http://diastixo.gr/logotexnikakeimena/pezografia/5922-mia-simantiki-gnorimia
κείμενο: Ελπιδοφόρος Ιντζέμπελης
Με το μολύβι έγραψα την ημερομηνία. Σάββατο 9 Σεπτεμβρίου 1937. Έπειτα πήρα τη λευκή πετσέτα, τη δίπλωσα και την έβαλα στον ώμο. Πήγα προς τη μεριά του καθρέπτη, ίσιωσα τα μαλλιά και σήκωσα λίγο το παντελόνι.
Όπως χάζευα τον εαυτό μου, κάπου από μακριά άκουσα το όνομά μου. Έριξα την τελευταία φευγαλέα ματιά και με γοργό βήμα κατευθύνθηκα προς την εξώπορτα. Με το που διάβηκα το κατώφλι, το βλέμμα μου έπεσε στην απέναντι πλευρά. Ένα αυτοκίνητο μάρκας Ντε Σότο είχε παρκάρει δίπλα στη θάλασσα. Μέσα από τη λιμουζίνα βγήκαν δυο νέοι. Ένας ψηλός και ένας κοντός. Τέντωσαν το κορμί τους για να ξεπιαστούν και πήγαν στο τραπέζι που είχαμε δίπλα στην ξύλινη εξέδρα. Κάθισαν, και με την πετσέτα καθάρισα το τραπέζι. Τους χαμογέλασα και τους είπα τι έχει το μαγαζί. Αυτοί διάλεξαν γρήγορα και στράφηκαν προς τη μεριά της θάλασσας, εκεί που οι ακτίνες γυάλιζαν το απαλό γαλάζιο χρώμα του Αμβρακικού.
Σε λίγα λεπτά το τραπέζι γέμισε με του πουλιού το γάλα. Ο ένας έτρωγε και ο ψηλός μιλούσε για τη θάλασσα και για κάποια άλλα πράγματα που δεν τα καταλάβαινα. Κάποια στιγμή ο ψηλός σήκωσε το χέρι και απήγγειλε κάποια λόγια που είχαν ωραίο ρυθμό. Μετά το τέλος της απαγγελίας, ένα χειροκρότημα ακούστηκε από τον φίλο του, που τον λέγανε Δημήτρη.
Με το ψωμί στο χέρι και το πιρούνι στο άλλο, ο Δημήτρης έκανε νόημα στον Οδυσσέα.
–Φάε, καλέ μου, άσε για λίγο την ποίηση, γιατί θα μείνουν μόνο τα κόκαλα. Πρέπει να φάμε καλά γιατί δεν ξέρουμε τι μας περιμένει στην Κέρκυρα, στη σχολή εφέδρων όπου θα παρουσιαστούμε.
Ο Οδυσσέας κούνησε καταφατικά το κεφάλι και στρώθηκε στο φαγητό. Μέσα σε λίγα λεπτά τα πιάτα είχαν αδειάσει. Όταν τους πήγα το γλυκό νεραντζάκι, το έφαγαν με μεγάλη ευχαρίστηση. Ο Οδυσσέας με κοίταξε στα μάτια και με ρώτησε αν διαβάζω. Κατέβασα το κεφάλι και του απάντησα πως δεν έχω βιβλία για να διαβάσω. Σηκώθηκε όρθιος και πήγε στο αυτοκίνητο και μου έφερε ένα βιβλίο. Στο εξώφυλλο έγραφε Προσανατολισμοί. Άνοιξε το εσωτερικό του βιβλίου και έγραψε κάτι και μου το χάρισε.
–Διάβασέ το και δεν θα χάσεις, μου είπε.
Τον ευχαρίστησα και περίμενα να τελειώσουν για να μαζέψω τα πιάτα.
Η σκόνη του αυτοκινήτου και το φως του ήλιου με θάμπωσαν τόσο που δεν διέκρινα καλά την παλιά λιμουζίνα που αναχωρούσε για το νησί της Κέρκυρας.
.......................................................................................
Τα χρόνια είναι αλήθεια πως τρέχουν σαν το νερό της βρύσης. Έμαθα γράμματα, αλλά δεν μπόρεσα να ξεφύγω από την ταβέρνα, αφού πέθανε ο πατέρας και κάποιος έπρεπε να δουλέψει στο μαγαζί. Αργότερα απόκτησα οικογένεια και η προσωπική μου εργασία έκανε το κατάστημά μας γνωστό με πολύ καλή φήμη. Θα ήταν το 1947 όταν πέρασε το καλοκαίρι μια παρέα και κάθισε στο μπροστινό τραπέζι της παραλίας. Μία κοπέλα και ένας ψηλός άντρας. Βγήκα έξω για να πάρω την παραγγελία. Όπως μου μιλούσε ο ψηλός άντρας, ταξίδευα μέσα από το αγαπημένο μου βιβλίο της ποίησης που μου είχαν χαρίσει από μικρό παιδί. Είναι αλήθεια πως είχα διαβάσει τα ποιήματα πάρα πολλές φορές. Τα ήξερα από έξω και τα διάβαζα όταν είχα χρόνο. Και έτσι, συνειρμικά συνδέοντας τη μνήμη με τον άνθρωπο που μου θύμιζε πολλά, του είπα: «Πριν απ’ τα μάτια μου ήσουν φως, πριν απ’ τον έρωτα έρωτας και όταν σε πήρε το φιλί γυναίκα...». Ο ψηλός άντρας σηκώθηκε όρθιος, μου έδωσε το χέρι και μου μίλησε με θερμά λόγια.
–Αλήθεια, με ρώτησε, διαβάζεις ποίηση;
–Όχι πολύ, αλλά ξέρω απ’ έξω τα ποιήματα της συλλογής «Προσανατολισμοί».
–Άρα ξέρεις ποιος είμαι.
Του χαμογέλασα και του είπα πως είναι ο Οδυσσέας.
–Ναι, μου απάντησε, και τα υπόλοιπα ήρθαν τόσο γρήγορα που και να είχα φαντασία δεν θα μπορούσα να τα διηγηθώ, γιατί θα νομίζετε πως λέω ψέματα και είμαι ένας καλός παραμυθάς.
–Αλήθεια, με ρώτησε, διαβάζεις ποίηση;
–Όχι πολύ, αλλά ξέρω απ’ έξω τα ποιήματα της συλλογής «Προσανατολισμοί».
–Άρα ξέρεις ποιος είμαι.
Του χαμογέλασα και του είπα πως είναι ο Οδυσσέας.
–Ναι, μου απάντησε, και τα υπόλοιπα ήρθαν τόσο γρήγορα που και να είχα φαντασία δεν θα μπορούσα να τα διηγηθώ, γιατί θα νομίζετε πως λέω ψέματα και είμαι ένας καλός παραμυθάς.
Ο Οδυσσέας, όποτε περνούσε από το χωριό μου, το Μενίδι Αιτωλοακαρνανίας, σταματούσε πάντοτε για να φάει στην ψαροταβέρνα. Οι περισσότεροι δεν ήξεραν ποιος είναι και καλύτερα γιατί ο κόσμος στο χωριό και να ήθελε δεν είχε χρόνο για να διαβάσει. Η φτώχεια μας έκανε να αγωνιζόμαστε πρώτα για τον επιούσιο και μετά για οτιδήποτε άλλο.
Θυμάμαι όμως το 1961 όταν μου έστειλε μια ποιητική συλλογή με τον τίτλο Άξιον Εστί. Τη διάβασα πολλές φορές, αλλά δεν κατάλαβα λέξη. Μόνο όταν μελοποίησε τα ποιήματα ο Μίκης Θεοδωράκης, τότε κατάλαβα πόσο σημαντική είναι η ποίησή του.
Αυτά τα ποιήματα και άλλες ποιητικές συλλογές μού τις έστειλε με χειρόγραφη αφιέρωση. Τα φύλαξα στο συρτάρι του κομοδίνου και τα διάβασα πάρα πολλές φορές. Τώρα που μεγάλωσα, μου ζήτησε ένα περιοδικό της Κέρκυρας, ο «Πόρφυρας», να τους διηγηθώ πώς γνώρισα τον μεγάλο ποιητή. Μου έστειλαν έναν συγγραφέα, τον Φίλιππο Φιλίππου, που ήρθε στο σπίτι και μου πήρε συνέντευξη. Φωτογράφησε τις αφιερώσεις των βιβλίων και πήρε τις λίγες φωτογραφίες που έβγαλα με τον Οδυσσέα... Μου χάρισε ένα τεύχος του περιοδικού και μου υποσχέθηκε να μου στείλει το τιμητικό αφιέρωμα στον ποιητή. Κλείνοντας την εξώπορτα, όταν έφυγε ο συγγραφέας, νόμισα πως σφάλισα ένα μεγάλο κομμάτι από τη ζωή μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου