του Δημοσθένη Κούκουνα – ιστορικού συγγραφέα
Και τώρα τα πρόσωπα. Ας δούμε τους κύριους οικονομικούς μεγαλοδωσιλόγους. οι οποίοι κερδοσκόπησαν και πλούτισαν επί Κατοχής.
Δεν είναι απαραιτήτως όλοι αυτοί μαυραγορίτες. Είναι όμως όλοι τους εκείνοι που δεν δίστασαν να συναλλαγούν με τις Αρχές Κατοχής, αναλαμβάνοντας προμήθειες ή κατασκευές για λογαριασμό τους.
Παρά το γεγονός ότι δεν έχει αφαιρεθεί ούτε ένα όνομα, ο κατάλογος αυτός δεν είναι πλήρης.
Τον δημοσιεύουμε λοιπόν μάλλον ενδεικτικά, ώστε να ανιχνεύσουμε κάποια γνωστά ονόματα που απεκτησαν την τεραστια περιουσία τους, ελισσόμενοι επί Κατοχής και εκμεταλλευόμενοι τις περιστάσεις. Την ώρα που άλλοι συνάδελφοι τους πεινούσαν και δυστυχούσαν, που κυριολεκτικά δεν είχαν να θρέψουν την οικογένεια τους που δεν μπορούσαν να διατηρήσουν τις επιχειρήσεις τους ή για λόγους αρχής δεν δέχονταν να ασκήσουν το επάγγελμα τους υπό τις συνθήκες αυτές, οι άνθρωποι αυτοί έσπευσαν με περισσή προθυμία να υπηρετήσουν τον κατακτητή ως νεροκουβαλητές.
Είναι γνωστή η περίπτωση μεγαλοβιομηχάνου επίπλων, ο οποίος επέτυχε να διαφθείρει τους συνήθως άτεγκτους σε τέτοια θέματα Γερμανούς αξιωματικούς της επιμελητείας και μοιραζόμενος μαζί τους τα δυσθεώρητα κέρδη που τόσο ακόπως αποκόμιζε, προμήθευε με έπιπλα για την κα-θημερινή τους διαβίωση τους Γερμανούς. Ερχόταν π.χ. με μετάθεση στην Ελλάδα ένας αξιωματικός και, με μέριμνα της επιμελητείας, επιτασσόταντο δωμάτιο ενός καλού αστικού σπιτιού και του το παραχωρούσαν για να κατοικεί. Οι «μιλημένοι» της επιμελητείας πήγαιναν πριν για να το επιθεωρήσουν και διαπίστωναν ότι χρειαζόταν καινούργιο κρεβάτι, καινούργιο σαλόνι, καινούργιο γραφείο κ.ο.κ.
Αλλά τα έπιπλα της κατάστασης δεν παραδίδονταν παρά μόνο στα χαρτιά, αφού άλλωστε τα έπιπλα της ελληνικής οικογενείας που είχε διαταχθεί να παραχωρήσει το επιταγμένο δωμάτιο ήταν σε καλή κατάσταση. Αυτό γινόταν συστηματικά και έτσι συνέρρεε στα ταμεία του Έλληνα προμηθευτή πλούτος και πάλι πλούτος… Αλλά πλούτος αθέμιτος, ούτως ή άλλως. Οι Γερμανοί «συνέταιροι» έπαιρναν τη μίζα τους και όλα κυλούσαν ομαλά, με μόνιμο χαμένο την Τράπεζα της Ελλάδος, που όλο και πλήρωνε. Μέχρι που κάποια στιγμή η ειδική υπηρεσία «εσωτερικών υποθέσεων» της γερμανικής επιμελητείας εντόπισε την απάτη.
Τόσο οι Γερμανοί όσο και ο Έλληνας «συνέταιρος» τους συνελήφθησαν και παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι ποινές ήταν εξοντωτικές, συνήθως θανατικές, ιδιαίτερα για τους Γερμανούς που ήταν αναμεμειγμένοι.
Ειδικά μάλιστα τότε. την εποχή του πολέμου, η χιτλερική Γερμανία είχε εκδώσει έναν ιδιώνυμο νόμο «περί προσβολής της εθνικής τιμής» στο εξωτερικό, δηλαδή στις κατεχόμενες χώρες. Όποιος Γερμανός αξιωματικός ή οπλίτης λοιπόν υπέπιπτε σε αδικήματα που διέσυραν τη χώρα του (π.χ. βιασμοί, κλοπές, διαφθορά, απρόκλητες προσωπικές επιθέσεις κ.λπ.) υφίστατο αυστηρότατες κυρώσεις.
Θα αναρωτηθείτε για τη συνέχεια… Ο Έλληνας επιπλοβιομήχανος (πρόκειται για τον Ελ. Σαρίδη) επέζησε. Ύστερα από κάποιων μηνών αγωνία για τη ζωή του κατάδικος πλέον, επέτυχε να μετατραπεί η ποινή του. Για να το κατορθώσει αυτό πλήρωσε ένα μυθώδες ποσόν σε έναν άλλον Έλληνα… Σ’ έναν γερμανομαθή νεαρό τότε Έλληνα δικηγόρο, ο οποίος ως «εξ απορρήτων» του Αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού είχε καλλιεργήσει ισχυρές φιλίες με τους εδώ Γερμανούς διπλωμάτες και στρατηγούς. Έχοντας τις κατάλληλες συστάσεις στην τσέπη του. ταξίδεψε στο Βερολίνο κα κατόρθωσε να γλιτώσει τον πελάτη του. Όχι όμως και τους Γερμανούς «συνεταίρους» του τελευταίου.
Ο Έλληνας προμηθευτής θα είχε μεταπολεμικά να διηγείται τις διώξεις που υπέστη από τους Γερμανούς, χωρίς βέβαια να αναφέρει στους αγνοούντες από τους συνομιλητές του περί τίνος επρόκειτο, ενώ ο νεαρός εκείνος δικηγόρος (ο Ιωάννης Γεωργάκης, έπειτα εξ απορρήτων του μεγαλοεφοπλιστή Αριστοτέλη Ωνάση), επέπρωτο αργότερα να γίνει μέλος της Ακαδημίας Αθηνών…
Αν κάπως έτσι αντλούσαν τα αμύθητα κέρδη τους οι προμηθευτές των Αρχών Κατοχής, φαντασθείτε τι γινόταν με τους εργολάβους και τους κατασκευαστές τεχνικών έργων.
Ας αναλογισθούμε την πρώτη ημέρα της Κατοχής πόσοι δρόμοι, πόσα γεφύρια, πόσα λιμάνια και πόσες εγκαταστάσεις είχαν καταστραφεί.
Αλλά και στη συνέχεια, πόσες ανάγκες προέκυπταν για τις Κατοχικές Αρχές να ανεγείρουν φυλάκια, διάφορες εγκαταστάσεις, στρατόπεδα, οικήματα, φυλακές, κτίρια, αποθήκες, να ιδρύουν ή να επεκτείνουν αεροδρόμια και λιμάνια, να κατασκευάζουν οχυρωματικά έργα κ.ο.κ.
Έτσι άρχισε η «χρυσή εποχή» των διαπλεκόμενων κατασκευαστών. Όμως πολλά γνωστά ονόματα συνεργάστηκαν. Είναι χαρακτηριστικό ότι ένας Έλληνας πολιτικός μηχανικός (που δεν καταδικάστηκε!) έφτασε στο σημείο να εφεύρει ένα υποκατάστατο των φορτηγίδων που οι Γερμανοί χρησιμοποιούσαν για τη μεταφορά υλικών στα νησιά.
Οι Γερμανοί ενθουσιάστηκαν τόσο πολύ που είχαν εξασφαλίσει μια τέτοια καινοτόμο λύση για τις μεταφορές τους, ώστε έστειλαν αντίγραφα της εφεύρεσης στο Βερολίνο και από εκεί σε άλλες παραθαλάσσιες κατεχόμενες χώρες. Εννοείται ότι ο ίδιος θησαύρισε εξωφρενικά, αφού άλλωστε και εδώ το Ελληνικό Δημόσιο πλήρωνε.
Οι πολιτικοί μηχανικοί που είχαν αναλάβει την εκτέλεση τεχνικών και οχυρωματικών έργων από τις αρχές της Κατοχής μέχρι την άνοιξη του 1944 κέρδισαν κυριολεκτικά αμύθητα ποσά.
Στη συνέχεια σχεδόν όλοι αυτοί, χωρίς να πάψουν να παίρνουν αναθέσεις και να συνεχίζουν την είσπραξη των αμύθητων κερδών τους. περνούν σε ένα άλλο στάδιο, σκέπτονται και το αύριο… Αρχίζουν να ενισχύουν οικονομικά διάφορες αντιστασιακές οργανώσεις, να χρηματοδοτούν αντιστασιακά έντυπα, στέλνουν κάποιο από τα παιδιά τους στα βουνά ή ακόμα και στο εξωτερικό για να «συμμετάσχουν στον κατά του εχθρού πόλεμο», ή επιτυγχάνουν να διασυνδεθούν με πράκτορες των συμμαχικών υπηρεσιών, ατούς οποίους παραδίδουν τα τοπογραφικά των έργων που εκτελούν και σωρεία άλλων χρήσιμων πληροφοριών που υποπίπτουν στην αντίληψη τους περί οχυρώσεων, νηοπομπών, ελλιμενισμών κ.λπ. Πολλές φορές τα χρήσιμα στοιχεία που διοχετεύονται στο Στρατηγείο Μέσης Ανατολής καταλήγουν στον βομβαρδισμό των υπό εκτέλεση έργων. Αλλά αυτό δεν είναι άσχημο, διότι έτσι παίρνουν νέα ανάθεση να ξαναρχίσουν από την αρχή. οπότε αυξάνεται ο τζίρος.
Με όλη αυτή τη διαδικασία, πολλοί από τους κατασκευαστές, που παραπέμφθηκαν μεταπολεμικά να δικαστούν για δωσιλογισμό στην Ελληνική Δικαιοσύνη, έφεραν ως μάρτυρες υπεράσπισης Βρετανούς αξιωματικούς ή αξιόπιστους αντιστασιακούς, οι οποίοι φυσικά κατέθεσαν ότι οι κατηγορούμενοι συνέβαλαν στη… συμμαχική νίκη.
Ευνόητο είναι ότι σχεδόν όλοι αθωώθηκαν και οι θησαυροί…θησαυροί!
Μια τέτοια χαρακτηριστική περίπτωση ήταν των μετόχων μιας τεχνικής εταιρείας, γνωστών ονομάτων της αθηναϊκής κοινωνίας (ο αδελφός του ενός υπήρξε μάλιστα επί πολλά χρόνια βουλευτής και υπουργός), οι οποίοι όχι μόνο δεν καταδικάστηκαν, αλλά και… παρασημοφορήθηκαν!
Φυσικά, στα μεταπολεμικά χρόνια διατήρησαν όλη τους την αίγλη και συνέχισαν οι ίδιοι, και σήμερα οι κληρονόμοι τους. να παίρνουν μεγάλα δημόσια έργα με προϋπολογισμούς που καλύπτονταν από τις αμερικανικές βοήθειες. Κάπως έτσι έχει γραφεί η ιστορία των οικονομικών δωσίλογων.
Και αφού τελικά δεν τα κατάφεραν να γλιτώσουν τις καταδίκες και τις τιμωρίες, επανήλθαν λαύροι και στελέχωσαν τη νεότερη μεγαλοαστική τάξη.
Μεταπολεμικά η ελληνική πολιτεία, αν και τιμώρησε τους οικονομικούς δωσίλογους, δεν εξάντλησε την αυστηρότητα της ώστε να τους απομονώσει. Ούτε και η κοινωνία τους απολάκτισε. Αντίθετα, οι αρχές τους αντιμετώπισαν συχνά ευνοϊκά, σεβόμενες προφανώς την ογκώδη οικονομική επιφάνεια που είχαν στο σκότος και σε βάρος του λιμώττοντος λαού αποκτήσει. Και όταν κάποτε ο οικονομικός δωσιλογισμός ξεχάστηκε, τα ίδια πρόσωπα, δηλαδή πολλά απ’ αυτά. επανέκαμψαν με ζήλο στην επιχειρηματική δράση. Απαίτησαν προνόμια και τα έλαβαν. Με τα ισχυρά κεφάλαια, κεφάλαια που είχαν αποκτηθεί με κατοχικό «ιδρώτα» και υπό καθεστώς άκρατου αμοραλισμού, επένδυσαν σε μονοπωλιακά ή ολιγοπωλιακά είδη και τα πολλαπλασίασαν. Έγιναν οι Ηρακλείς της ελληνικής οικονομίας.
Εκτός από τους αναφερόμενους οικονομικούς δωσίλογους, υπάρχουν και άλλες παρεμφερείς κατηγορίες, όπως οι κατοχικοί μεγαλομαυραγορίτες. Διαθέτοντας και καλλιεργώντας πάσης φύσεως διασυνδέσεις με τις Αρχές Κατοχής συγκέντρωσαν στα χέρια τους ποσότητες δυσεύρετων ειδών, κυρίως τροφίμων ευρείας κατανάλωσης, που τις έσπρωχναν στην κατανάλωση με χιλιοπλάσιες τιμές. Το αποτέλεσμα ήταν οι μεν μαυραγορίτες να θησαυρίζουν ανενόχλητοι και φυσικά ανεξέλεγκτοι, ο δε λαός να στερείται τα στοιχειώδη αγαθά που θα μπορούσε να προμηθευθεί, εκτός αν ήταν έτοιμος να διαθέσει ένα ολόκληρο σπίτι για να εξασφαλίσει λίγα μόλις γεύματα. Οι θάνατοι από πείνα οφείλονται σε αυτό το κλίμα μαυραγοριτισμού που απλώθηκε επί Κατοχής, ιδιαίτερα τον πρώτο χρόνο, τον φοβερό χειμώνα 1941-42.
Το παράδοξο όμως είναι που μεταπολεμικά αυτοί οι μεγαλομαυραγορίτες επέζησαν οικονομικά, αλλά και κοινωνικά, παρά το γεγονός ότι η κατοχική συμπεριφορά τους ήταν πάνω απ’ όλα αντικοινωνική και ανθελληνική. Και βεβαίως, όσοι δεν επέζησαν βιολογικά, είχαν τους φυσικούς διαδόχους τους για να πάρουν τη σκυτάλη και να συνεχίσουν το μεσουράνημα των επιχειρήσεων τους. Και πάλι το κατοχικό παρελθόν ξεχάστηκε…
Και έχουμε χαρακτηριστική περίπτωση τον γόνο ενός τέτοιου μεγαλομαυραγορίτη τροφίμων, διαθέτοντα πάντα το ισχυρότατο ταμείο που με τέτοια διαγωγή είχε σχηματίσει ο πατέρας ή ο παππους του. να φθάσει πενήντα χρονιά αργοτεραστη δημοσιότητα, ως αγοραστής της κληρονομητέας έπαυλης Μινέικο του Ψυχικού, την οποία αγόρασε από τον Ανδρέα Παπανδρέου. Είναι εκείνος που στη συνέχεια ήρθε πάλι στη δημοσιότητα, ζητώντας να του επιστραφούν τα χρήματα που είχε διαθέσει για την αγορά, η οποία ύστερα από ένα περίπλοκο πλέγμα διαδικασιών, ακυρώθηκε. Και. να προσθέσουμε, είναι ο ίδιος που τα τελευταία χρόνια τιμήθηκε με ηγετική θέση στη διοίκηση του Κολεγίου Αθηνών.
Όλους αυτούς τους οικονομικούς μεγαλοδωσιλόγους. που απέκτησαν τέτοιες αμύθητες περιουσίες, ο πανδαμάτωρ χρόνος -όπως ήταν αναμενόμενο- δεν τους λησμόνησε και ελάχιστοι σήμερα ίσως επιζούν. Αλλά και εκείνοι που πέθαναν και εκείνοι που τυχόν ζουν ανάμεσα μας. έχουν επιμελώς αποκρύψει το πραγματικό παρελθόν τους. Θα ήταν έλλειψη στοιχειωδών φυσικών ανακλαστικών αν γινόταν διαφορετικά.
Τα ονόματα των μεγαλοδωσίλογων σε Αθήνα – Πειραιά
Αβραμίδης Ιωακείμ, Αγγελόπουλος Θ. & Υιοί, Αγιουτάντης Α., Αλβανόπουλοι Κ. και Ι., Αλεξάτος Ιωάννης, Αντωνόπουλος Α., Βαρχανέα Σ., Βασιλάκος Α., Βασιλειάδης Αθανάσιος, Βέλλιος Ε., Βερνίκος Αλέξανδρος, Βερνίκος Κωνσταντίνος, Βερνίκος Νικόλαος, Βόμβα Αφοί, Βόμβας Δημήτριος, Βορεάδης Ιωάννης, Γεωργιάδης Γ. Γεωργιάδης Σ., Γιαδικιάρογλου Ρ, Γιαδικιάρογλου Φ., Γιαννουλάτος Ε., Γιατζόγλου Ε., Γκέρτσος Δημήτριος, Γκέρτσος Θεόδωρος, Γκέρτσος Κωνσταντίνος, Γκορίτσας Ε., ΓκουντελιάνΑ., Γκουτρούμ Κ., Δαμιανός Μ., Δευκόπουλος Κ., Δήμας Σ., Διάκος Ε., Δοανίδης Πέτρος, Δολτσέτης Ι., Έμκε ή Αθηναίος Φραγκίσκος, Ευστρατίου Δ., Ζαλώνης Μαξ, Ζαννέτος Κ., Ζανουδάκης Α., Ζανουδάκης Σ., Ζαντεμίκωφ Ζωή, Ζαχάρωφ Γεώργιος, Ζήζηλας Ι., Θεοδωρόπουλος Ε., Ιγγλέσης Γ, Ιωαννίδης Β., Ιωαννίδης Γ, Καβαντζάς Δ., Καββαδίας Κ., Καΐβάνοι Αφοί, ΚαλημέρηςΒ., Καλιάζης Κ., Καλιαμπέτσος Α. και Σ., Κάμφωνας Α., Καραγιάννης Κ., Καράσσος Σ., Καρδασιλάρη Υιοί, Κατηφόρης Παναγιώτης, Κατσίγερας Σταύρος, Κατσουρόπουλος Λεωνίδας, Κεφάλας Κωνσταντίνος, Κεχαγιάς Χ., Κηρύκοι-Αλεξάτος, Κηρύκος Γεώργιος, Κιλιτζιάν Κιρκόρ, Κόβερης Ιωάννης, Κόκκινος Κίμων, Κολοβός Γ, Κολοζώφ Α., Κοραής Σ., Κορωναίος Α.. Κουμς Δημήτριος, Κουρμούλης Μ., Κουρτ Μ., Κούρτογλου Ι., Κοφτ Βενιαμίν, Κρανιώτη Αφοί, Κριεζής Ιωάννης, Κρίκος Μ., Κυπαρισσόπουλος Ε., Κυφιώτης Α., Κωστάλας Σταύρος, Λαζαράκης Ανδρέας, Λαζαράκης Κωνσταντίνος, Λαζαρίδης Παναγιώτης, Λασκαρίδης Χ., Λιοπυράκης Θ., Λυμπεράκης Μ., Μαθιουδάκης Ι., Μανιακής Α., Μάνος Α., ΜαντζάκαςΣ., Ματαρατζής Ιωάννης, Μάτσας Λουκάς & Υιοί, Μαυράγγελος Μ., Μαύρος Φ, Μεγαλοοικονόμου Λεωνίδας, Μεϊμαρίδης-Πιρπίρογλου, Μήκας Δημήτριος, Μικέλης Ν., Μόσχος Πασχάλης, Μπαντζάς Ν., Μπαρμπαγιαννάκης Ιωάννης, Μπαρμπαρής Σ., Μπρούνο Λ., Μωυσόγλου Α., Ναούμ Ανδρέας, Ναχνικιάν Ζ., Νισίμ Κ., Νταής Α., Ντεκιπέλο Κατάλιτο, Ντιλέρνια Γ, Ξανθόπουλος Α., Ξανθόπουλος Ιωάννης, Ξανθόπουλος Παναγιώτης, Παβεζόπουλος Αλέξανδρος, Παπαδάκης Ε., Παπαδόπουλος Γ, Παπαδόπουλος Κ., Παπαδόπουλος Ο.Ε., Παπανικολάου Π., ΠαπασταύρουΧ., Παραβάντος Ι., Πασσάς Ιωάννης, Περδικάρης Εμμανουήλ, Πετρίδης Ι., Πετρίδης Κ., Πετρό-πουλος Κ., Πετυχάκης Φαίδων, Πλέσσας Αντωνιος, Πλέσσας Κωνσταντίνος, Πλέσσας Σπυρίδων, Πλέσσας Σταμάτης, Πουλάκος Β., Προφέτας Αρης, Ρεμέντζης Γ., Ρόζενσταϊν-Ροζάκης Λ., Ρουρούλης Σ., Ρούσσος Δ., Σαλαπάτας Α., Σαλαπάτας Β., Σαλαπάτας Σ., Σαλούστρος Παντελής, Σαραντάκης Ο., Σαράντης Ι., Σαράντης Ρ, Σαρφάτης Ρ, Σεραφειμίδης-Γεωργακάς, Σκλαβούνος Λ., Σουπίλας Ελευθέριος, Σοφιανόπουλος Π., Σταματόπουλοι Α., Λ., Θ., Ρ & Ο., Στασινόπουλοι Ι., Η & Μ., Στίκας Α., Στίπας Π., Συριανάκης Θ., Τερζόγλου Νικόλαος, Τολιάς Β., Φερλάτσο Ουμβέρτος, Φουρναράκης-Ιωαννίδης, Φώκερ Σ., Χάινε Ε., Χαραλάμπους Μιχαήλ, Χασαπάκος Χρ., Χατζηνάκος Γ, Χατζηπαναγιώτης Ι., Χόχνετς Φραντς.
Στη Θεσσαλονίκη
Αδαμίδης Κωνσταντίνος, Ακρίτας Γεώργιος, Αλεξανδρίδου Καπνοβιομηχανία, Αλούπης Μάνος, Αναστασιάδης Χρήστος, Ανδρεάδη Αδελφοί, Ανεζίνης Σταύρος, Αντωνίου Ανδρέας, Βαρδαλής Γ, Βέλλος Μιχαήλ, Βοράκης Ιωάννης, Βουλώνης Απόστολος, Βουλώνης Γεώργιος, Γαρύφαλλου Περικλής, Γεωργιάδη Αδελφοί, Γεωργιάδης Βασίλειος, Γεωργιάδης Γεώργιος, Γιαγκόπουλος Γεώργιος, Γκέκας Ευάγγελος, Γκέκας Στέφανος, Γκίμπελ Ελένη, Γκλάνοβιτς Στέφανος, Γκοτζαμάνης Χριστόφορος, Γκρος Ροβέρτος, Δανέζη Φανουρία, Δανίδης Εμμανουήλ, Δάνου-ΚαραβάνηΈλλη, Δερζακαριάν Βαρτάν, Δημητρακούδης Περικλής, Δημητρίου Γεώργιος, Διαμαντής Μενέλαος, Διαμαντής Νικόλαος, Διβόλης, Ζάρος Χρήστος, Ηλιάδης Δημ., Ηλιάδης Ηλίας, Ηλιάδης Ιορδάνης, Θεοδοσιάδης Αλέξανδρος, Καβουνίδης Νικόλαος, Καμπάνης Νικόλαος, Καμπούρογλου Κοσμάς, Καρατζάς Σωτήριος, Καρράς Γεώργιος, Καρύδα Αδελφοί, Καρύδας Κωνσταντίνος, Καστανής Νικ., Κεχαγιάς Χρήστος, Κιζιρίδης Παναγιώτης, Κιουτσής Χρήστος, Κλάιμπερ Αιμίλιος, Κοσμίδης Κωνσταντίνος, Κουλάκογλου Χαράλαμπος, Κουφοδόντης Κωνσταντίνος, Κυριακόπουλος Κύρ., Κύρου Αδελφοί, Κύρου Κύρος, Κυφιώτης Ιωάννης, Λαγουρός Λεωνίδας, Λαδόπουλος Πάνος, Λαζαρίδης Τηλέμαχος, Λαζόπουλος Γεώργιος, Λισσαίος Γεώργιος, Μανθόπουλος Πέτρος, Μανίας Ν., Μανούζας Εμμανουήλ, Μαρατσίτας Σπύρος, Μαυρομμάτης Δ., Μελάς Αθανάσιος, Μήλιος Δημ., Μητσικολάβος, Μιχαηλίδης Αθ., Μιχαηλίδης Μιχαήλ, Μπλέκας Νικόλαος, Μπόζοβιτς Αντώνιος, Μπούσιος Ι., Μύλλερ Ιωάννης, Ναθαναήλ Κωνσταντίνος, Ναούμ Νικίας, Νικολαίδης Α., ΝικολαΐδηςΌμηρος, Νικολαΐδης Περικλής, Νικολαίδης Πρόδρομος, Νικόπουλος Δημ., Ξανθόπουλος Γεράσιμος, Ξανθόπουλος Παναγιώτης, Ξενάκης-Δημητρακόπουλος, Οικονομόπουλος Αντώνιος, Οικονόμου Ιωάννης, Παιονίδης Φιλ., Πανίτογλου Βασίλειος, Παπαγεωργίου Αθ, Παπαγιαννόπουλος Δημ., Παπαδόπουλος Εμμανουήλ, Παπαδόπουλος Ζαχαρίας, Παπακώστας Χαρ., Παπαναούμ Λάσκαρης, Παπανικολάου Βάιος, Παπαζιάν Κιρκόρ, Παπαστρατηγάκης Μιχαήλ, Περδικάρης Ορέστης, Περτσινίδης Θεοχάρης, Πετράκης Νικόλαος, Πετρόπουλος Π., Πολλάτος Γεώργιος, Πράσινος Δημήτριος, Ριζόπουλος Άγγελος, Σαργός Παντελής, Σβες Χρ., ΣεμερτζιάνΧατζίκ, Σκενδέρης Αναστάσιος, Στάθης Θεόδωρος, Σταματόπουλος Χρήστος, Στεργιάδης Νικόλαος, Ταμπακίδης Ανδρέας, Ταντές Αντίγονος, Ταπτικλής Θεόδωρος, Τορνιβούκας Καπνοβιομηχανία, Τρύφωνος Άννα, Τσέντελης Αθανάσιος, Τσιγαρίδας Θωμάς, Τσούρκας Δημοσθένης, Φέσσας-Δήμας, Φέσσας Μιχαήλ, Φόνσερ Παύλος, Φραγκόπουλος Στέργιος, Φωτιάδης Βασίλειος, Χαλατζιάν Αρτίν, Χαμπούρης Άρης, Χαριζάνης Απ., Χατζηγεωργίου Καπνοβιομηχανία, Χατζηγεωργίου Γεώργιος, Χατζηγεωργίου Νικ., Χατζηνάκου Αδελφοί, Χατζηχρήστου Αρ., εργολάβος, Χατζόπουλος Γ, Χατζόπουλος Δημ., Χουβαρδάς Δημ., Χριστόπουλος Ταξ., Ωρολογάς Αλέξανδρος, Ωρολογάς Πέτρος.
Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο περιοδικό CRASH Δεκεμβρίου 2013