«Εντολή γαρ Κυρίου μη σιωπάν, εν καιρώ κινδυνευούσης πίστεως. Ώστε ότε περί Πίστεως ο λόγος, ουκ έστιν ειπείν, εγώ τις ειμί; Ιερεύς, άρχων, στρατιώτης, γεωργός, πένης; Ουδείς μοι λόγος και φροντίς περί του προκειμένου. Ουά, οι λίθοι κράξουσι και συ σιωπηλός και άφροντις;»
άγιος Θεόδωρος ο Στουδίτης

1 Φεβρουαρίου 1440. Επιστρέφει στην Κωνσταντινούπολη η αποστολή των Ελλήνων ιεραρχών που συμμετείχαν στην ψευτοσύνοδο Φερράρας-Φλωρεντίας. Στο λιμάνι τους αναμένει ο λαός. Γράφει ο ιστορικός Δούκας: «Οι δε αρχιερείς ευθέως από τριήρων αποβάντες και οι της Κωνσταντινουπόλεως κατά το σύνηθες ησπάζοντο αυτούς ερωτώντες πώς τα υμέτερα; Πώς τα της συνόδου; Ει άρα ετύχομεν την νικώσαν; Οι δε απεκρίνοντο: Πεπράκαμεν (=πουλήσαμε) την πίστιν ημών, αντηλλάξαμεν τη ασεβεία την ευσέβειαν, προδόντες την καθαράν θυσίαν, αζυμίται γεγόναμεν. Ταύτα και άλλα αισχρότερα και ρερυπασμένα λόγια... Ει (=εάν) γαρ τις αυτούς ήρετο (=ρωτούσε), και διατί υπεγράφετε έλεγον: φοβούμενοι τους Φράγκους. Και πάλιν ερωτώντες αυτούς ει εβασάνισαν οι Φράγκοι τινά, ει εμαστίγωσαν, εις εις φυλακήν έβαλον. Ουχί. Αλλά πώς; Η δεξιά αυτή υπέγραψεν, έλεγον, κοπήτω η γλώσσα ωμολόγησεν, εκριζούσθω... και γαρ ήσαν τινες των αρχιερέων, εν τω υπογράφειν λέγοντες: ουχ υπογράφομεν, εάν μη το ικανόν ημίν της προς οδόν παράσχητε. Οι δε έδιδον και εβάπτετο κάλαμος...».
Υπέγραψαν την ατιμωτική και προδοτική «ένωση», οι «άγιοι» αρχιερείς για τρεις λόγους.