Γράφει ο ΙΟΣ
Δεν είναι μόνο η μανιάτικη καταγωγή που ενώνει τον συνεργάτη του πρωθυπουργού Π. Μπαλτάκο με τον χρυσαυγίτη Ν. Μιχαλολιάκο. Τους συνδέει και η λατρεία ενός δολοφονικού εθίμου της αρχαίας Σπάρτης που ο ένας το υμνεί και ο άλλος το εφαρμόζει
Τελικά ποιος είναι αυτός ο γενικός γραμματέας της κυβέρνησης; Για ποιο λόγο έχει ορθώσει το πολιτικό του ανάστημα απέναντι στις απέλπιδες προσπάθειες του κ. Ρουπακιώτη να καταθέσει το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, το οποίο στο κάτω κάτω της γραφής δεν είναι παρά η καθυστερημένη υλοποίηση μιας ανειλημμένης υποχρέωσης της ελληνικής πολιτείας; Ποιο είναι αυτό το μη εκλεγμένο πολιτικό στέλεχος, το οποίο μπορεί να επιλέγει αν «χρειάζεται» ή «δεν χρειάζεται» να προσαρμοστεί η ελληνική έννομη τάξη σε μια απόφαση-πλαίσιο της Επιτροπής της Ε.Ε., παρά το γεγονός ότι η κοινωνική πραγματικότητα βοά και το ρατσιστικό έγκλημα έχει γίνει καθημερινή πραγματικότητα για τις γειτονιές των μεγάλων πόλεων;
Είναι βέβαια γνωστό ότι τη δύναμή του ο κ. Παναγιώτης Μπαλτάκος την αντλεί από τον ίδιο τον πρωθυπουργό, με τον οποίο τον συνδέει παλιά στενή πολιτική συνεργασία. Εξίσου γνωστό είναι ότι στο άμεσο περιβάλλον του κ. Σαμαρά βρίσκονται από την εποχή ακόμα της «Πολιτικής Ανοιξης» άτομα με ανοιχτά ακροδεξιές απόψεις, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση εκείνη του Σάββα Χατζηπαρασκευά, εκδότη της φιλοχουντικής και ρατσιστικής εφημερίδας «Στόχος», και φυσικά τα στελέχη του ΛΑΟΣ (Βορίδης, Γεωργιάδης), τα οποία ήδη δίνουν τον δικό τους τόνο στην κυβερνητική παράταξη με την άνεση που τους παρέχει η ευλογία της ηγεσίας.
Αλλά αυτό που έχει ενδιαφέρον στην περίπτωση του κ. Μπαλτάκου είναι ότι πρόκειται για έναν λόγιο. Δεν είναι απλώς ένας άνθρωπος του προσωπικού μηχανισμού του κ. Σαμαρά. Ενδιαφέρεται για την αρχαία Ιστορία και ειδικά για τη Σπάρτη, χάρη στη μανιάτικη καταγωγή του. Από το 2004 έχει γράψει μάλιστα δύο ιστορικά μυθιστορήματα, με κυκλοφοριακή επιτυχία και αρκετά θετικές βιβλιοκρισίες.
Πώς συνδυάζεται ο συγγραφέας και ιστορικός ερευνητής με τον άνθρωπο που έδιωξε κακήν κακώς από το γραφείο του την Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, δηλώνοντας ρητά ότι δεν τον ενδιαφέρουν ούτε τα ανθρώπινα δικαιώματα ούτε η Επιτροπή; Την απάντηση θα τη βρούμε διαβάζοντας αυτές ακριβώς τις λογοτεχνικές απόπειρες του κ. Μπαλτάκου.
Η εμμονή του κ. Μπαλτάκου
Και τα δύο βιβλία που έχει γράψει ο κ. Μπαλτάκος βασίζονται σε μια προσωπική εμμονή. Και στα δύο κεντρικό ρόλο παίζει η «Κρυπτεία», την οποία ο συγγραφέας περιγράφει ως τη «μυστική υπηρεσία του σπαρτιατικού στρατού». Σ’ αυτήν την Κρυπτεία ανήκουν οι ήρωες των δύο βιβλίων, σ” αυτήν αποδίδει ο συγγραφέας όλα τα σπαρτιατικά ανδραγαθήματα, ενώ η πλοκή της «μυθιστορίας» του βασίζεται στην παντοδυναμία της Κρυπτείας.
Στο πρώτο βιβλίο που έγραψε ο κ. Μπαλτάκος («Το τέλος του Εφιάλτη», εκδ. Libro, Αθήνα 2004) περιγράφεται η εκτέλεση του Εφιάλτη από μονάδες της Κρυπτείας, δέκα χρόνια μετά την προδοσία στις Θερμοπύλες, ενώ στο δεύτερο εξιστορείται η δράση της Κρυπτείας στην Αθήνα κατά τις παραμονές της Σικελικής εκστρατείας και στο φόντο του σκανδάλου των Ερμοκοπιδών («Ερμοκοπίδες», εκδ. Ελληνικά Γράμματα», Αθήνα 2006).
Αλλά ποια είναι αυτή η Κρυπτεία και ποια σχέση υπάρχει μεταξύ της εικόνας του κ. Γενικού και της ιστορικής πραγματικότητας; Υπάρχουν ελάχιστες άμεσες αναφορές στην αρχαία γραμματεία, γεγονός που έχει προκαλέσει αρκετές συζητήσεις στην επιστημονική κοινότητα από τα τέλη του 19ου αιώνα. Την πρώτη ρητή αναφορά συναντάμε στους Νόμους του Πλάτωνα, όπου ο Σπαρτιάτης Μέγιλλος εκθειάζει την αντοχή στους πόνους και τη σκληραγώγηση των συμπολιτών του. Απαριθμώντας διάφορες μορφές αυτής της σκληρής εκπαίδευσης (πυγμαχία, αρπαγές, ξιπολησιά, ύπνος χωρίς στρώμα) αναφέρει και την Κρυπτεία ως θαυμάσια άσκηση αντοχής («θαυμαστώς πολύπονος προς τας καρτερήσεις», 633c).
Αλλά η εκτενέστερη σχετική αναφορά απαντά στον Πλούταρχο:
«Η ονομαζομένη παρ’ αυτοίς Κρυπτεία, αν βέβαια αυτή είναι μία από τας πολιτικάς διατάξεις του Λυκούργου, όπως διηγείται ο Αριστοτέλης, έκαμε και τον Πλάτωνα να σχηματίση την γνώμην αυτήν περί του πολιτεύματος και του ανδρός. Συνίστατο δε αύτη εις το εξής: Οι άρχοντες από καιρού εις καιρόν έστελλον έξω εις διάφορα μέρη της χώρας τους θεωρούμενους ως πλέον ευφυείς από τους νέους, οι οποίοι είχον μαζί των εγχειρίδια και τα αναγκαιούντα τρόφιμα και τίποτε άλλο. Αυτοί κατά την διάρκειαν της ημέρας διασπειρόμενοι εις τόπους κρυφούς εκρύπτοντο και ανεπαύοντο. Την νύκτα κατέβαινον εις τους δρόμους και όσους συνελάμβανον από τους είλωτας τους έσφαζον. Πολλάκις περιτρέχοντες και τους αγρούς εφόνευον τους ρωμαλεωτέρους και ανδρειοτέρους εξ αυτών. Τοιουτοτρόπως και ο Θουκυδίδης εις την ιστορίαν του Πελοποννησιακού πολέμου διηγείται, ότι όσοι εξελέγησαν υπό των Σπαρτιατών διά να ελευθερωθούν δι’ ανδραγαθίαν εστεφανώθησαν, διότι έγιναν ελεύθεροι, και περιήλθον τους ναούς των θεών, αλλά μετ’ ολίγον όλοι εξηφανίσθησαν, περισσότεροι από δύο χιλιάδας, ώστε ούτε τότε αμέσως ούτε κατόπιν ηδύνατο κανείς να είπη με ποίον τρόπον εφονεύθησαν. Ο Αριστοτέλης μάλιστα λέγει, ότι και οι έφοροι, ευθύς μόλις εγκατασταθούν εις την αρχήν, κηρύττουν πόλεμον κατά των ειλώτων, διά να θεωρήται νόμιμον το να τους φονεύουν».
(Πλουτάρχου, Βίοι Παράλληλοι, Λυκούργος, 28, μτφρ. Αν Λαζάρου, εκδ. Ζαχαρόπουλου, Αθήναι 1939, σ. 81).
Η αναφορά του Πλούταρχου στον Θουκυδίδη είναι ακριβής. Χωρίς να κατονομάζει την Κρυπτεία ο Θουκυδίδης αναφέρεται στη μυστηριώδη μαζική εξολόθρευση Ειλώτων:
«Κυριωτάτη ανέκαθεν μέριμνα των Λακεδαιμονίων, εις τας σχέσεις των προς τους Είλωτας, ήτο η αποσόβησις κινδύνων που εφοβούντο από αυτούς. Μίαν φοράν, μάλιστα, φοβούμενοι τον μεγάλον αριθμόν της νεολαίας των, κατέφυγαν και εις το εξής μέτρον. Επροκήρυξαν ότι όσοι από τους Είλωτας φρονούν ότι έχουν προσφέρει μεγαλυτέρας υπηρεσίας εις τους Λακεδαιμονίους διά της ανδρείας των κατά τον πόλεμον έπρεπε να δηλωθούν, διότι πρόκειται να τους απελευθερώσουν. Σκοπός όμως της προκηρύξεως ήτο να τους δοκιμάσουν, διότι όσοι εφρόνουν ότι είχαν την αξίωσιν ν” απελευθερωθούν πρώτοι, θα ήσαν και οι πρώτοι, οι οποίοι, λόγω του γενναίου φρονήματός των, θα εξηγείροντο εναντίον των. Και εξέλεξαν δύο περίπου χιλιάδας από αυτούς, οι οποίοι εστολίσθησαν με στεφάνους και περιήλθαν τους ναούς ως απελευθερωθέντες, αλλ’ ολίγον βραδύτερον τους εξηφάνισαν, χωρίς κανείς να μάθη πώς καθείς απ’ αυτούς εξωλοθρεύθη» (Βιβλίον Δ, 80, μτφρ. Ελ. Βενιζέλος).
Για τον θεσμό της Κρυπτείας έχουν δοθεί πολλές ερμηνείες. Αλλοι τον έχουν συνδυάσει με την ανάγκη να ελεγχθεί ο υπερπληθυσμός των Ειλώτων, άλλοι το παρομοιάζουν με δοκιμασίες ενηλικίωσης άλλων στρατοκρατικών πολιτισμών. Το πιθανότερο είναι να πρόκειται για συνδυασμό των δύο. Εκεί που συμφωνούν όλοι (γιατί δεν είναι δυνατόν να μη λάβουν υπόψη τους τις πρωτογενείς πηγές) είναι ότι η Κρυπτεία αναφέρεται στη δολοφονία Ειλώτων από νέους Σπαρτιάτες στη Λακωνική ύπαιθρο. Ο τρόπος, η οργάνωση, το εύρος αυτών των δολοφονικών επιχειρήσεων, δεν έχει αυτή τη στιγμή σημασία.
Από πού κι ωώς πού λοιπόν «ένδοξη μυστική υπηρεσία»; Οι πρωτογενείς πηγές τουλάχιστον συμφωνούν ότι η Κρυπτεία σχετίζεται με δολοφονίες Ειλώτων σε ατομική ή μαζική κλίμακα. Αλλά και οι σύγχρονοι ιστορικοί συμφωνούν σ’ αυτό το ζήτημα. Αποκλίνουν μόνο οι ερμηνείες για τη σκοπιμότητα του δολοφονικού θεσμού.
Ποια είναι σήμερα η «Κρυπτεία»
Μπορεί η παντοδυναμία της Κρυπτείας να βρίσκεται στη λογοτεχνική φαντασία του κ. Μπαλτάκου, αλλά ανάλογες φαντασιώσεις θα συναντήσουμε και αλλού. Η Χρυσή Αυγή αυτοπαρουσιάζεται ως μια σύγχρονη μορφή Κρυπτείας. Σε μια από τις καθιερωμένες φιέστες που οργανώνει η ναζιστική ομάδα κάτω από το μνημείο του Λεωνίδα στις Θερμοπύλες, ο Ηλίας Κασιδιάρης ήταν παραπάνω από σαφής, μιλώντας τον Ιούλιο του 2008 μπροστά σε μερικές δεκάδες συναγωνιστών του:
«Εν πλήρη ευταξία η παράταξις αυτή αναδεικνύει τον προορισμό του κινήματος. Είμαστε η ασπίδα της Σπάρτης που καρτερικά φυλάττει το σώμα της Ελλάδος. Συνεχίζουμε τον μοναχικό μας δρόμο, υπομένοντας τις διώξεις, τις συκοφαντίες, τα συνεχή κτυπήματα των εχθρών που πληγώνουν με βαθιές χαρακιές τον όγκο της ασπίδας μας. Και αναμένουμε τη στιγμή της μεγάλης αντεπίθεσης, βαδίζοντας στα χνάρια της αρχαίας Κρυπτείας που έπληττε αθόρυβα μέσα στο απόλυτο σκότος και τη σιωπή τους εσωτερικούς εχθρούς της πόλεως».
Οι «εσωτερικοί εχθροί της πόλεως» είναι γνωστοί. Πρόκειται γι’ αυτούς που η Χρυσή Αυγή θεωρεί «υπανθρώπους»: τους μετανάστες, τους Εβραίους, τους αριστερούς, τους ομοφυλόφιλους, τους Ρομά, κ.ο.κ. Αλλά σημασία έχει η επίσημη παραδοχή της οργάνωσης, ότι στόχος της από το 2008 ήταν να ξεχυθεί τα βράδια «αθόρυβα μέσα στο απόλυτο σκότος» και να πλήξει αυτούς τους «εσωτερικούς εχθρούς». Γνωρίζουμε σήμερα ότι αυτή η «Κρυπτεία» δρα πλέον καθημερινά και ανεξέλεγκτα. Μόνο ένα μικρό μέρος από τα θύματά της γίνεται γνωστό, αλλά αρκεί κι αυτό για να καταλάβουμε ότι το ρατσιστικό έγκλημα στη χώρα μας έχει πάρει τεράστιες διαστάσεις.
Οσο για τη σημερινή χρήση του όρου, αυτή έχει επεκταθεί σε σκινάδες, θιασώτες του black metal και μέλη της διεθνούς ναζιστικής μουσικής σκηνής. Εως και εθνικοσοσιαλιστικό συγκρότημα με την ονομασία Krypteia διαθέτουμε από το 2003. Από το διαφημιστικό του συγκροτήματος αντιγράφουμε τον δικό του ορισμό: «Η Κρυπτεία υπήρξε μια ανελέητη πρακτική στην αρχαία Σπάρτη. Οι Σπαρτιάτες πολεμιστές έβγαιναν συχνά έξω τη νύχτα και έσφαζαν τους δυνατότερους Είλωτες. Η πρακτική είχε δύο σκοπούς: να διατηρεί την πλειοψηφία των Ειλώτων σε καθεστώς τρόμου και να εκπαιδεύει τους Σπαρτιάτες νέους να είναι ανελέητοι».
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με όσα γράφει ο κ. Μπαλτάκος; Αυτός εξάλλου δεν μιλά για ομάδες μαχαιροβγαλτών, αλλά για μια δοξασμένη «μυστική υπηρεσία». Μη βιάζεστε. Μια πρώτη σχέση διαπιστώνουμε στα πρόσφατα ντοκουμέντα της Χρυσής Αυγής περί Κρυπτείας. Διαβάζοντας το κείμενο «Λυκούργος και Σπάρτη» που ανήρτησε η οργάνωση στον ιστότοπό της λίγο μετά την εκλογή μελών της στο ελληνικό Κοινοβούλιο, διαπιστώνουμε ότι υιοθετεί κι αυτή τη θεωρία περί «μυστικής υπηρεσίας πληροφοριών». Αντιγράφουμε:
«Απ’ τα 18 μέχρι τα 20 τους χρόνια, οι νέοι ήταν υποχρεωμένοι να συμμετέχουν ενεργά στην Κρυπτεία: Επίλεκτες ομάδες νεαρών Σπαρτιατών στέλνονταν στη λακωνική ύπαιθρο, με ελάχιστα εφόδια και υποτυπώδη εξοπλισμό. Περνούσαν την ημέρα σε σκοτεινά κρησφύγετα, ενώ τη νύχτα εξορμούσαν στους αγρούς και σκότωναν τους πιο ισχυρούς και επικίνδυνους για την πόλη είλωτες. Την οργάνωση και την εκτέλεση αυτών των επιχειρήσεων, καθώς και το άρτια οργανωμένο δίκτυο πληροφοριών που απαιτεί αυτή η δραστηριότητα, κάλυπτε άκρα μυστικότητα».
Η CIA της Λακωνίας!
Η Χρυσή Αυγή, δηλαδή, αποδέχεται την εκδοχή Μπαλτάκου περί Κρυπτείας, ενώ ταυτόχρονα θεωρεί ότι η ίδια δρα στο πρότυπο της αρχαίας αυτής «μυστικής υπηρεσίας» για να εξαφανίσει τους «εσωτερικούς» εχθρούς της πόλης. Ολα τα στοιχεία συγκλίνουν ότι υπάρχει μια κοινή πηγή αυτής της (παρ)ερμηνείας της Κρυπτείας από τον κ. Μπαλτάκο και τη ναζιστική οργάνωση. Αναφερόμαστε στο γνωστό ιστορικό μυθιστόρημα χολιγουντιανής υφής του Στίβεν Πρέσφιλντ «Πύλες της Φωτιάς» που αναφέρεται στη μάχη των Θερμοπυλών και έχει γίνει μπεστ σέλερ και στην Ελλάδα.
Σε ένα σημείο αυτού του βιβλίου ρωτάει κάποιος: «Ξέρεις τι είναι η Κρυπτεία;» Ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος:.
«Είναι μια μυστική οργάνωση μεταξύ των ομοίων. Κανείς δεν ξέρει τα μέλη της, εκτός του ότι είναι από τους νεότερους, τους δυνατότερους και κάνουν τη δουλειά τους τη νύχτα».
«Και τι δουλειά είναι αυτή;»
«Εξαφανίζουν ανθρώπους. Είλωτες, εννοώ. Προδότες είλωτες».
«Τώρα απάντησέ μου σ’ αυτό και σκέψου καλά πριν μιλήσεις. Αν ήσουν μέλος της Κρυπτείας και ήξερες όσα σου είπα προ ολίγου γι’ αυτό τον είλωτα, τον Κόκορα, ότι είχε εκφράσει επαναστατικά συναισθήματα απέναντι στην πόλη και ότι ανέφερε επιπλέον την πρόθεσή του να τα κάνει πράξη, τι θα έκανες;»
«Θα ήταν καθήκον μου να τον σκοτώσω, αν ήμουν μέλος της Κρυπτείας».
Για τη σχέση της οργάνωσης με τις «Πύλες της Φωτιάς» μαρτυρούν οι στήλες της εφημερίδας της, όπου καλούνται τα μέλη να διαβάσουν το ιστορικό αυτό μυθιστόρημα: «Εργα όπως οι Πύλες της Φωτιάς επηρέασαν ένα ευρύτατο κοινό, ασχέτως πολιτικής τοποθέτησης, παρόλο που οι πιο πιστοί λάτρεις του εν λόγω συγγραφικού είδους διαθέτουν συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα. Το γεγονός αυτό ανάγκασε πολλούς “προοδευτικούς” να αναρωτηθούν αφελώς: “Μα καλά, αφού αυτά είναι ωραία βιβλία. Πώς είναι δυνατόν να τα διαβάζουν φασίστες;”»
Με την ασυνήθιστα κομψή αυτή διατύπωση, η οργάνωση (που διαθέτει αυτή τη «συγκεκριμένη ιδεολογική ταυτότητα») εκφράζει τον ενθουσιασμό της και ταυτόχρονα υιοθετεί ως άλλοθι για τη δική της δράση εναντίον των «εσωτερικών εχθρών» τις πολεμικές πρακτικές των Σπαρτιατών.
Από τη δική του πλευρά ο κ. Μπαλτάκος εμφανίζει μια εξιδανικευμένη εικόνα του βάρβαρου θεσμού, ταυτίζοντας την Κρυπτεία με μια ευγενική οργάνωση ατόμων με υψηλές αρχές και ιδανικά, οι οποίοι ταυτόχρονα διαθέτουν την παντοδυναμία μιας αρχαίας CIA. Για να συμβιβάσει τα ιστορικά δεδομένα περί Κρυπτείας με την αυθαίρετη άποψή του αυτή, ο κ. Μπαλτάκος επιμένει σε πολλά σημεία των βιβλίων του στη μυστικότητά της: «Η Κρυπτεία ακολουθούσε πάντοτε διαδικασίες αφανείς και απόκρυφες», γράφει στο «Τέλος του Εφιάλτη» (σ. 212). «Δεν παραδεχόμασταν καν την ύπαρξη της συγκεκριμένης μονάδας του στρατού μας. Φήμες και διαδόσεις μόνον υπήρχαν γι’ αυτήν. Ποτέ παραδοχή». Και σε άλλο σημείο του ίδιου βιβλίου επαναλαμβάνει: «Η Κρυπτεία είναι μύθος. Είναι οπτασία. Δεν παραδεχόμαστε, όπως ξέρεις, την ύπαρξή της, ειδικά έξω από τη Σπάρτη. Αυτός ο μύθος πρέπει να διατηρηθεί. Ο μύθος είναι πιο επίφοβος, πιο αποτελεσματικός κι από την Κρυπτεία την ίδια» (σ. 262).
Εδώ ο συγγραφέας προσεγγίζει τις σύγχρονες θεωρίες περί αόρατων «Ε», ομάδων υπεράσπισης δηλαδή της αιώνιας Ελλάδας, οι οποίες είναι ιδιαίτερα δημοφιλείς στους χώρους της Ακροδεξιάς. Ασφαλώς είναι δικαίωμα του λογοτέχνη να δίνει ακόμα και αυθαίρετες ερμηνείες σε ιστορικά στοιχεία. Ομως ο ίδιος ο κ. Μπαλτάκος τη θεωρία του περί Κρυπτείας την αποδίδει σε πραγματικά δεδομένα και ιστορική έρευνα. Στην «επεξήγηση όρων» που συνοδεύει το πρώτο του βιβλίο αναφέρεται η Κρυπτεία ως «η “μυστική” υπηρεσία του σπαρτιατικού στρατού». Και ο ίδιος στις εισαγωγές του επιχειρεί να αποδώσει σε ιστορικούς και αρχαιολόγους τον έλεγχο της ιστορικής ακρίβειας των λεγομένων του.
Δεν είναι βέβαια όλοι όσοι επικαλείται και ευχαριστεί για τις συμβουλές τους ο κ. Μπαλτάκος αυτό που θα λέγαμε «ειδικοί επιστήμονες». Για παράδειγμα, δύσκολα θα κατατάσσαμε σ’ αυτή την κατηγορία τους αρθρογράφους της εφημερίδας «Φίλαθλος» που κατονομάζει ο συγγραφέας. Ξεχωρίζουμε όμως την ειδική αναφορά σε έναν γνωστό συγγραφέα του «εθνικοπατριωτικού χώρου», τον Σαράντο Καργάκο. «Για την τελική διαβεβαίωση περί της ανυπαρξίας ιστορικών λαθών ευχαριστώ τον κ. Σαράντο Ι. Καργάκο», αναφέρει στην εισαγωγή του ο κ. Μπαλτάκος. Ωστε διαβεβαίωσε περί της ανυπαρξίας ιστορικών λαθών ο κ. Καργάκος. Αλλά ο ίδιος άλλα λέει:
«Το πιο σκληρό μέτρο εναντίον των Ειλώτων, και συνάμα δόλιο, ήταν η Κρυπτεία. […] Οσοι Είλωτες ξεχώριζαν για τα ηγετικά τους προσόντα ή για το ανυπότακτο φρόνημά τους και την απείθειά τους, δολοφονούνταν κατά τη διάρκεια της νύκτας σε ενέδρα. […] Οι Είλωτες μέσα στο πλαίσιο της στρατιωτικής αγωγής των νέων, ήσαν έμψυχοι στόχοι. Οι δολοφονίες τους σκοπούσαν στη διέγερση του μίσους, ώστε να παραμένουν εσαεί εχθροί της Σπάρτης και να την κρατούν σε διαρκή πολεμική ετοιμότητα, σε διαρκή πολεμικό συναγερμό. Μια ηπιώτερη συμπεριφορά θα είχε πιο καταπραϋντικά αποτελέσματα. Με τη συμμετοχή τους, όμως, στην Κρυπτεία οι νέοι ήσαν “ψημένοι” πλέον ψυχικά να ενταχθούν στη φάλαγγα. Είχαν βάψει τα χέρια τους στο αίμα, που είναι η πιο σοβαρή δοκιμασία για τον στρατιώτη της παλιάς εποχής, που είχε τον αντίπαλο προ των οφθαλμών του. Με άλλα λόγια, η Κρυπτεία ήταν ένα είδος φόρου σε αίμα για την πολεμική προετοιμασία της Σπάρτης» (Σαράντος Ι. Καργάκος, «Ιστορία της Αρχαίας Σπάρτης», εκδ. Gutenberg, Αθήνα 2006, σ. 416-7).
Ενδιαφέρον έχει και το γεγονός ότι το έργο αυτό του κ. Καργάκου, το οποίο εκδόθηκε με τη χορηγία του νομάρχη Λακωνίας κ. Φούρκα, την ευλογία του μητροπολίτη κ. Ευσταθίου και τη διαμεσολάβηση του στρατηγού Μοσχοβάκη, αναφέρει στον δεύτερο τόμο του ως «αξιοσπούδαστο» το έργο του κ. Μπαλτάκου.
Ο (επίσης Μανιάτης) κ. Καργάκος κρατά δηλαδή για τον εαυτό του την ορθή ερμηνεία της Κρυπτείας, αλλά δεν χαλά το χατίρι στον κ. Μπαλτάκο και δεν διαπιστώνει ιστορικά λάθη στη δική του εκδοχή. Βέβαια δεν είναι μόνον ο Πρέσφιλντ, ο Μπαλτάκος και η Χρυσή Αυγή που παρομοιάζουν την Κρυπτεία με σύγχρονη μυστική υπηρεσία. Το επιχείρησαν και ορισμένοι φιλόλογοι και ιστορικοί, οι οποίοι έδωσαν δικές τους ερμηνείες στις κάπως ημιτελείς διατυπώσεις του Πλούταρχου.
Κανείς τους όμως δεν εξιδανίκευσε την Κρυπτεία. Ολοι θεωρούν αυτονόητη τη δολοφονική της δράση. Μάλιστα εκείνος που κατεξοχήν επιχείρησε να αναπτύξει τη θεωρία της μυστικής υπηρεσίας ήταν ο Βίκτορ Ντέιβις Χάνσον, ο οποίος όμως την παρομοίασε με μια πρώιμη μορφή της Γκεστάπο! Αραγε αυτό είχε κατά νου ο κ. Γενικός όταν εκθείαζε την Κρυπτεία;
……………………………………………………………………..
Η σύγχρονη Κρυπτεία
Πώς συνδέεται ο θαυμασμός του κ. Μπαλτάκου για την αρχαία Κρυπτεία με τη σημερινή πολιτική του στράτευση στον αγώνα κατά του αντιρατσιστικού νομοσχεδίου ή την προκλητική του αδιαφορία για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τους υπερασπιστές τους;
Την απάντηση θα βρούμε στην ανάλυση του σπουδαίου ελληνιστή Πιερ Βιντάλ-Νακέ για την Κρυπτεία: «Είναι αδύνατον να διαχωρίσουμε την Κρυπτεία από την πραγματική λειτουργία που ασκούσε μέσα στη σπαρτιατική κοινωνία, λειτουργία που πρέπει να διαμορφώθηκε βασικά από τον 8ο αι., χρονολογία της κατάκτησης της Μεσσηνίας: το να ευνοεί, δηλαδή, την με όλα τα μέσα διατήρηση ενός αστυνομικού κράτους απέναντι στις ενδημικές εξεγέρσεις του υποδουλωμένου πληθυσμού της Μεσσηνίας και της ίδιας της Λακωνίας. Ο κρύπτης, όπως και ο έφηβος των αθηναϊκών μύθων, είναι ένας πανούργος κυνηγός, όμως είναι ένας κυνηγός Ειλώτων. Η προσωρινή αγριότητα του κρύπτου είναι μία αγριότητα κοινωνικοποιημένη σε μεγάλο βαθμό και μάλιστα πολιτικοποιημένη: χρησιμεύει άμεσα στη διατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής τάξης».
Το όραμα ενός αστυνομικού κράτους, το οποίο κρατά με τη βία την εξουσία απέναντι στις εξεγέρσεις του πληθυσμού, είναι δυστυχώς πολύ σύγχρονο. Η χρήση μορφών κράτους έκτακτης ανάγκης, η υποβάθμιση κάθε μορφής κοινοβουλευτικού ελέγχου, η αντιμετώπιση των πολιτικών αντιπάλων ως εσωτερικών εχθρών συμβαδίζουν με την όξυνση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης.
Εδώ βρίσκεται και ο ρόλος της Χρυσής Αυγής. Εκφράζει τη σύγχρονη «κοινωνικοποιημένη» και «πολιτικοποιημένη» αγριότητα. Για την ακρίβεια, αυτή η αγριότητα είναι που της έδωσε τη σημερινή της δημοφιλία. Και όπως αποδεικνύεται από την κυβερνητική κωλοτούμπα με το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, το ζήτημα για το στενό επιτελείο του κ. Σαμαρά είναι αν θα μπορέσουν να χρησιμοποιήσουν αυτή τη σύγχρονη μορφή Κρυπτείας για τη «διατήρηση της πολιτικής και κοινωνικής τάξης».
Στη λογοτεχνική παραγωγή του κ. Μπαλτάκου θα ανακαλύψουμε όμως και τη σκοπιμότητα που κρύβεται πίσω από τον σκαιό τρόπο που φέρθηκε ο κ. Γενικός στους εκπροσώπους της Εθνικής Επιτροπής για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, αλλά και πίσω από τον άκομψο τρόπο με τον οποίο άδειασε τον υπουργό Δικαιοσύνης για το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο. Στο «Τέλος του Εφιάλτη» ο κ. Μπαλτάκος συνοψίζει τον ιδανικό τρόπο διοίκησης:
«Να είστε αργοί στη λήψη των αποφάσεων, πολυσυλλεκτικοί στη συσσώρευση απόψεων, αλλά γρήγοροι και αποφασιστικοί όταν η απόφασή σας έχει ληφθεί. Μην βιάζεστε να λάβετε μιαν απόφαση, βιαστείτε όμως να την εφαρμόσετε. Οσο αργοί είστε στη λήψη της, τόσο γρήγοροι να είστε στην εφαρμογή της. Γιατί είναι, πια, απόφαση σωστή. Εκτός από μία περίπτωση. Αν οι κατώτεροί σας υποδεικνύουν λύσεις χωρίς να ερωτηθούν, απομακρύνετέ τους άμεσα και αγνοήστε τους. Αν ενεργούν μ’ αυτόν τον τρόπο, είναι ξεκάθαρο πως δεν θέλουν να συμβουλεύσουν, θέλουν να διοικήσουν. Αν εκφράσουν γνώμη χωρίς να ερωτηθούν και επιμένουν για την αποδοχή της, στερήστε τους τον λόγο. Θέλουν να σας υποκαταστήσουν, όχι να σας βοηθήσουν» (σ. 202).
Είναι προφανές ότι ο κ. Γενικός θεωρεί την Εθνική Επιτροπή για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα αλλά και τον υπουργό Δικαιοσύνης «κατωτέρους» του, οι οποίοι υπέπεσαν στο σφάλμα να «υποδείξουν λύσεις», κατά συνέπεια απέδειξαν ότι επιδίωκαν να τον υποκαταστήσουν. Και ακολουθώντας τις «σπαρτιάτικες» αρχές που ο ίδιος έχει επινοήσει τους έστειλε και τους δύο από κει που ήρθαν…