Καί ἐκεῖ πού πολεμάει τό παλληκάρι τό ἀγλύκαντο, μέρα καί νύκτα, ἀκούει μιά γνώριμη φωνή, πού τόν ξυπνάει:
- Λοιπόν τό Σούλι δέν χάθηκε καί ζῇ.
Ἦταν ἡ Λάμπη, ἡ ἀδελφή τοῦ παλληκαριοῦ.
- Τί καλά μοῦ φέρνεις, Λάμπη;
- Ζεστή κουλούρα, ἀδελφέ, πού σοῦ τήν ἐζύμωσα μέ τά χεράκια μου καί ἡ μάννα τήν ἔψησε στήν ἀνθρακιά μονάχη. Ἔλα νά φᾷς καί νά ξαποστάσης.
- Δέν μπορῶ, καημένη, νά παρατήσω τό τουφέκι ...
- Αὐτό εἶναι ἡ συλλογή σου, Νάση; Ἔρχομαι ἐγώ καί σοῦ κρατῶ τόν τόπο σου ... Νά, σοῦ ἔστρωσα! Καί δός μου τό τουφέκι.
Χαμογελᾷ ὁ ἀδελφός ὁ καπνισμένος. Καί δέν ἔχει ἀνάγκη νά μάθη τήν κορασιά πῶς πιάνουν τό τουφέκι.
Ὁ πόλεμος ἐβαστοῦσε πάντα. Μέ χέρι σταθερό ἐγέμιζεν ἐκείνη καί σημάδευε. Καί ὁ ἀδελφός της παραπέρα ἔτρωγε ἥσυχος καί μονάχα τήν πεῖνά του ἄκουγε, τήν θεριεμένη μέσα του.
Καί ὁ πόλεμος ἐβαστοῦσε. Καί ἐκεῖ ἕνα βόλι ἦλθε καί ἐπέτυχε κατάστηθα τήν κορασιά. Καί αὐτή ἔκανε καρδιά καί δέν ἐμιλοῦσε. Τό αἷμα ἐπλημμύριζε τόν κόρφο της. Ἡ Λάμπη ἐσημάδευε καί ἐτουφεκοῦσε.
- Ἔφαγες, Νάση;
- Κοντεύω, ἀκόμη λίγο, Λάμπη.
Ἡ κόρη ἐξαναρώτησε καί δεύτερη καί τρίτη φορά. Καί τότε μέ ἕνα πήδημα τό παλληκάρι βρέθηκε κοντά της. Ἄρπαξε τό τουφέκι καί ἥσυχο, καθώς εἶχε τραβηχθῆ, ἐξανάρχισε τόν πόλεμο.
Ἀμίλητη ἡ Σουλιωτοπούλα ἐπῆγε παραπίσω καί ἔπεσε.
Καί ὁ πόλεμος ἐβαστοῦσε ...
" Μεγάλα
Χρόνια" 1930 (Ἀναγνωστικόν
Στ΄
Δημοτικοῦ
1964)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου