Έχει καλλιεργηθεί από ορισμένους η άποψη ότι οι Ορθόδοξοι μοναχοί, αντίθετα προς εκείνους της δυτικής Εκκλησίας που αναπτύσσουν κοινωνικό έργο, ακολουθώντας τον δρόμο του αναχωρητισμού δεν προσφέρουν τίποτε στο κοινωνικό σύνολο κλπ. Την ανυπόστατη αυτή άποψη διαψεύδει με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο η μακρόχρονη προσφορά του Αγίου Όρους στα Γράμματα, την Τέχνη, ακόμη και σε πλείστους άλλους τομείς. Ο επισκέπτης ενός αθωνικού μοναστηριού, αλλά και μιας σκήτης, διαπιστώνει αμέσως ότι εκτός από τα λατρευτικά και άλλα πνευματικά τους καθήκοντα οι μοναχοί μέσα στο κοινόβιο έχουν συγκεκριμένο διακόνημα, με το οποίο συμβάλλουν στη λειτουργία του, και ως σκητιώτες ή κελλιώτες έχουν κάποιο εργόχειρο, από το οποίο αποζούν. Μεγάλο μέρος των λειτουργικών αναγκών μιας μονής καλύπτεται από τα διακονήματα των μοναχών της. Ο χρόνος που αναπαύονται είναι συνήθως ελάχιστος κι όταν έχουν λίγη ελεύθερη ώρα κι αυτή την αξιοποιούν δημιουργικά με κάποια άλλη ενασχόληση. Λ.χ. κάποιος αγιογραφεί όχι για να διαθέσει τις εικόνες του, αλλά για προσωπική ευχαρίστης, άλλος συγγράφει κλπ.
Υπάρχουν μοναχοί που επιφορτίζονται με περισσότερα από ένα διακονήματα. Ορισμένες ασχολίες δεν είναι δυνατόν να γίνουν από ένα άτομο και σ' αυτές συμμετέχουν οι περισσότεροι μοναχοί του κοινοβίου.
Πρόκειται για τη λεγόμενη «παγκοινιά» (την ακούμε κι ως «παγκενιά» κλπ). Π.χ. στον τρύγο, τις ελιές, τα φουντούκια κλπ.
Αγιογράφος: ο καταγινόμενος με την ιστόρηση ιερών εικόνων και γενικά την αγιογραφία.
Αντιπρόσωπος: ο εκπρόσωπος της Μονής στην Ιερά Κοινότητα.
Αρχοντάρης: ο αρμόδιος για το αρχονταρίκι και τη φιλοξενία των επισκεπτών και προσκυνητών.
Βαγενάρης: ο υπεύθυνος του βαγεναριού (κρασαριού).
Βδομαδιάρης: ο ιερομόναχος που εφημερεύει τη βδομάδα.
Βηματάρης |
Βιβλιοδέτης: ο μοναχός που δένει βιβλία.
Βιβλιοφύλαξ: ο βιβλιοθηκάριος.
Βορδονάρης: ο ημιονηγός, επιμελείται και τον σταύλο και τη χορταποθήκη.
Βυρσοδέψης: ο μοναχός που κατεργάζεται τα δέρματα.
Γηροκόμος: ο μοναχός που περιποιείται τους γέροντες μοναχούς στο γηροκομείο.
Γιδάρης: ο μοναχός που φροντίζει τα γίδια στο μετόχι.
Γραμματικός: ο επιμελούμενος τη γραμματεία, αλληλογραφία κλπ της Μονής.
Δευτερεύων: ο αναπληρωτής του διαβαστή.
Διαβαστής: ο αναγνώστης στην τράπεζα.
Δοχειάρης: ο υπεύθυνος του δοχειού (αποθήκης τροφίμων).
Επιστάτης: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνεται από τα 15 μοναστήρια που δικαιούνται κάθε 5 χρόνια συμμετοχή στην Επιστασία.
Επιστημονάρχης: ο επόπτης των διαφόρων διακονημάτων.
Ηγούμενος: ο αρχιμανδρίτης, ο πνευματικός ηγέτης του μοναστηριού ιερομόναχος, ο πατέρας όλων των μοναχών.
Ηγουμενιάρης: ο εντεταλμένος με τη φροντίδα του ηγουμένου.
Ιεροψάλτης: καλλίφωνος μοναχός που ψέλνει στο δεξιό ή αριστερό αναλόγιο.
Καϊκτζής: ο καπετάνιος του καϊκιού της μονής.
Κανονάρχης: ο μοναχός που κανοναρχεί τους ψάλτες.
Κεχαγιάς: ο μοναχός που φροντίζει στο μετόχι τα πρόβατα.
Κηροπλάστης: ο μοναχός που κατασκευάζει τα κεριά.
Κοιμητηριάρης: ο υπεύθυνος για το κοιμητήριο και οστεοφυλάκιο της μονής.
Κολλυβάς: καλλιτέχνης μοναχός που φτιάχνει τα κόλλυβα των πανηγύρεων.
Κονακτζής: ο επιμελούμενος το Αντιπροσωπείο (κονάκι) της μονής στις Καρυές, όπου διαμένει ο αντιπρόσωπος της μονής στην Ιερά Κοινότητα.
Κουρτζής: ο υπεύθυνος για το δάσος της μονής.
Κωδωνοκρούστης: ο μοναχός που κρούει τις καμπάνες.
Μάγειρος: ο μοναχός που ετοιμάζει το φαγητό για την τράπεζα.
Μαραγκός: ο ξυλουργός της μονής.
Μάγκιπος: ο φούρναρης.
Μυλωνάς: ο υπεύθυνος του μύλου
Νοσοκόμος: ο μοναχός που φροντίζει τους ασθενείς στο νοσοκομείο της μονής.
Οικονόμος: ο υπεύθυνος για τους εργάτες και τις γενικές εργασίες της μονής, εκτελεί και χρέη δοχειάρη. Στη Μεγίστη Λαύρα ο οικονόμος λέγεται παρα-οικονόμος, γιατί Οικονόμισσα θεωρείται η Παναγία.
Πνευματικός: ο εξομολόγος.
Πορτάρης: ο φύλακας του πυλώνα της μονής.
Προβατάρης: βλ. κεχαγιάς.
Προσμονάριος: διακονητής σε θαυματουργή εικόνα.
Προσφοριάρης: ο μοναχός που παρασκευάζει τα πρόσφορα.
Πρώτος: ο μοναχός ή ιερομόναχος που στέλνει μια από τις 5 μονές που δικαιούνται για πρωτεπιστάτη, κάθε 5 χρόνια όταν έχει σειρά το μοναστήρι.
Ράφτης: ο μοναχός που ράβει τα ζωστικά, τα άμφια κλπ των αδελφών.
Σκευοφύλαξ: ο υπεύθυνος για το σκευοφυλάκιο (κειμηλαρχείο) της μονής.
Ταυριάρης: ο μοναχός που φροντίζει τα βόδια.
Ταχυδρόμος: ο μοναχός που μεταφέρει την αλληλογραφία.
Τζαγκάρης: κατασκευάζει τις παντούφλες και τα υποδήματα των μοναχών.
Τσέλιγκας: ο βοσκός του ποιμνίου.
Τυπικάρης: ο αρμόδιος για το τυπικό και επιμελούμενος το τυπικαριό.
Φαρμακοποιός |
Φαρμακοποιός: παρασκευαστής φαρμάκων και αλοιφών από βότανα (σήμερα ο υπεύθυνος του φαρμακείου).
Χαλκάς: κατασκευάζει τα χαλκωμένα σκεύη.
Χατλάρης: βλ. βορδονάρης.
Ψαράς: αλιεύει ψάρια για διατροφή των αδελφών τις επίσημες ημέρες.
Ωρειάριος: ο υπεύθυνος για το ωρειό (αποθήκη σιταριού).
Πηγή:
Ι.Μ. Χατζηφώτη
Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΑΓΙΟΝ ΟΡΟΣ,
εκδ. ΠΑΠΑΔΗΜΑ,