http://hellas-orthodoxy.blogspot.gr/2015/01/blog-post_63.html
«Ο χειμώνας βαρύς. Το χιόνι πολύ, και το κρύο τσουχτερό. Τα περισσότερα σπίτια ήσαν παγωμένα από την έλλειψη φωτιάς – και αυτό το έζησα παιδί.
Στο σπίτι για το οποίο μιλάμε είχε πέσει μεγάλη αρρώστια. Αφενός μεν από δυσεντερία, αφετέρου δε από ελονοσία. Μικροί και μεγάλοι στρωματσάδα, οι μόνοι όρθιοι που είχαν μείνει ήταν ο παππούς και η γιαγιά.
Ένα πρωί λέγει ο παππούς:
- Θα πάω να φέρω ξύλα από το απέναντι δάσος.
- Που θα πας ευλογημένε, του λέει η γιαγιά, γέρος άνθρωπος; Το δάσος απέχει δύο ώρες, εσύ θα κάνεις τρείς. Και πόσα ξύλα μπορείς να φέρεις εσύ, γέρος άνθρωπος; Ύστερα θα σε πιάσουν και οι Βούλγαροι.. Πού πάς;
- Όχι, θα πάω.
Έκανε την προσευχή του, αφού την είχε κάνει και όλη τη νύχτα. Έκανε το σταυρό του, και ξεκίνησε.
Πέρασε το μεσημέρι, κόντευε έτσι απόγευμα, τρείς – τέσσερεις, και δεν είχε φανεί. Έβγαινε η γιαγιά κάθε τόσο και κοίταζε στο βάθος του χωραφόδρομου.
Σε λίγο περνάει ένας γείτονας φορτωμένος στην πλάτη με λίγα ξύλα.
- Έρχεται, της λέγει, ο μπάρμπα Μήτσος. Τον βοήθησε πολύ και ένας ξένος.
Τελικά βλέπει η γιαγιά τον παππού μαζί με τον ξένο, να σέρνουν με σχοινιά δυο μεγάλα δένδρα.
Πώς τα είχαν κόψει; Μάλλον ο ξένος θα τάκοψε.
Πλησίασαν, τα έβαλαν εκεί έξω από την αυλή, τους καλωσόρισε η γιαγιά και τους κάλεσε μέσα. Εκείνη θα έκοβε μερικά κλαδιά και θα άναβε την σόμπα, για να ζεσταθούν, και οι άρρωστοι, και ο ξένος, και ο κατάκοπος παππούς.
Μπήκε μέσα ο παππούς, έκατσε σε ένα σκαμνί και λέγει:
- Άντε βρε γυναίκα κάνε λίγο τσάι ζεστό και φέρε λίγο ψωμί.
-Περίμενε, του λέει, ώσπου νάρθει ο ξένος.
- Ποιος ξένος;
- Να, αυτός που έσερνε μαζί σου τα δένδρα.
- Κανένας ξένος δεν ήταν μαζί μου. Μόνος μου έσερνα τα δένδρα.
- Πώς δεν ήταν, του λέει. Αφού σε είδε ο γείτονας. Και μάλιστα να κόβει τα δένδρα. Να τα φορτώνεται μαζί σου, να τα σέρνετε μαζί. Μα σε είδα και γω. Και τον καλωσόρισα και έξω απ’ την αυλή.
- Τι λές βρέ γυναίκα. Μόνος μου ήμουνα.
Και στάθηκε για λίγο.
Ξαφνικά φωτίστηκε το πρόσωπό του και φωνάζει:
- Άγγελος θα ήταν γυναίκα! Άγγελος θα ήταν! Γι’ αυτό λοιπόν τόσο γρήγορα τα τελείωσα και τάσερνα λές και ήταν πούπουλα. Άγγελος θα ήταν! Δόξα Σοι ο Θεός! Δόξα Σοι ο Θεός! Δόξα Σοι ο Θεός! Έλα τώρα γυναίκα να κάνουμε και εκατό μετάνοιες για να ευχαριστήσουμε τον Θεόν.
Και εκατό μετάνοιες, για να πουν ευχαριστώ στο Θεό. Μάλιστα.
Αυτές είναι οι ζωντανές ιστορίες των αληθινών Ορθοδόξων Χριστιανών.»
πηγή
«Ο χειμώνας βαρύς. Το χιόνι πολύ, και το κρύο τσουχτερό. Τα περισσότερα σπίτια ήσαν παγωμένα από την έλλειψη φωτιάς – και αυτό το έζησα παιδί.
Στο σπίτι για το οποίο μιλάμε είχε πέσει μεγάλη αρρώστια. Αφενός μεν από δυσεντερία, αφετέρου δε από ελονοσία. Μικροί και μεγάλοι στρωματσάδα, οι μόνοι όρθιοι που είχαν μείνει ήταν ο παππούς και η γιαγιά.
Ένα πρωί λέγει ο παππούς:
- Θα πάω να φέρω ξύλα από το απέναντι δάσος.
- Που θα πας ευλογημένε, του λέει η γιαγιά, γέρος άνθρωπος; Το δάσος απέχει δύο ώρες, εσύ θα κάνεις τρείς. Και πόσα ξύλα μπορείς να φέρεις εσύ, γέρος άνθρωπος; Ύστερα θα σε πιάσουν και οι Βούλγαροι.. Πού πάς;
- Όχι, θα πάω.
Έκανε την προσευχή του, αφού την είχε κάνει και όλη τη νύχτα. Έκανε το σταυρό του, και ξεκίνησε.
Πέρασε το μεσημέρι, κόντευε έτσι απόγευμα, τρείς – τέσσερεις, και δεν είχε φανεί. Έβγαινε η γιαγιά κάθε τόσο και κοίταζε στο βάθος του χωραφόδρομου.
Σε λίγο περνάει ένας γείτονας φορτωμένος στην πλάτη με λίγα ξύλα.
- Έρχεται, της λέγει, ο μπάρμπα Μήτσος. Τον βοήθησε πολύ και ένας ξένος.
Τελικά βλέπει η γιαγιά τον παππού μαζί με τον ξένο, να σέρνουν με σχοινιά δυο μεγάλα δένδρα.
Πώς τα είχαν κόψει; Μάλλον ο ξένος θα τάκοψε.
Πλησίασαν, τα έβαλαν εκεί έξω από την αυλή, τους καλωσόρισε η γιαγιά και τους κάλεσε μέσα. Εκείνη θα έκοβε μερικά κλαδιά και θα άναβε την σόμπα, για να ζεσταθούν, και οι άρρωστοι, και ο ξένος, και ο κατάκοπος παππούς.
Μπήκε μέσα ο παππούς, έκατσε σε ένα σκαμνί και λέγει:
- Άντε βρε γυναίκα κάνε λίγο τσάι ζεστό και φέρε λίγο ψωμί.
-Περίμενε, του λέει, ώσπου νάρθει ο ξένος.
- Ποιος ξένος;
- Να, αυτός που έσερνε μαζί σου τα δένδρα.
- Κανένας ξένος δεν ήταν μαζί μου. Μόνος μου έσερνα τα δένδρα.
- Πώς δεν ήταν, του λέει. Αφού σε είδε ο γείτονας. Και μάλιστα να κόβει τα δένδρα. Να τα φορτώνεται μαζί σου, να τα σέρνετε μαζί. Μα σε είδα και γω. Και τον καλωσόρισα και έξω απ’ την αυλή.
- Τι λές βρέ γυναίκα. Μόνος μου ήμουνα.
Και στάθηκε για λίγο.
Ξαφνικά φωτίστηκε το πρόσωπό του και φωνάζει:
- Άγγελος θα ήταν γυναίκα! Άγγελος θα ήταν! Γι’ αυτό λοιπόν τόσο γρήγορα τα τελείωσα και τάσερνα λές και ήταν πούπουλα. Άγγελος θα ήταν! Δόξα Σοι ο Θεός! Δόξα Σοι ο Θεός! Δόξα Σοι ο Θεός! Έλα τώρα γυναίκα να κάνουμε και εκατό μετάνοιες για να ευχαριστήσουμε τον Θεόν.
Και εκατό μετάνοιες, για να πουν ευχαριστώ στο Θεό. Μάλιστα.
Αυτές είναι οι ζωντανές ιστορίες των αληθινών Ορθοδόξων Χριστιανών.»
πηγή