Παρασκευή πρωί,βρέθηκα στην πλατεία Συντάγματος. Ηλεκτροσόκ υψηλής τάσης,βασανιστήριο,κατ ευθείαν σε ζωτικό όργανο. Στην καρδιά!

Αυτή η πόλη έγινε αγνώριστη, ζητιάνα.Οι άνθρωποι σκυθρωποί,με ασήκωτους ώμους, βιαστικοί και ανήμποροι. Ακούμπησα σε ένα δέντρο και είπα «δεν μπορεί σήμερα θα δω ένα χαμόγελο».
Χάσαμε και το χαμόγελο μας…πανάθεμά τους.
Μαγκωμένη,άρχισα να κατηφορίζω την Μητροπόλεως.
Στ’ αριστερά του δρόμου, πάνω στο πεζοδρόμιο παρκαρισμένο, ένα περιπολικό και μέσα δύο νεαρά όργανα της τάξης.
Στο απέναντι πεζοδρόμιο και σε απόσταση αναπνοής κάτω από τη μύτη της αστυνομίας οι μετανάστες είχαν απλώσει την φτηνή πραμάτεια τους…
Χαλαρά. Δικό τους το μαγαζί!
Δεν βαριέσαι σκέφτηκα, δεν πειράζει μωρέ,ας βγάλουν ένα μεροκάματο κι αυτοί ανάγκες έχουν.
Και το σκυλο – μετάνιωσα στο επόμενο λεπτό, όταν οι μικροπωλητές άρχισαν να ενοχλούν πιεστικά τους περαστικούς για ν’ αγοράσουν το κάτι τις.
Τους έκοβαν πιεστικά το δρόμο με το σώμα τους και η αστυνομία παρκαρισμένη, αμίλητη βουβή.
Πέρα βρέχει.
«Άει στα κομμάτια» σκέφτηκα και με βήμα γοργό πλησίασα από πίσω το παρκαρισμένο περιπολικό με τα μισοκατεβασμένα παράθυρα. Ο οδηγός ανακάτευε τον καφέ του χαλαράαα και ο συνοδηγός έστελνε μήνυμα στο κινητό με ονειροπόλο ύφος. στο αίσθημα.
«Καλημέρα» τους είπα, γιατί έτσι έμαθα λέω από παιδί.
Η πρώτη καλημέρα μέσα από το περιπολικό, βγήκε δαγκωτή,ίσα που χάιδεψε τ’ αυτί μου, η άλλη ούτε που ακούστηκε.
«Συγγνώμη» συνέχισα ακάθεκτη,«αυτό που συμβαίνει στο απέναντι πεζοδρόμιο το βλέπω μόνο ΕΓΩ;;;»
Ο οδηγός παρεξηγήθηκε και καταδέχτηκε να μου ρίξει μια μισο-ματιά.Για τον άλλο δεν υπήρχα ήμουν αόρατη.
«Θα κάνετε κάτι ή να πάω ΑΛΛΟΥ;;;»
Επιτέλους μου έδωσαν σημασία και οι δύο. Εεε…μεγαλεία !
Ο οδηγός βγήκε τσατίλας από το περιπολικό και με πλησίασε ενοχλημένος.Ο άλλος δέησε να αφήσει το ρημάδι το κινητό από το χέρι, βγήκε από το περιπολικό, ακούμπησε στην πόρτα και παρακολουθούσε με θαυμασμό τον συνάδελφό του,εκ του μακρόθεν, που θα έκανε το καθήκον του εν ώρα υπηρεσίας.
Πριν μπει στον κόπο να με ρωτήσει του έκοψα τη φόρα αυτή τη φορά,χωρίς συγγνώμη και ευαισθησίες.
«Δύο φορές κόντεψαν να πετάξουν κάτω εκείνη την ηλικιωμένη κυρία,από την πίεση και το στρίμωγμα,για να αγοράσει κάτι παράνομο κι εσείς γιατί δεν κάνετε το αυτονόητο;»
Με το που έριξε ένα βλέφαρο στο απέναντι πεζοδρόμιο,οι μελαμψοί μικροπωλητές τα μάζεψαν όλα,εν ριπή οφθαλμού και εξαφανίστηκαν τρέχοντας στο πρώτο στενό που βρήκαν μπροστά τους .
«Ευχαριστημένη;» με ρώτησε το όργανο ειρωνικά και με ανασηκωμένο το γαιτανόφρυδο.
«Να είσαι καλά, πάντα τέτοια» του απάντησα χαμογελαστή και στον ενικό.«Και συγγνώμη για την ενόχληση…Παιδιά μήπως να αλλάζατε δουλειά;»
Ξεροκατάπια μετά την εκτόξευση της ρουκέτας, γιατί με έβλεπα στις φυλακής τα σίδερα.Αλλά ευτυχώς,στο πιτς φυτίλι, μαζεύτηκε κόσμος και το χώσιμο πήγε σύννεφο.
Τα παλληκάρια δεν άντεξαν την λεκτική πολιορκία, μπήκαν στο περιπολικό και από κει παν και οι άλλοι… δεν πήρα τον αριθμό,σκέφτηκα,αλλά το τρομαγμένο κοτοπουλάκι κουτσούλησε και πέταξε.
Κάτι έγινε, μια ανάσα βρε παιδί μου, ανασήκωσα τους ώμους μου και φούσκωσα από περηφάνεια…τόλμησα για άλλη μια φορά…δεν αδιαφόρησα…δεν άφησα την αγανάκτηση να με πνίξει και τα νεύρα να με καπελώσουν.
Ο περιπτεράς χαμογελούσε, επιτέλους να ένα ωραίο χαμόγελο κι ας του έλειπε ένα δόντι, κι άλλο…κι άλλο…ένας νεαρός μου έκλεισε το μάτι με νόημα και όταν μια ηλικιωμένη κυρία μου είπε «την ευχή μου νάχεις» με πήραν τα ζουμιά.
Ἀει στο καλό!!!
Μια μικρή ανθρώπινη έκρηξη αγανάκτησης κι όλα άλλαξαν, τόσο εύκολα!!!
Η χαρά μου δεν στέριωσε και το πονηρό χαμόγελο έσβησε από τα χείλη μου, στη θέα ξαπλωμένων ανθρώπων στις άκρες των δρόμων κάτω από υπόστεγα,ανάμεσα σε κούτες,σκεπασμένοι ίσαμε τ’ αυτιά με κουβέρτες. Δίπλα τους κάποια καφάσια για να στηρίζουν τα χαρτόκουτα και να οριοθετούν την περιοχή τους, πλαστικές σακούλες κρεμασμένες, κάποιο μπουκαλάκι με νερό. Το φτωχό σπιτικό τους, το είναι τους για το υπόλοιπο της ζωής τους. Κάποιοι χωρίς παπούτσια,κουκουλωμένοι, καθισμένοι έξω από κλειστά καταστήματα,που δεν άντεξαν και κατέβασαν τα ρολά. πανάθεμά τους!!
Και όλοι παρέα με ένα αδέσποτο σκυλί,που στα κρύα βράδια μοιράζονται σφιχταγκαλιασμένοι τη φτωχή ζεστασιά της κουβέρτας.
Τσάκισε η καρδιά μου «τι έγινε βρε παιδιά; Τι μας έκαναν; Πόσο ακόμα;»
Έκλεισα τα μάτια αρνιόμουν να δω την εξαθλίωση κατάματα. Ντρεπόμουν που εγώ είχα ακόμα ένα ζεστό σπιτικό κι ένα πιάτο φαί.Πήρα μια βαθειά ανάσα και γεύτηκα φαρμάκι από τα συκώτια μου, πίκρα και συνέχισα το δρόμο μου.
Κάτω από το υπουργείο παιδείας και θρησκευμάτων, σφηνωμένος ανάμεσα σε τρεις κολώνες, ο μικρός ναός της Αγίας Δύναμης.Πόσα χρόνια είναι εκεί;
Θυμήθηκα τα σχολικά μου χρόνια,όταν έμενα στην Πλάκα και ερχόμασταν στις εκκλησιές της περιοχής για να κοινωνήσουμε, για να στολίσουμε τον επιτάφιο.Ζόρικα,αλλά ωραία χρόνια.Και τώρα ο κακός χαμός.
«Ας ανάψω ένα κεράκι σκέφτηκα» αλλά πάγωσα ολόκληρη,όταν μπροστά στα πόδια μου κείτονταν ξαπλωμένος ένας συνάνθρωπος μου,με την πλάτη ακουμπισμένη στο τοίχο της εκκλησιάς. Έμεινα αποσβολωμένη να τον κοιτώ ξεδιάντροπα, άθελα μου.
Ήταν σκεπασμένος με μια παλιά στρατιωτική κουβέρτα. Πρέπει να ήταν ψηλός,γιατί τα πόδια του προεξείχαν. Παρατήρησα τα παπούτσια του, ότι ήταν σε πολύ καλή κατάσταση. Για μαξιλάρι είχε έναν αθλητικό σάκο.
Ντράπηκα τόσο,που έστεκα τόση ώρα μπροστά του, τι αδιακρισία από μέρους μου. Με το που έκανα να μπω στην εκκλησιά, ο άντρας αναστέναξε και ανασηκώθηκε και από μέσα από την κουβέρτα,πετάχτηκε ένας μικρόσωμος σκύλος. Έγιναν όλα τόσο ξαφνικά,που τρόμαξα και λίγο έλειψε να χάσω την ισορροπία μου.
Δεν θυμάμαι πόσες συγγνώμες μου είπε,μα τω Θεώ.
«Επιστρέφω σε 1΄» του είπα και έβαλα τα πόδια στην πλάτη.
Τόσο έκανα.Γύρισα με δυο καφέδες και δυο σάντουιτς στα χέρια.
«Θα μου κάνεις παρέα» τον ρώτησα και τον κοίταξα συγκινημένη.
Άπλωσε το χέρι και πήρε μόνο τον αχνιστό καφέ,χωρίς να με κοιτάξει.
«Σωτήρης» μου συστήθηκε «και από δω ο Φίλος μου» μου σύστησε τον τετράποδο φίλο του που απαιτούσε τα χάδια μου.
«Μέλια» του είπα και τον ένιωσα αμέσως δικό μου άνθρωπο.
Πιάσαμε την κουβέντα και έμαθα τόσα πολλά,που άθελά μου ζήλεψα την δύναμή και την αξιοπρέπεια του Σωτήρη.
«Καινούριος στους δρόμους, ξεσπιτωμένος, άφραγκος, απολυμένος.
Κράτησα τα απολύτως απαραίτητα», μου είπε «όλα τα άλλα τα μοίρασα. Τις πρώτες μέρες είχα ένα μικρό ραδιοφωνάκι και άκουγα και καμιά είδηση, αλλά τέλειωσαν οι μπαταρίες και μετά σιωπή».
Δεν τον διέκοψα στιγμή, είχε τόση ανάγκη να μιλήσει με κάποιον.
«Όταν χτύπησε το πρώτο καμπανάκι,δεν το άκουσα, αγόραζα καινούριο κινητό και έψαχνα για καινούργιο αμάξι…ας είναι καλά οι τράπεζες. Στο επόμενο δεν είχα να πληρώσω τη δόση του αυτοκινήτου και το τουιτάρισα για πλάκα στο τουίτερ.
Και σε μια νύχτα κατέρρευσαν όλα,σαν χάρτινος πύργος.Το πρωί απολύθηκα.Ε και;Εγώ συνέχισα να ζω στους ίδιους ρυθμούς και πιο χαλαρά μάλιστα, βόλτες με την κοπέλα μου για καφέ…εκδρομές…γέλια και χαρές.
Αυτό ήταν.
Απλήρωτοι λογαριασμοί, ..δόσεις δανείων…και…και…
Έστειλα την κοπέλα μου με μισή καρδιά στους γονείς της για να σωθεί και βγήκα στους δρόμους τρομοκρατημένος “που την κεφαλήν κλίναι”.
Πέρασαν ολόκληρες εβδομάδες,για να μπορέσω να κλείσω τα μάτια μου.Φοβόμουν,ο ηλίθιος,για τη ζωή μου.Ποια ζωή μου;
Ας είναι καλά τα παιδιά,της ίδιας κατάντιας με μένα,που μου έμαθαν τα κατατόπια της εξαθλιωμένης επιβίωσης.
Ο μεγαλύτερος κυνηγός κεφαλών,ο ευγενής δήμαρχος, ξήλωσε μέσα σε μια νύχτα όλα τα παγκάκια της περιοχής και έκοψε το νερό από τις βρύσες.Έτσι καταλήξαμε να κοιμόμαστε κατάχαμα με στρώμα σακούλες και χαρτόνια, διψασμένοι και άπλυτοι.
Στα δήθεν συσσίτια προσφοράς και αγάπης δεν πήγα ποτέ.Σιχαίνομαι την υποκρισία κι ας πεινάω.
Οι περαστικοί όμως δεν μας γυρίζουν την πλάτη, πάντα κάποιος θα μας αφήσει ένα μπουκάλι νερό,ένα μήλο,ένα μπουφάν…κάτι.
Το κακό είναι ότι δεν μας μιλάνε,δεν μας ρωτάνε,γιατί έχουν τις έννοιες τους.
Μια κυρία ανηφόριζε πριν από λίγες μέρες κρατώντας στα χέρια της μια φρατζόλα ψωμί.”Θα την μοιραστούμε αγόρι μου” μου είπε και μου πρόσφερα από καρδιάς τη μισή!
Μεγάλη καρδιά ο Έλληνας, ότι δίνει το δίνει με την καρδιά του και το υστέρημά του.
Μιλάω με τον Θεό, προσεύχομαι, γαλήνεψα, δεν κρατώ κακία σε κανέναν, ο μόνος αίτιος είμαι εγώ και η αδικαιολόγητη απληστία μου, έπρεπε να μάθω.
Ένα είναι το σίγουρο.Ότι αυτός ο ευλογημένος τόπος,ότι και να κάνουν,έχει ψυχή και δεν πεθαίνει, μόνο λαβώνεται».
Κοίταξα το ρολόι μου σε μισή ώρα έκλεινε το επικουρικό ταμείο και έπρεπε να τρέξω.
«Τα λέμε σε λίγο»του είπα με μισή καρδιά που έπρεπε να φύγω.«Θέλεις να σου φέρω κάτι,καθώς θα έρχομαι;» μου ξέφυγε γιατί τον έκανα να νιώσει άβολα.
«Μέχρι τώρα,αυτό που αποζητούσα,ήταν ένας άνθρωπος να μιλήσω λίγο μαζί του, για να νιώσω άνθρωπος και όχι σκουπίδι.
Τώρα τα έχω όλα» με αποστόμωσε.
Έφυγα τρέχοντας για να προλάβω με μισή καρδιά.
Ήξερα με το χέρι στην καρδιά ότι δεν θα τον ξανάβλεπα.
Και δεν τον ξαναείδα ΠΟΤΕ!
Η εξαθλίωση έχει όνομα. Σωτήρης, Δημήτρης, Χρήστος, Άννα, Ελένη…..
Εικόνα από:best-desktop-wallpaper