πα-
λαιῶν Πατρῶν Γερμανὸς (1771–1826),στὸν ἔργο τοῦ Ἰδίου, Μικρὰ ἱστορικά,
Λευκωσία 1988, σ. 41–47. Τοῦ Ἰδίου, λῆμμα «Παπαφλέσσας» στὴ Θ.Η.Ε., τ.
10 (1967) στ. 4–5. Βασιλείου Βλ. Σφυρόερα,Παπαφλέσ(σ)ας στὸ Παγκόσμιο
Βιογραφικὸ Λεξικὸ (τῆς Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν), τ. 8 (1991), σ. 162–163.
2. Βλ. Διονυσίου Α. Κοκκίνου,Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, τ. Α´, ἔκδ.
ΜΕΛΙΣΣΑ, τ. Α´, Ἀθῆναι 1967, σ. 168.
3. Γεωργίου Φίνλεϋ, Ἱστορία τῆς Ἑλληνικῆς Ἐπαναστάσεως, τ. Α´, ἔκδ.
«Ὁ Κόσμος», χ. χρ., σ. 214.
4. Στὸ ἴδιο, σ. 213.
5. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τὸ Ράσο στὴ θυσία γιὰ τὴν ἐλευθερία (μὲ
ἀφορμὴ τὴ θυσία τοῦ Παπαφλέσσα), στὸ: Τοῦ Ἰδίου,Ὀρθοδοξία καὶ Ἑλλη-
νικότητα..., Ἀθήνα 19983, σ. 236–246.
6. Βλ. π. Γ.Δ. Μεταλληνοῦ, Τουρκοκρατία. Οἱ Ἕλληνες στὴν Ὀθωμα-
νικὴ Αὐτοκρατορία, Ἀθήνα 19892, σ.96.
7. Ἀναστασίου Γούδα,Βίοι Παράλληλοι, 1872 , σ. 172.
8. Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπου-
λου, Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ἔκδ. τ. ΣΤ´,σ. 165.
9. Ὅπ. π., σ. 317.
10. Βασιλείου Βλ. Σφυρόερα, ἄρθρο «Παπαφλέσ(σ)ας», στὸ Παγκό-
σμιο Βιογραφικὸ Λεξικὸ (Ἐκδοτικῆς Ἀθηνῶν), τ. 8 (1991), σ. 162.
11. Σπύρου Μελᾶ,Ματωμένα Ράσα, σ. 129.
12. Βασιλείου Βλ. Σφυρόερα, ὅπ. π.
13. Ὅπ. π., σ. 212.
14. Στοῦ Ἀπόστολου Βακαλόπουλου, ὅπ. π., σ. 317, σημ. 56.
15. Ὅπως εὔστοχα παρατηρεῖ ὁ Τάσος Γριτσόπουλος,στὴν Βοστίτσα «συ-
ναντήθηκαν οἱ ἀντίθετες ἀπόψεις, ὡς δύο πόλοι, παραφροσύνη καὶ ψυχραι-
μία, σύνεσις καὶ ἔξαψις, Δικαῖοι καὶ Γερμανοί». Βλ. τὸ λῆμμα του «Γερ-
μανὸς» στὴν Θ.Η.Ε., τ. 4 (1964), στ.393. 16. Ὅπ. π., σ. 170. 17. Ἱστορία τοῦ Ἑλληνικοῦ Ἔθνους, ὅπ. π., σ. 78–79. Πρβλ. Διονυσίου Κόκκινου, Ἡ Ἑλληνικὴ Ἐπανάσταση, ὅπ. π., σ. 169.
18. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ,Ἑλλαδικοῦ Αὐτοκεφάλου Παραλειπόμενα,
Ἀθήνα 19892, σ. 39.
19. Διονυσίου Κόκκινου, ὅπ. π., σ.170.
20. Ὅπ. π., σ. 210.
21. «Γερμανός», ὅπ. π., στ. 393.
22. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ, Παράδοση καὶ ἀλλοτρίωση, ὅπ. π., σ. 191 ἐπ.
(=Τὸ ἀνολοκλήρωτο ᾽21).
23. Γράφει ὁ Δ. Κόκκινος (ὅπ. π., σ.171): «Ἡ συνεισφορὰ ποὺ ἐνηργήθη
τότε μεταξὺ τῶν συνελθόντων εἰς τὴν Βοστίτσαν φανερώνει ὅτι οἱ Ἀρχιερεῖς
καὶ οἱ πρόκριτοι παρεσκευάζοντο διὰ τὴν ἐπανάστασιν. Ἡ ἀντίθεσίς των
πρὸς τὸν Παπαφλέσσαν ὠφείλετο εἰς τὰς ὑπερβολάς του καὶ εἰς τὸν θόρυ-
βον, ποὺ ἐπροκάλει, οἱ δὲ δισταγμοί των περιωρίζοντο εἰς τὸ ζήτημα τῆς
ἐπαρκείας τῶν μέσων καὶ ἑπομένως εἰς τὸν χρόνον τῆς ἐνάρξεως τῆς ἐπανα-
στάσεως».
24. Βλ. Γ. Δ. Μεταλληνοῦ,Ἡ διάστασις Ἑνωτικῶν —Ἀνθενωτικῶν καὶ
αἱ συνέπειαί της διὰ τὸ Γένος μας,Ἀθῆναι 2009, σ. 22 ἑπ.
25. Ἀπόστολου Βακαλόπουλου, Ἱστορία ..., ὅπ. π., σ. 317.
26. Βλ. στὸ ἴδιο, σ. 319/320, σημ. 64.
27. «Γερμανός», ὅπ. π., σ. 393.
28. Τάσου Ἀθ. Γριτσοπούλου, «Γερμανός», ὅπ. π., στ. 395.
29. Ἀπόστολου Βακαλόπουλου, Ἱστορία..., ὅπ. π., σ. 317.
30. Στοῦ π. Γ. Δ.Μεταλληνοῦ, Παράδοση καὶ ἀλλοτρίωση, ὅπ. π., σ. 105.
31. Διονύσιος Κόκκινος, ὅπ. π., σ. 169.
32. Ἀπόστολου Βακαλόπουλου, Ἱστορία..., ὅπ. π., σ. 319.
33. Στὸ ἴδιο, σ. 330.
34. Ματωμένα Ράσα, σ. 129.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου