http://www.paramythia-online.gr/tsamides.htm
Ως Τσαμουριά (Cameria, Chameria) αποκαλούν οι Αλβανοί την περιοχή της Ηπείρου που περιλαμβάνει τις γεωγραφικές ζώνες Ηγουμενίτσας, Πάργας, Παραμυθιάς, Φιλιατών και του Μαργαριτίου. Πρόκειται δηλαδή για τη Θεσπρωτία. χάρτες
Η παρουσία των Αλβανών Τσάμηδων στην Ήπειρο του A΄ μισού του 20ού αιώνα παραμένει ένα από τα λιγότερο γνωστά θέματα του παρελθόντος, ένα θέμα που για αρκετές δεκαετίες αγνοήθηκε από την ιστοριογραφία και παρέμεινε στο περιθώριο, ενώ η ενασχόληση μ΄αυτό κινήθηκε στη δεκαετία του 1990 στα όρια της προπαγάνδας και του σωβινισμού από την αλβανική πλευρά. Tα κείμενα που ακολουθούν, αποτελούν μία προσπάθεια ανασύνθεσης του παρελθόντος γύρω από το θέμα, είναι το αποτέλεσμα έρευνας στην Ελλάδα και το εξωτερικό και στηρίζεται ως αρχειακό υλικό. Μπορείτε να συμμετεχετε στην συζητηση για το θέμα της Τσαμουριάς στο forum της Παραμυθιά on line.
.
Περιληπτικά:
Ορισμένες από τις ιστοσελίδες των τσάμηδων:
..................................................................................................................
..................................................................................................................
Τσαμουριά ονομάζεται η περιοχή εκείνη της Ηπείρου, που εκτείνεται κατά μήκος της ακτής ανάμεσα στις εκβολές του ποταμού Αχέροντα και μέχρι το Βουθρωτό και ανατολικά μέχρι τους πρόποδες του όρους Ολύτσικας (Τόμαρος). Η περιοχή ταυτίζεται με τη Θεσπρωτία και ένα μικρό της τμήμα ανήκει σήμερα στην Αλβανία με κέντρο την κωμόπολη Κονίσπολη.
Για την προέλευση της ονομασίας υπάρχουν πολλές εκδοχές. Η περισσότερο ανταποκρινόμενη στην πραγματικότητα φαίνεται να είναι η εκδοχή που κάνει λόγο για παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις (Καλαμάς), με παραφθορά του με την πάροδο του χρόνου: Θύαμις, Θυάμις, Τσ(ι)άμης, δηλ. ο κάτοικος που βρίσκεται κοντά στον Θύαμη ποταμό, την Θυαμυρία, την Τσ(ι)αμουριά.
Στο ελληνικό τμήμα της Τσαμουριάς ζούσαν το 1923 20.319 μουσουλμάνοι που είχαν την αλβανική ως μητρική γλώσσα. Για την καταγωγή των Τσάμηδων υπάρχουν διαφορετικές προσεγγίσεις. Ορισμένοι ερευνητές τους προσμετρούν σε εκείνους, που τον 17ο αιώνα, λόγω της αποτυχίας της επανάστασης του 1611 που προσπάθησε να υποκινήσει ο Μητροπολίτης ∆ιονύσιος ο επονομαζόμενος από τους Οθωμανούς Σκυλόσοφος, ασπάσθηκαν το Ισλάμ. Άλλοι θεωρούν τη γλώσσα ως στοιχείο που συνηγορεί υπέρ της αλβανικής καταγωγής των Τσάμηδων. Μετά την ίδρυση του αλβανικού κράτους το 1913 και κυρίως στη δεκαετία του 1920, οι Τσάμηδες κατέστησαν σημείο αναφοράς για την αλβανική πλευρά, η οποία άρχισε να καταβάλει κάθε προσπάθεια για να δημιουργήσει ζήτημα.
Στις διατάξεις της συνθήκης της Λωζάννης (24.7.1923) δεν γίνεται λόγος για Έλληνες και Τούρκους, αλλά για Μουσουλμάνους και Χριστιανούς. Θα έπρεπε τότε όλοι οι μουσουλμάνοι, μεταξύ των οποίων και οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες, να ανταλλαγούν με τους Έλληνες. Όμως οι Τσάμηδες οι οποίοι ήταν περίπου 20000 εξαιρέθηκαν. Η ειδική αυτή ρύθμιση ήταν το αποτέλεσμα μιας πρωτοβουλίας με πρωταγωνιστές τον Υπουργό Εξωτερικών της Αλβανίας P. Evangelji και τον εκπρόσωπο της αλβανικής Αντιπροσωπείας στην Κοινωνία των Εθνών (ΚτΕ), B. Blishinti, ενώ σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε και ο επικεφαλής της ιταλικής Αντιπροσωπείας G. Montagna, ο οποίος πρότεινε να παραμείνουν οι Τσάμηδες στην Ελλάδα.
Μια άλλη πτυχή αυτού του ζητήματος συνιστούν οι περιουσίες των Τσάμηδων. Ένα τμήμα των περιουσιών κατασχέθηκε με βάση τη Συνθήκη της Λωζάννης και ύστερα από συμφωνία με τους ιδιοκτήτες για να καλυφθούν οι ανάγκες των προσφύγων που εγκαταστάθηκαν την Ήπειρο, ωστόσο το ζήτημα επανήλθε πολλές φορές στην επικαιρότητα με τις ενέργειες των Αλβανών και τις αντίστοιχες του Βενιζέλου], όπως και πριν από την εισβολή των ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα το 1940. Αυτή η δεύτερη φάση του ζητήματος των Τσάμηδων, που τελείωσε το 1944 αποτελεί ένα περίπλοκο θέμα.
Είναι γεγονός, ότι οι Τσάμηδες αισθανόμενοι αδικημένοι με την εξέλιξη του θέματος των περιουσιών τους οδηγήθηκαν και στο να συνεργασθούν με τους Ιταλούς και τους Γερμανούς. Τον Ιούλιο του 1942, υπό την καθοδήγηση του J. Dino γαμπρού του αλβανού Πρωθυπουργού S. Verlatsi, οι Τσάμηδες συγκροτούν την K.S.I.L.I.A. («Αλβανικό Σύστημα Πολιτικής Διοικήσεως») με 14 Τάγματα έχοντας ως κύριο στόχο τους την εξολόθρευση του ελληνικού πληθυσμού στην περιοχή της Θεσπρωτίας, Μετά τη συνθηκολόγηση των Ιταλών το 1943, οι Τσάμηδες πέρασαν στο στρατόπεδο των Γερμανών.
Στα Ιωάννινα οργανώθηκε ένα ειδικό στρατιωτικό τμήμα των Τσάμηδων με γερμανικές στολές. Στη εφημερίδα των Τιράνων "Bashkimi i Kombit" στις 14.3.1944 δημοσιεύθηκαν οι κοινές ενέργειες των Τσάμηδων με τους Ναζί το Φεβρουάριο του 1944, που είχαν ως τραγικό αποτέλεσμα την πυρπόληση 25.000 σπιτιών και τη δημιουργία 100.000 προσφύγων. Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, οι Τσάμηδες συναισθανόμενοι τις συνέπειες από την συμπεριφορά τους στη διάρκεια της κατοχής, αναζήτησαν προστασία στην Αλβανία, και 18.000 άτομα, εγκατέλειψαν την Ελλάδα, ενώ με βάση τα στοιχεία της απογραφής της 7/4/1951, είχαν παραμείνει στην Ελλάδα 123 Τσάμηδες. Στη συνέχεια οι Τσάμηδες κατηγορήθηκαν για αξιόποινες πράξεις και για συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις. Το Ειδικό Δικαστήριο Δωσίλογων των Ιωαννίνων, εκδίδει μέχρι το 1948, χίλιες επτακόσιες και πλέον καταδικαστικές αποφάσεις εις βάρος των Τσάμηδων, με ποινή για πολλούς εξ' αυτών το θάνατο.
Στη συνέχεια πραγματοποιήθηκε η απαλλοτρίωση και διανομή των περιουσιών των Τσάμηδων η οποία επεβλήθη από την ανάγκη εποικισμού των περιοχών, ενώ υλοποιήθηκε και η διαδικασία για την αφαίρεση της ιθαγένειας. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης της Αλβανίας από τους Χότζα και Αλία το ζήτημα των Τσάμηδων πέρασε ουσιαστικά στο περιθώριο. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ο Χότζα αντιμετώπισε στην αρχή τους Τσάμηδες που κατέφυγαν στην Αλβανία με δυσπιστία, αφού θεωρήθηκαν συνεργάτες των Ιταλών και γι΄ αυτό ένα μέρος τους μετακινήθηκε προς τα βόρεια της χώρας, στο Δυρράχιο, στο Φίερι και την Αυλώνα. Μετά από όλο αυτό το διάστημα της σιωπής γύρω από τους Τσάμηδες, με την πτώση του κομμουνισμού στην Αλβανία το 1991, το ζήτημά τους επανήλθε στην επικαιρότητα και παραμένει ένα ζήτημα που ανακύπτει μετά σε κάθε φάση έντασης στις σχέσεις Ελλάδας- Αλβανίας
..................................................................................................................
ΑΧΑΡΙΣΤΕΣ ΓΕΝΕΕΣ ΟΙ ΤΣΑΜΗΔΕΣ
Επιμέλεια Στίβενς Σμιθ (S. J. SMITH)
Πηγές: Από το Αρχείο της Πανελλήνιου Συνομοσπονδίας Εθνικών Αντιστασιακών Οργανώσεων
Μετά την Μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών οι Τουρκαλβανοί της Θεσπρωτίας, οι επωνομαζόμενοι και “Τσάμηδες”, παρέμειναν στη Θεσπρωτία, διότι δήλωσαν ότι είναι Ελληνες και δεν επιθυμούν την ανταλλαγή.
Οι Τσάμηδες αριθμούσαν περί τις 18.000 πληθυσμό, ασχολούνταν με τη γεωργία και κατείχαν τα καλύτερα κτήματα στην περιοχή.
Είναι δε αναρίθμητες οι ενδείξεις ευνοίας, αγάπης και στοργής του Ελληνικού Κράτους προς αυτούς. Παρόλα αυτά, εκμεταλλευόμενοι την ανοχή και τους εκ παραδόσεως φιλελεύθερους θεσμούς της χώρας μας, συνέχιζαν τις αδιάλειπτες συνωμοτικές τους ενέργειες δια την ενσωμάτωση της Θεσπρωτίας στην Αλβανία.
Το χιμαιρικό αυτό όνειρό τους ενίσχυαν και υποδαύλιζαν με οδηγίες και κατευθύνσεις οι εκάστοτε Αλβανικές Κυβερνήσεις.
Οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας δεν παρέλειπαν καμιά ευκαιρία διεθνούς περιπλοκής, για να εκδηλώσουν τα ανθελληνικά τους αισθήματα.
Μετά την κατάκτηση της Αλβανίας από τους Ιταλούς, οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας ενισχύθηκαν μεθοδικότερα και συστηματικότερα με χρήματα και οπλισμό από τους Ιταλοαλβανούς.
Και όταν κατά την Ιταλική επίθεση της 28 Οκτωβρίου ο Ελληνικός Στρατός υποχώρησε στο Νότιο Τομέα, οι Τσάμηδες αποτέλεσαν την εμπροσθοφυλακή του Ιταλικού Στρατού. Με γιορτές και πανηγύρια ύψωσαν στο Μαργαρίτι την Αλβανική σημαία.
Στα τρία χρόνια της Κατοχής οι Τσάμηδες βοηθούσαν με ένοπλα τμήματα τα Ιταλικά κι αργότερα τα Γερμανικά στρατεύματα στις επιχειρήσεις εναντίον των Ελλήνων ανταρτών. Προέβησαν κατά το χρονικό αυτό διάστημα σε ανομολόγητα εγκλήματα κατά του χριστιανικού στοιχείου της περιοχής. Οι αναρίθμητοι φόνοι, οι βιασμοί των γυναικών, οι πυρπολήσεις των σπιτιών, η κλοπή ολοκλήρων ποιμνίων και άλλων κινητών πραγμάτων, ήταν συνηθισμένες πράξεις. Μεταξύ άλλων φόνευσαν και το Νομάρχη Θεσπρωτίας.
Στις 29-9-1943, ύστερα από την απόφαση της Τσάμικης ηγεσίας, της Μιντζιλισί Ινταρέ, αποφασίζεται ο “αποκεφαλισμός” της Ελληνικής ηγεσίας της περιοχής. Επιλεχτικά, συλλαμβάνονται πενήντα δύο Ελληνες και δεμένοι οδηγούνται ενάμισυ χιλιόμετρο έξω από την Παραμυθιά, στον Αη Γιώργη, με συνοδεία πενήντα Τσάμηδων και δεκαπέντε Γερμανών. Ο επικεφαλής Γερμανός αξιωματικός γλυτώνει τρεις και εκτελούνται οι υπόλοιποι σαράντα εννιά. Παπάς, γιατρός, Γυμνασιάρχης, Σχολάρχης, Δήμαρχος, καθηγητές, δάσκαλοι, επιχειρηματίες, αγρότες, έπεσαν τραγουδώντας το “Γέρο Δήμο” και το “Εχε γειά”. Την ίδια μέρα της εκτέλεσης μπαίνει στην Παραμυθιά ο καινούργιοςΔεσπότης Δωρόθεος, παρόλο που ο Πρόεδρος του Διεθνούς Ερυθρού Σταυρού, Ελβετός Μπίκελ, τον προέτρεπε να μη πάει. Κανένας Χριστιανός δεν παραβρέθηκε στην υποδοχή. Παντού τρόμος θανάτου. Ο Δεσπότης, τριαντάχρονος τότε, μόνο με το Διάκο του, πηγαίνει κατ’ ευθείαν στον Γερμανό φρούραρχο, τον πείθει και αφήνει ελεύθερους τους πεντακόσιους Χριστιανούς, κρατούμενους Παραμυθιώτες και την επομένη, με συνοδεία δύο Γερμανούς στρατιώτες παίρνει και πέντε χριστιανούς, πηγαίνει στον τόπο της θυσίας και ενταφιάζει τους σαράντα εννιά άταφους μάρτυρες.
Για τον αφελληνισμό της Θεσπρωτίας, προσπάθησαν, δι’ ασκήσεως ψυχολογικής βίας, να αντικαταστήσουν την Ελληνικήν γλώσσα με την Αλβανικήν.
Το καλοκαίρι του 1944 οι ομάδες ανταρτών του ΕΔΕΣ απελευθέρωσαν την Παραμυθιά, την Πάργα και μεγάλο παραλιακό τμήμα της Θεσπρωτίας.
Ο Διοικητής της 10ης Μεραρχίας του ΕΔΕΣ με προκήρυξή του την 29 Ιουνίου 1944 καλεί τους Τσάμηδες να καταθέσουν τα όπλα και να ασχοληθούν με τα ειρηνικά τους έργα. Τους διαβεβαιώνει δε ότι θα προστατευθεί η ζωή, η τιμή και η περιουσία τους.
Παρ’ όλα αυτά η Διοίκηση της 10ης Μεραρχίας των ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ του Ναπ. Ζέρβα κοινοποιεί προς τους Τσάμηδες την 30 Ιουνίου 1944, νέαν προκήρυξη, στην οποία μεταξύ των άλλων ανέφερε:
“Παρά τον τουφεκισμόν 49 επιφανών κατοίκων της Παραμυθιάς και την ενέργειαν και άλλων εκτελέσεων, ως και προδοτικών πράξεων του Μουσουλμανικού στοιχείου, η Μεραρχία επέδειξε τας πλέον διαλλακτικάς διαθέσεις. Ο Μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλεως απολαμβάνει ήδη ελευθερίας και προστασίας ζωής, τιμής και περιουσίας. Παρά ταύτα εδέχθημεν σήμερον επίθεσιν Γερμανών βοηθουμένων υπό ενόπλων τμημάτων Τουρκαλβανών. Εν τη επιθυμία μας, όπως εξαντλήσωμεν παν μέσον συμφιλιώσεως, διαβεβαιούμεν και πάλιν τους Τουρκαλβανούς της Θεσπρωτίας ότι διαπνεόμεθα υπό των καλλιτέρων και φιλικωτέρων διαθέσεων έναντι αυτών και υποσχόμεθα πλήρη προστασίαν των, προς το συμφέρον σας προσκαλώ όλους, όπως καταθέσετε τα όπλα και ασχοληθείτε με τα ειρηνικά σας έργα. . .”.
Και η προκήρυξη αυτή δεν βρήκε απήχηση στην ψυχή των Τσάμηδων.
Οχι μόνο δεν κατέθεσαν τα όπλα, αλλά με διάφορες πονηριές και κωλυσιεργίες κατόρθωσαν να κερδίσουν τον απαιτούμενο χρόνο για να διώξουν στην Αλβανία τις οικογένειές τους, τις οικοσκευές, τα ποίμνια και τα λεηλατημένα κινητά. Οι ένοπλοι απεχώρησαν μαζί με τα Γερμανικά στρατεύματα στην Αλβανία, όπου έκτοτε παραμένουν.
Οσοι εγκατέλειψαν τις εστίες τους, είχαν συνειδητοποιήσει ότι βαρύνονταν με τρομερές εγκληματικές πράξεις, για τις οποίες πίστευαν, ότι θα έπρεπε να λογοδοτήσουν και να υποστούν βαριές κυρώσεις.
Αργότερα ο Εμβέρ Χότζα της Αλβανίας προσέφυγε στα Ηνωμένα Εθνη και ζητούσε την επαναφορά των Τσάμηδων στη Θεσπρωτία, αίτημα, που συνεχίζεται απ’ όλες τις μέχρι σήμερα Αλβανικές Κυβερνήσεις.
Αλλά και οι κάτοικοι της Θεσπρωτίας είναι αδύνατον να συζήσουν με τους φονιάδες των πατέρων τους, τους βιαστές των κοριτσιών τους, τους πυρπολητές των σπιτιών τους, τους άρπαγες της περιουσίας τους, τους προδότες που με κάθε αποτρόπαιο μέσο προσπάθησαν να αλβανοποιήσουν τον τόπο τους.
Και ασφαλώς δεν μπορεί να υπάρχει Ελληνας, που να μη συμμερίζεται τη θέση τους.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ: τα εγκλήματα των Τσάμηδων έχουν καταδικασθεί από την Ελληνική Δικαιοσύνη και την Διεθνή κοινή γνώμη.
..................................................................................................................
1 / 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ευρΣΔΑ
Περιουσίες Τσάμηδων και Αλβανών στην Ελλάδα
- Άρση του εμπολέμου και διεθνής προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου -
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ (συνοπτικά)
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Η περιουσία των Τσάμηδων, κύρια αιτία ρήξης με τον χριστιανικό πληθυσμό στο μεσοπόλεμο
Τα περιουσιακά στοιχεία των Τσάμηδων αποτέλεσαν τον κύριο λόγο ρήξης με τον χριστιανικό πληθυσμό κατά τον μεσοπόλεμο. Οι ξένες επεμβάσεις (Αλβανίας και Ιταλίας) δεν ήταν ασήμαντες. Ωστόσο, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα είχαν βρει έδαφος αν δεν υπόβοσκε η αγωνία των Τσάμηδων για την πράγματι σημαντική περιουσία τους.
Σε αυτό το συμπέρασμα συγκλίνουν τα ακόλουθα:
Όταν η Τσαμουριά1 πέρασε στην Ελλάδα κατά τους Βαλκανικούς πολέμους, οι περισσότεροι Τσάμηδες επέλεξαν την ελληνική ιθαγένεια, σύμφωνα με το άρθρο 4 της Συνθήκης των Αθηνών του 1913. Κύρια εξήγηση της επιλογής της ελληνικής ιθαγένειας ήταν η διατήρηση των μεγάλων τσιφλικιών τους στην Ήπειρο2.
Με την εφαρμογή του νόμου 2521/19203, ξέσπασε δυσφορία ανάμεσα στους Τσάμηδες γιατί πολλοί από αυτούς ήταν ιδιοκτήτες γης, ζούσαν αποκλειστικά σχεδόν από το γεώμορο και θεώρησαν τις αποζημιώσεις, που τους επιδικάστηκαν για τη σύμφωνα με τις διατάξεις του νόμου παραχώρηση της σοδειάς στους κολλήγους, ανεπαρκείς4.
Ανησυχία στην περιοχή προκάλεσε και το από 22 Νοεμβρίου 1922 νομοθετικό διάταγμα "Περί επιτάξεως ακινήτων δι' εγκατάστασιν προσφύγων και απαλλοτριώσεως οικοπέδων δι' ανέργεσιν προσφυγικών συνοικισμών"5, αν και η εφαρμογή του φέρεται να έγινε στην Τσαμουριά με "πνεύμα επιείκειας"6.
Η πιεστική ανάγκη αποκατάστασης των προσφύγων από την Μ. Ασία οδήγησε λίγο αργότερα στην δέσμευση ή και στην απαλλοτρίωση, μεταξύ άλλων, και κτημάτων των Τσάμηδων7. Μάλιστα, με απόφαση του Ν. Πλαστήρα επετράπη η κατάληψη των ακινήτων εν γένει και προ της καταβολής αποζημίωσης. Σε διπλωματικό επίπεδο, αυτό προκάλεσε συνεχείς αλβανικές κατηγορίες σε βάρος της Ελλάδας στην Κοινωνία των Εθνών8. Σε διμερές επίπεδο, η αλβανική κυβέρνηση πίεσε για την ειδική ρύθμιση, μέσω συμφωνίας, των αποζημιώσεων των περιουσιακών στοιχείων των μουσουλμάνων "αλβανικής φυλής ή υπηκοότητας"9. Σε τοπικό επίπεδο, οι σχέσεις Τσάμηδων (μουσουλμάνων) και χριστιανών (προσφύγων και μη) εντάθηκαν κατακόρυφα. Χαρακτηριστικά αναφέρεται ότι τον Φεβρουάριο του 1925 εγκαταστάθηκαν 18.000 πρόσφυγες από την Μ. Ασία στα χωριά των μουσουλμάνων που θεωρήθηκαν ανταλλάξιμοι και ετοιμάστηκαν να φύγουν για Τουρκία. Όμως, η ανταλλαγή ματαιώθηκε (μεσολάβησε ξαφνική απόφαση του στρατηγού Πάγκαλου της 23ης Ιανουαρίου 1926) και οι Τσάμηδες επέστρεψαν στα σπίτια τους και στα χωράφια τους στα οποία είχαν ήδη εγκατασταθεί οι χριστιανοί πρόσφυγες. Η τριβή μεταξύ των δύο ομάδων πληθυσμού μετριάστηκε μόνο μετά την άνοιξη του 1926 όταν σταδιακά οι πρόσφυγες μετακινήθηκαν προς τη Θεσσαλία10.
Ο αγροτικός νόμος του 1926 με τα άρθρα 3 και 5 διαφοροποίησε τις περιοχές Θεσσαλίας, Άρτας, Ηπείρου, Μακεδονίας και Θράκης. Σ' αυτές τις περιπτώσεις επέτρεπε την απαλλοτρίωση και στα κάτω των 30 εκταρίων κτήματα. Ο λόγος ήταν ότι σε αυτές τις περιοχές εγκαταστάθηκαν πρόσφυγες. Έτσι, όμως, πλήττονταν οι μικροϊδιοκτήτες Τσάμηδες11.
Το 1926 υπογράφηκαν από τον στρατηγό Πάγκαλο τέσσερις διμερείς συμβάσεις με την Αλβανία12. Λίγο μετά την ανατροπή του (πάντοτε το 1926), εισήχθησαν στην Βουλή για κύρωση. Η μία από αυτές ("Περί εγκαταστάσεως και προξενικής υπηρεσίας") αποσύρθηκε τελευταία στιγμή από την συζήτηση στην κοινοβουλευτική επιτροπή γιατί στο άρθρο 3 όριζε ότι οι Αλβανοί υπήκοοι, κτήματα των οποίων στην Ελλάδα έχουν απαλλοτριωθεί, δικαιούνταν αποζημίωση μεγαλύτερη από εκείνη που προβλεπόταν βάσει της αγροτικής νομοθεσίας.
Η κυβέρνηση Βενιζέλου, επιθυμώντας την ηρεμία στον πληθυσμό της Τσαμουριάς, ψήφισε το 1930 και το 1931 ειδικούς νόμους για την "εύλογη" (ευνοϊκή) αποζημίωση των Τσάμηδων και την ταχύτερη διευθέτηση των περιουσιακών εκκρεμοτήτων13.
Αντιθέτως, η δικτατορία του Μεταξά υιοθέτησε το 1937 νόμο για την αναγκαστική απαλλοτρίωση των υπολειπόμενων αλβανικών περιουσιών στο όνομα του αναδασμού της γης. Η καταβολή των σχετικών αποζημιώσεων καθυστέρησε υπερβολικά.
Οι προηγούμενες επεμβάσεις στα περιουσιακά στοιχεία των Τσάμηδων οδήγησαν στον προοδευτικό εκτοπισμό τους από γη και σπίτια με αποτέλεσμα, αφενός τα τοπικά μίση14, αφετέρου την αναζήτηση ξένου προστάτη στην υπό Ιταλική κατοχή (1939) "Μεγάλη Αλβανία"15. Ήδη, πριν τον Οκτώβριο του 1940 χίλιοι πεντακόσιοι Τσάμηδες είχαν εκτοπισθεί στην Χίο, στην Κρήτη και σε άλλες απόμακρες περιοχές της χώρας16. Η ρήξη με το κεντρικό ελληνικό κράτος συντελέστηκε ουσιαστικά πριν τον πόλεμο εξαιτίας των περιουσιακών στοιχείων των Τσάμηδων17.
1. ΔΕΔΟΜΕΝΑ
1.1.Γεωγραφία
Τσαμουριά λεγόταν η περιοχή της Ηπείρου που εκτείνεται, παραλιακά, από τις εκβολές του Αχέροντα μέχρι το Βουθρωτό και, ανατολικά, ως τις υπώρειες της Ολύτσικας. Ένα μικρό τμήμα περιήλθε στην Αλβανία. Το 1923, το ελληνικό τμήμα της αποτελούσαν οι περιφέρειες των υποδιοικήσεων Παραμυθιάς, Φιλιατών και Μαργαριτίου18. Πρόκειται, δηλαδή, για την σημερινή Θεσπρωτία.
1.2.Πληθυσμός
Το 1923 στην Τσαμουριά ζούσαν 20.319 μουσουλμάνοι που είχαν τα αλβανικά ως μητρική γλώσσα19. Το 1925 η αλβανική κυβέρνηση έδωσε τον αριθμό των 25.000 μουσουλμάνων20. Από την απογραφή του 1928 προέκυψε ότι στην Ήπειρο ζούσαν 17.008 μουσουλμάνοι αλβανικής γλώσσας21. Το 1938 αναφέρθηκαν από την Γενική Διοίκηση Ηπείρου 17.311 αλβανομουσουλμάνοι στην περιοχή22. Η επεξεργασία των αποτελεσμάτων του 1940 δεν ολοκληρώθηκε ποτέ αλλά σύμφωνα με μία πηγή οι μουσουλμάνοι της περιοχής ανέρχονταν σε 16.66123. Σύμφωνα με μία άλλη -πιο αξιόπιστη- πηγή, οι μουσουλμάνοι ανέρχονταν σε 21.000 έως 22.00024. Τέλος, οι ιταλοί υπολόγισαν το 1941, κατά τρόπο όμως υπερβολικό, ότι στην περιοχή κατοικούσαν 26.000 χριστιανοί Αλβανοί Τσάμηδες, 28.000 μουσουλμάνοι Αλβανοί Τσάμηδες έναντι μόνο 20.000 Ελλήνων25.
Το 1947 αναφέρονται 113 Τσάμηδες στην περιφέρεια της Πάργας, εκ των οποίων 7 είναι άντρες και 79 γυναίκες26. Η δε απογραφή του 1951 αναφέρει στην Ήπειρο 127 μουσουλμάνους αλβανικής γλώσσας27.
Σύμφωνα με μία πρόσφατη πηγή28, σήμερα στο νομό Θεσπρωτίας διαμένουν 44 Τσάμηδες οι περισσότεροι των οποίων έχουν γεννηθεί (στην Ελλάδα) μετά το 1948 και συγκεκριμένα: 7 άτομα στα Σύβοτα (πρώην Μούρτος), 12 στον Αργυρότοπο (συνοικισμός Πολυνέρι, πρώην Κούτσι) και 25 στη Μαζαρακιά (συνοικισμός "Κόντρα").
1.3.Ιθαγένεια
Ήδη από το 1913, βάσει της συνθήκης των Αθηνών (άρθρο 4), οι περισσότεροι Τσάμηδες επέλεξαν την ελληνική ιθαγένεια.
Οι λίγοι, που επέλεξαν την οθωμανική ιθαγένεια το 1913, έφυγαν για την Τουρκία. Εξαιτίας όμως των κακών συνθηκών διαβίωσης στην Τουρκία, ξαναγύρισαν στην Ελλάδα29. Κατάφεραν να παραμείνουν στην Ελλάδα και προκύπτει ότι ανακάλεσαν την απόφασή τους και το 1920 ξαναεπέλεξαν την ελληνική ιθαγένεια30. Μεταγενέστερα, όταν προέκυψε το ζήτημα της ανταλλαγής των πληθυσμών, 700 από αυτούς εμφανίστηκαν εκ νέου ως Οθωμανοί, πήραν άδεια από την επιτροπή ανταλλαγής και αναχώρησαν για Τουρκία αφού πρώτα πούλησαν τα υπάρχοντά τους. Εντούτοις, για λόγους γραφειοκρατικούς δεν κατέστη δυνατή η αναχώρηση άλλων 24 οικογενειών από αυτούς. Τελικά το νομικό τμήμα της Κοινωνίας των Εθνών έκρινε ότι όποιος δεν εγκατέλειψε την Ελλάδα ως τις 20.7.1927 πρέπει να θεωρείται έλληνας υπήκοος31.
Τέλος, ως προς την εθνοτική καταγωγή, σύμφωνα με την επίσημη ελληνική32, αλβανική33 και τουρκική34 θέση κατά την συνδιάσκεψη της Λωζάνης (1923) αλλά και την θέση του γενικού γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών35, οι Τσάμηδες ήταν μουσουλμάνοι, Έλληνες υπήκοοι, αλβανικής καταγωγής [που δεν είχαν τουρκική συνείδηση και οι οποίοι γεννήθηκαν είτε στην τότε Αλβανία (έτος 1923), είτε στην τότε Ελλάδα (1923) από πατέρα που γεννήθηκε στην τότε Αλβανία]36.
1.4.Νομοθεσία
1.4.1.Πριν το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Διακρίνονται δύο υποκατηγορίες: η νομοθεσία για τα περιουσιακά στοιχεία των Τσάμηδων και των Αλβανών υπηκόων και ο έλεγχός της από την Κοινωνία των Εθνών.
1.4.1.1.Νομοθεσία για τα κτήματα των Τσάμηδων και των Αλβανών υπηκόων
Οι επεμβάσεις του έλληνα νομοθέτη είναι συχνές και αιτιολογούνται από την πιεστική ανάγκη αντιμετώπισης του προσφυγικού ρεύματος. Αφορούν και τα αστικά ακίνητα και τα αγροτικά ακίνητα των Τσάμηδων και των Αλβανών υπηκόων.
1.4.1.1.1.Νομοθετικό διάταγμα 15ης Φεβρουαρίου 192337
Με το νομοθετικό αυτό διάταγμα θεσπίστηκε η παραχώρηση δημοσίων, δημοτικών και κοινοτικών κτημάτων καθώς και η ολοκληρωτική αναγκαστική απαλλοτρίωση ιδιωτικών για την αποκατάσταση επίμορτων καλλιεργητών και προσφύγων. Ως αποζημίωση, η οποία θα καταβάλλονταν σε ομολογίες, οριζόταν όχι η τρέχουσα αξία των κτημάτων αλλά η τιμή που αυτά κατά μέσον όρο είχαν στην πριν από το τέλος του 1914 πενταετία -με μία δυνητική προσαύξηση 40%. Η αποζημίωση των μισθωμένων κατοικιών θα καταβάλλονταν με βάση την τρέχουσα τιμή (1923).
Είχε προηγηθεί απόφαση του Ν. Πλαστήρα με την οποία επετράπη η κατάληψη των ακινήτων εν γένει και προ της καταβολής αποζημίωσης38.
1.4.1.1.2. Νόμος 4816/193039
Ο νόμος 4816/1930 επεδίωξε την επαύξηση της αποζημίωσης για τα απαλλοτριωθέντα κτήματα των Τσάμηδων. Συγκεκριμένα:
(α) αναγνωριζόταν, κατά παρέκκλιση του αγροτικού νόμου του 1926, δικαίωμα έφεσης στους Τσάμηδες εντός τριμήνου σε οριστικές δικαστικές αποφάσεις με σκοπό την επαύξηση του τιμήματος των απαλλοτριωθέντων κτημάτων τους ενώ η άσκηση της έφεσης δεν έφερε αναστολή της απευθείας καταβολής των 3/4 της πρωτοδίκως ορισθείσης αποζημίωσης,
(β) διπλασίαζε την αρχικώς ορισθείσα αποζημίωση για εκείνους τους Τσάμηδες που επέλεγαν να μην ασκήσουν το ανωτέρω δικαίωμα έφεσης και, συγχρόνως, κατείχαν άνω των 300 στρεμμάτων έκταση και
(γ) παρείχε δικαίωμα στον Υπουργό Γεωργίας να επαναπέμπει στην Επιτροπή Απαλλοτριώσεως όσες υποθέσεις παραβίαζαν το Σύνταγμα ή ο αγροτικός νόμος ή αγνοήθηκαν πραγματικά περιστατικά με αποτέλεσμα την εκ νέου αναγνώριση των ιδιοκτητών και τον επαναπροσδιορισμό του ύψους της αποζημίωσης.
1.4.1.1.3. Νόμος 5136/193140
Ο νόμος στόχευσε:
(α) στην αναγνώριση δικαιώματος απευθείας μεταβίβασης των απαλλοτριωθέντων κτημάτων των Τσάμηδων στους κληρούχους πρόσφυγες αν δεν είχε, ήδη, ολοκληρωθεί η καταβολή του τιμήματος της απαλλοτρίωσης και (β) σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στην αποζημίωση των Τσάμηδων πέραν του καθορισθέντος από τα δικαστήρια τιμήματος της απαλλοτρίωσης.
Και οι δύο νόμοι, ο 4816/1930 και ο 5136/1931, δεν έφεραν αποτελέσματα εξαιτίας των μεγάλων αντιθέσεων σε τοπικό επίπεδο41 και της συντηρητικής στροφής των ελληνικών κυβερνήσεων42.
1.4.1.1.4.Αναγκαστικός Νόμος 735/193743
Ο νόμος στόχευσε:
(α) στην αναγκαστική απαλλοτρίωση των υπολειπομένων αλβανικών περιουσιών, τα οποία βρίσκονται υπό το Δημόσιο ή την Εθνική Τράπεζα, ως διαχειρίστριας της ανταλλαξίμου μουσουλμανικής περιουσίας, και (β) την αποζημίωση των ιδιοκτητών μετά από γνωμοδότηση της Επιτροπής Απαλλοτριώσεως.
Σύμφωνα με μία πηγή, οι καθυστερήσεις στην καταβολή των αποζημιώσεων υπήρξαν προκλητικές44.
1.4.1.2.Εξέταση της νομοθεσίας από την Κοινωνία των Εθνών
Ενώπιον της Κοινωνίας των Εθνών, εξετάστηκαν αιτιάσεις για τα περιουσιακά στοιχεία των Τσάμηδων45.
Τον Μάρτιο 1928 εξετάστηκαν από τριμελείς επιτροπές του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών τέσσερις Αναφορές Τσάμηδων. Δύο από αυτές είχαν περιουσιακό περιεχόμενο46.
Στην πρώτη Αναφορά, εκείνη των "Μουσουλμάνων αλβανικής καταγωγής που ζούσαν στην περιοχή των Φιλιατών"47, υποστηρίχθηκε ότι οι Έλληνες αγρότες είχαν ιδιοποιηθεί χωριά με αποτέλεσμα οι ίδιοι οι μουσουλμάνοι να στερούνται τη σοδειά που τους ανήκε. Σύμφωνα με την ελληνική εκδοχή, οι Τσάμηδες προστάτευαν τα χωριά αυτά την εποχή της Τουρκοκρατίας από συμμορίες με αντάλλαγμα μέρος της σοδειάς των κατοίκων των χωριών. Δεν αποτελούσαν τα χωριά αυτά ιδιοκτησία τους. Η Τριμελής Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών θεώρησε ικανοποιητική την ελληνική εξήγηση αν και ζήτησε να κρατηθεί ενήμερη των εξελίξεων48.
Η δεύτερη Αναφορά, εκείνη "των Μωαμεθανών κατοίκων των χωριών Γαρδίκι και Δραγούμη"49, αφορούσε την κατάληψη σπιτιών και κτημάτων από πρόσφυγες. Σύμφωνα με την ελληνική εκδοχή, οι Τσάμηδες είχαν πουλήσει τα σπίτια τους ελπίζοντας σε ανταλλαγή. Όταν όμως δεν αναχώρησαν, ζήτησαν την ακύρωση των πωλήσεων. Για τα κτήματα ζήτησαν και έλαβαν από τους πρόσφυγες το 1/3 της παραγωγής. Η Τριμελής Επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών θεώρησε ικανοποιητική την ελληνική εξήγηση αν και ζήτησε να κρατηθεί ενήμερη των εξελίξεων50.
Τον Απρίλιο του 1930 έφθασαν στην Κοινωνία των Εθνών καταγγελίες μικροϊδιοκτητών Τσάμηδων για παράνομες απαλλοτριώσεις σε κτήματα στην Τσαμουριά κάτω των 30 εκταρίων που προέβλεπε ο αγροτικός νόμος του 192651. Η ελληνική αντιπροσωπεία απάντησε ότι ο αγροτικός νόμος προέβλεπε εξαιρέσεις για την περιοχή της Ηπείρου52 και οι ίδιοι ισχυρισμοί είχαν απορριφθεί από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Πάντως, τον Ιούνιο του 1930 ψηφίζεται ειδικός νόμος για τα απαλλοτριωθέντα κτήματα στην Τσαμουριά53 και η αρμόδια τριμελής επιτροπή της Κοινωνίας των Εθνών έμεινε ικανοποιημένη54.
1.4.2.Μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
Με έντονη παρουσία στο πλευρό των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών, οι Τσάμηδες βρέθηκαν υπό διωγμό μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας. Όσοι γλίτωσαν το φθινόπωρο του 1944 από αιματηρές πράξεις αντιποίνων55, διέφυγαν στην Αλβανία.
Τον Μάρτιο του 1947 κλιμάκιο της "Ειδικής Επιτροπής των Ηνωμένων Εθνών για τα Βαλκάνια" μετέβη στη Θεσπρωτία, κυρίως στο Φιλιάτι, όπου ενήργησε έρευνα κατόπιν καταγγελιών της Αλβανίας. Στο κλιμάκιο μετείχε εκ μέρους της Ελλάδας ο Β. Θεοδωρόπουλος. Το περιεχόμενο του πορίσματος της έρευνας δεν είναι γνωστό. Σύμφωνα, πάντως, με τον διάδοχο του Θεοδωρόπουλου στην Επιτροπή, Α. Δαλιέτο, ένα αριθμός Τσάμηδων κατατάχθηκε στον "Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας" στα τέλη του 194856.
Διακρίνονται τρεις κατηγορίες νόμων: η ποινική νομοθεσία για συνεργάτες των κατακτητών, η νομοθεσία για αποκατάσταση ακτημόνων και η σχετικά πρόσφατη νομοθεσία για την περιουσία των πολιτικών προσφύγων.
1.4.2.1. Ποινική νομοθεσία για συνεργάτες των κατακτητών
Μετά την απελευθέρωση της Ελλάδας, ψηφίστηκε ειδική ποινική νομοθεσία για την τιμωρία των συνεργασθέντων με τους Γερμανούς, Ιταλούς και Βούλγαρους. Με την Συντακτική Πράξη αρ. 6 της 2ας Ιανουαρίου 194557 και τον αναγκαστικό νόμο 533/194558 ρυθμίζονταν οι απαραίτητες λεπτομέρειες για την συγκρότηση των Ειδικών Δικαστηρίων, την δικονομία τους, τα αδικήματα που θα διώκονταν και τις ποινές που θα επιβάλλονταν.
Το άρθρο 2 της Συντακτικής Πράξης (και του Α.Ν. 533/1945) προέβλεπε ότι, ανάλογα με την βαρύτητα της πράξης του καταδικασθέντος, το Ειδικό Δικαστήριο μπορούσε να επιβάλλει μερική ή ολική δήμευση της περιουσίας του. Το άρθρο 27 παρ.2 της ίδιας Πράξης (και του Α.Ν. 533/1945) προέβλεπε ότι η περιουσία της συζύγου ή τέκνων του κατηγορουμένου, που αποκτήθηκε μετά την διάπραξη των αδικημάτων, ανήκε στον κατηγορούμενο (μαχητό τεκμήριο) και υπόκειντο σε δήμευση. Τέλος, το άρθρο 33 της Πράξης (άρθρο 32 του Α.Ν. 533/1945) προέβλεπε εικοσαετή παραγραφή για τις μη επανορθωτικές ποινές από την τελεσιδικία.
Βάσει αυτών των διατάξεων, καταδικάστηκαν την 23η Μαΐου 1945 ερήμην χίλιοι εννιακόσιοι τριάντα Τσάμηδες σε θάνατο από το Ειδικό Δικαστήριο δοσίλογων των Ιωαννίνων (Απόφαση 344/1945). Από το ίδιο Δικαστήριο καταδικάστηκαν την 27η Μαΐου 1946 ερήμην άλλοι εκατόν εβδομήντα εννιά Τσάμηδες σε θάνατο (απόφαση 344/1946). Σε όλους τους καταδικασθέντες επιβλήθηκε ολική δήμευση.
1.4.2.2.Νομοθεσία για αποκατάσταση ακτημόνων
Επί των ακινήτων (αγροτικών και αστικών) των Τσάμηδων, που διέφυγαν στην Αλβανία, φέρεται να απέκτησε κυριότητα το Ελληνικό Δημόσιο, βάσει ειδικών νομοθετικών ρυθμίσεων. Συγκεκριμένα:
α) το άρθρο 34 του Αναγκαστικού Νόμου 1539/193859 επέτρεψε την κατάληψη των εγκαταλελειμμένων αστικών ακινήτων60 και αναγνώρισε μετά από δεκαετία νομή και κυριότητα του Δημοσίου61.
β) το άρθρο 6 του Νομοθετικού Διατάγματος 2536/195362 κήρυξε "εγκαταλελειμμένα" τα αγροτικά ακίνητα63, εφόσον είχε αναχωρήσει ο ιδιοκτήτης στο εξωτερικό άνευ άδειας ή διαβατηρίου, και αναγνώρισε μετά από τριετία νομή και κυριότητα του Δημοσίου64.
γ) το Νομοθετικό Διάταγμα 2185/195265, όπως αυτό τροποποιήθηκε με τον νόμο 2781/195466, επέτρεψε την διανομή των αγρών και κτηνοτροφικών εκτάσεων του Δημοσίου σε ακτήμονες και κτηνοτρόφους αντίστοιχα67 και την αναγκαστική απαλλοτρίωση άλλων αγροτικών ακινήτων68. Εξαιρέθηκαν τα αστικά ακίνητα69 και οι αγροτικές κατοικίες μετά της γύρω περιοχής70. Σύμφωνα με ένα βουλευτή της περιοχής, επρόκειτο για 80.000 στρέμματα ποτιστικών και ξηρικών καλλιεργήσιμων αγρών, εκατομμύρια ελαιόδεντρα και σε λιβάδια απεριόριστης έκτασης71.
δ) το άρθρο 13 του Νομοθετικού Διατάγματος 3958/195972 επέτρεψε την κατάληψη αγροτικών ακινήτων υπέρ του Δημοσίου στις παραμεθόριες περιοχές, εφόσον είχε αναχωρήσει ο ιδιοκτήτης στο εξωτερικό άνευ άδειας ή διαβατηρίου73. Ολόκληρος ο νομός Θεσπρωτίας ανήκε στις παραμεθόριες περιοχές, βάσει των διατάξεων του Α.Ν. 1366/193874. Το άρθρο 13 του Νόμου 3958/1959 καταργήθηκε με το νόμο 1540/1985 για την αποκατάσταση των προσφύγων75.
Τονίζεται ότι, όσον αφορά τους αναχωρήσαντες με καθ' οιονδήποτε τρόπο για Τουρκία μετά το 1940 Μουσουλμάνους της Δ. Θράκης, υπήρχε ειδική πρόνοια αναστολής των ανωτέρω διατάξεων76.
Τα προηγούμενα αγροτικά ακίνητα, κυριότητας πλέον του Δημοσίου, παραχωρήθηκαν στους ακτήμονες γεωργούς και κτηνοτρόφους με καθορισμό της αξίας τους από την Επιτροπή Απαλλοτριώσεων Θεσπρωτίας στην περίοδο 1960 και 1970, κατά κλήρο και σε μεταλλικές δραχμές. Τα δε αστικά ακίνητα σε Ηγουμενίτσα, Παραμυθιά, Μαργαρίτι, Φιλιάτι, Πέρδικα και Σύβοτα εκποιήθηκαν σε άστεγους απ' ευθείας ή με δημοπρασίες από τις αρμόδιες Οικονομικές Εφορίες77.
1.4.2.3.Επιεικείς ρυθμίσεις για συνεργάτες των κατακτητών
Η δικτατορία των συνταγματαρχών προχώρησε στην έκδοση του ν.δ. 1108 της 28/31.1.1972 "Περί αποδόσεως δημευθέντων αγροτικών ακινήτων"78 με το οποίο προβλεπόταν η απόδοση των δημευθέντων αγροτικών ακινήτων σε όσους εκ των καταδικασθέντων για συνεργασία με τους κατακτητές (το ν.δ. αναφέρεται ρητώς στην ποινική νομοθεσία περί δοσιλόγων) είχαν το 1972 την ελληνική ιθαγένεια και ζούσαν "φιλησύχως και νομοταγώς". Σε περίπτωση που η απόδοση ήταν αδύνατη, προβλεπόταν η αποζημίωση των δικαιούχων. Αν υπήρχαν κτίσματα στα αγροτικά ακίνητα, τότε αποδίδονταν (αποζημιώνονταν) και αυτά με τον όρο ότι βρίσκονταν σε χωριά ή κωμοπόλεις κάτω των 5.000 κατοίκων. Αν ο καθ'ου η δήμευσις κατοικούσε εκτός Ελλάδος και συνέτρεχαν οι προυποθέσεις της ελληνικής ιθαγένειας ή της "φιλήσυχης και νομοταγούς" διαβίωσης, τότε δικαιούχοι μπορούσαν να είναι ο σύζυγος, οι κατιόντες ή ανιόντες αυτού, αφόσον πληρούσαν αυτοί τις προϋποθέσεις.
Το νομοθετικό διάταγμα προέβλεπε συνολικά προθεσμία ενός έτους για την υποβολή αιτήσεων από τους καθ'ου η δήμευσις. Το νομοθετικό διάταγμα καταργήθηκε ρητώς από το άρθρο 9 του νόμου 1540/1985 για τους πολιτικούς πρόσφυγες.
1.4.2.4. Νομοθεσία για πολιτικούς πρόσφυγες
Το 1985 ψηφίστηκε ο νόμος 1540/1985 για την αποκατάσταση των πολιτικών προσφύγων. Στο άρθρο 1 του νόμου ορίζεται ότι πολιτικοί πρόσφυγες είναι όσοι διέφυγαν στο εξωτερικό μετά την 1η Ιανουαρίου 1945 λόγω του εμφυλίου πολέμου και είναι Έλληνες στο γένος79. Στο ίδιο άρθρο σημειώνεται ότι ο νόμος αφορά την περιουσία των πολιτικών προσφύγων που δημεύτηκε ή καταλήφθηκε ή απαλλοτριώθηκε βάσει των ανωτέρω υπό σημεία α, β, γ και δ σημεία (1.4.2.32) διατάξεων80. Το άρθρο 2 προβλέπει την απόδοση των περιουσιών στους πολιτικούς πρόσφυγες εφόσον διαμένουν στην Ελλάδα και ανακτούν ή αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια81. Υπάρχει δε ειδική πρόνοια για τους κληρονόμους τους82. Το ίδιο άρθρο εξαιρεί από την εφαρμογή του νόμου, μεταξύ άλλων, όσα από τα προηγούμενα ακίνητα διατέθηκαν προσωρινά ή οριστικά σε δικαιούχο αστικής ή αγροτικής αποκατάστασης ή η κυριότητα τους είχε ήδη μεταβιβαστεί σε τρίτους από το Δημόσιο83. Τέλος, το άρθρο 4 του νόμου προβλέπει επταετή συνολικά προθεσμία για την άσκηση των δικαιωμάτων των πολιτικών προσφύγων84.
1.5.Διμερείς ελληνοαλβανικές σχέσεις
Διακρίνονται δύο περίοδοι, με χρονικό σημείο διαχωρισμού την 28η Οκτωβρίου 1940.
1.5.1.Μέχρι την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από κάποιες προσπάθειες συνεννόησης των δύο κρατών για τα απαλλοτριωθέντα κτήματα των Αλβανών υπηκόων αλλά δεν απουσιάζουν οι εντάσεις και η προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών.
1.5.1.1.Ελληνοαλβανικές συμβάσεις
Επί των διαδοχικών κυβερνήσεων Θ. Πάγκαλου και Γ. Κονδύλη υπογράφηκαν τέσσερις διμερείς συμβάσεις, μία στα Τίρανα, στις 25 Ιουνίου 1926, και τρεις στην Αθήνα, στις 13 Οκτωβρίου 1926. Συγκεκριμένα στην αλβανική πρωτεύουσα υπογράφηκε σύμβαση "Περί εκδόσεως εγκληματιών"85 και στην ελληνική οι υπόλοιπες "Περί ιθαγένειας"86, "Περί εγκαταστάσεως και προξενικής υπηρεσίας"87 και "Περί εμπορίου και ναυτιλίας"88. Η πρώτη επεδίωκε να αντιμετωπίσει την συχνή εκείνη την εποχή διαφυγή στην Αλβανία των ληστών από την Ελλάδα. Η δεύτερη σύμβαση ρύθμιζε ζητήματα αμφισβητούμενης ιθαγένειας. Η τρίτη αφορούσε θέματα αντιπροσώπευσης του ενός κράτους στο άλλο ενώ η τέταρτη αποσκοπούσε στην ενίσχυση των μεταξύ των δύο χωρών εμπορικών συναλλαγών.
Παραδόξως, το άρθρο 3 της σύμβασης "Περί εγκαταστάσεως και προξενικής υπηρεσίας" όριζε τα ακόλουθα: "Εν περιπτώσει αναγκαστικής απαλλοτριώσεως ή επιτάξεως εν ενί των δύο Κρατών, οι υπηκόοι εκατέρου αυτών δεν θα υποβάλλωνται, από της απόψεως ταύτης, επί του εδάφους του ετέρου, εις καθεστώς ήσσον ευνοϊκόν εκείνου εις ο υποβάλλονται οι ιθαγενείς ή οι υπηκόοι οιασδήποτε τρίτης Δυνάμεως". Με άλλα λόγια, προβλέπονταν ότι οι Αλβανοί υπηκόοι, κτήματα των οποίων στην Ελλάδα είχαν απαλλοτριωθεί, δικαιούνταν αποζημίωση μεγαλύτερη από εκείνη που προβλέπονταν βάσει της αγροτικής νομοθεσίας, δηλαδή, των άρθρων 18, 20 και 21 του Ν.Δ. της 15.2.1923 "Περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών"89. Σημειώνεται ότι ρυθμίσεις ευνοϊκότερες (μεγαλύτερη αποζημίωση από την αντίστοιχη που δικαιούνταν οι Έλληνες) είχαν, καταρχήν, συμφωνηθεί εκείνη την εποχή για υπηκόους Βρετανούς, Ιταλούς και ορισμένους Τούρκους, που είχαν κτηματική περιουσία στην Ελλάδα90. Εντούτοις, η συνολική επιβάρυνση για το ελληνικό κράτος ήταν υποδεέστερη από εκείνη των αλβανικών κτημάτων91: η συνολική έκταση των αλβανικών κτημάτων στην Ελλάδα, ήταν σύμφωνα με τους υπολογισμούς του υπουργείου Γεωργίας, ένα εκατομμύριο στρέμματα92. Γι' αυτό και τελικά η Ελληνική Βουλή κύρωσε τις τρεις μόνο από τις τέσσερις συμβάσεις93: το νομοσχέδιο για την κύρωση της σύμβασης "Περί εγκαταστάσεως και προξενικής υπηρεσίας", αν και κατατέθηκε, δεν εισήχθη προς συζήτηση από την αρμόδια κοινοβουλευτική επιτροπή μετά από παρέμβαση του Υπουργείου Εξωτερικών94.
Σε σχετική επιστολή παραπόνων του Αλβανού πρέσβη στην Αθήνα95, ο τότε Έλληνας Υπουργός Εξωτερικών Α. Μιχαλακόπουλος εξήγησε ότι η σύμβαση "Περί εγκαταστάσεως και προξενικής υπηρεσίας" είχε απορριφθεί ουσιαστικά από την κοινοβουλευτική επιτροπή γιατί, σύμφωνα με την διεθνή πρακτική, οι ξένοι δεν ήταν δυνατόν να αποτελέσουν αντικείμενο μεταχείρισης ευνοϊκότερης απ' ό,τι οι ντόπιοι. Κατέστησε δε σαφές ότι δεν πρόκειται να αποζημιωθούν οι Αλβανοί κτηματίες με μεγαλύτερα ποσά από εκείνα που θα καταβάλλονταν στους Έλληνες96.
Παρά την ψήφιση των κυρωτικών νόμων για τις τρεις συμβάσεις, τον Αύγουστο του 1927, η δημοσίευση των νόμων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως καθυστέρησε περισσότερο από ένα χρόνο. Ο λόγος ήταν η έντονη δυσαρέσκεια της Αλβανίας για την μη επικύρωση της σύμβασης. Οι ενδιαφερόμενοι κτηματίες ήταν Αλβανοί υπήκοοι, ανήκαν στους ιθύνοντες κύκλους της Αλβανίας και, επομένως, διέθεταν την δύναμη να πιέζουν μέσω της επίσημης Αλβανικής κυβέρνησης για την ικανοποίηση των προσωπικών τους αιτημάτων97. Ενόψει αυτής της πίεσης, η ελληνική κυβέρνηση καθυστέρησε σκόπιμα την δημοσίευση των τριών συμβάσεων στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. Ήθελε να καταστεί σαφές στα Τίρανα ότι η σκληρή στάση που είχε υιοθετηθεί εξαιτίας του ζητήματος των κτημάτων δεν θα έφερνε αποτελέσματα98.
Την 1η Ιανουαρίου 1928 τα Τίρανα έκαναν γνωστά τα ονόματα δύο Αλβανών υψηλών αξιωματούχων99 που θα μετέβαιναν "όσο το δυνατόν πιο γρήγορα" στην Αθήνα για να διευθετήσουν το ζήτημα των κτημάτων. Τέλη Ιανουαρίου 1928 είχαν "ανεπίσημες συζητήσεις με αρμόδιους υπηρεσιακούς φορείς" του Ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών100. Ταυτόχρονα ο πρέσβης της Αλβανίας στην Αθήνα έστειλε επιστολή στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών με την οποία παρουσίαζε τις αξιώσεις των Αλβανών υπηκόων για τα κτήματά τους στην Ελλάδα που είχαν απαλλοτριωθεί101. Συγκεκριμένα, ζητούσε να γίνει και για τους Αλβανούς υπηκόους διευθέτηση ανάλογη με εκείνη που, προνομιακά, είχε συμφωνηθεί για τους Βρετανούς, Ιταλούς και Βέλγους102. Στο ίδιο έγγραφο αναφερόταν ότι η συνολική έκταση των αλβανικών κτημάτων στην Ελλάδα ήταν πεντακόσιες χιλιάδες στρέμματα (και όχι ένα εκατομμύριο όπως υποστήριζε το Ελληνικό Υπουργείο Γεωργίας) και η αξία ανά στρέμμα υπολογιζόταν ιδιαίτερα υψηλά (σε σύγκριση πάντοτε με τους ελληνικούς υπολογισμούς)103. Η αποστολή των εκπροσώπων της Αλβανίας δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα.
Τελικά, όμως, οι κυρωτικοί νόμοι των τριών συμβάσεων δημοσιεύτηκαν στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 13 Οκτωβρίου 1928104. Καταλυτική επίδραση στην δημοσίευση είχε η πιεστική ανάγκη πάταξης της ληστείας στην Ήπειρο στην οποία στόχευε η σύμβαση "Περί εκδόσεως εγκληματιών"105. Η ανταλλαγή των επικυρώσεων των τριών συμβάσεων πραγματοποιήθηκε στις 10 Νοεμβρίου 1928106.
Το καλό κλίμα στις διμερείς σχέσεις (Ε. Βενιζέλος - Βασιλιάς Ζώγου ο Α΄) μπορεί να οδηγούσε και σε διευθέτηση του ζητήματος των αλβανικών κτημάτων αν δεν ανέκυπτε αρχές του 1929 νέα τριβή για το θέμα της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας107. Αποτέλεσμα ήταν η εξάρτηση του ζητήματος από την επίλυση του προβλήματος στης Ορθόδοξης Εκκλησίας στην Αλβανία108. Στα δε τέλη του 1930 η Αλβανία κλιμάκωσε τις κατηγορίες για τους Τσάμηδες με ουσιαστικό αποτέλεσμα την παράταση της εκκρεμότητας μέχρι τον ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940.
1.5.1.2. Αλβανική προσφυγή στην Κοινωνία των Εθνών
Την 1η Μαρτίου 1928 ο προσωρινός υπουργός Εξωτερικών της Αλβανίας απεύθυνε επιστολή στον γενικό γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών, στην οποία εξέθετε τις βασικές αιτίες δυσαρέσκειας της χώρας του όσον αφορά τις σχέσεις της με την Ελλάδα109. Αυτές ήταν δύο και συγκεκριμένα το ζήτημα των κτημάτων και η "κρίσιμη κατάσταση" στην οποία είχαν περιέλθει οι Τσάμηδες110.
Το θέμα συζητήθηκε στην 50η Σύνοδο του Συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών, στις 5 Ιουνίου 1928. Ως προς το ζήτημα των κτημάτων, ο Αλβανός εκπρόσωπος (α) εξήγησε με ποιον τρόπο πολλοί συμπατριώτες του σχημάτισαν μεγάλες ακίνητες περιουσίες, (β) τόνισε ότι η εφαρμογή του αγροτικού νόμου στην Ελλάδα είχε επιφέρει τη "δήμευση" των κτημάτων που είχαν εκεί οι Αλβανοί υπήκοοι και (γ) ζήτησε την κύρωση της σύμβασης "Περί εγκαταστάσεως και προξενικής υπηρεσίας". Ως προς τους Τσάμηδες, ο Αλβανός εκπρόσωπος υποστήριξε, μεταξύ άλλων, ότι το μεγαλύτερο μέρος της ακίνητης περιουσίας τους είχε δοθεί σε πρόσφυγες.
Η ελληνική πλευρά (Ν. Πολίτης) υποστήριξε ότι οι απαλλοτριώσεις είχαν πάρει αρκετά μεγάλη έκταση στη χώρα λόγω της ανάγκης αποκατάστασης εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων. Τα δε μέτρα ήταν γενικά και οι αποζημιώσεις για όλους ίδιες.
Το Συμβούλιο εξουσιοδότησε τρεις αντιπροσώπους κρατών (από Πολωνία, Μ. Βρετανία και Ιαπωνία) να συντάξουν εισηγητική έκθεση. Η έκθεση αυτή προέτρεπε σε απευθείας διμερείς διαπραγματεύσεις για τα κτήματα και πρότεινε να μην ασχοληθεί το Συμβούλιο επί της ουσίας με το ζήτημα των κτημάτων. Για το δεύτερο ζήτημα, εκείνο των Τσάμηδων, πρότεινε, επίσης, να μην ασχοληθεί το Συμβούλιο.
Παράλληλα, ο έλληνας εκπρόσωπος ενημέρωσε τα υπόλοιπα μέλη του Συμβουλίου ότι θα ζητούσε από την κυβέρνησή του να αντιδράσει θετικά στο ζήτημα των αποζημιώσεων, με "πνεύμα συνδιαλλαγής", καταβάλλοντας αποζημιώσεις "γρήγορα και σε μετρητά" αλλά όχι υψηλότερες από εκείνες που θα δίδονταν στους Έλληνες111.
Το Συμβούλιο αποδέχθηκε με απόφασή του την εισηγητική έκθεση και, ουσιαστικά, απέρριψε την αλβανική προσφυγή112.
1.5.2. Μετά την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου
Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από τη νομοθεσία για τις μεσεγγυήσεις, την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων του 1971, την άρση του εμπολέμου το 1988 και το ελληνοαλβανικό Σύμφωνο φιλίας.
1.5.2.1.Μεσεγγυήσεις
Με τον Α.Ν. 2636 της 10/10 Νοεμβρίου 1940 "Περί δικαιοπραξιών εχθρών και μεσεγγυήσεως εχθρικών περιουσιών"113 και το συνακόλουθο βασιλικό διάταγμα της ίδιας μέρας114 ορίζονταν ως εχθρικά στην Ελλάδα κράτη η Ιταλία και η Αλβανία115 και επιδιωκόταν η αδυναμία χρησιμοποίησης ("πάγωμα") κάθε περιουσιακού στοιχείου στην Ελλάδα που ανήκε νομικά ή οικονομικά σε νομικά και φυσικά πρόσωπα των δύο εχθρικών κρατών116. Συγκεκριμένα, το άρθρο 6 του Α.Ν. ορίζει ότι "αι εν Ελλάδι εχθρικαί περιουσίαι τίθενται υπό μεσεγγύησιν από της θέσεως εν εφαρμογή του παρόντος νόμου, απαγορεύεται δε και είναι άκυρος πάσα διάθεσις των περιουσιών τούτων παρά του εχθρικού δικαιούχου ή παρά τας διατάξεις του παρόντος νόμου". Σύμφωνα με το άρθρο 7, ο αναγκαστικός νόμος βρίσκει εφαρμογή, μεταξύ άλλων, στα κινητά και ακίνητα πράγματα στην Ελλάδα, στα αξιόγραφα, στα χρήματα και στις μετοχές, στις απαιτήσεις κατά οφειλέτου αλλά και στα δικαιώματα εν γένει ή τα δικαιώματα εκ συμβάσεως επί των προηγουμένων περιουσιακών στοιχείων. Εξαιρούνται ρητά τα φυσικά πρόσωπα, ελληνικής καταγωγής, που έχουν την ιθαγένεια των εχθρικών κρατών αλλά διαμένουν στην Ελλάδα ή σε συμμαχικές χώρες (άρθρο 1, παρ.2) και τα περιουσιακά στοιχεία των ελλήνων υπηκόων που διαμένουν ή κατοικούν στα εχθρικά κράτη (άρθρο 7, παρ.2). Ο νόμος ρυθμίζει όλες τις λεπτομέρειες της μεσεγγύησης : προσωρινοί μεσεγγυούχοι (άρθρο 8), σχέσεις επί των υπό προσωρινόν μεσεγγυούχον περιουσιών (άρθρο 9), δικαιώματα τρίτων μη εχθρών (άρθρο 10), δηλώσεις εχθρικών περιουσιών (άρθρο 11), διαχειριστές (άρθρο 13), καθήκοντα και εξουσίες διαχειριστών (άρθρο 13), εξακολούθηση επιχειρήσεων (άρθρο 14), υποχρέωση πληροφοριών (άρθρο 15) και επείγουσες ενέργειες (άρθρο 16).
Σημειώνεται ότι το άρθρο 19 του νόμου ("Επιτροπή εφαρμογής του νόμου και λογαριασμός μεσεγγυημένων εχθρικών περιουσιών") προβλέπει στην δεύτερη παράγραφο ότι "πάντα τα εις μετρητά έσοδα εκ της διαχειρίσεως των μεσσεγγυημένων περιουσιών κατατίθενται εις ειδικόν λογαριασμόν, τηρουμένων παρά τη Τραπέζη της Ελλάδος υπό τον τίτλον "λογαριασμός μεσεγγυημένων εχθρικών περιουσιών" και κινούμενον δι' εντολών του υπουργού των Οικονομικών, κατ' εξουσιοδότησιν δε αυτού υπό του προέδρου της κατά την παράγραφον 1 του παρόντος άρθρου επιτροπής. Εις βάρος του λογαριασμού τούτου καταβάλλονται πάσαι αι διά την εκτέλεσιν του παρόντος νόμου δαπάναι".
Ο νόμος έχει αναδρομική εφαρμογή: την 28η Οκτωβρίου 1940 (άρθρο 21 παρ.1). Η ισχύς του όμως θεωρήθηκε ότι έληξε από 27 Απριλίου 1941 δυνάμει της από 30.4./2.5.1941 απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου117. Αλλά με το άρθρο 1 του νόμου 13 της 3/6 Νοεμβρίου 1944118 επαναφέρθηκαν ρητά σε ισχύ οι διατάξεις του αναγκαστικού νόμου 2636 της 10/10 Νοεμβρίου 1940 αλλά και του βασιλικού διατάγματος.
Ο Α.Ν. 2636/1940 βρίσκεται σε ισχύ γιατί δεν έχουν εκδοθεί μέχρι σήμερα τα προβλεπόμενα από το ακροτελεύτιο άρθρό του (βασιλικά) διατάγματα για την λήξη της εφαρμογής του.
Με την κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εθνικής Οικονομίας αρ. 144862/3574/17.6.1947119 εξαιρούνται από την εφαρμογή του Α.Ν. 2636/1940 "τα Ελληνικής καταγωγής φυσικά πρόσωπα τα κεκτημένα αλβανικήν ιθαγένειαν και διαμένοντα εν Αλβανία" υπό τον όρο ότι τα πρόσωπα αυτά "δεν επέδειξαν αντεθνική διαγωγή"120.
Τέλος, με τον νόμο 4506/ 1966 "περί απαγορεύσεως, άνευ ειδικής αδείας, δικαιοπραξιών αφορωσών τας εν Ελλάδι περιουσίας των εν Αλβανία Ελλήνων το γένος"121 τίθενται αυστηρότερες προϋποθέσεις για την ισχύ των δικαιοπραξιών που αφορούν τις περιουσίες στην Ελλάδα των Αλβανών υπηκόων που διαμένουν στην Αλβανία αλλά είναι Έλληνες στο γένος122.
1.5.2.2. Αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων
Η αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων έγινε στις 6 Μαΐου 1971 με τις συνομιλίες Μπίτσιου-Baholli στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, με άτυπη σύναψη διπλωματικών σχέσεων και ανταλλαγή πρεσβευτών. Ο τότε Υπουργός Εξωτερικών της δικτατορίας Χ. Ξανθόπουλος-Παλαμάς έκανε την ακόλουθη δήλωση: "Η υφιστάμενη κατάστασις κατ' ουδέν μετεβλήθη εξ απόψεως θεμελιωδών ελληνικών θέσεων".
1.5.2.3. Άρση του εμπολέμου
Στις 28 Απριλίου 1987 η ελληνική κυβέρνηση προέβη σε άρση του εμπολέμου η οποία πήρε τον τύπο της κυβερνητικής δήλωσης και δεν αποτέλεσε πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου ούτε δημοσιεύτηκε ποτέ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως123. Η κυβερνητική δήλωση τόνιζε μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: "Η κυβέρνηση αποφαίνεται και δηλώνει ότι ο χαρακτηρισμός της Αλβανίας ... ως εχθρικού κράτους έχει παύσει να υφίσταται ... Η ελληνική κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι η δήλωσή της αυτή αποτελεί την αφετηρία για τη ρύθμιση των ζητημάτων, που είναι ακόμη εκκρεμή ανάμεσα στις δύο χώρες...".
Σημειώνεται ότι η Ελλάδα και οι άλλες σύμμαχες χώρες υπέγραψαν με την Ιταλία Συνθήκη Ειρήνης με την οποία έδιναν τέλος στην μεταξύ τους εμπόλεμη κατάσταση124. Το ίδιο συνέβη και με την Βουλγαρία125.
Η εμπόλεμη κατάσταση με την Γερμανία έληξε την 30η Ιουνίου 1951 με την ψήφιση του ειδικού νόμου 2023/1952126. Όμοια, η εμπόλεμη κατάσταση με την Αυστρία έληξε την 21η Απριλίου 1948 με την ψήφιση του ειδικού νόμου 2110/1952127.
1.5.2.4.Ελληνοαλβανικό Σύμφωνο φιλίας
Στις 21 Μαρτίου 1996 υπογράφηκε το "Σύμφωνο φιλίας, συνεργασίας, καλής γειτονίας και ασφάλειας μεταξύ της Ελληνικής Δημοκρατίας και της Δημοκρατίας της Αλβανίας" και το οποίο κυρώθηκε με το Ν. 2568/1998128.
Σύμφωνα με το άρθρο 15 του Συμφώνου, "Κάθε Συμβαλλόμενο Μέρος θα αντιμετωπίσει τη δυνατότητα για την άρση, εντός του νομικού του πλαισίου, των εμποδίων που δυσχεραίνουν την απόλαυση των περιουσιών που έχουν υπήκοοι του ενός Μέρους στην επικράτεια του άλλου".
2. ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΕΙΣ
2.1.Αλβανικές περιουσίες (μεσεγγυήσεις)
Οι αλβανικές περιουσίες είναι οι περιουσίες στην ελληνική επικράτεια των ατόμων που απέκτησαν την αλβανική υπηκοότητα μεταξύ κυρίως του 1913 και του 1923129. Μέρος τουλάχιστον των περιουσιών αυτών εμφανίζεται να έχει απαλλοτριωθεί πριν το 1940 για τις ανάγκες των προσφύγων από την Μικρά Ασία130. Οι αποζημιώσεις, που προβλέφθηκαν γι' αυτά τα κτήματα, δεν διέφεραν από τις αντίστοιχες των υπολοίπων απαλλοτριωθέντων κτημάτων Εντούτοις, ο τρόπος αποζημίωσης δεν ήταν γενικά ικανοποιητικός131. Οι αλβανοί υπήκοοι διεκδίκησαν υψηλότερη αποζημίωση μέσω διακρατικής συμφωνίας132 και προσφυγής στην Κοινωνία των Εθνών133 αλλά φέρονται να μην εισέπραξαν ούτε την κύρια αποζημίωση134, αναμένοντας ευνοϊκότερες γι' αυτούς ρυθμίσεις που δεν ήλθαν ποτέ135.
Δεν είναι ξεκάθαρο αν τα ανωτέρω απαλλοτριωθέντα κτήματα ή μέρος αυτών τέθηκαν υπό μεσεγγύηση μετά την 28η Οκτωβρίου 1940. Το πιθανότερο είναι ότι, παρά την μη καταβολή της κύριας αποζημίωσης, θεωρήθηκαν ότι δεν είναι πλέον αλβανικά-εχθρικά κτήματα αλλά δημόσια περιουσία και δεν υπόκεινται σε μεσεγγύηση. Πιθανόν η γεωγραφική θέση των υπό μεσεγγύηση κτημάτων (αν βρίσκονται στην Τσαμουριά ή σε άλλο μέρος της Ελλάδας) να βοηθήσει στην άρση της αμφιβολίας.
Ακόμη όμως κι αν οι αλβανοί ιδιοκτήτες των απαλλοτριωθέντων κτημάτων στον μεσοπόλεμο, που δεν περιλαμβάνονται στα μεσεγγυημένα αλβανικά περιουσιακά στοιχεία, δεν εισέπραξαν την κύρια αποζημίωσή τους, δεν δύνανται να τύχουν σήμερα, ογδόντα χρόνια περίπου μετά, αποζημίωσης από το ελληνικό δημόσιο γιατί, σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, η σχετική αξίωση έχει προ πολλού παραγραφεί136 και δεν εμπίπτει ratione temporis στην αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (εφεξής ΕΣΔΑ)137 και σε εκείνη της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (εφεξής ΔΣΑΠΔ)138.
Αντίθετα, ιδιαίτερο βάρος έχει το ζήτημα των αλβανικών περιουσιών, που τέθηκαν υπό μεσεγγύηση την 28η Οκτωβρίου 1940, γιατί Ελλάδα ανέλαβε την υποχρέωση στο άρθρο 15 του ελληνοαλβανικού Συμφώνου φιλίας να άρει κάθε εμπόδιο που δυσχεραίνει την απόλαυση των περιουσιών που έχουν υπήκοοι του ενός κράτους στην επικράτεια του άλλου139 πρόθεση του νομοθέτη του α.ν. 2636/1940 δεν ήταν να αποξενωθούν οι αλβανοί υπήκοοι από τα δικαιώματά τους στην κυριότητα και στη νομή των περιουσιών τους ο α.ν. 2636/1940 και οι μεταγενέστερες σχετικές ρυθμίσεις εισάγουν εξαιρέσεις για τους αλβανούς υπηκόους ελληνικής καταγωγής σε βάρος των υπολοίπων ιδιοκτητών και, τέλος, ο α.ν. 2636/1940 αντίκειται στο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας.
Αν τα σημεία (1) και (2) είναι σαφή, τα σημεία (3), (4) και (5) χρήζουν περαιτέρω εξέτασης υπό το φως του εσωτερικού δικαίου και του διεθνούς δικαίου.
2.1.1.Εσωτερικό δίκαιο
Ο α.ν. 2636/1940 δεν στοχεύει παρά στην φύλαξη και το "πάγωμα" της περιουσίας των αλβανών υπηκόων για τις ανάγκες του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου και δεν συνιστά μέτρο αντιποίνων ή δήμευσης. Αυτό συνάγεται:
α) από τα άρθρα 2 ("απαγόρευσις συναλλαγών"), 3 ("απαγόρευσις της εκτελέσεως δικαιοπραξιών") και 6 ("μεσεγγύησις") που φανερώνουν την πρόθεση της Ελλάδας να καταστατήσει αδύναμη την χρησιμοποίηση των πόρων των υπηκόων του εχθρικού κράτους όσο διαρκεί ο πόλεμος,
β) από το άρθρο 13 που ορίζει ως καθήκον των διαχειριστών "την συντήρησιν και την κατά τον συνήθη προορισμόν εκμετάλλευσιν των μεσεγγυηθεισών περιουσιών"
γ) από το άρθρο 19 ("Επιτροπή εφαρμογής του νόμου και λογαριασμός μεσεγγυημένων εχθρικών περιουσιών") που προβλέπει ειδικό λογαριασμό κατάθεσης των εσόδων από την διαχείριση των μεσεγγυημένων περιουσιών140
δ) από την εισηγητική έκθεση των τότε αρμόδιων Υπουργών Δικαιοσύνης και Οικονομικών141,
ε) από τις γενικές διατάξεις περί μεσεγγύησης του Αστικού Κώδικα (άρθρα 831-833) και
στ) από την πρακτική που ακολουθήθηκε μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το ελληνικό κράτος απέδωσε τις μεσεγγυημένες ιταλικές και βουλγαρικές περιουσίες, συγκρατώντας όμως ό,τι ήταν αναγκαίο για τις πολεμικές επανορθώσεις142. Με νομοθετήματα του 1949 και 1950 το ελληνικό δημόσιο αποκτούσε για πρώτη φορά την νομή και κυριότητα των "εχθρικών" γερμανικών περιουσιών που είχε θέσει υπό μεσεγγύηση το 1941143. Συγχρόνως, προέβη σε ειδική συμφωνία με τρίτα -σύμμαχα- κράτη για τις λεπτομέρειες απόδοσης συγκεκριμένων εχθρικών περιουσιών144. Τέλος, η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε με την Νοτιοαφρικανική Ένωση για την απόδοση των μεσεγγυημένων ελληνικών περιουσιών στην επικράτεια της τελευταίας στους έλληνες ιδιοκτήτες145.
Εν ολίγοις, όταν λήξει και τυπικά η μεσεγγύηση, ο μεσεγγυούχος έχει την υποχρέωση να αποδώσει την περιουσία και ο ιδιοκτήτης ανακτά πλήρως τα δικαιώματά του.
| ||||||||||||||||||||||||
2.1.2.Διεθνές δίκαιο
2.1.2.1.Η νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης
Σύμφωνα με το άρθρο 3 του Ελληνοαλβανικού Συμφώνου Φιλίας146, τα δύο κράτη "κατευθύνουν τις ενέργειές τους προς την χρησιμοποίηση των ειρηνικών μέσων που προβλέπει το διεθνές δίκαιο, ο Χάρτης των Ηνωμένων Εθνών". Το δε άρθρο 15 του ίδιου Συμφώνου ορίζει ότι κάθε κράτος θα αντιμετωπίσει τη δυνατότητα για την άρση εντός του νομικού του πλαισίου, των εμποδίων που δυσχεραίνουν την απόλαυση των περιουσιών που έχουν οι υπηκόοι του ενός κράτους στην επικράτεια του άλλου.
Με βάση τουλάχιστον τα προηγούμενα, μπορεί η Αλβανία να θελήσει να εγείρει το ζήτημα των αλβανικών περιουσιών ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης. Πέραν των ζητημάτων για την αναγνώριση της δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου147, η νομολογία Interhandel148 θέτει ως προϋπόθεση για το παραδεκτό της προσφυγής ενώπιον του Διεθνούς Δικαστηρίου την προηγούμενη εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων από τους αλβανούς υπηκόους149.
2.1.2.2.Διεθνές Σύμφωνο για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα
2.1.2.2.1.Η διάκριση λόγω "εθνικής διαγωγής"
Η διάκριση στις ρυθμίσεις των μεσεγγυήσεων υπέρ εκείνων των αλβανών υπηκόων, ελληνικής καταγωγής, που έδειξαν "εθνική διαγωγή"150, δεν αντιβαίνει στην γενική απαγόρευση διακρίσεων στο ΔΣΑΠΔ (άρθρο 26151) γιατί υπάρχει αντικειμενική και εύλογη αιτιολογία της διάκρισης ενόσω διαρκεί και τυπικά η εμπόλεμη κατάσταση.
Το προηγούμενο συμπέρασμα επιβεβαιώνεται από την πολύκροτη υπόθεση De Fours Walderode κατά Τσεχίας ενώπιον της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του ΔΣΑΠΔ152. Ο De Fours Walderode ήταν πιστός στην Τσεχοσλοβακία κατά την γερμανική κατοχή. Η δήμευση της περιουσίας του (Διάταγμα Benes) το 1945 λόγω της γερμανικής του καταγωγής παραδόξως δεν συνοδεύτηκε με αφαίρεση της τσεχοσλοβακικής του υπηκοότητας, εξαιτίας ακριβώς της πατριωτικής του δράσης στην κατοχή. Στη συνέχεια, λόγω της επικράτησης των κομμουνιστών, ο προσφεύγων αναχώρησε το 1949 από την Τσεχοσλοβακία. Ταυτόχρονα απώλεσε την υπηκοότητα, την οποία όμως επανέκτησε το 1992. Όταν το ίδιο έτος (1992) ψηφίστηκε ο νόμος για την επιστροφή των περιουσιών, μία από τις προϋποθέσεις ήταν η αφοσίωση στο τσεχοσλοβακικό κράτος στην γερμανική κατοχή. Οι υπόλοιπες προϋποθέσεις ήταν η μόνιμη κατοικία στην Τσεχία και η τσεχική υπηκοότητα κατά το χρόνο κατάθεσης της αίτησης επιστροφής της περιουσίας. Εντούτοις, το 1996 ο τσέχος νομοθέτης, υπό την πίεση των πρώτων αποφάσεων της Επιτροπής Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Συνταγματικού Δικαστηρίου της χώρας153, αφαίρεσε τις προϋποθέσεις της μόνιμης κατοικίας και της τσεχικής υπηκοότητας κατά το χρόνο της αίτησης και εισήγαγε εκείνη της αδιάλειπτης τσεχοσλαβικής και τσεχικής υπηκοότητας του δικαιούχου από το τέλος του πολέμου μέχρι το 1990. Ο De Fours Walderode πληρούσε την προϋπόθεση της αφοσίωσης αλλά δεν πληρούσε εκείνη της αδιάλειπτης υπηκοότητας. Η Επιτροπή Δικαιωμάτων του Ανθρώπου θεώρησε ότι, υπό το φως του άρθρου 26 ΔΣΑΠΔ, συνιστά αυθαίρετη διάκριση η απαίτηση της αδιάλειπτης υπηκοότητας για κάποιον που έχει δείξει αφοσίωση στο κράτος γιατί δεν στηρίζεται σε αντικειμενική και εύλογη αιτιολογία δεδομένου ότι η απαίτηση της υπηκοότητας ή της διαμονής δεν συνδέεται με τα αρχικά περιουσιακά δικαιώματα και ο De Fours Walderode εδιώχθη ουσιαστικά από τη χώρα το 1949 λόγω της πολιτικής κατάστασης154.
Συνεπώς, αν η προϋπόθεση της "εθνικής διαγωγής" δεν δημιουργεί ζήτημα διάκρισης (άρθρο 26 ΔΣΑΠΔ) στο πρόσφατο τσεχικό νομοθέτημα για την επιστροφή των "εχθρικών" περιουσιών, τότε η ίδια προϋπόθεση κρίνεται εύλογη και αντικειμενική σε "εμπόλεμη κατάσταση".
2.1.2.2.2.Η διάκριση λόγω "ελληνικής καταγωγής"
Με βάση τα αμέσως προηγούμενα, είναι πάντως αμφίβολο αν η δεύτερη ισχύουσα εξαίρεση στις μεσεγγυήσεις, εκείνη της "ελληνικής καταγωγής" των αλβανών υπηκόων155, είναι σύμφωνη με την αρχή της μη διάκρισης. Πρώτον, γιατί το άρθρο 26 ΔΣΑΠΔ απαγορεύει κάθε διάκριση "ιδίως λόγω φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, περιουσίας, γέννησης ή άλλης κατάστασης". Δεύτερον, γιατί η υπόθεση De Fours Walderode και μία σειρά άλλων υποθέσεων σε βάρος της Τσεχίας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι η διάκριση λόγω εθνικής καταγωγής στην απόλαυση της περιουσίας είναι αυθαίρετη δεδομένου ότι οι αλβανικές περιουσίες δεν διακρίνονταν πριν την μεσεγγύηση σε περιουσίες αλβανών υπηκόων ελληνικής καταγωγής και σε περιουσίες αλβανών υπηκόων μη ελληνικής καταγωγής156.
Με άλλα λόγια, δεν είναι αυθαίρετο να διακρίνει το ελληνικό κράτος ανάμεσα στους αφοσιωμένους και στους μη αφοσιωμένους Αλβανούς ιδιοκτήτες, σε καιρό εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία. Γι' αυτό άλλωστε θεωρητικά εισάγονται οι μεσεγγυήσεις: για να απομονώσουν τους εχθρούς. Όμως, η περαιτέρω διάκριση των αλβανών ιδιοκτητών, μετά μάλιστα το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με άξονα την ελληνική τους καταγωγή κρίνεται αυθαίρετη.
2.1.2.2.3.Ενδιάμεσο συμπέρασμα
Υπό την παρούσα κατάσταση, η κατ' εξαίρεση δυνατότητα απόλαυσης της μεσεγγυημένης περιουσίας τους μόνον από αλβανούς υπηκόους, έλληνες στο γένος, είναι αυθαίρετη. Αντίθετα, η διάκριση σε φιλικούς και εχθρικούς στην Ελλάδα αλβανούς ιδιοκτήτες περιουσιών γίνεται αποδεκτή.
Πιθανή τυπική λήξη της εμπόλεμης κατάστασης με την Αλβανία και επιστροφή των περιουσιών ή απαλλοτρίωσή τους πρέπει να λάβει υπόψη της ότι, υπό το φως του ΔΣΑΠΔ, (α) είναι ανεκτή η διάκριση σε αλβανούς ιδιοκτήτες "εθνικής διαγωγής" και σε ιδιοκτήτες "αντεθνικής διαγωγής" και (β) δεν είναι ανεκτές άλλες προϋποθέσεις, όπως η διαμονή στην Ελλάδα, ή η ελληνική υπηκοότητα ή η ελληνική καταγωγή.
Πάντως, η πολιτική-διπλωματική σημασία του ΔΣΑΠΔ είναι περιορισμένη σε σύγκριση με εκείνη της ΕΣΔΑ. Πρώτον, γιατί η Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων δεν αποτελεί stricto sensu διεθνές δικαιοδοτικό όργανο. Δεύτερον, γιατί το ΔΣΑΠΔ δεν προστατεύει δικαίωμα στην απόλαυση της περιουσίας αλλά μόνο απαγορεύει τις διακρίσεις. Τρίτον, γιατί η Επιτροπή δεν επιδικάζει αποζημίωση σε περίπτωση παραβίασης των δικαιωμάτων του ανθρώπου που εγγυάται. Και τέταρτον γιατί ο ενδιαφερόμενος θα πρέπει πρώτα να εξαντλήσει τα εσωτερικά ένδικα μέσα157.
2.1.2.3.Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου
2.1.2.3.1. απόλαυση της περιουσίας
Υπό το φως του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου στην ΕΣΔΑ πρωτοκόλλου158, γεννάται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος απόλαυσης της περιουσίας με την ισχύουσα νομοθεσία περί μεσεγγύησης. Καταρχάς, η μεσεγγύηση των αλβανικών περιουσιών δεν υπάγεται στις ειδικές ρυθμίσεις της "στέρησης της περιουσίας" (άρθρο 1, παρ.1 εδ. β) ή σε εκείνη της "ρύθμισης της χρήσης αγαθών" (άρθρο 1, παρ. 2) αλλά στον ευρύτερο κανόνα του σεβασμού της περιουσίας.
Σύμφωνα με την νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, στον γενικό κανόνα του σεβασμού της περιουσίας ενυπάρχει "η ανάγκη αναζήτησης μίας δίκαιης ισορροπίας μεταξύ των απαιτήσεων του γενικού συμφέροντος της κοινωνίας και των απαιτήσεων για την προστασία των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων"159.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα δύο κράτη, Ελλάδα και Αλβανία, μετέχουν στον ΟΗΕ, στον ΟΑΣΕ και στο Συμβούλιο της Ευρώπης και ότι έχουν πρόσφατα συνάψει σύμφωνο φιλίας160, είναι δυσχερές να πεισθεί το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ότι συντρέχει σήμερα σπουδαίος λόγος γενικού συμφέροντος που δικαιολογεί την ελληνική κρατική επέμβαση στο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης των περιουσιών των αλβανών υπηκόων.
Βεβαίως, για να εξεταστεί σχετική προσφυγή από Ευρωπαϊκό Δικαστήριο πρέπει να ξεπεραστούν δικονομικά εμπόδια.
Πρώτο, πρέπει να συνεχίζουν μέχρι σήμερα οι ιδιοκτήτες να είναι θύματα παραβίασης των δικαιωμάτων τους161. Αυτό το εμπόδιο όμως ξεπερνιέται: σύμφωνα με το εσωτερικό δίκαιο, πρόκειται για μεσεγγύηση162 που συνιστά παραβίαση με "συνεχή" χαρακτήρα163.
Δεύτερο, πρέπει προηγουμένως να έχουν εξαντληθεί όλα τα ένδικα μέσα που είναι πραγματικά διαθέσιμα στον προσφεύγοντα164, αποτελεσματικά165 και κατάλληλα να θεραπεύσουν την ισχυριζόμενη παραβίαση166 στην Ελλάδα167. Αυτό σημαίνει ότι οι ενδιαφερόμενοι οφείλουν να ασκήσουν πρώτα αγωγή κυριότητας στα ελληνικά δικαστήρια. Στον ισχυρισμό ότι κάτι τέτοιο θα ήταν αναποτελεσματικό γιατί η αγωγή κυριότητας έχει παραγραφεί και συνεπώς οι προσφυγές που εισήχθησαν απευθείας στο Στρασβούργο είναι παραδεκτές, η απάντηση είναι ότι πρέπει τουλάχιστον μία σχετική αγωγή να απορριφθεί λόγω παραγραφής από τα ελληνικά δικαστήρια προκειμένου να αποδειχθεί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου ότι η εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων ήταν ανώφελη168.
Άλλη οδός εξάντλησης των εσωτερικών ενδίκων μέσων αποτελεί η έγερση των διεκδικήσεων των ενδιαφερομένων μέσω του εθνικού κτηματολογίου169. Σύμφωνα με τα άρθρο 6 του σχετικού νόμου, οι δικαιούχοι εξωτερικού μπορούν να εγγράψουν τις ιδιοκτησίες τους εντός επταετίας. Αν δεν αμφισβητηθεί η εν λόγω εγγραφή, τότε αυτή καθίσταται οριστική και αδιαμφισβήτητη (άρθρο 7). Επίσης, σε περίπτωση δύο εγγραφών επί της ίδιας ιδιοκτησίας, το πρωτοδικείο της περιοχής έχει αρμοδιότητα για την αμετάκλητη αναγνώριση του δικαιούχου (άρθρο 7).
2.1.2.3.2. απαγόρευση των διακρίσεων
Όσα σημειώθηκαν προηγουμένως για την αρχή της απαγόρευσης των διακρίσεων στο ΔΣΑΠΔ, ισχύουν και στο πλαίσιο του αντίστοιχου άρθρου 14 ΕΣΔΑ. Μόνο που στην περίπτωση της ΕΣΔΑ η απαγόρευση των διακρίσεων δεν έχει αυτόνομο χαρακτήρα. Δεν πρόκειται για γενική ρήτρα μη διάκρισης. Επομένως, παράβαση του άρθρου 14 ΕΣΔΑ εννοείται σε συνδυασμό με παραβίαση άλλης διάταξης και συγκεκριμένα του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου στην ΕΣΔΑ πρωτοκόλλου (δικαίωμα στην περιουσία).
2.1.2.3.3 Ενδιάμεσο συμπέρασμα
Υπό την παρούσα κατάσταση γεννάται θέμα παραβίασης του δικαιώματος ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας. Παράλληλα, τίθεται ζήτημα διακρίσεων στην απόλαυση της περιουσίας. Για να εξεταστούν και οι δύο ισχυρισμοί ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου θα πρέπει να έχουν προηγουμένως εξαντληθεί τα εσωτερικά ένδικα μέσα.
Τυχόν λήξη της εμπόλεμης κατάστασης γεννά εξίσου σοβαρό ζήτημα απόδοσης των αλβανικών περιουσιών ή απαλλοτρίωσής τους, σύμφωνα με τις γενικές ρυθμίσεις περί απαλλοτριώσεων.
Η σκοπιμότητα των απαλλοτριώσεων των αλβανικών περιουσιών για λόγους "εθνικούς" δεν θα υποστεί ουσιαστικό έλεγχο στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο γιατί καλύπτεται από το ευρύ "περιθώριο εκτίμησης" των καταστάσεων, που απολαμβάνουν τα κράτη, σε περιπτώσεις περιορισμού του δικαιώματος ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας. Τα παραπάνω επιβεβαίωνει η απόφαση για τις γερμανικές αποζημιώσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου170.
2.1.3.Συνολικό συμπέρασμα
Υπό την παρούσα κατάσταση, οι αλβανικές περιουσίες γεννούν ζητήματα διακρίσεων (άρθρο 26 ΔΣΑΠΔ) και προσβολής του δικαιώματος απόλαυσης της περιουσίας (άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου στην ΕΣΔΑ πρωτοκόλλου και 14 ΕΣΔΑ).
Η λήξη της εμπόλεμης κατάστασης θα πρέπει να λάβει υπόψη της ότι (α) είναι ανεκτή η διάκριση σε ιδιοκτήτες "εθνικής διαγωγής" και σε ιδιοκτήτες "αντεθνικής διαγωγής", (β) δεν είναι ανεκτές προϋποθέσεις, όπως η διαμονή στην Ελλάδα, η ελληνική υπηκοότητα ή η ελληνική καταγωγή, (γ) υφίσταται υποχρέωση απόδοσης των περιουσιών ή τήρησης των γενικών διατάξεων περί απαλλοτρίωσης.
Συγχρόνως, υπό το φως των άρθρων 6 παρ.1171 και 13172 ΕΣΔΑ, η ρύθμιση για την λήξη της εμπόλεμης κατάστασης πρέπει να περιλαμβάνει την πρόνοια πρόσβασης κάθε ενδιαφερόμενου στην ελληνική δικαιοσύνη για να αμφισβητήσει (i) τυχόν αποκλεισμό του από τους δικαιούχους (π.χ. αποκλεισμός λόγω αντεθνικής καταγωγής) επιστροφής περιουσιών, (ii) τον ίδιο τον τρόπο επιστροφής και (iii) την απαλλοτρίωση των περιουσιών. Κατά αυτό τον τρόπο, τυχόν ελληνοαλβανική διακρατική συμφωνία, που θα επιλύει το ζήτημα των περιουσιών αλλά θα περιλαμβάνει ρήτρα αποκλεισμού της αρμοδιότητας των ελληνικών και αλβανικών δικαστηρίων να εξετάσουν σχετικές αιτιάσεις από τους ιδιοκτήτες, δεν είναι ανεκτή.
2.2.Περιουσίες των δοσίλογων
Πρόκειται για τις περιουσίες εκείνων των Τσάμηδων που καταδικάστηκαν για συνεργασία με τον εχθρό από τα Ειδικά Δικαστήρια δοσίλογων με παρεπόμενη ποινή την ολική δήμευση της περιουσίας τους173.
Υπό το φως της ΕΣΔΑ και του ΔΣΑΠΔ, δεν γεννάται κανένα ζήτημα διακρίσεων ή προσβολής του δικαιώματος ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας.
2.2.1.Δικαίωμα στην περιουσία και ΕΣΔΑ
Πιθανές προσφυγές ή αναφορές Τσάμηδων για το θέμα των περιουσιών που δημεύθηκαν από τα Ειδικά Δικαστήρια δοσίλογων δεν εμπίπτουν ratione temporis στην αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Ειδικότερα, στην αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου εμπίπτουν όλα τα μέτρα προσβολής του δικαιώματος απόλαυσης της περιουσίας, που ελήφθησαν μετά την επικύρωση της ΕΣΔΑ και του πρώτου, πρόσθετου στην ΕΣΔΑ, πρωτοκόλλου από την Ελλάδα (3.9.1953)174. Γι' αυτά τα μέτρα υπέχει διεθνή ευθύνη η Ελλάδα και είναι δυνατή η διακρατική προσφυγή σε βάρος της Ελλάδας ενώπιον του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου.
Αν η διακρατική προσφυγή υποβληθεί από την Αλβανία και όχι ένα από τα κράτη που έχουν από το 1953 επικυρώσει την ΕΣΔΑ, η εν λόγω προσφυγή θα αφορά το διάστημα Δεκέμβριος του 1996 και επέκεινα (στις 2.10.1996 επικύρωσε την ΕΣΔΑ η Αλβανία).
Ωστόσο, δεδομένου ότι τα μέτρα δήμευσης των Τσάμηδων ανάγονται σε περίοδο πριν το 1953, δεν εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ακόμη λοιπόν κι αν η σχετική διακρατική προσφυγή ασκηθεί από τα δυτικοευρωπαϊκά κράτη που κύρωσαν την ΕΣΔΑ το 1953, θα απορριφθεί.
Όσον αφορά την ατομική προσφυγή, αυτή θα μπορούσε να κηρυχθεί παραδεκτή μόνο αν οι προσβολές της περιουσίας είχαν "συνεχή" χαρακτήρα175 και εκτείνονται και μετά την 20η Νοεμβρίου 1985, ημέρα αναγνώρισης του δικαιώματος ατομικής προσφυγής από την Ελλάδα. Κάτι τέτοιο όμως δεν μπορεί να υποστηριχθεί σε καμία περίπτωση για τους δοσίλογους και τις δημεύσεις των περιουσιών τους176.
Απολύτως σχετικές είναι οι πρόσφατες υποθέσεις του Πρίγκιπα Hans-Adam II του Λιχτενστάιν (κατά Γερμανίας)177 και των δοσιλόγων της Φλώρινας178.
Στην πρώτη υπόθεση, ο πρίγκιπας υποστήριξε ότι συνέχιζε να είναι ιδιοκτήτης ενός πίνακα ζωγραφικής ο οποίος δημεύθηκε το 1946 από τις αρχές της Τσεχοσλοβακίας. Τα γερμανικά δικαστήρια αρνήθηκαν να εξετάσουν σχετικές αγωγές του επικαλούμενα διάταξη διεθνούς σύμβασης του 1952 που απαγόρευε ρητά την επανεξέταση των δημεύσεων.
Στον ισχυρισμό του προσφεύγοντος ότι η άρνηση γερμανικών δικαστηρίων να αποφανθούν σχετικά με την συμβατότητα των δημεύσεων παραβίασε το άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ, το Δικαστήριο υποστήριξε ότι η επιβολή το 1952 στην μεταπολεμική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας από τις τέσσερις δυνάμεις μίας διεθνούς συνθήκης που απαγόρευε πράγματι στα γερμανικά δικαστήρια να εξετάσουν τα μέτρα δήμευσης δεν συνιστά παραβίαση του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ).
Σχετικά με τον ισχυρισμό παραβίασης του δικαιώματος ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας, το Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:
"Σε ό,τι αφορά το εν λόγω προκαταρκτικό ζήτημα, το Δικαστήριο παρατηρεί ότι η απαλλοτρίωση είχε διεξαχθεί από τις αρχές της πρώην Τσεχοσλοβακίας το 1946, όπως επιβεβαιώθηκε από το Διοικητικό Δικαστήριο της Μπρατισλάβα το 1951, δηλαδή προ της 3ης Σεπτεμβρίου 1953, ημερομηνίας κατά την οποία ετέθη σε ισχύ η σύμβαση, και προ της 18ης Μαΐου 1954, ημερομηνίας κατά την οποία ετέθη σε ισχύ το πρώτο πρόσθετο στην ΕΣΔΑ πρωτόκολλο. Επομένως, το Δικαστήριο δεν είναι αρμόδιο ratione temporis να εξετάσει τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η απαλλοτρίωση ή τα μακροχρόνια αποτελέσματά της μέχρι σήμερα
Το Δικαστήριο θα προσέθετε ότι υπό αυτές τις συνθήκες δεν τίθεται ζήτημα συνεχούς παραβίασης της ΕΣΔΑ η οποία θα μπορούσε να καταλογιστεί στο Ομοσπονδιακό Δικαστήριο της Γερμανίας και η οποία θα μπορούσε να έχει επιπτώσεις στα χρονικά όρια άσκησης των αρμοδιοτήτων του Δικαστηρίου.
Ως επακόλουθο αυτού του μέτρου, ο πατέρας του προσφεύγοντος και ο ίδιος ο προσφεύγων δεν είχαν την δυνατότητα να ασκήσουν κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας σε ό,τι αφορά τον πίνακα ο οποίος φυλασσόταν στο Γραφείο Ιστορικών Μνημείων του Μπρνο στην Τσεχία.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ο προσφεύγων, ως κληρονόμος του πατέρα του, δεν δύναται, στο πλαίσιο των σκοπών του άρθρου 1 του πρώτου προσθέτου πρωτοκόλλου στην ΕΣΔΑ να θεωρηθεί ότι έχει διατηρήσει την κυριότητα ή να δικαιούται αξίωσης επιστροφής περιουσιακών στοιχείων κατά της Γερμανίας τα οποία ισοδυναμούν με "νόμιμη προσδοκία" υπό την έννοια που αυτή έχει στο πλαίσιο της νομολογίας του Δικαστηρίου.
Δεδομένων των παραπάνω, οι αποφάσεις του γερμανικού δικαστηρίου και η επακόλουθη επιστροφή του πίνακα στην Τσεχία δεν μπορεί να θεωρηθεί παρέμβαση στην "περιουσία" του προσφεύγοντος βάσει των όσων ορίζονται στο άρθρο 1 του πρώτου, πρόσθετου στην ΕΣΔΑ, πρωτοκόλλου.
87. Το Δικαστήριο, συνεπώς, συμπεραίνει ότι δεν υπήρξε παραβίαση του άρθρου 1 του πρώτου, πρόσθετου στην ΕΣΔΑ, πρωτοκόλλου".
Στην δεύτερη ad hoc υπόθεση, εκείνη των δοσιλόγων της Φλώρινας179, το Δικαστήριο έκρινε ότι τα μέτρα δήμευσης των δοσιλόγων της περιοχής της Φλώρινας, μετά από καταδικαστικές αποφάσεις των Ειδικών Δικαστηρίων της εποχής, δεν εμπίπτουν ratione temporis στην αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Διακστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Συνεπώς, υπό το φως της ΕΣΔΑ, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του δικαιώματος ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας.
2.2.2.Απαγόρευση διακρίσεων και ΔΣΑΠΔ
Χρονικό όριο για την αρμοδιότητα της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων σε ατομικές αναφορές, που στρέφονται κατά της Ελλάδας, ανεξάρτητα της υπηκοότητας του προσφεύγοντος, είναι η 5η Αυγούστου 1997, ημέρα έναρξης ισχύος του ΔΣΑΠΔ και ταυτόχρονα ημέρα αναγνώρισης του δικαιώματος ατομικής αναφοράς για την Ελλάδα. Τονίζεται ότι η Ελλάδα δεν έχει προβεί σε δήλωση αναγνώρισης της αρμοδιότητας της Επιτροπής του άρθρου 41 ΔΣΑΠΔ για εξέταση διακρατικών αναφορών180.
Συνεπώς, η Επιτροπή δεν έχει αρμοδιότητα ratione temporis για να εξετάσει αναφορές των δοσίλογων.
Επί της ουσίας, σύμφωνα με τη νομολογία της Επιτροπής181, δεν συνιστά παραβίαση της αρχής της μη διάκρισης η πρόβλεψη επιστροφής μέρους των περιουσιών που δημεύθηκαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Έτσι, η επιστροφή περιουσιών που δημεύτηκαν επί κομμουνιστικού καθεστώτος στην Τσεχοσλοβακία δεν καθιστά μειονεκτική την μεταχείριση όσων δεν ωφελήθηκαν από την επιστροφή των περιουσιών τους που δημεύτηκαν νωρίτερα με άλλη αφορμή και νομική βάση (διατάγματα Benes).
Επομένως, η επιστροφή περιουσιών των πολιτικών προσφύγων, που δημεύτηκαν (βάσει άλλων διατάξεων) κατά την διάρκεια του εμφύλιου πολέμου στην Ελλάδα (νόμος 1540/1985)182, δεν συνιστά μειονεκτική μεταχείριση των δοσίλογων των οποίων επίσης οι περιουσίες δημεύτηκαν με άλλη αφορμή και νομική βάση.
Συμπερασματικά δεν γεννάται κανένα θέμα παραβίασης του ΔΣΑΠΔ, όσον αφορά τις δημεύσεις σε βάρος των δοσίλογων.
2.2.3.Συμπέρασμα
Οι δημεύσεις σε βάρος των Τσάμηδων, συνεργατών των κατακτητών (δοσίλογοι), δεν αντίκεινται στο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας (ΕΣΔΑ) και στην αρχή της μη διάκρισης (ΔΣΑΠΔ).
Συγχρόνως, τυχόν αξιώσεις δεν υπόκεινται ratione temporis στην αρμοδιότητα του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου ή της Επιτροπής Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
2.3."Εγκαταλελειμμένα" ακίνητα των Τσάμηδων την δεκαετία του '50
Οι πηγές δεν ξεκαθαρίζουν τον αριθμό και την έκταση της συγκεκριμένης κατηγορίας περιουσιών183.
Εντούτοις, τα ζητήματα, που πιθανολογείται ότι προκύπτουν για τα "εγκαταλελειμμένα" ακίνητα, έχουν ήδη αντιμετωπιστεί προηγουμένως, υπό 2.1 και 2.2. Έτσι,
α) θέμα διακρίσεων (ευνοϊκή αντιμετώπιση των πολιτικών προσφύγων184) δεν τίθεται, υπό το φως του ΔΣΑΠΔ, για τους ίδιους δικονομικούς και ουσιαστικούς λόγους που παρατέθηκαν ανωτέρω για τις περιουσίες των δοσίλογων,
β) θέμα παραβίασης της περιουσίας (ΕΣΔΑ), επίσης, δεν τίθεται γιατί πρέπει, πριν απ'όλα η παραβίαση να είναι συνεχής και να εκτείνεται μέχρι σήμερα. Δηλαδή, πρέπει να συντρέχουν συσσωρευτικά οι ακόλουθοι όροι
- να υπάρχει "νόμιμη προσδοκία" για την περιουσία από τους Τσάμηδες, δηλαδή, να υπάρχουν οχλήσεις, αγωγές, συμφωνητικά ή άλλες αποδείξεις που ανανέωναν το ενδιαφέρον των Τσάμηδων για την ιδιοκτησία τους
- να μην θίγεται η "ασφάλεια δικαίου"
- να μην έχουν παραγραφεί οι αξιώσεις των Τσάμηδων, βάσει του αστικού κώδικα.
Με βάση τα λίγα πραγματικά στοιχεία που υπάρχουν αλλά και την απορριπτική νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου για αιτιάσεις σχετικά με απαλλοτριώσεις και δημεύσεις, που ολοκληρώθηκαν πριν αρκετές δεκαετίες και εντάσσονται σε μείζονες μεταπολεμικές ανακατατάξεις στην ευρωπαϊκή ήπειρο, συνάγεται ότι δεν τίθεται θέμα παραβίασης της ΕΣΔΑ ή του ΔΣΑΠΔ.
ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Η περιουσία των Τσάμηδων αποτέλεσε την κύρια αιτία ρήξης με τον χριστιανικό πληθυσμό στον μεσοπόλεμο.
Τα νομοθετικά μέτρα για την απάλειψη της δυσαρέσκειας των Τσάμηδων δεν απέδωσαν. Η κύρωση σχετικής διεθνούς σύμβασης, μετά τις πιέσεις αλβανών ιδιοκτητών, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
Οι απαλλοτριώσεις εκείνης της εποχής ήταν παράτυπες αλλά δεν προκύπτει κανένα νομικό ζήτημα σήμερα.
Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου οι αλβανικές περιουσίες τέθηκαν υπό μεσεγγύηση. Η παρατεινόμενη μεσεγγύηση αντίκειται σήμερα στην αρχή της μη διάκρισης και στο δικαίωμα ειρηνικής απόλαυσης της περιουσίας.
Η λήξη της εμπόλεμης κατάστασης συνεπάγεται την επιστροφή των αλβανικών μεσεγγυημένων περιουσιών ή την απαλλοτρίωσή τους με βάση τις γενικές διατάξεις. Μόνος (αλλά σημαντικός) ανεκτός λόγος διάκρισης των αλβανών δικαιούχων-ιδιοκτητών είναι η αντεθνική τους διαγωγή.
Οι περιουσίες των Τσάμηδων-δοσίλογων, που δημεύθηκαν, δεν γεννούν κανένα νομικό ζήτημα σήμερα.
Οι περιουσίες Τσάμηδων, που απαλλοτριώθηκαν στην δεκαετία του '50 ως εγκαταλελειμμένες, δεν φαίνονται να γεννούν νομικά ζητήματα.
1 "Τσαμουριά" ονομαζόταν η περιοχή κατά τη Τουρκοκρατία. Σύμφωνα με έναν συγγραφέα, η ονομασία δεν είναι ούτε αλβανική ούτε τουρκική. Αποτελεί παραφθορά του Θυαμουριά (μεσαιωνικό όνομα της Θεσπρωτίας) από τον τοπικό ποταμό που στην αρχαιότητα λεγόταν Θύαμις και σήμερα Καλαμάς. Βλ. Α. Παπαδόπουλου, Άπειρος Χώρα, εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα 1992.
2 Β. Κραψίτη, Η ιστορική αλήθεια για τους μουσουλμάνους Τσάμηδες, Αθήνα, 1992, σελ. 54.
3 Ν. 2521/1920 "περί παραχωρήσεως της εσοδείας των κολληγικώς καλλιεργουμένων γαιών και συμπληρώσεως της αγροτικής νομοθεσίας", Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, τεύχος πρώτο, 3.10.1920, αρ. 227, σελ. 2222.
4 Σημείωμα του επιθεωρητή αγροτικής αποκατάστασης προσφύγων με τίτλο "Περί θρησκευτικών μειονοτήτων της Τσαμουριάς" [Γιάννενα, 4.9.1923], συνημμένο σε έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς το Υπουργείο Εξωτερικών (Ι.Α.Υ.Ε. 1926, Γ/68/Χ).
Εφεξής, όπου αναφέρεται ως πηγή το Ιστορικό Αρχείο του Υπουργείου Εξωτερικών (Ι.Α.Υ.Ε.), λαμβάνεται υπόψη ότι δεν κατέστη δυνατή η άμεση πρόσβαση στο συγκεκριμένο αρχείο αλλά πρόκειται για έμμεση πηγή: όλες οι σχετικές αναφορές αντλούνται από το έργο του Δ. Μιχαλόπουλου, Τσάμηδες, εκδόσεις Αρσενίδη, Αθήνα, 1993.
5 Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, τεύχος πρώτο, 23.11.1922, αρ. 243, σελ. 1459.
6 Έκθεση της 2ας Μαρτίου 1923 του Γενικού Διοικητή Ηπείρου προς το Υπουργείο Εξωτερικών (Ι.Α.Υ.Ε. 1923, Α/5[3]).
7 Βλ. κατωτέρω 1.4.1.1.1.
8 Βλ. κατωτέρω 1.4.1.2. και 1.5.1.2.
9 Βλ. κατωτέρω 1.5.1.1.
10 Έκθεση του Γ.Δ. Ηπείρου προς το Υπ.Εξ. στις 30.9.1927, Ι.Α.Υ.Ε. Βλ. Λ. Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες, Νεφέλη, Αθήνα, 1995, σελ. 233-238.
11 Σε έκθεση του Κ. Μητρομελέτη, Γενικού Επιθεωρητή του Υπουργείου Γεωργίας για τα απαλλοτριωθέντα κτήματα των Τσάμηδων, κρίνει την απαλλοτρίωση ως "αμελέτητον, παράνομον και αντισυνταγματική, διότι πρόκειται περί πυκνοκαλλιεργημένων μικροϊδιοκτησιών" (Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/2.).
12 Βλ. κατωτέρω 1.5.1.1.
13 Βλ. κατωτέρω 1.4.1.1.2. και 1.4.1.1.3.
14 Τον Σεπτέμβριο του 1936 έλληνες κάτοικοι της Τσαμουριάς ανέφεραν στον Διευθυντή Κρατικής Αμύνης ότι φοβούνται ότι οι μουσουλμάνοι συντοπίτες τους "θέλουσιν στραφή καθ' ημών όντων αόπλων, διότι ούτοι κατέχουσιν άπαντες όπλα" και ζητούσαν από το "νέον ορθοποδίζον κράτος" να στείλει τμήμα στρατού για την προστασία τους (Ι.Α.Υ.Ε. 1936, Α/4/9α,β, α.π. 18452). Βλ. Λ. Διβάνη, ό.π., σελ. 255.
15 Ήδη, τον Απρίλιο του 1936 ο νέος Γενικός Διοικητής Ηπείρου ζητά από το Υπουργείο Εξωτερικών την ανάκληση προηγούμενης διαταγής του που απαγόρευε τη λήψη οποιουδήποτε πιεστικού μέτρου κατά των Τσάμηδων, γιατί διέβλεπε τον κίνδυνο να εξεγερθούν (Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/1, α.π. 7809). Την ίδια εποχή ο Έπαρχος Παραμυθίας ζήτησε να σταλούν μυστικοί πράκτορες στα Τσαμοχώρια γιατί υπήρχαν φήμες για εξέγερση (Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/1). Βλ. Λ. Διβάνη, ό.π., σελ. 255.
16 Γ. Μαργαρίτης, "Η σκοτεινή πλευρά των εθνικών θριάμβων", Ο Πολίτης, τ.117, 1992, σελ. 45.
17 Ε. Μαντά, Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Ηπείρου (1923-2000), ΙΜΧΑ, Θεσσαλονίκη, 2004, σελ. 47 κ.επ.. Γ. Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες, Βιβλιόραμα, Αθήνα, 2005, σελ. 133-215, ιδίως, σελ. 140-145.
18 Έκθεση της 2ας Μαρτίου 1923 του Γενικού Διοικητή Ηπείρου προς το Υπουργείο Εξωτερικών (Ι.Α.Υ.Ε. 1923, Α/5[3]).
19 Σε σύνολο πληθυσμού 60.705 κατοίκων στην περιοχή. Βλ. σημείωμα του Ν. Ι. Αναγνωστόπουλου, επιθεωρητή αγροτικής αποκατάστασης προσφύγων, με τίτλο "Περί θρησκευτικών μειονοτήτων της Τσαμουριάς" [Γιάννενα, 4.9.1923], συνημμένο σε έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς το Υπουργείο Εξωτερικών (Ι.Α.Υ.Ε. 1926, Γ/68/Χ, αρ. 33878). Πηγές των Τσάμηδων ανέβαζαν τον αριθμό σε 40.000 περίπου την ίδια εποχή (Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/ΑΠ/17, (18)).
20 LoN, Doc. C. 765.1925.I, The Albanian Delegate to the President of the Council [Memorandum], Γενεύη, 4.12.1925.
Εφεξής, όπου αναφέρεται ως πηγή το αρχείο της Κοινωνίας των Εθνών (LoN), λαμβάνεται υπόψη ότι όλες οι σχετικές αναφορές αντλούνται από το έργο της Λ. Διβάνη, Ελλάδα και μειονότητες, Νεφέλη, Αθήνα, 1995, σελ. 218-257.
21 Σε σύνολο πληθυσμού 312.634 κατοίκων στην Ήπειρο. Βλ. Υπουργείον Εθνικής Οικονομίας, Γενική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας, Στατιστικά αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδας της 15-16 Μαΐου 1928, IV. Τόπος γεννήσεως-Θρησκεία και γλώσσα-Υπηκοότης [Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1935]. Πρβλ. Δ. Μιχαλόπουλος, ό.π., σελ. 20.
Ο Γ. Μαργαρίτης ("Η σκοτεινή πλευρά ... ", ό.π., σελ. 44) αναφέρεται στα αποτελέσματα της απογραφής σημειώνοντας όμως τον αριθμό των 19.000 μουσουλμάνους αλβανικής γλώσσας.
Ο Γ. Χαρβαλιάς ["Αλβανία" στο: Θ. Βερέμης (επιμ.), Βαλκάνια. Από τον διπολισμό στη νέα εποχή, Εκδόσεις Γνώση, Αθήνα, 1994, σελ. 204, υποσ. 38] αναφέρεται σε 18.145 μουσουλμάνους στην Θεσπρωτία, βάσει της ίδιας απογραφής. Παραπέμπει δε στο σημείωμα του Ν. Ι. Αναγνωστόπουλου, επιθεωρητή αγροτικής αποκατάστασης προσφύγων, με τίτλο "Περί θρησκευτικών μειονοτήτων της Τσαμουριάς" [Γιάννενα, 4.9.1923], συνημμένο σε έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς το Υπουργείο Εξωτερικών (Ι.Α.Υ.Ε. 1926, Γ/68/Χ, αρ. 33878). Πρβλ. Η. Κώνστα, Το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα, Αθήνα, 1951, σελ. 71-76.
Ο Ν. Πολίτης απευθυνόμενος τον ίδιο καιρό (5.6.1928) στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών αναφέρθηκε σε 15.000 με 16.000 μουσουλμάνους της Τσαμουριάς. LoN, Official Journal, IXth year, no 7 (July 1928), Minutes of the fiftieth session of the Council, second meeting (June 5th, 1928), σελ. 873-887.
Τέλος, ο βουλευτής της περιοχής Χ. Παπασταύρου αναφέρθηκε το 1954 στην Βουλή σε 18.000 μουσουλμάνους αλβανούς. Πρακτικά των συνεδριάσεων της Γ΄ Συνόδου της Β΄ Βουλευτικής Περιόδου, συνεδρίαση ΛΕ΄, 17 Φεβρουαρίου 1954, σελ. 426.
22 Ι.Α.Υ.Ε. 1938, Α/4/9, α.π. 736. Βλ. Λ. Διβάνη, ό.π., σελ. 256-257.
23 Ι. Αρχιμανδρίτης, Τσάμηδες. Οδύνη και δάκρυα της Θεσπρωτίας, σελ. 38. Βλ. Δ. Μιχαλόπουλος, ό.π., σελ. 20.
24 Λ. Μπαλτσιώτης, "Τσαμουριά: πραγματικότητες και φαντασιώσεις", Ο Πολίτης, τ.126, 2004, σελ. 58.
25 Ιταλικά Στρατιωτικά Αρχεία, Έκθεση Πεπραγμένων του Γραφείου Πολιτικών Υποθέσεων της Ανώτερης Στρατιωτικής Διοίκησης της Ελλάδας (11η Στρατιά), για τον πρώτο χρόνο της ιταλικής κατοχής της Ελλάδας, ISR T. 821 Roll 354. Βλ. Γ. Μαργαρίτης, "Η σκοτεινή πλευρά ... ", ό.π., σελ. 44.
26 Ελληνική Βασιλική Χωροφυλακή. Σταθμός Χωροφυλακής Πάργας, 20.1.1947. Βλ. Γ. Μαργαρίτης, "Η σκοτεινή πλευρά ... ", ό.π., σελ. 47.
27 Εθνική Στατιστική Υπηρεσία της Ελλάδας, Αποτελέσματα της απογραφής του πληθυσμού της Ελλάδας της 7ης Απριλίου 1951, [Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1958, σελ. 236 και 238]. Πρβλ. Δ. Μιχαλόπουλος, ό.π., σελ. 189.
28 Β. Κραψίτη, Οι μουσουλμάνοι τσάμηδες της Θεσπρωτίας, Αθήνα, σελ. 181.
29 FO 421/314[Confidential Print], αρ. 62 [C 3447/148/90], Sir P. Loraine, προς Sir A. Chamberlain, αρ.171, Αθήνα, 27 Απριλίου 1928.
30 Εμφανίζονταν ως "Έλληνες υπήκοοι, μουσουλμάνοι, αλβανικής καταγωγής" ή ως απλώς "Έλληνες υπήκοοι". Βλ. Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21/Ι, η γενική διοίκηση Ηπείρου προς το Υπουργείο Εξωτερικών αρ. 25, Γιάννενα, 6 Μαρτίου 1928. Πρβλ. Λ. Διβάνη, ό.π., σελ. 240.
31 Πρόκειται για αυτούς που αφορά η Αναφορά του Housso Ilias Loukavitciotis στην Κοινωνία των Εθνών. Βλ. κατωτέρω, 1.4.1.1. Πρβλ. Λ. Διβάνη, ό.π., σελ. 242, υποσ. 68.
32 Βλ. τη θέση του Έλληνα αντιπροσώπου Δ. Κακλαμάνου σε συνεδρίαση της υποεπιτροπής για την ανταλλαγή των πληθυσμών (19.1.1923 και 24.1.1923). Recueil des actes de la Conference, 1ere tome, protocoles des seances plenieres et proces-verbaux et rapports de la premiere commission, Sous-commission pour l'echange des populations, proces-verbal No.8 (seance du 19 janvier 1923), σ. 604.
Πρβλ. ιδιωτική επιστολή του Ε. Βενιζέλου στον γενικό γραμματέα της Κοινωνίας των Εθνών (6.8.1923): "Σας πληροφορώ ότι, πριν από την αναχώρησή μου από τη Λωζάνη, τηλεγράφησα στην κυβέρνησή μου για να επιστήσω την προσοχή της στη θέση των μουσουλμάνων, Ελλήνων υπηκόων, αλβανικής φυλής, οι οποίο δεν πρέπει να εξομοιωθούν με τους Τούρκους στην εφαρμογή της σύμβασης για την ανταλλαγή των πληθυσμών". LoN, Doc. C. 752.1923. VII.
33 Recueil des actes de la Conference, ό.π., proces-verbal No.8 (seance du 19 janvier 1923), σ. 604 και proces-verbal No.13 (seance du 24 janvier 1923), σ. 625.
34 Ο Τούρκος αντιπρόσωπος δεν έφερε καμία αντίρρηση στα όσα υποστήριξαν ο Έλληνας και Αλβανός εκπρόσωπος.Recueil des actes de la Conference, ό.π., proces-verbal No.8 (seance du 19 janvier 1923), σ. 604.
35 Memorandum by the Secretary-General (6.1.1925), LoN, Doc. C. 4.1925. I.
36 Βλ. τις οδηγίες που έστειλε το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών στις 25.10.1923 στις υποεπιτροπές που είχαν συσταθεί προς εξακρίβωσιν της αλβανικής ή μη καταγωγής των Τσάμηδων: "Θεωρούνται αλβανικής καταγωγής και εξαιρετέοι οι κατοικούντες εν Ελλάδι μουσουλμάνοι Έλληνες υπηκόοι που δεν έχουν τουρκική συνείδησιν και οι οποίοι εγεννήθησαν είτε εις την σημερινήν Αλβανία, είτε εις την Ελλάδα εκ πατρός γεννηθέντος εις την σημερινήν Αλβανίαν". Ι.Α.Υ.Ε. 1923, ΚτΕ/ΑΠ/17, α.π. 31475.
37 Ν.Δ. της 15.2.1923 "Περί αποκαταστάσεως ακτημόνων καλλιεργητών", Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, τεύχος πρώτο, 5.3.1923, αρ. 57, σελ. 429.
38 Απόφαση της 14ης Φεβρουαρίου 1923 του Αρχηγού της Ελληνικής Επαναστάσεως (αρ. πρ. 3473) "Περί καταλήψεως ακινήτων προς γεωργικήν αποκατάστασιν ακτημόνων καλλιεργητών κλπ. και προ της καταβολής αποζημιώσεως", Εφημερίς της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδος, τεύχος πρώτο, 5.3.1923, αρ. 57, σελ. 429.
39 Νόμος 4816/1930 "Περί καθορισμού αποζημιώσεως απαλλοτριωθέντων κτημάτων Μαργαριτίου και Παραμυθιάς", ΦΕΚ Α΄ αρ.242, 16.7.1930.
40 Νόμος 5136/1931 "Περί τροποποιήσεως και συμπληρώσεως των διατάξεων του νόμου 4816 "περί καθορισμού αποζημιώσεως απαλλοτριωθέντων κτημάτων Μαργαριτίου και Παραμυθίας"", ΦΕΚ Α΄ αρ.217, 18.7.1931.
41 Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/2.
42 Σύμφωνα με την Λ. Διβάνη, ό.π., σελ. 252, "οι περισσότερες νεωτεριστικές εισηγήσεις δεν υλοποιήθηκαν ποτέ πλήρως ώστε να αποδώσουν καρπούς. Άλλες ανακλήθηκαν από τις επόμενες κυβερνήσεις και άλλες εμποδίστηκαν από τη γραφειοκρατία και την παλινωδία της διοίκησης. Είναι ενδεικτικό το γεγονός ότι το ζήτημα των αποζημιώσεων των απαλλοτριωθέντων κτημάτων, μολονότι εκτιμήθηκε από όλους ως υπ' αριθμόν 1 παράγοντας δυσαρέσκειας που καθυστερούσε την αφομοίωση των Τσάμηδων και τους παρέδιδε στην αλβανική και ιταλική προπαγάνδα, ουδέποτε λύθηκε ικανοποιητικά".
43 Αναγκαστικός Νόμος 735/1937 "Περί των Μουσουλμάνων των επικαλουμένων αλβανικήν καταγωγήν και περί αποδόσεως των παρ'αυτών διεκδικουμένων κτημάτων", ΦΕΚ Α΄ αρ.228, 15.6.1937.
44 Γ. Μαργαρίτης, Ανεπιθύμητοι συμπατριώτες, ό.π., σελ. 145.
45 Για το ζήτημα των απαλλοτριωθέντων κτημάτων των Αλβανών υπηκόων ενώπιον της Κοινωνίας των Εθνών βλ. κατωτέρω υπό 1.5.1.2.
46 Οι υπόλοιπες δύο αφορούσαν κατηγορίες εκδίωξης των Τσάμηδων προς την Τουρκία [Αναφορά Housso Ilias Loukavitciotis (LoN, Document C. 575.1927.I) και Αναφορά Αντιπροσώπων των Τσάμηδων σχετικά με τη "γενική κατάσταση των Μουσουλμάνων αλβανικής καταγωγής στην Ελλάδα" (LoN, Document C. 662.1927.I)]. Και οι δύο Αναφορές δεν τελεσφόρησαν.
47 LoN, Document C. 661.1927.I.
48 Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21/Ι., Δενδραμής προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 886, Γενεύη, 26 Μαρτίου 1928.
49 LoN, Document C. 663.1927.I.
50 Ι.Α.Υ.Ε. 1928, Α/21/Ι., Δενδραμής προς Υπουργείο Εξωτερικών, αρ. 886, Γενεύη, 26 Μαρτίου 1928.
51 Ι.Α.Υ.Ε. 1935, Α/4/9/2. α.π. 34.
52 Βλ. Εισαγωγή, σημείο 5.
53 Βλ. ανωτέρω, νόμος 4816/1930, υπό 1.4.1.1.2.
54 Βλ. Λ. Διβάνη, ό.π., σελ. 250-251.
55 Βλ. Γ. Μαργαρίτης, "Η σκοτεινή πλευρά ... ", ό.π., σελ. 45.
56 Εφημερίδα Ακρόπολις, 14 Ιουλίου 1949, σελ. 1.
57 ΦΕΚ Α΄ αρ. 12, 21.1.1945.
58 Αναγκαστικός Νόμος 533/1945 "Περί τροποποιήσεως, συμπληρώσεως και κωδικοποιήσεως της υπ' αριθ. 6/1945 Συντακτικής πράξης περί επιβολής κυρώσεως κλπ. ως έχει τροποποιηθή", ΦΕΚ Α΄ αρ. 224, 3.9.1945.
59 Αναγκαστικός Νόμος 1539/1938, ΦΕΚ Α΄ αρ. 488, 29.12.1938.
60 Άρθρο 34.
Παρ. 2: "Ακίνητα εγκαταλελειμμένα παρά των ιδιοκτητών των και μη διαχειριζόμενα παρ' αυτών ουδέ δι'αντιπρόσωπον καταλαμβάνονται του Δημοσίου και διαχειρίζονται παρ'αυτού ως διοικητού αλλοτρίων".
Παρ. 5: "Η προς τον ιδιοκτήτην απόδοσις του καταληφθέντος κτήματος γίνεται, κατ'αίτησιν αυτού, κοινοποιουμένην προς το Δημόσιον, δι'αποφάσεως του Υπουργού των Οικονομικών, μετά γνώμην κατά το άρθρο 10 συμβουλίου. Αι διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 10 εφαρμόζονται και εν προκειμένω".
Παρ. 6: "Εις τον αναλαμβάνοντα το ακίνητόν του ιδιοκτήτη αποδίδονται, κατά την εν τη προηγουμένη παρ. 5 καθοριζομένην διαδικασίαν, και τα εισπραχθέντα τυχόν παρά του Δημοσίου μισθώματα, μειούμενα παρα τας γενομένας δαπάνας και κατά 20% λόγω εξόδων διαχειρίσεως".
Παρ. 7: "Εάν απορριφθή η αίτησις του ιδιοκτήτου ή δεν εκδοθή απόφασις του υπουργού εντός 6 μηνών από της κοινοποιήσεως της αιτήσεως του ιδιοκτήτη ή εντός της υπό του κατά το άρθρο 10 συμβουλίου ταχθείσης, κατά την παρ. 4 του άρθρου 11, προθεσμίας, δύναται ούτος να ζητήση την απόδοσιν δι'αιτήσεώς του, υποβαλλομένης προς τον αρμόδιον ως εκ της τοποθεσίας του ακινήτου, προέδρον των πρωτοδικών".
61 Άρθρο 34.
Παρ. 8: "Μετά πάροδον δεκαετίας από της υπό του Δημοσίου καταλήψεως κτήματος ως εγκαταλελειμμένου, το δικαίωμα κυριότητας αποσβέννυται και η κυριότης του ακινήτου περιέρχεται εις το Δημόσιον".
62 Νομοθετικό Διάταγμα 2536/1953, ΦΕΚ Α΄ 225, 27.8.1953.
63 Σύμφωνα με την παρ. 3 του άρθρ. 5 του Ν. 3800/1957 (ΦΕΚ Α΄ 256) "Η αληθής έννοια των διατάξεων του άρθρου 6 του ν.δ. 2536/53 "Περί επανεποικισμού των παραμεθορίων περιοχών και ενισχύσεως του πληθυσμού αυτών" και του άρθρου 42 του ν.δ. 3784/57 είναι ότι αύται αφορώσι τα εγκαταλελειμμένα εις τας παραμεθορίους περιοχάς καθαρώς αγροτικάς κτήματα, ως και εκείνα εκ των εις τα χωρία και συνοικισμούς των περιοχών τούτων των τύποις αστικών άτινα ήθελον κατά την κρίσιν των Γεωργικών Υπηρεσιών ή των επιτροπών απαλλοτριώσεων χαρακτηρισθή ως προσφερόμενα προς εξυπηρέτησιν γεωργικών σκοπών, ουχί δε και τα εν ταις αυταίς περιοχαίς εγκαταλελειμμένα καθαρώς αστικά τοιαύτα άτινα εξακολουθούσι να διέπωνται υπό των διατάξεων του άρθρου 34 του α.ν. 1539/38. Αι κατ'εφαρμογήν των ανωτέρω ερμηνευομένων διατάξεων λαβούσαι χώραν διαθέσεις κτημάτων των παραμεθορίων περιοχών θεωρούνται ως καλώς γενόμεναι".
64 Άρθρο 6.
Παρ. 1: "Ακίνητα ανήκοντα κατά κυριότητα εις πρόσωπα μεταναστεύσαντα λάθρα εις το εξωτερικόν, άνευ αδείας ή διαβατηρίου εκδιδομένου παρά των αρμοδίων Αρχών, θεωρούνται εγκαταλελειμμένα έστω και αν διαχειρίζονται ταύτα συγγενείς, αντιπρόσωποι ή μισθωταί του ιδιοκτήτου".
Παρ. 2: "Μετά πάροδον τριετίας από της μεταναστεύσεως του ιδιοκτήτου βεβαιουμένης υπό της αρμοδίας Αστυνομικής Αρχής (Αλλοδαπών) θεωρείται αποσβεσθέν παν δικαίωμα αυτού επί του ακινήτου περιερχομένου αυτοδικαίως και άνευ τινός διαδικασίας ή μεταγραφής εις το Δημόσιον κατά πλήρη κυριότητα και νομήν. Ο ιδιοκτήτης εμφανιζόμενος ουδέν δικαίωμα ανακτά επί του εγκαταλελειμμένου ακινήτου, λογιζομένου εν πάση περιπτώσει ως τελούντος υπό νόμιμον επίταξιν και αναγκαστικήν απαλλοτρίωσιν δια δημοσίαν ωφέλειαν κατά το άρθρον 17 του Συντάγματος".
65 Νομοθετικό Διάταγμα 2185/1952, ΦΕΚ Α΄ αρ. 217, 15.8.1952.
66 Νόμος 2781/1954, ΦΕΚ Ά αρ.45, 18.3.1954.
67 Άρθρο 1 του Ν.Δ. 2185/1952.
Παρ. 1: "Παραχωρούνται γαίαι καλλιεργούμεναι ή καλλιεργήσιμοι, φυτείαι και κτηνοτροφικαί εκτάσεις του Δημοσίου τελούσαι υπό την διαχείρισιν της Διευθύνσεως Δημοσίων Κτημάτων του Υπουργείου των Οικονομικών κατά τας διατάξεις του άρθρου 121 του Αγροτικού Κώδικος και της περί αποκαταστάσεως κτηνοτρόφων νομοθεσίας".
Παρ. 2: "Αναλαμβάνονται υπό του Υπουργείου Γεωργίας και παραχωρούνται κατά τας εκάστοτε ισχυούσας σχετικάς διατάξεις γαίαι καλλιεργούμεναι και καλλιεργήσιμοι και κτηνοτροφικαί θαμνώδους ή μη μορφής εκτάσεις της ανταλλαξίμου περιουσίας. Ως καλλιεργήσιμοι γαίαι νοούνται και αι δεκτικαί καλλιεργείας δι' εκχερσώσεως θαμνώδεις εκτάσεις ως και αι κεκαλυμμέναι δι' αγριελαιών ή ετέρων αγρίων καρποφόρων δένδρων δεκτικών εξημερώσεως δι' εγκεντρισμού".
68 Άρθρο 1 του Ν.Δ. 2185/1952.
Παρ. 3: "Επιτρέπεται συμφώνως τω άρθρω 104 του Συντάγματος η αναγκαστική απαλλοτρίωσις αγροτικών κτημάτων ανηκόντων εις φυσικά πρόσωπα και πάσης φύσεως νομικά πρόσωπα Δημοσίου και Ιδιωτικού Δικαίου και Ιδρύματα".
69 Άρθρο 18 του Ν.Δ. 2185/1952.
Παρ. 1 στοιχ. (η): "Τ' ακίνητα περί ων τα άρθρα 14, 15 και 16 του Αγροτικού Κώδικος".
70 Άρθρο 18 του Ν.Δ. 2185/1952.
Παρ. 1 στοιχ. (γ): "Αι εντός των απαλλοτριουμένων κτημάτων κατοικίαι των ιδιοκτητών μετά της γύρωθεν περιοχής των μη δυναμένης να υπερβή τα 3 στρέμματα δι' εκάστην κατοικίαν".
71 Χ. Παπασταύρου, Πρακτικά των συνεδριάσεων της Γ΄ Συνόδου της Β΄ Βουλευτικής Περιόδου, συνεδρίαση ΛΕ΄, 17 Φεβρουαρίου 1954, σελ. 427.
72 Νόμος 3958/1959, ΦΕΚ Ά αρ.133.
73 Άρθρο 13 παρ.1: "Αγροτικά ακίνητα κείμενα εις τας περιοχάς τας οριζομένας από το Α.Ν. 1366/38 "περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών εις παραμεθορίους περιοχάς κλπ." εγκαταλελειμμένα δια μη ασκήσεως της εκμεταλλεύσεως αυτών δια μίαν πενταετίαν προ της ισχύος του παρόντος Ν.Δ. συνεπεία αναχωρήσεως των ιδιοκτητών αυτών εις το Εξωτερικόν άνευ αδείας ή διαβατηρίου και μη τελούντα υπό την διαχείρισιν των ουδέ δι' αντιπροσώπου νομίμως εξουσιοδοτουμένου μετά τήρησιν των κατά τον ανωτέρω Α.Ν. 1366/38 διατυπώσεων, καταλαμβάνονται παρά του Δημοσίου, όπερ ασκεί την διαχείρισιν αυτών".
74 Ο Α.Ν. 1366/1938 "Περί απαγορεύσεως δικαιοπραξιών εις τας παραμεθορίους περιοχάς" [καταργήθηκε από 31.7.1990 με το άρθρο 31 παρ. 1 του Ν. 1892/1990 (ΦΕΚ Α' 101)] όριζε ήδη από το 1938 παραμεθόριες τις επαρχίες Θυαμίδος ή Φιλιατών του νόμου Θεσπρωτίας (Β.Δ. 21/25 Οκτ. 1938, ΦΕΚ Α' 400). Το 1939 χαρακτηρίστηκε παραμεθόριος ολόκληρος ο νομός Θεσπρωτίας (Β.Δ. 3 Νοεμ. 1939, 1 Ιαν. 1940, ΦΕΚ Α' 13).
75 Άρθρο 9 εδ.6. Βλ. κατωτέρω.
76 Άρθρο 7 νόμου 2781/1954 και άρθρο 13 Ν.Δ. 3958/1959. Και οι δύο διατάξεις καταργήθηκαν τελικά με το άρθρο 9 του νόμου 1540/1985.
77 Πηγή: Β. Κραψίτης, Οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας, ό.π., σελ. 180.
78 ΦΕΚ Α΄ 17. Βλ. Κώδικα Νομικού Βήματος 20 (1972), σελ. 35-36.
79 Παρ. 1: "Πολιτικοί πρόσφυγες, για την εφαρμογή του νόμου αυτού, θεωρούνται οι Έλληνες το γένος, οι οποίοι, εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου, κατέφυγαν στην αλλοδαπή μετά την πρώτη Ιανουαρίου 1945 ή φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν".
80 Παρ. 2: "Οι διατάξεις του νόμου αυτού εφαρμόζονται: α) για τα ακίνητα που περιήλθαν στο Δημόσιο με την εφαρμογή των διατάξεων των ψηφισμάτων Μ/1948 (ΦΕΚ 17) και Ν/1948 (ΦΕΚ 101) και των οποίων τη διαχείριση έχει το Υπουργείο Οικονομικών ή το Υπουργείο Γεωργίας, β) Για τα ακίνητα και τους κλήρους, που εγκαταλείθηκαν και περιήλθαν στη διαχείριση του Υπουργείου Γεωργίας με την εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 6 και 8 του ν.δ. 2536/1953 (ΦΕΚ 225), γ) για τα αγροτικά ακίνητα που περιήλθαν στο Δημόσιο με την εφαρμογή των διατάξεων του άρθρου 13 του ν.δ. 3958/1959 (ΦΕΚ 133), δ) "Για τα ακίνητα που περιήλθαν στο Δημόσιο ή το Δημόσιο έχει εισπράξει συμπληρωματικό τίμημα, ύστερα από υποκατάστασή του στα δικαιώματα του πωλητή, σύμφωνα με τις διατάξεις του α.ν. 1323/1949 (ΦΕΚ 323), για το λόγο ότι ο πωλητής είχε στερηθεί το δικαίωμα να επανακτήσει τα ακίνητα που είχε πουλήσει, για παράβαση των διατάξεων των άρθρων 1, 2, 3 και 5 του Γ' Ψηφίσματος (ΦΕΚ 203/1946) ή του άρθρου 2 του α.ν. 509/1947 (ΦΕΚ 293) ή για συμμετοχή του στον εμφύλιο πόλεμο, ή στερήθηκε την ελληνική ιθαγένεια σύμφωνα με τις διατάξεις του ΛΖ' Ψηφίσματος (ΦΕΚ 267/1947) ή κατέφυγε σε ξένη χώρα για την οργάνωση του εμφυλίου πολέμου", ε) για τα ακίνητα που καταλήφθηκαν από το Δημόσιο ως εγκαταλελειμμένα, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 34 του α.ν. 1539/1938 (ΦΕΚ 488), στ) για τα ακίνητα που εξαιτίας του εμφύλιου πολέμου δημεύτηκαν με δικαστικές ή διοικητικές αποφάσεις και οι ιδιοκτήτες τους φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν ή εκτελέστηκαν ή καταδιώκονταν στην ελληνική επικράτεια".
81 Άρθρο 2.
Παρ. 1: "Τα ακίνητα που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο αποδίδονται στους δικαιούχους πολιτικούς πρόσφυγες που κατοικούν στην Ελλάδα ή επαναπατρίζονται και έχουν ή ανακτούν ή αποκτούν την ελληνική ιθαγένεια. Η απόδοση δεν εμποδίζεται αν το ακίνητο έχει περιέλθει σε οργανισμό τοπικής αυτοδιοίκησης (Ο.Τ.Α.) κατά νομή ή κατοχή. Αν το ακίνητο έχει περιέλθει σε Ο.Τ.Α. κατά κυριότητα, αποδίδεται εφόσον αυτός συναινεί. Δεν εμποδίζεται η απόδοση αν το ακίνητο έχει αποκτήσει δασική μορφή. Στην περίπτωση αυτή εφαρμόζονται και οι διατάξεις του άρθρου 75 παρ. 1, 2 και 3 του ν. 998/1979 (ΦΕΚ 289)".
82 Παρ. 4: "Αν ο πολιτικός πρόσφυγας πέθανε, δικαιούχοι απόδοσης είναι, εφόσον είναι κληρονόμοι του και κατά το λόγο της κληρονομικής τους μερίδας, ο σύζυγός του, οι κατιόντες του, οι γονείς του και από τους λοιπούς κληρονόμους του μόνο όσοι είναι πολιτικοί πρόσφυγες και κατοικούν στην Ελλάδα ή επαναπατρίζονται. Αν συντρέχουν πολλά από τα παραπάνω πρόσωπα, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις του αστικού κώδικα για την κληρονομική διαδοχή".
83 Άρθρο 2 παρ. 2: "Δεν αποδίδονται τα ακίνητα: α) που έχουν διατεθεί από το Δημόσιο σε τρίτο κατά κυριότητα ή άλλο εμπράγματο δικαίωμα, β) που έχουν παραχωρηθεί, προσωρινά ή οριστικά, από το Δημόσιο σε δικαιούχο αστικής ή αγροτικής αποκατάστασης ....", γ) που έχουν εκμισθωθεί από το Δημόσιο σε τρίτο, εφόσον η μίσθωση έχει διαρκέσει δέκα έτη και συνεχίζεται κατά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού, δ) που έχουν γίνει πάνω σ' αυτό επωφελείς δαπάνες από το Δημόσιο ή από νομικό πρόσωπο του δημόσιου τομέα, όπως προσδιορίζονται με τις διατάξεις της παραγράφου 1 του άρθρου 9 του ν. 1232/1982 (ΦΕΚ 22) και της παραγράφου 6 του άρθρου 1 του ν. 1256/1982 (ΦΕΚ 65), εφόσον η αύξηση της αξίας του ακινήτου σώζεται, κατά την υποβολή της αίτησης για την απόδοσή του, ε) που κατέχονται αυθαίρετα από πρόσωπα τα οποία δεν είναι σύζυγος ή γονέας ή κατιών ή αδελφός του δικαιούχου απόδοσης και δικαιούνται να τα εξαγοράσουν, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 3 του ν. 666/1977 (ΦΕΚ 234), του άρθρου 1 του ν. 719/1977 (ΦΕΚ 301) και του άρθρου 34 του ν. 1473/1984 (ΦΕΚ 127).
84 Άρθρο 4.
Παρ. 1: "Η αίτηση για την απόδοση της ιδιοκτησίας ή του κλήρου υποβάλλεται στη διεύθυνση γεωργίας της νομαρχίας της τοποθεσίας του αποδοτέου ακινήτου".
Παρ. 2: "Η αίτηση υποβάλλεται μέσα σε αποκλειστική προθεσμία πέντε ετών από τη δημοσίευση του νόμου αυτού. Αν ο δικαιούχος απόδοσης διαμένει στο εξωτερικό, κατά τη δημοσίευση του νόμου αυτού, η προθεσμία αναστέλλεται έως την εγκατάστασή του στην Ελλάδα, αλλά όχι πέρα από δύο έτη από τη δημοσίευση του νόμου αυτού".
85 Ελληνική Δημοκρατία, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τεύχος πρώτο, 13.10.1928, αρ. 212, σελ. 1860.
86 Ελληνική Δημοκρατία, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τεύχος πρώτο, 13.10.1928, αρ. 212, σελ. 1837.
87 Ι.Α.Υ.Ε., Οκτώβριος 1927-1928, Α/4/Ι, Εισηγητική έκθεση προς την Βουλή (Α. Μιχαλακόπουλος, υπουργός Εξωτερικών, Αθήνα, 28.1.1927).
88 Ελληνική Δημοκρατία, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τεύχος πρώτο, 13.10.1928, αρ. 212, σελ. 1868.
89 Βλ. ανωτέρω, 1.4.1.1.1.
90 Ι.Α.Υ.Ε., Οκτώβριος 1927-1928, Α/4/Ι, Ι. Πολίτης προς Α. Μιχαλακόπουλο, Σημείωμα για τα αλβανικά κτήματα [Αθήνα], 14 Απριλίου 1928.
91 Το συνολικό ποσό της επιβάρυνσης για την αποζημίωση των υπηκόων της Μ. Βρετανίας, Ιταλίας και Βελγίου ήταν 15.000.000 δρχ. σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση του νόμου 4245 της 26 Ιουλίου-1 Αυγούστου 1929 "Περί κυρώσεως του από 23 Μαρτίου 1929 Ν.Δ. "περί κυρώσεως των μεταξύ της Ελλάδος και Αγγλίας, Ελλάδος και Βελγίου και Ελλάδος και Ιταλίας συμφωνιών περί εξαγοράς κτημάτων και υπηκόων αυτών"".
92 Πρακτικά των συνεδριάσεων της Β΄ Συνόδου της Α΄ Βουλευτικής Περιόδου, τ.Β΄, συνεδρίαση ΟΕ΄, 16 Μαΐου 1928, σελ. 922.
93 Πρακτικά Συνεδριάσεων της Α΄ Συνόδου της Α΄ βουλευτικής περιόδου, τόμος Α΄, συνεδρίαση της 24ης Αυγούστου 1927, σελ. 755 επ., συνεδρίαση της 25ης Αυγούστου 1927, σελ. 788 επ
94 Ι.Α.Υ.Ε., 1928, Α/4/Ι, Σημείωμα για τις ελληνοαλβανικές συμβάσεις (Ι. Πολίτης [Αθήνα], 9 Αυγούστου 1928).
95 Ι.Α.Υ.Ε., 1928, Α/4/Ι, Στ. Σταυρής προς Α. Μιχαλακόπουλο, αρ. 898, Αθήνα, 18 Ιουλίου 1927.
96 Ι.Α.Υ.Ε., 1928, Α/4/Ι, Α. Μιχαλακόπουλος προς Στ. Σταυρή, αρ. 22794, Αθήνα, 20 Ιουλίου 1927.
97 Υπολογίζεται ότι οι ιδιοκτήτες ήταν περίπου τριακόσιοι (National Archives, RF 59, DS 655.7531/13, Herman Bernstein Αμερικανός πρεσβευτής στα Τίρανα, προς Henry Lewis Stimson, Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών, 31 Ιανουαρίου 1933). Σύμφωνα με ιταλική πηγή τα κτήματα αυτά βρίσκονταν στην Μακεδονία και στην Ήπειρο (Archivio Storico del Ministero degli Affari Esteri, Grecia, pacco 1231, fascicolo 5073, Aloisi προς υπουργείο Εξωτερικών, telespresso αρ. 1753/668, Δυρράχιο, 12 Οκτωβρίου 1926).
98 Ι.Α.Υ.Ε., 1928, Α/4/Ι, Σημείωμα για τις ελληνοαλβανικές συμβάσεις (Ι. Πολίτης [Αθήνα], 9 Αυγούστου 1928).
99 Ο τότε Γενικός Γραμματέας του Υπουργείου Εξωτερικών και ο βουλευτής Βερατίου και πρώην Υπουργός Δικαιοσύνης, Μ. Τουτουλάνης.
100 Ι.Α.Υ.Ε., 1928, Α/4/Ι, Σημείωμα για τις ελληνοαλβανικές συμβάσεις (Ι. Πολίτης [Αθήνα], 9 Αυγούστου 1928).
101 Ι.Α.Υ.Ε., Οκτώβριος 1927-1928, Α/4/Ι, Στ. Σταυρής προς Α. Μιχαλακόπουλο, αρ. 41, Αθήνα, 3 Φεβρουαρίου 1928.
102 Νόμος 4245 της 26 Ιουλίου-1 Αυγούστου 1929 "Περί κυρώσεως του από 23 Μαρτίου 1929 Ν.Δ. "περί κυρώσεως των μεταξύ της Ελλάδος και Αγγλίας, Ελλάδος και Βελγίου και Ελλάδος και Ιταλίας συμφωνιών περί εξαγοράς κτημάτων και υπηκόων αυτών"".
103 Βλ. Πρακτικά των συνεδριάσεων της Β΄ Συνόδου της Α΄ Βουλευτικής Περιόδου, τ.Β΄, συνεδρίαση ΟΕ΄, 16 Μαΐου 1928, σελ. 922.
104 Νόμος 3653 της 2ας Οκτωβρίου 1928 "Περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας υπογραφείσης εν Αθήναις τη 13η Οκτωβρίου 1926 συμβάσεως εμπορίου και ναυτιλίας", Ελληνική Δημοκρατία, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τεύχος πρώτο, 13.10.1928, αρ. 212, σελ. 1837.
Νόμος 3654 της 2ας Οκτωβρίου 1928 "Περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας υπογραφείσης εν Τιράνοις τη 25η Αυγούστου 1926 συμβάσεως περί εκδόσεως εγκληματιών", Ελληνική Δημοκρατία, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τεύχος πρώτο, 13.10.1928, αρ. 212, σελ. 1860.
Νόμος 3655 της 2ας Οκτωβρίου 1928 "Περί κυρώσεως της συναφθείσης συμβάσεως μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας περί ιθαγενείας", Ελληνική Δημοκρατία, Εφημερίς της Κυβερνήσεως, τεύχος πρώτο, 13.10.1928, αρ. 212, σελ. 1868.
105 Είχε προηγηθεί το καλοκαίρι του 1928 η απαγωγή στην Ήπειρο των πολιτευτών Μυλωνά και Μελά. Οι απαγωγείς έλαβαν τα λύτρα και διέφυγαν στην Αλβανία. Ο πρωθυπουργός Ε. Βενιζέλος έθεσε τότε ως πρώτη προτεραιότητα της κυβέρνησης την πάταξη της ληστείας.
106 Ι.Α.Υ.Ε., 1928, Α/4/Ι, Διεύθυνση συμβατικών και εμπορικών υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών προς το πολιτικό τμήμα του ιδίου υπουργείου, αρ. 36071, Αθήνα, 19 Νοεμβρίου1928. Societe des Nations, Recueil des traites et des engagements internationaux enregistres par le secretariat de la Societe des Nations, volume LXXXIII, 1928-1929, Nos 1, 2, 3 et 4, σελ. 306, 327 και 362. Επίσης, Βασίλειον της Ελλάδος, Υπουργείον Εξωτερικών, Γενικόν Ευρετήριον συνθηκών, συμβάσεων και συμφωνιών διμερών και πολυμερών, 1832-1956, επιμέλεια Λ. Κουζόπουλου (Αθήνα, Εθνικό Τυπογραφείο, 1956), σελ. 10-11.
107 Δ. Μιχαλόπουλου, ό.π., σελ. 182.
108 NA, RG 59, DS 755.00/11, Herman Bernstein, πρεσβευτής των ΗΠΑ στα Τίρανα, προς Henry Lewis Stimson, Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών, αρ. 556, Τίρανα, 28 Ιουλίου 1932. NA, RG 59, DS 7531/13, Herman Bernstein, πρεσβευτής των ΗΠΑ στα Τίρανα, προς Henry Lewis Stimson, Αμερικανό Υπουργό Εξωτερικών, αρ. 633, Τίρανα, 3 Ιανουαρίου 1933
109 Η επίσημη προσφυγή στο Συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών κατατέθηκε στις 10.4.1928.
110 Για προηγούμενες καταγγελίες, που όμως δεν έλαβαν την μορφή προσφυγής, βλ. Λ. Διβάνη, ό.π., σελ. 234.
111 Ι.Α.Υ.Ε., Οκτώβριος 1927-1928, Α/4/Ι, Πολίτης προς Μιχαλακόπουλο, αρ. 2190, Παρίσι, 12 Ιουνίου 1928.
112 LoE, Official Journal, IXth year, no 7 (July 1928), Minutes of the fiftieth session of the Council, eighth meeting (June 9th, 1928), σελ. 944. Ι.Α.Υ.Ε., 1928, Α/4/Ι, Σημείωμα για τις ελληνοαλβανικές συμβάσεις (Ι. Πολίτης [Αθήνα], 9 Αυγούστου 1928)
113 ΦΕΚ Α΄, αρ. 379. Κώδικας Θέμιδος, 1940, φ. 63, σελ. 497.
114 ΦΕΚ Α΄, αρ. 379. Κώδικας Θέμιδος, 1940, φ. 63, σελ. 497.
115 Προστέθηκε και η Γερμανία αργότερα με το από 9ης Απριλίου 1941 β.δ. "περί ορισμού ως εχθρικού Κράτους κατά την έννοιαν του α.ν. υπ' αριθ. 2636/1940 της Γερμανίας και θέσεως εις εφαρμογήν ως προς το Κράτος τούτο των διατάξεων του ανωτέρου νόμου".
116 Σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση, ο α.ν. 2636/1940 ήταν εμπνευσμένος από τον προηγούμενο 1073/1917, ΚδΝ Ζαχαρόπουλου 1940, σελ. 756, σημ. 7.
117 ΚδΝ Ζαχαρόπουλου 1941, σελ. 115.
118 ΦΕΚ Α΄, αρ.11.
119 ΦΕΚ Β΄, αρ. 93 της 9.7.1947.
120 Βλ. Κ. Κεραμεύς, "Κύρος δικαιοπραξιών Αλβανών υπηκόων Ελλήνων το γένος επί περιουσιών υπό μεσεγγύησιν", Αρμενόπουλος 1975, σελ. 484-486.
121 Ν. 4506 της 15/21.3.1966, ΦΕΚ Α΄ αρ. 62.
122 Άρθρο 1.
Παρ. 1: "Απαγορεύεται η σύναψις συμβάσεων εχουσών ως αντικείμενον την σύστασιν, μετάθεσιν, αλλοίωσιν ή κατάργησιν εμπραγμάτων δικαιωμάτων επί ακινήτων κειμένων εν Ελλάδι και ανηκόντων εις 'Ελληνας το γένος Αλβανούς υπηκόους διαμένοντας εν Αλβανία ή προσυμφώνων δι' ων αναλαμβάνεται υποχρέωσις προς σύναψιν των ανωτέρω συμβάσεων. Ωσαύτως απαγορεύεται η σύναψις συμβάσεως ή προσυμφώνου αντικείμενον εχούσης την διαχείρισιν των αυτών ακινήτων. Η τυχόν σύναψις συμβάσεων περί ων ανωτέρω ουδεμίαν ισχύν έχει και θεωρείται εξ υπαρχής ως μη γενομένη και άκυρος, μη απαιτουμένης προς τούτο της εκδόσεως οιασδήποτε σχετικής πράξεως".
Παρ. 2: "Κατ' εξαίρεσιν επιτρέπεται η κατάρτισις των, περί ων ανωτέρω, συμβάσεων και πράξεων, τη αιτήσει των ενδιαφερομένων, κατόπιν αδείας του Υπουργείου Εξωτερικών εκδιδομένης μετά σύμφωνον γνώμην το Υπουργείου Εσωτερικών. Η άδεια, ειδική διά κάθε περίπτωσιν και πλήρως αιτιολογημένη, δέον να προηγήται της καταρτίσεως του προσυμφώνου και της οριστικής δικαιοπραξίας, της τυχόν μεταγενεστέρως παρεχομένης αδείας μη αιρούσης την κατά τα άνω απόλυτον ακυρότητα".
123 Η άποψη ότι οι συνομιλίες Μπίτσιου-Baholli στην έδρα των Ηνωμένων Εθνών, με άτυπη σύναψη διπλωματικών σχέσεων και ανταλλαγή πρεσβευτών αποτέλεσαν de facto άρση της εμπόλεμης κατάστασης, δεν ευσταθεί.
Για τη διαδικασία της άρσεως του εμπολέμου και τη σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας βλ. αναλυτικά Π. Παραρά, "Η διαδικασία άρσεως του εμπολέμου καταστάσεως με την Αλβανία. Συνταγματικά ζητήματα", ΤοΣ 1987, σελ. 77-96.
124 Ν.Δ. 423 της 21/22 Οκτωβρίου 1947 "Περί κυρώσεως της μεταξύ των Συμμάχων και συνησπισμένων Δυνάμεων και της Ιταλίας Συνθήκης Ειρήνης της 10ης Φεβρουαρίου 1947" (ΦΕΚ Ά αρ. 226). Πρβλ. Ν.Δ. 1269 της 29/31 Οκτωβρίου 1949 "Σύμβαση φιλίας, εμπορίας και ναυτιλίας με Ιταλία" (ΦΕΚ Α΄, αρ. 306).
125 Ν.Δ. 441 της 24/24 Οκτωβρίου 1947 "Περί κυρώσεως της μεταξύ των Συμμάχων και Συνησπισμένων Δυνάμεων και της Βουλγαρίας Συνθήκης Ειρήνης της 10ης Φεβρουαρίου 1947" (ΦΕΚ Α΄ αρ. 231).
126 Ν. 2023/1952 "Περί λήξεως της μετά της Γερμανίας εμπολέμου καταστάσεως" (ΦΕΚ Α΄ αρ.61): "Αποφασίζομεν και διατάσσομεν: Η μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας υφισταμένη εμπόλεμος κατάστασις τερματίζεται από της 10 Ιουνίου 1951 από την επιφύλαξιν της, δια της συναφθησομένης συνθήκης ειρήνης, ρυθμίσεως των εκ του πολέμου προκυψάντων ζητημάτων και υφισταμένων διαφορών. Πάσα τροποποίησις, συμπλήρωσις, κατάργησις ή λήξις εφαρμογής εν όλω ή εν μέρει διατάξεων κειμένων νόμων επιβαλλομένην συνεπεία της κατά την προηγουμένην παράγραφον λήξεως της εμπολέμου μεταξύ Ελλάδος και Γερμανίας καταστάσεως, ως και η άρσις μέτρων ληφθέντων συνεπεία της εμπολέμου ταύτης καταστάσεως, δύναται να γίνη δια Βασιλικών διαταγμάτων προτάσει των αρμοδίων Υπουργών εκδιδομένων, εκτός αν δυνάμει των διατάξεων τούτων επιτρέπεται η δι' ετέρων διοικητικών πράξεων ρύθμισις των περί ων η παρούσα παράγραφος, ζητημάτων".
127 Ν. 2110/1952 "Περί της λήξεως της εμπολέμης κατάστασης με την Αυστρία" (ΦΕΚ Α΄ αρ. 121): "Κηρύσσεται τερματισθείσα από της 21ης Απριλίου 1948 η μεταξύ Ελλάδος και Αυστρίας υπάρξασα εμπόλεμος κατάστασις υπότην επιφύλαξιν της διά της συνθήκης ειρήνης ρυθμίσεως των εκ του πολέμου προκυψάντων ζητημάτων και υφισταμένων μεταξύ των δύο χωρών διαφορών. Πάσα τροποποίησις, συμπλήρωσις, κατάργησις ή λήξις εφαρμογής εν όλω ή εν μέρει διατάξεων κειμένων νόμων, επιβαλλομένη συνεπεία της κατά την προηγουμένη παράγραφον λήξεως της εμπολέμου καταστάσεως μεταξύ Ελλάδος και Αυστρίας, ως και η άρσις μέτρων ληφθέντων συνεπεία της εμπολέμου ταύτης προτάσει των αρμοδίων Υπουργών εκδιδομένων, εκτός εάν δυνάμει των διατάξεων τούτων επιτρέπεται η δι' ετέρων διοικητικών πράξεων ρύθμισις των περί ων η παρούσα παράγραφος ζητημάτων. Ο παρών Νόμος ψηφισθείς υπό της βουλής και παρ' Ημών σήμερον κυρωθείς, δημοσιευθήτω διά της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως και εκτελεσθήτω ως νόμος του Κράτους".
128 ΦΕΚ Α΄ αρ. 8.
129 Βλ. ανωτέρω, 1.3.
130 Βλ. ανωτέρω, 1.4.1.1.
131 Βλ. ανωτέρω, 1.4.1.1.1.
132 Βλ. ανωτέρω, 1.5.1.1.
133 Βλ. ανωτέρω, 1.5.1.2.
134 Ι.Α.Υ.Ε., 1928, Α/4/Ι, Σημείωμα για τις ελληνοαλβανικές συμβάσεις (Ι. Πολίτης [Αθήνα], 9 Αυγούστου 1928). LoN, Doc. C. 200.1928.VII, Letter from the Albanian minister of Foreign Affairs to the Secretary-General [Τίρανα, 1Μαρτίου 1928]. Archivio Storico del Ministero degli Affari Esteri, Albania, pacco 786, fascicolo 763, Soragnaπρος υπουργείο Εξωτερικών, telespresso αρ. 2617/1149, Τίρανα, 30 Οκτωβρίου 1931).
135 Βλ. ανωτέρω, 1.5.1.1.
136 Βλ. ad hoc Α.Π. 1302/1997, ΕλλΔικ 1998, σελ. 820.
137 Στην προκειμένη περίπτωση δεν τυγχάνει ανάλογης εφαρμογής η νομολογία της υπόθεσης Yagtzilar (6.12.2001) του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Δικαιωμάτων του Ανθρώπου η οποία διέγνωσε παραβίαση εκ μέρους της Ελλάδας του δικαιώματος απόλαυσης της περιουσίας (άρθρο 1 του πρώτου πρόσθετου στην ΕΣΔΑ πρωτοκόλλου) και του δικαιώματος πρόσβασης σε δικαστήριο (άρθρο 6 παρ.1 ΕΣΔΑ). Αν και η ιστορική και νομική βάση είναι περίπου η ίδια με την υπό εξέταση περίπτωση των αλβανικών απαλλοτριωθέντων κτημάτων, οι προσφεύγοντες της υπόθεσης Yagtzilar είχαν ξεκινήσει σχετική δικαστική μάχη από το 1933 η οποία ολοκληρώθηκε το 1997. Γι'αυτό και το Δικαστήριο διέγνωσε "συνεχή" μέχρι σήμερα παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας. Η υποβληθείσα από την ελληνική κυβέρνηση ένσταση της αναρμοδιότητας ratione temporis απορρίφθηκε. Βλ. κατωτέρω 2.2.1.1.
138 Βλ. κατωτέρω, 2.2.2.
139 Βλ. ανωτέρω, 1.5.2.4.
140 Βλ., ανωτέρω, 1.5.2.1.
141 Κώδικας Θέμιδος, 1940, φ. 63, σελ. 497.
142 Στους ιταλούς και βούλγαρους ιδιοκτήτες, που θίγονταν από το ελληνικό δικαίωμα επανόρθωσης, αναγνωριζόταν από τις αντίστοιχες Συνθήκες Ειρήνης αξίωση σε βάρος του ιταλικού και βουλγαρικού δημοσίου αντίστοιχα. Βλ. Ν.Δ. 423 της 21/22 Οκτωβρίου 1947 "Περί κυρώσεως της μεταξύ των Συμμάχων και συνησπισμένων Δυνάμεων και της Ιταλίας Συνθήκης Ειρήνης της 10ης Φεβρουαρίου 1947" (ΦΕΚ Ά αρ. 226) και ιδιαίτερα τα άρθρα 79 και 80 της Συνθήκης. Ν.Δ. 441 της 24/24 Οκτωβρίου 1947 "Περί κυρώσεως της μεταξύ των Συμμάχων και Συνησπισμένων Δυνάμεων και της Βουλγαρίας Συνθήκης Ειρήνης της 10ης Φεβρουαρίου 1947" (ΦΕΚ Α΄ αρ. 231) και ιδιαίτερα άρθρο 26.
143 Ν.Δ. 1138 της 5/13 Οκτωμβρίου 1949 "Περί των εχθρικών περιουσιών" (ΦΕΚ Α΄ αρ.257). Α.Ν. 1530 της 29/29 Οκτωβρίου 1950, "Περί συμπληρώσεως, τροποποιήσεως και καταργήσεως ενίων διατάξεων του Ν.Δ. 1138/1949 "περί των εχθρικών περιουσιών"" (ΦΕΚ Α΄ αρ.247). Ν.Δ. 2912 της 17/21-7-54 "Περί ρυθμίσεως ωρισμένων θεμάτων αφορώντων την τύχην και διάθεσιν των τέως γερμανικών περιουσιών εν Ελλάδι" (ΦΕΚ Α΄ αρ. 154). Πβλ. Ν. 3309 της 13/18-7-55 "Περί ερμηνείας, τροποποιήσεως και συμπληρώσεως ενίων διατάξεων του ν.δ. 1138/1949 "περί των εχθρικών περιουσιών", του α.ν.1530/1950 "περί συμπληρώσεως, τροποποιήσεως και καταργήσεως ενίων διατάξεων του ν.δ. 1138/1949 κλπ." και του ν.δ. 2912/1954 "περί ρυθμίσεως ωρισμένων ζητημάτων αφορώντων την τύχην και διάθεσιν των τέως γερμανικών περιουσιών εν Ελλάδι"" (ΦΕΚ Α΄ αρ. 190).
144 Ν.Δ. 69 της Αυγούστου / 2 Σεπτεμβρίου 1946 "Περί κυρώσεως του από 10 Μαϊου 1946 νομοθ. δ/τος "περί κυρώσεως της εν Λονδίνω την 21 Μαρτίου 1946 υπογραφείσης μεταξύ της Ελληνικής Βασιλικής Κυβερνήσεως του Ηνωμένου Βασιλείου της Μεγάλης Βρετανίας και Βορείου Ιρλανδίας συμφωνίας περί των περιουσιών των ευρισκομένων εις το Ηνωμένον Βασίλειον και την Ελλάδα, αίτινες έχουσιν υπαχθή εις ειδικά μέτρα λόγω της εχθρικής κατοχής εν Ελλάδι"" (ΦΕΚ Α΄ αρ. 260).
145 Ν.Δ. 574 της 31 Μαρτίου/6 Απριλίου 1948 "Περί κυρώσεως της μεταξύ Ελλάδος και Νοτιοαφρικανικής Ενώσεως Συμφωνίας διά την αποδέσμευσιν των εν τη Νοτιοαφρικανική Ενώσει δεσμευμένων ελληνικών περιουσιακών στοιχείων" (ΦΕΚ Α΄ αρ. 82).
146 Βλ. ανωτέρω, 1.5.2.4.
147 Λαμβάνεται ως υπόθεση εργασίας ότι (i) η Αλβανία θα αναγνωρίσει την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου (βλ. την αρχή της αμοιβαιότητας στην ελληνική δήλωση αναγνώριση της δικαιοδοσίας), κάτι που δεν ισχύει σήμερα, και (ii) η διαφορά για τις αλβανικές περιουσίες δεν εμπίπτει στην ρητή εξαίρεση από την δικαιοδοσία του Διεθνούς Δικαστηρίου όλων των διαφορών που άπτονται των ελληνικών στρατιωτικών μέτρων, αμυντικού χαρακτήρα, για λόγους εθνικής άμυνας. Πβλ. δήλωση της Ελληνικής κυβέρνησης για την αναγνώριση της υποχρεωτικής δικαιοδοσίας του Διεθνούς Δικαστηρίου με ισχύ από 10 Ιανουαρίου 1994.
148 Βλ.Υπόθεση Interhandel [Απόφαση (προδικαστική) της 21ης Μαρτίου 1959, CIJ, Recueil 1959, σελ. 6]. Σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά της υπόθεσης αυτής, η ελβετική εταιρία Interhandel, κατά τη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου, θεωρήθηκε ότι ήλεγχε για λογαριασμό εχθρικών -γερμανικών- συμφερόντων, περιουσιακά στοιχεία στην Ελβετία και στις Η.Π.Α. Το ενεργητικό της εταιρίας σε αμερικανικό έδαφος δεσμεύθηκε από τις ΗΠΑ δυνάμει της νομοθεσίας περί εχθρικών περιουσιών (Trading with the Enemy Act), ενώ ανάλογα περιοριστικά μέτρα υιοθετήθηκαν και από την Ελβετία βάσει μίας προσωρινής συμφωνίας με τους Συμμάχους. Στις 25 Μαΐου 1946, έπειτα από συμφωνία των Συμμάχων και της Ελβετίας, η τελευταία ανέλαβε την εκκαθάριση των γερμανικών περιουσιών στο ελβετικό έδαφος. Σχετικά ιδρύθηκε και ένας ελβετικός δημόσιος φορέας, με οιονεί δικαστικές αρμοδιότητες, ο οποίος έκρινε ότι η Interhandel δεν εκπροσωπούσε γερμανικά συμφέροντα από το 1942 και επέκεινα. Οι ΗΠΑ αμφισβήτησαν την κρίση αυτή και διατήρησαν την δέσμευση για την επικράτειά τους. Η Interhandel προσέφυγε στην αμερικανική δικαιοσύνη το 1947, βάσει σχετικής πρόβλεψης της αμερικανικής νομοθεσίας (Trading with the Enemy Act), αλλά οι σχετικές διαδικασίες δεν είχαν ολοκληρωθεί το 1958. Οι ΗΠΑ απέρριψαν ελβετικό αίτημα υπαγωγής της διαφοράς στη διεθνή διαιτησία και η Ελβετία προσέφυγε μονομερώς στο Διεθνές Δικαστήριο.
Το Διεθνές Δικαστήριο διαπίστωσε ότι δεν είχαν εξαντληθεί τα εσωτερικά (αμερικανικά) ένδικα μέσα, που η ίδια η αμερικανική νομοθεσία προέβλεπε (Trading with the Enemy Act). Δεδομένου ότι τα αμερικανικά δικαστήρια είχαν την αρμοδιότητα να εφαρμόσουν το διεθνές δίκαιο, η εξάντληση των εσωτερικών ενδίκων μέσων ήταν απαραίτητος όρος για το παραδεκτό χαρακτήρα της προσφυγής της Ελβετίας σε βάρος των ΗΠΑ.
149 Για την εξάντληση των ελληνικών ενδίκων μέσων, βλ. κατωτέρω 2.1.2.3.1.
150 Βλ. ανωτέρω, 1.5.2.1.
151 "Όλα τα πρόσωπα είναι ίσα ενώπιον του νόμου και έχουν δικαίωμα, χωρίς καμία διάκριση, σε ίση προστασία του νόμου. Ως προς αυτό το ζήτημα, ο νόμος πρέπει να απαγορεύει κάθε διάκριση και να εγγυάται σε όλα τα πρόσωπα ίση και αποτελεσματική προστασία έναντι κάθε διάκρισης, ιδίως λόγω φυλής, χρώματος, γένους, γλώσσας, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προέλευσης, περιουσίας, γέννησης ή άλλης κατάστασης".
152 ΕΔΑ, De Fours Walderode κατά Τσεχίας, αρ. αναφοράς 747/1997, http://www.unhchr.ch (Απόφαση της 30.10.2001).
153 ΕΔΑ, Simunek και λοιποί κατά Τσεχίας, αρ. αναφοράς 516/1992, http://www.unhchr.ch (Απόφαση της 19.7.1995). ΕΔΑ, Adam κατά Τσεχίας, αρ. αναφοράς 586/1994, http://www.unhchr.ch (Απόφαση της 23.7.1996). ΕΔΑ, Blazek και λοιποί κατά Τσεχίας, αρ. αναφοράς 557/1999, http://www.unhchr.ch (Απόφαση της 12.7.2001).
154 Αντί άλλων, βλ. την ερμηνεία της ίδιας απόφασης από τον καθηγητή J. Frowein στην "Γνώμη επί των Διαταγμάτων Benes και την ένταξη της Δημοκρατίας Τσεχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση", έκδοση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου - Γενική Διεύθυνση Μελετών:
http://www.europarl.eu.int/studies/benesdecrees/pdf/opinions_el.pdf , Οκτώβριος 2002 , παρ. 37.
155 Βλ. ανωτέρω, 1.5.2.1.
156 Ενώπιον μάλιστα της Κοινωνίας των Εθνών, οι Έλληνες αντιπρόσωποι ισχυρίστηκαν ότι οι αλβανικές περιουσίες στην Ελλάδα τύγχαναν όμοιας προστασίας με εκείνη των ελλήνων υπηκόων. Βλ. ανωτέρω, 1.5.1.2.
157 Άρθρο 41 παρ.1 (γ) και άρθρα 2 και 5 παρ.2 (β) του προαιρετικού (πρώτου) πρωτοκόλλου.
158 "Παv φυσικόv ή voμικόv πρόσωπov δικαιoύται σεβασμoύ της περιoυσίας τoυ. Ουδείς δύvαται vα στερηθή της ιδιoκτησίας αυτoύ ειμή δια λόγoυς δημoσίας ωnελείας και υπό τoυς πρoβλεπoμέvoυς, υπό τoυ vόμoυ και τωv γεvικώv αρχώv τoυ διεθvoύς δικαίoυ όρoυς.
Αι πρoαvαφερόμεvαι διατάξεις δεv θίγoυσι τo δικαίωμα παvτός Κράτoυς όπως θέση εv ισχύϊ Νόμoυς oύς ήθελε κρίvει αvαγκαίov πρoς ρύθμισιv της χρήσεως αγαθώv συμφώvως πρoς τo δημόσιov συμφέρov ή πρoς εξασφάλισιv της καταβoλής φόρωv ή άλλωv εισφoρώv ή πρoστίμωv"
159 ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Sporrong et Lonnroth, 23.9.1982, http://www.echr.coe.int.
160 Βλ. ανωτέρω, 1.5.2.4.
161 Άρθρο 1 ΕΣΔΑ.
162 Βλ. ανωτέρω, 2.1.1.
163 Βλ. κατωτέρω, 2.2.1.1.
164 Ενδεικτικά ΕυρΕΔΑ, Υπόθεση Κύπρος κατά Τουρκίας, αρ. προσφυγής 8007/77, D&R. 13, σ. 83 (απόφαση για το παραδεκτό της 10.7.1978). ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Μανουσάκης και λοιποί κατά Ελλάδος, 26.9.1996, Recueil 1996-VI, παρ. 33.
165 ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Yasa, 2.9.1998, http://www.echr.coe.int.
166 Ενδεικτικά, ΕυρΕΔΑ, Υπόθεση Κ. Συγγούνης και λοιποί κατά Ελλάδος, αρ. προσφυγής 18598/91, D&R. 78-Α, σ. 71 (απόφαση για το παραδεκτό της 18.5.1994). ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Ιερές Μονές κατά Ελλάδος, 9.12.1994, Serie A αρ. 301, παρ. 51.
167 Άρθρο 35 παρ.1 ΕΣΔΑ.
168 Βλ. σχετικά Μ. Τσίρλη, "Προδικαστικά ζητήματα του άρθρου 26 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Αθρωπίνων Δικαιωμάτων", ΝοΒ 45 (1997), σ. 136-147.
169 Ν. 2664/1998 "Εθνικό Κτηματολόγιο και άλλες διατάξεις" (ΦΕΚ Α' 275).
170 ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Καλογεροπούλου και λοιποί κατά Ελλάδος και Γερμανίας, 12.12.2002, http://www.echr.coe.int.
171 Δικαίωμα πρόσβασης σε δικαστήριο.
172 Δικαίωμα αποτελεσματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής για παραβίαση δικαιωμάτων που εγγυάται η ΕΣΔΑ.
173 Βλ. ανωτέρω, 1.4.2.1.
174 Ν. 2329/1953 και Ν.Δ. 53/1974.
175 ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Λοϊζίδου (επί της ουσίας), http://www.echr.coe.int, παρ. 41.
176 ΕυρΕΔΑ, Υπόθεση Mayer και λοιποί κατά Γερμανίας, αρ. προσφυγών 18890/91, 19048/91, 19342/92 και 19549/92, D&R 85, σελ. 5-20 (Απόφαση επί του παραδεκτού της 4.3.1996). ΕυρΕΔΑ, Υπόθεση Malhous κατά Τσεχίας, αρ. προσφυγής 33071/96, http://www.echr.coe.int (Απόφαση επί του παραδεκτού της 13.12.2000).
177 ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Πρίγκηπας Hans-Adam II του Λιχτενστάιν, 12.7.2001, http://www.echr.coe.int.
Βλ. την ερμηνεία της ίδιας απόφασης από τον καθηγητή J. Frowein στην "Γνώμη επί των Διαταγμάτων Benes και την ένταξη της Δημοκρατίας Τσεχίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση", ό.π., παρ. 22-25.
178 ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Σταυρετή και λοιποί κατά Ελλάδος, 5.12.2002, http://www.echr.coe.int (αρ. προσφυγής 3652/02).
179 ΕυρΔΔΑ, Απόφαση Σταυρετή και λοιποί κατά Ελλάδος, 5.12.2002, http://www.echr.coe.int (αρ. προσφυγής 3652/02).
180 Βλ. κυρωτικό νόμο 2462/1997 (ΦΕΚ Α΄ αρ. 25).
181 ΕΔΑ, Drobek κατά Σλοβακίας, αρ. αναφοράς 643/1994, http://www.unhchr.ch (Απόφαση της 14.7.1997). ΕΔΑ, Malik κατά Τσεχίας, αρ. αναφοράς 669/1995, http://www.unhchr.ch (Απόφαση της 21.10.1998). ΕΔΑ, Schlosser κατά Τσεχίας, αρ. αναφοράς 670/1995, http://www.unhchr.ch (Απόφαση της 21.10.1998). ΕΔΑ, Koutny κατά Τσεχίας, αρ. αναφοράς 807/1998, http://www.unhchr.ch (Απόφαση της 20.3.2000).
182 Βλ. ανωτέρω, 1.4.2.3.
183 Βλ. ανωτέρω, 1.4.2.2.
184 Βλ. ανωτέρω, 1.4.2.3.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου