Να τι λέει η Μ.:
"Καθόμουνα κάτω από την τέντα στη μεση της πλατείας. Χωρίς να καταλάβω πότε, δίπλα μου σε μια καρέκλα ήρθε και κάθισε μια μεγάλη γυναίκα να πάρει ανάσα. Ειχε αρχίσει η ένταση και υπήρχε ανησυχία. Σε λίγο άρχισαν να πέφτουν δακρυγόνα λίγο πιο πέρα. Μιλούσαμε για όλα μες το χαμό."Γιαγια" της λέω "τα μάζεψες κι έφυγες.Ειναι δύσκολα εδώ." "Παιδάκι μου" μου λέει, "δεν πρόκειται να φύγω από, δω. Εγω είμαι καρκινοπαθής. Ετσι κι αλλιώς θα πεθάνω. Αν είναι, καλύτερα να πεθάνω εδω!" Τρελάθηκα, βούρκωσα...δεν ηξερα της να της πω. Κι ύστερα κάνει έτσι πιο κοντά και μου λέει:΄Μόνο σε παρακαλώ προσεχέ με μη μου πάρουν την περούκα΄ και μου δείχνει το κεφάλι της που ηταν γυμνό από τις χημειοθεραπείες!"
Η Μ. είχε γυρίσει το κεφάλι της στο πλάι να μη δω που βούρκωσε. Γιατί ντρεπόμαστε οι άνθρωποι όταν βουρκώνουμε; Της έσφιξα τον ώμο και αρχίσαμε να μιλάμε για άλλα.
Η γιαγια είχε χαθεί μεσα στο χαμό, μια σταγόνα ανθρώπινης αξιοπρέπειας που είχε βρεί σκοπό και κάτι από την ξεχασμένη της περηφάνεια αυτη τη δύσκολη μέρα.
Ναναι καλά...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου