Ο ΟΥΡΑΝΙΟΣ ΑΡΤΟΣ
π. Δημητρίου Μπόκου
Η ενανθρώπηση του
Θεού, η κάθοδός του δηλαδή στη γη, υπαγορεύτηκε απ’ την ανέκφραστη φιλανθρωπία
του Θεού, λόγω της αδυναμίας του ανθρώπου, μετά την πτώση των πρωτοπλάστων, να
ανεβεί ξανά στον ουρανό, να ξαναγίνει πολίτης της Βασιλείας του Θεού.
Ο Ιησούς Χριστός λέει
ότι μέχρι να κατεβεί αυτός, κανένας δεν μπορούσε να ανεβεί στον ουρανό. Ο
άνθρωπος, αφότου είχε εκπέσει από τον Παράδεισο στη γη, ήταν αδύνατο με τις
δικές του δυνάμεις να επανέλθει εκεί. Η αμαρτία είχε φέρει στην ανθρώπινη φύση
τη θνητότητα. Της αφαίρεσε τη δυνατότητα να εκπληρώσει τον αρχικό της
προορισμό, να εξασφαλίσει «αθανασίαν
ζωής και απόλαυσιν αιωνίων αγαθών», όσα
είχε υποσχεθεί ο Θεός, εάν τηρούνταν οι εντολές του. «Ουδείς», λοιπόν, «αναβέβηκεν εις τον ουρανόν», «παρὰ μόνο αυτὸς ποὺ κατέβηκε ἀπὸ τὸν
οὐρανό, δηλαδὴ ὁ Υιὸς τοῦ Ἀνθρώπου ποὺ ὑπάρχει (ταυτόχρονα καὶ) στὸν οὐρανό». Η
κάθοδος αυτή του Χριστού είναι το αποτέλεσμα της απέραντης αγάπης του Θεού για
το πλάσμα του: «Τόσο πολὺ ἀγάπησε ὁ Θεὸς τὸν κόσμο, ὥστε ἔδωσε τὸν Υιό του τὸν
μονογενῆ, μὲ σκοπὸ ὅποιος πιστεύει σ’ αὐτὸν νὰ μή χάνεται, ἀλλὰ νὰ ἔχει ζωὴ
αιώνια» (Ιω. 3, 13-16).