http://olympia.gr/2013/12/03/%CE%B4%CE%B5%CE%BA%CE%B5%CE%BC%CE%B2%CF%81%CE%B9%CE%B1%CE%BD%CE%AC-3-12-1944-%CE%B7-%CE%B1%CF%81%CF%87%CE%AE-%CF%84%CE%BF%CF%85-2%CE%BF%CF%85-%CE%B3%CF%8D%CF%81%CE%BF%CF%85-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B5/
Η ανωτέρω περιγραφή ανήκει, σχεδόν εξ ολοκλήρου, στον Μακ Νήλ και συμπίπτει σε πλείστα σημεία με την περιγραφή ενός αυτόπτου Βρετανού, του γνωστού Μπάιφορντ-Τζόουνς (BYFORD JONES) που βρισκόταν έξω από το ζαχαροπλαστείο του ΓΙΑΝΝΑΚΗ, δίπλα στη Διεύθυνση Αστυνομίας. Όπως και με ανάλογες περιγραφές ξένων ανταποκριτών, που παρακολουθούσαν τη σύγκρουση από το ξενοδοχείο της ΜΕΓΑΛΗΣ ΒΡΕΤΑΝΙΑΣ οι οποίες χρησιμοποιήθηκαν κατά κόρον από τους ιστορικούς της Αριστερός για να εδραιωθεί η άποψη, ότι η «φασιστική» Αστυνομία πυροβόλησε πρώτη εναντίον του αόπλου ΐ πλήθους. Την άποψη αυτή υποστήριξε και ο Βάσος Μαθιόπουλος, στο πλαίσιο μιας σειράς άρθρων και φωτογραφιών στον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ και το ΒΗΜΑ, τον Δεκέμβριο του 1980.Στα «ντοκουμέντα» του Μαθιόπουλου παρεισέφρυσε και μια φωτογραφία, παρμένη από γερμανό πράκτορα που είχε ξεμείνει στην Αθήνα, και η οποία γράφει στη λεζάντα της: «Η Ελληνική Αστυνομία πυροβόλησε μια —εμφανώς άοπλη ομάδα οπαδών του ΕΑΜ στη Βασιλίσσης Σοφίας». Στην πραγματικότητα, η φωτογραφία δείχνει μια πολύ αραιή διαδήλωσή με σημαίες, της οποίας ένα τμήμα πορεύεται κανονικά ενώ ένα άλλο συμπλέκεται, χωρίς να διακρίνονται πουθενά οι πυροβολούντες αστυφύλακες! Προφανώς έχει ληφθεί από αλλού… Αλλά η κύρια θεωρία του Μαθιόπουλου είναι ότι με προτροπή του Τσώρτσιλ, ο στρατηγός Σκόμπυ, ο «χασάπης» των Δεκεμβριανών, ήσκησε απ’ ευθείας πίεση στον Έβερτ να χρησιμοποιήσει βία, ερήμην του Παπανδρέου. Στη θεωρία αυτή απάντησε δια του ΒΗΜΑΤΟΣ ο γιός του Έβερτ, Μιλτιάδης (παραπομπή υπ’ αρ. 2), δίνοντας μια τελείως διαφορετική εκδοχή. Ότι η σύγκρουση άρχισε, όταν άοπλοι αλλά και ένοπλοι διαδηλωτές σκαρφάλωσαν στα κιγκλιδώματα του περιβόλου της Αστυνομικής Διευθύνσεως και αφού αποκρούστηκαν πρώτα με γκλόπς άνοιξαν πρώτοι αυτοί πυρ σκοτώνοντας έναν αρχιφύλακα στην πύλη. Και τότε μόνο ο Άγγελος Έβερτ διέταξε να γίνει χρήση των όπλων. Στο ΒΗΜΑ απηύθυνε επιστολή και ο επιζών Μπαρτζιώτας, σε ένα στυλ ιδιαίτερα προκλητικό που θύμιζε τον φανατικό «Φάνη» των Δεκεμβριανών. Κατά τη δική του θεωρία, υπήρχε στην Αστυνομική Διεύθυνση ένα ειδικό τμήμα «πιστών» αστυνομικών, διότι οι αστυφύλακες ήταν στην πλειοψηφία τους Εαμίτες. Επικεφαλής του τμήματος αυτού ήταν ο Λεωνίδας Οικονομάκος, συνεργάτης του περιβόητου Μπουραντά του Μηχανοκίνητου. Σ ’ αυτόν, κατά τον Μπαρτζιώτα, έδωσε εντολή ο Έβερτ να χτυπήσει στο ψαχνό και μάλιστα τρείς φορές, διότι ακόμα και ο «πολύ αντιδραστικός» Οικονομάκος δίσταζε να πυροβολήσει…
Αναμφισβήτητα η σύγκρουση μπροστά στην Αστυνομική Διεύθυνση υπήρξε το κύριο συμβάν στις 3 Δεκεμβρίου επισκιάζοντας άλλα επεισόδια, όπως αυτό μπροστά στην κατοικία του Παπανδρέου. Και από ένα σημαντικό αριθμό ερευνητών, θεωρήθηκε σαν απαρχή των Δεκεμβριανών. Ο ένα κλίμα έτοιμο από καιρό και αν δεν γινόταν μπροστά στην Αστυνομική Διεύθυνση ασφαλώς θα βρισκόταν κάποια ευκαιρία σε άλλο σημείο. Αν παρά ταύτα αποδεχθούμε, ότι έτσι ξεκίνησαν τα Δεκεμβριανά, απομένει να ερευνηθεί ποιές ήταν οι εκατέρωθεν ευθύνες για την αιματηρά κατάληξη του συλλαλητηρίου. Κατά τον Μακ Μίλλαν10, η θεωρία ότι η σύγκρουση της 3-12-44 είναι η αιτία των Δεκεμβριανών είναι λανθασμένη καί απλώς αποτελεί μια «βολική» ημερομηνία για να οριοθετηθεί η έναρξη της κομμουνιστικής εξεγέρσεως, που είχε προαποφασιστεί από τους Σιάντο και Ιωαννίδη, τουλάχιστον πέντε μέρες νωρίτερα. Ο Μακ Μίλλαν επιμένει, ότι υπήρχαν οπωσδήποτε ένοπλοι αντάρτες μεταξύ των διαδηλωτών και ότι στην Αστυνομία είχαν δοθεί εντολές να χρησιμοποιηθούν άσφαιρα. Και δεν αποκλείει καθό-λου την πιθανότητα, αυτός που πρώτος πυροβόλησε έξω από την Αστυνομία να ήταν «προβοκάτορας» κομμουνιστής («communist agent provocateur»). Η άποψη αυτή μοιάζει ακραία. Από την άλλη όχθη πάλι, ο Μπαρτζιώτας υποστηρίζει μια μάλλον αφελή θεωρία. Ότι το συλλαλητήριο είχε αποφασιστεί από την 1-12-44 σ ’ ένα μεγάλο ακτίφ, στα γραφεία της ΚΟΑ στην Κυψέλη. Και αφού ο ίδιος στην εισήγησή του έβγαλε το συμπέρασμα ότι «τραβάμε αναπόφευκτα για ένοπλη σύγκρουση» και αφού οι δυνάμεις του ΕΛΑΣ Αθήνας-Πειραιά τέθηκαν «επι ποδός πολέμου» αποφασίστηκε να μη συνοδεύσουν τούς διαδηλωτές ένοπλοι Ελασίτες. Αλλά η θεωρία αυτή είναι τω όντι αδύνατη. Διότι αν στις 1-12-44 ο ΕΛΑΣ τέθηκε για παν ενδεχόμενο επι ποδός πολέμου, τότε στις 3-12-44, οπότε η κατάσταση είχε εμφανώς οξυνθεί από την απαγόρευση του συλλαλητηρίου, πως άφησαν τους διαδηλωτές να κατεβούν άοπλοι ως πρόβατα επι σφαγήν. Διότι το ότι θα γίνονταν επεισόδια ήταν βέβαιο. Άλλωστε μόλις έγινε γνωστή η αιματοχυσία, ο Μπαρτζιώτας διέταξε τα «προχωρημένα τμήματα του ΕΛΑΣ να κατέβουν και να πιάσουν την οδό Σόλωνος». Που βρίσκονταν τα τμήματα αυτά; Συνεπώς αντηχεί απίθανο να μην υπήρχαν και μερικοί ένοπλοι ανάμεσα στους διαδηλωτές.
Τελικά, ο συγγραφέας του παρόντος(σημ. Αλέξανδρος Ζαούσης) πιστεύει, ότι:
Πρώτον, υπήρχαν ένοπλοι άνδρες του ΕΛΑΣ, έστω και σκόρπιοι, μέσα στις μάζες του συλλαλητηρίου.
Δεύτερον, ότι η Αστυνομία πυροβόλησε μεν, τελούσα υπό πίεση ή πρόκληση, αλλά πάντως επέδειξε έλλειψη ψυχραιμίας. Το ότι μαζί με άσφαιρα χρησιμοποίησε και ένσφαιρα πυρά καταλογίζεται εις βάρος της.
Το ότι η ενέργεια αυτή έγινε υπό τα όμματα ξένων ανταποκριτών χρησίμευσε, τουλάχιστον την εποχή εκείνη, σαν επιχείρημα ότι η Κυβέρνηση ήρξατο χειρών αδίκων.
ΠΗΓΗ: Αλέξανδρος Ζαούσης, Οι δύο όχθες, Παπαζήσης 1987, σελ 674-677
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου