ΟΙ ΘΕΙΟΙ ΣΥΝΔΑΙΤΥΜΟΝΕΣ
Χριστουγεννιάτικες Ιστορίες
π. Δημητρίου Μπόκου
«Την καταβάσαν
φύσιν του Αδάμ εις τα κατώτερα μέρη της γης
υπεράνω πάσης
αρχής ανήγαγες»
(Ιδιόμ. Αναλήψεως)
Ένα μικρό αυτοκίνητο σταμάτησε μπροστά στο
μεγάλο αεροδρόμιο της πόλης. Τρεις άντρες κατέβηκαν. Οι δυό νεότεροι προχώρησαν
και παρέδωσαν τις αποσκευές. Στάθηκαν για λίγο και οι τρεις στην αίθουσα
αναμονής.
-
Επιμένουμε να σας συνοδεύσουμε, κύριε, είπε ο ένας γυρνώντας προς αυτόν
που στεκόταν στη μέση.
-
Είστε οι εκλεκτοί μου φίλοι και συνεργάτες, απάντησε εκείνος. Μα αυτή η
δουλειά, όπως σας ξανάπα, είναι αποκλειστικά δική μου. Εσείς φροντίστε για όσα
άλλα προβλέπονται στο σχέδιο. Μην ανησυχείτε για μένα. Αντίο λοιπόν, φίλοι μου,
κι ελπίζω να τα ξαναπούμε σύντομα.
Υποκλίθηκαν με σεβασμό και τον αποχαιρέτησαν.
Εκείνος
προχώρησε προς το αεροπλάνο που ζέσταινε ήδη τις μηχανές του. Οι φοβεροί
βρυχηθμοί από τους θηριώδεις κινητήρες του σκέπασαν σε λίγο τα πάντα. Καθώς το
τεράστιο τζετ, ανυψώνοντας το πελώριο ρύγχος του, ίδιο γιγάντιο πτηνό, χυνόταν
σαν βέλος στον ουρανό, εκείνος άπλωνε μπροστά του ένα χάρτη, μελετώντας ξανά
την πορεία που σκόπευε ν’ ακολουθήσει.
Σήκωσε το κεφάλι του καθώς η αεροσυνοδός
στάθηκε μπροστά του με τον δίσκο σερβιρίσματος.