Πνεύμα Θεατρικό
Από την Ηρώ Μητρούτσικου 12.7.2014
Μια υπέροχη, σύγχρονη (και
πολύγλωσση) Ηλέκτρα
Εν μέσω θέρους μια
αρχαία τραγωδία ανεβαίνει σε ένα κλειστό (αλλά πολύ καλά κλιματιζόμενο) θέατρο!
Πώς και γιατί;
Σαν Έλληνες έχουμε
συνηθίζει τα καλοκαίρια να παρακολουθούμε δρώμενα και θεάματα σε ανοιχτά
θέατρα, σε πάρκα, σε πλατείες, σε αυλές. Να θυμίσω το περσινό «Τάβλι» που
ανέβηκε σε σκηνοθεσία Κ.Κάππα σε μια μεσοπολεμική αυλή στου Ψυρρή ή τους
φετινούς «Αδελφούς Καραμαζόφ», σε σκηνοθεσία Η.Κουνέλα, που ανεβήκαν σε προαύλιο
εκκλησίας! Σε προαύλιο εκκλησίας, πάλι καλοκαίρι (2001), σε ένα ορεινό χωρίο
έξω από την Πάτρα, έχω παρακολουθήσει και συναυλία-μυσταγωγία του Λουδοβίκου
των Ανωγείων.
Κι αν οι αρχαίες
τραγωδίες φτιαχτήκαν για ανοιχτά θέατρα (καθότι τότε δεν υπήρχαν κλειστά), αυτό
δεν σημαίνει ότι δεν μπορούν να παιχτούν επιτυχώς σε κλειστές θεατρικές σκηνές,
όπως και το αντίστροφο μπορεί να γίνει και με άλλα θεατρικά έργα, η πλειοψηφία
των οποίων έχει φτιαχτεί για κλειστά θέατρα…
Τα πάντα εξαρτώνται
από την σκηνοθεσία.
«Ηλέκτρα» στο Σύγχρονο Θέατρο
Η πρόθεση, λοιπόν,
του σκηνοθέτη Δημήτρη Ξανθόπουλου ήταν να στήσει μια παράσταση αρχαίου
δράματος, στο κέντρο της Αθήνας, ώστε να μπορούν να την δουν και Έλληνες, αλλά
και ξένοι τουρίστες που θα βρεθούν στην Αθήνα για λίγες μέρες και δεν μπορούν
να τρέχουν στην Επίδαυρο ή αν κυνηγάνε αμφιβόλου ποιότητος καλοκαιρινά θεάματα
σε κάθε ανοιχτό θέατρο του κάθε δήμου της Αθήνας και της περιφέρειας.
Έτσι, η παράσταση
παίζεται, εννοείται, στα Ελληνικά και έχει υπέρτιτλους Αγγλικούς, αλλά και εναλλάξ:
Γαλλικούς, Γερμανικούς, Ισπανικούς και Ρώσικους!
Κάποιος ακούγοντας
για μια παράσταση φτιαγμένη για ξένο κοινό, θα υποθέσει ότι πρόκειται για
παράσταση με χλαμύδες και συγχρονισμένη κίνηση χορού (όπως η αδιάφορη και
αναχρονιστική εκδοχή της Βαρβάρας Δούκα για τους «Πέρσες»). Αυτό, όμως δεν ισχύει
για την «Ηλέκτρα» του Δ. Ξανθόπουλου! Αλλά ούτε είναι, ευτυχώς, σαν την Ηλέκτρα
του Μαρμαρινού (1998) που βλέπαμε να αγκαλιάζει, στην ορχήστρα της Επιδαύρου,
μπουκάλια εμφιαλωμένου νερού…
Πρόκειται για μια
εξαίρετη παράσταση στην εξαίρετη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά. Μια παράσταση
πολύ δουλεμένη, αλλά συγχρόνως και μίνιμαλ.
Να ξεκινήσω από την
φωνητική διδασκαλία που έκανε η, επίσης, εξαίρετη, Ρηνιώ Κυριαζή. Ο λόγος έρρεε
σαν να ήταν καθημερινή ομιλία και συγχρόνως ήταν μεστός και βαρύς, όπως
ταιριάζει σε μια τραγωδία.
Ο θίασος της νεοσύστατης ομάδας: “Εταιρεία Θεάτρου Λόγος”,
νεανικός· όλοι εξαίρετοι ηθοποιοί, γνωστοί στο θεατρόφιλο κοινό, αν και οι
περισσότεροι από αυτούς, ίσως, δεν είχαν ξαναπαίξει τραγωδία (να θυμίσω, όμως,
ότι πέρυσι θαυμάσαμε τους Θ.Δόβρη και Μ.Πανουρία σε μια σύγχρονη εκδοχή δύο
ατόμων, της «Μήδειας» http://www.attikipress.gr/71130/mia-eksairetikh-mhdeia-mono-gia-dyo ).
Ο Ορέστης (Γιάννης
Παπαδόπουλος, πρωταγωνιστής της ταινίας : «Το αγόρι που έτρωγε το φαγητό του
πουλιού» του Εκτ.Λυγίζου, η οποία πήγε στις υποψηφιότητες για Όσκαρ) ήταν τόσο
ασταθής όσο έπρεπε. Ένα νεαρό αγόρι που έχει μεγαλώσει με ένα βαρύ καθήκον στην
πλάτη του και τώρα έφτασε η στιγμή να το εκτελέσει… Ξεγυμνώνεται όταν
αποφασίζει να αποκαλύψει στην αδελφή του το ποιος είναι και παραπαίει όταν
πρέπει να μείνει ακίνητος….
Η Κλυταιμνήστρα (Μαρία
Πανουριά) μας -δίνει πολύ πριν βγει στην σκηνή- το στίγμα του ρόλου της. Μια
γυναίκα επιρρεπής στα πάθη της, ερωτική, σεξουαλική και, μάλλον, αλκοολική….
Ο παιδαγωγός (Θανάσης
Δόβρης) μεστός, ξέρει πολύ καλά τί θέλει και βλέπει τα πράγματα από ψηλά και
στην ουσία αυτός είναι οδηγεί τον Ορέστη.
Μια μικρή ένσταση είχα με
την Χρυσόθεμις (Κατ.Μαυρογεώργη), την οποία ο σκηνοθέτης είχε βάλει να χτυπά
πάνω στους τοίχους, χωρίς να βρίσκει διέξοδο…
Εξαιρετική ήταν η Ηλέκτρα
της Βάσως Καβαλιεράτου. Η ηθοποιός κοντοκουρεμένη, απλή και συγχρόνως σχεδόν
τραγική, μας έδωσε μια ηρωίδα που θρηνεί και συγχρόνως παλεύει για το δίκαιο
και την τάξη και την ανατροπή της τυρρανίας.
Ο χορός του έργου
αποτελούνταν από δύο, μόνο, άτομα ( Στέλλα Βογιατζάκη / Νάνσυ Σιδέρη). Υπέροχα
φωνητικά (Ρ.Κυριαζή) και στυλιζαρισμένη κίνηση(Ερμής Μαλκότσης). Ο Ξανθόπουλος
θέλησε οι δύο κοπέλες να μοιάζουν σαν να είναι από αλλού φερμένες, σαν κάτι
παράξενο, αλλόκοτο, απόκοσμο, σαν κούκλες ή φορείς ενός λόγου, ο οποίος, ενώ έχει
σοφία, δεν βοηθά στην εξέλιξη του δράματος (εξού και δεν έχουν ουσιαστική επαφή
με την Ηλέκτρα).
Κι εδώ ερχόμαστε στα
κοστούμια. Τα κοστούμια του χορού ήταν, ειλικρινά, πανέμορφα! Παρέπεμπαν (με τα
λουλούδια στο κεφάλι) σε παραδοσιακές φορεσιές της Μακεδονίας ή των Βαλκανικών
χωρών, αλλά μας έφερναν στο μυαλό και εικόνες από την Ιαπωνία ή από πορτρέτα
της Φρίντα Κάλο. Ήταν μια εξαιρετική δουλειά της ενδυματολόγου Ιωάννας Τσάμη.
Επίσης, ωραίο, ήταν το λευκό ταγιέρ της Κλυταιμνήστρας, σοβαροφανές αλλά και sexy, όπως ταίριαζε στην σκηνοθετική γραμμή για τον ρόλο.
Τα ανδρικά κοστούμια, σύγχρονα,
κινήθηκαν σε κόκκινους και καφέ τόνους, χωρίς να ενθουσιάζουν, ούτε να
ξεχωρίζουν, έδιναν όμως το στίγμα του χαρακτήρα (ειδικά στον Αίγισθο, Γιάννης Λεάκος).
Το φόρεμα της Χρυσόθεμις,
όμορφο, πράσινο, με χρυσή ζώνη και κάλτσες, ερχόταν σε αντίθεση με το απλό
φτωχικό ντύσιμο της Ηλέκτρας. Μια μακό μπλούζα και μια μάξυ, καφέ φούστα
αποτελούσαν το ντύσιμο της παραμελημένης (από τον εαυτό της, αλλά και από το
παλάτι) Ηλέκτρας, ενώ τα χέρια της ήταν ντυμένα, παραπέμποντας έτσι σε λευκό
επίδεσμο, αλλά και σε δεσμά (αυτά που έβαζε η ίδια στον εαυτό της, αλλά και
αυτά που της έθεταν η μητέρα της και ο πατριός της).
Εξαιρετική ήταν και η
δουλειά της σκηνογράφου Κλειώ Μπομπότη. Στην άδεια, τεράστια σκηνή
του «Σύγχρονου θεάτρου» υπήρχε μόνο ένα καφέ παχύ χαλί, σαν να όριζε την αυλή
του παλατιού, μέσα στο οποίο κινούνταν η Ηλέκτρα, μια και δεν της επιτρέπεται
να βγει από το παλάτι -λόγω της συμπεριφοράς της- και έξω από αυτό στέκονταν τα
πρόσωπα εκτός παλατιού.
Δεύτερο και τελευταίο σκηνογραφικό στοιχείο ήταν η πύλη του παλατιού,
ψυχρή: άσπρη και μαρμάρινη. Το εκπληκτικό ήταν, όμως, όταν κάποιος επιχειρούσε
να πατήσει στα τρία σκαλιά για να εισέλθει ή να εξέλθει από το παλάτι. Τότε όλο
το οικοδόμημα κουνιόταν, έτρεμε και κινδύνευες να πέσεις!!
Έμεινα έκπληκτη από αυτή την σύλληψη, ο οίκος των Ατρειδών έτριζε και
κατέρρεε (όπως παραπατούσε και η διεφθαρμένη Κλυταιμνήστρα)! Μετά από χρόνια,
είχε φτάσει η ώρα του! Δεν έτριζε όμως, μόνο, αλλά τα μέρη των σκαλοπατιών που κινιόντουσαν,
χτυπούσαν μεταξύ τους και έβγαζαν ήχους που θύμιζαν καμπάνα που χτυπάει αργά…
Σαν να καλεί στο επικείμενο πένθος, σαν να υπενθυμίζει το παλιό, αλλά και να προϊδεάζει
για το τί πρόκειται να ακολουθήσει.
Πρόκειται για εξαιρετική
σύγχρονη ανάγνωση της γνωστής τραγωδίας του Σοφοκλή, που δεν πρέπει να χάσετε….
Μέχρι το Σάββατο 12/7 στις 9.30 ακριβώς.
Σύγχρονο Θέατρο
Ευμολπιδών 45, Γκάζι
(2’ από το metro Κεραμεικός)
Πνεύμα Θεατρικό
Χορός με
αφορμή την μνήμη
στο
Φεστιβάλ Αθηνών
Από την Ηρώ Μητρούτσικου 5.7.2014
Φέτος, στο
φεστιβάλ Αθηνών, είδα πολύ χορό, αλλά ξεχώρισα μόνο δυο παραστάσεις, αυτή της
Τζένης Αργυρίου, καθώς και του Γιουβάλ Πικ. Αν και εντελώς διαφορετικές, αυτές
οι δυο παραστάσεις, είχαν ένα κοινό παράγοντα: την μνήμη, όχι μόνο στον τίτλο τους
(Memorandum,
Score), αλλά και δραματουργικά. Με την μνήμη και την έννοια
του χρόνου ασχολήθηκε και η Ίρις Καραγιάν (Tracing)
“Memorandum
– ένας μηχανισμός ενθύμησης” Τζένη
Αργυρίου
Memorandum
είναι το Μνημόνιο. Η ακριβής μετάφραση από τα λατινικά είναι: «Τι να θυμηθώ».
Κατ’ επέκταση αναφέρεται σε κάθε μέσο που βοηθά τη μνήμη.
Πρόκειται
για μια παράσταση που ξεκίνησε να δουλεύεται το 2012, ενώ από το 2013
παρουσιάζεται σε όλη την Ευρώπη.
Ένα
ιδιαίτερο τοπίο, φτιαγμένο από σωλήνες, σε διάφορες μεταξύ τους συνθέσεις,
αποτελεί το σκηνικό αυτής της παράστασης χορού! Μέσα σε μια τσιμεντένια αίθουσα,
που ίσως παραπέμπει και σε γιαπί, τρεις άνθρωποι περπατούν πάνω σε σωλήνες, ενώ
τους κυνηγάει το φως, αλλά και οι αναμνήσεις τους.
Η
μνήμη συχνά παρουσιάζεται σαν βιντεοσκοπημένη εικόνα του ίδιου ανθρώπου που
βλέπουμε ζωντανά. Προβάλλεται στον τοίχο, πότε σε κανονικό μέγεθος, πότε σε σμίκρυνση,
πότε σε μεγέθυνση, και συχνά βλέπουμε τον περφόρμερ να εκτελεί τις ίδιες
κινήσεις που είχαμε δει να κάνει στο βίντεο ή να επιστρέφει πίσω, να ψάχνει και
να ανακαλύπτει… Οι προβολές χρησιμοποιούνται και σαν διπλοτυπία, ενώ ο περφόρμερ πότε ακολουθεί, πότε προσπαθεί να
ξεφύγει.
Οι
συμβολισμοί πολλοί: το εγκαταλελειμμένο σπίτι εμπεριέχει μνήμες και μουσική, το
παράθυρο δείχνει το έξω, σε αντίθεση με τους σωλήνες που βλέπουμε και ίσως
παραπέμπουν σε λαβύρινθο, τον οποίο θα πρέπει ο χορευτής να περπατήσει για να
καταφέρει να βρει την έξοδο. Προβολές από μέρη της σύγχρονης Αθήνας, παλιές
φωτογραφίες, τοπία του Αγγελόπουλου, φωτογραφικά πορτρέτα.
Συχνά
όλα, ξανάρχιζαν από την αρχή, αλλά με κάποιες διαφορές, η μνήμη δεν είναι πάντα
ακριβής...
Στους
σωλήνες υπήρχαν μικρόφωνα, τα οποία μετέφεραν τους ήχους από τα πατήματα αυτών
που κινούνταν πάνω τους, ενώ το τρίψιμο του συρματόσκοινου δημιουργούσε ένα
είδος μουσικής. Μάλιστα, κάποια στιγμή ένα στοιχείο της εγκατάστασης έπαιξε τον
ρόλο μουσικού οργάνου, καθώς ένας περφόρμερ παίζει μουσική με ένα δοξάρι χρησιμοποιώντας
αντί για χορδή, το συρματόσκοινο….
Σημαντικό
στοιχείο της παράστασης ήταν το φως (Ευγένιος Τζαφέστας), είτε προερχόταν από
βίντεο, είτε από φακούς, είτε από τους προβολείς… Αυτό ερχόταν σε αντίθεση με
το σύστημα ανάγνωσης τυφλών, Μπράιγ, αλλά είδαμε παραπάνω πόσο έντονο ρόλο
είχε, σε αυτή την παράσταση, η αφή...
Το
παιχνίδι με τον κουβά θύμισε λίγο τον μύθο του Σίσυφου.
Στην
ουσία, η Τζένη Αργυρίου δημιούργησε μια κινητική περφόρμανς σαν ένα
συναρπαστικό ταξίδι στα μονοπάτια της μνήμης και της ιστορίας, πάνω στην
εικαστική εγκατάσταση του εικαστικού Βασίλη Γεροδήμου, με πολλά οπτικοακουστικά στοιχεία.
“Score” Γιουβάλ Πικ
Ο ισραηλινής καταγωγής, χορευτής και χορογράφος, Yuval Pick, ζει και
εργάζεται στην Γαλλία και το 2011 διαδέχτηκε την Μαγκύ
Μαρέν στην διεύθυνση του Χορογραφικού Κέντρου Rillieux-la-Pape, στην Λυόν.
Η
λέξη Score, που αποτελεί τον τίτλο της παράστασης, στα εβραϊκά σημαίνει «Να
θυμάσαι» Πρόκειται για μια δημιουργία εμπνευσμένη από τη γενέτειρά του Γιούβαλ
Πικ. Συγκεκριμένα, ηχογραφήσεις από ηχητικά τοπία του Ισραήλ, αποτέλεσαν την
έμπνευση, αλλά και την μουσική, αυτής της παράστασης. Ένα ακατέργαστο ηχητικό
υλικό από δρόμους του Τελ Αβίβ, γιορτές, τραγουδιστές σε χωριά, ένα ροκ γκρουπ,
φωνές σε αυλές, δίνει τον παλμό στην χορογραφία.
Τρεις
εξαιρετικοί χορευτές επί σκηνής, δύο άντρες και μια γυναίκα, για λίγο παραπάνω
από μια ώρα, μας έδωσαν ένα μωσαϊκό συγκινήσεων. Άλλοτε βίαιο και αισθησιακό,
άλλοτε πάλι τρυφερό, με τη διαρκή ροή μιας κινητικής ενέργειας, χόρευαν
πότε ως σύνολο και οι τρεις ενωμένοι, πότε σε ζευγάρια ή σε δυαδική σχέση, πότε
μόνοι, αλλά, πάντα, και οι τρεις, έστελναν την ενέργειά τους στο καθένα μέλος
της ομάδας!
Απλά
κουστούμια, σύγχρονα καθημερινά ρούχα, τα οποία άλλαζαν, επί σκηνής, κατά την
διάρκεια της παράστασης.
Δεν
έχω πολλά να πω για αυτή την παράσταση, γιατί το συναίσθημα δεν μεταφέρεται.
Ήταν μια εξαιρετική παράσταση σύγχρονου χορού! Πέραν της χορογραφίας και της
απίστευτης ενέργειας των χορευτών, δημιουργούσε συναισθήματα, εικόνες και τελειώνοντας
ήθελες να δεις κι άλλο….
Tracing -
Ίρις Καραγιάν
Αν προσπαθήσω να μεταφράσω τον τίτλο αυτής της
Ελληνική παράστασης σύγχρονου χορού της ομάδας ΖΗΤΑ, θα έλεγα «Ιχνογραφώντας» ή
«Ιχνηλατώντας».
Με
επιτυχημένη πορεία στην Ελλάδα και το εξωτερικό, η Ίρις Καραγιάν επιχειρεί με
το «Tracing», μια έρευνα για τον χρόνο και με αφετηρία την έννοια του ίχνους,
διερευνά τις δυνατότητες για δράση τη στιγμή ακριβώς που αυτή τελειώνει,
αφήνοντας τα ίχνη της. Παίζει με τα όρια της παρουσίας μέσα στην απουσία,
ενεργοποιώντας την κίνηση σε μια οριακή, στιγμιαία συνθήκη. Αφετηρία για τη δουλειά αυτή
αποτέλεσε η “Γενική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπινου όντος” (2001) του
Ραούλ Βανεγκέμ.
Ένας,
σχετικά, ενδιαφέρον εικαστικός χώρος (Νίκος Παπαδημητρίου) με πανιά στο ταβάνι
τα οποία κινούνταν από ανεμιστήρες. Όπως και στην προηγούμενη παράσταση που
ανέφερα, έτσι κι εδώ είδαμε τρεις χορευτές (αλλά εδώ δυο γυναίκες κι ένας άντρας),
επίσης με καθημερινά, σύγχρονα ρούχα κι ελάχιστες μουσικές νύξεις (Νίκος
Βελιώτης), από τις οποίες η πλειοψηφία ήταν ηχογραφημένα γαυγίσματα σκύλου ή
αγέλης σκύλων! Γεμάτοι ενέργεια κι εδώ οι περφόρμερς: Νώντας Δαμόπουλος, Χαρά
Κότσαλη, Ιωάννα Παρασκευοπούλου, αλλά η δραματουργία έπασχε και το συναίσθημα
της χορογραφίας αδύναμο. Έτσι, αν και κράτησε λιγότερο από το “Score”,
από ένα σημείο και μετά κούραζε, όχι μόνο λόγω της επαναληπτικότητά της, αλλά
και λόγω της έλλειψης κατανόησης του στόχου της χορογράφου…
Ήταν
μια δουλειά με ενδιαφέρον, αλλά ως ένα σημείο!