http://feltor.wordpress.com/2013/04/02/143/
Του Παναγιώτη Ήφαιστου
1. Παρελθόντα και παρόντα κριτήρια που προσδιορίζουν τις στρατηγικές των άλλων για την Κυπριακή Δημοκρατία.
Μερικές μόνο εβδομάδες μετά την εκλογή νέου προέδρου στην Κύπρο η Κυπριακή Δημοκρατία (ΚΔ) στροβιλίζεται μέσα σε δίνη θανάτου. Την στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές και ανεξάρτητα του πως θα εξελιχθούν τα μνημόνια και τα «κουρέματα» ένα είναι σίγουρο: Τίποτα δεν θα είναι όπως πριν στην Κύπρο. Αντιστρέφει μια σταθερή πορεία οικονομικής ανάπτυξης και ευημερίας. Η ΚΔ παύει να είναι ένα ζηλευτό χρηματοοικονομικό κέντρο. Το γεγονός ότι αυτός, μεταξύ άλλων, ήταν ο στόχος των τεχνοκρατών, το δήλωναν απερίφραστα. Ως και να μην υπάρχουν χρηματοοικονομικά κέντρα στην Ευρώπη ή ως και να υπάρχει κάποιο σύστημα διανεμητικής δικαιοσύνης στην Ευρώπη που προσδιορίζει νομιμοποιημένα την κοινωνικοοικονομική δομή ενός κράτους-μέλους, τις ιεραρχίες της και την επιλογές της κοινωνίας. Για να κατανοηθεί επαρκώς η συντρέχουσα κρίση στην Κύπρο, απαιτείται να γίνει αντιληπτό ότι μετά την Τουρκική εισβολή το 1974 με σχέδιο και μόχθο η Κύπρος κατόρθωσε να επιβιώσει γιατί στάθηκε όρθια λόγω οικονομικής ανάπτυξης. Κύριος σκοπός των σχεδιαστών της κυπριακής οικονομικής πολιτικής –του Γραφείου Προγραμματισμού της ΚΔ– μετά την τουρκική εισβολή, ήταν «να κρατήσουν, όπως λεγόταν, τους κύπριους στο νησί» με το να επιτύχουν μια ταχύρρυθμη οικονομική ανάπτυξη. Η προσπάθεια στέφθηκε με απόλυτη επιτυχία. Επί δεκαετίες και παρά την εκκρεμότητα του κυπριακού ζητήματος οι κύπριοι ευημερούσαν όσο ποτέ άλλοτε στην ιστορία τους. Δύο είναι οι πυλώνες αυτής της οικονομικής επιτυχίας. Πρώτον, τουρισμός υψηλής στάθμης. Δεύτερον, η ΚΔ έγινε ένα από τα σημαντικότερα χρηματοοικονομικά κέντρα της περιοχής. Αμφότεροι οι τομείς και ιδιαίτερα ο δεύτερος πλήττονται θανάσιμα λόγω της κρίσης η οποία οφείλεται περισσότερο σε εξωτερικά αίτια και λιγότερο σε παραλείψεις των κυβερνήσεων μετά την ένταξη στην ΟΝΕ (η οποία ένταξη, στην Κύπρο, δικαιολογήθηκε ως τρόπος ενίσχυσης της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας). Τα αίτια της συντρέχουσας κρίσης είναι πολλά. Πριν εξετάσουμε μερικές πτυχές του γεωπολιτικού πεδίου θα αναφερθούμε σε μερικά από αυτά τα αίτια τα οποία σχετίζονται με μονιμότερους παράγοντες της κυπριακής και ελλαδικής ζωής. Κατ’ αρχάς, η Κυπριακή οικονομία επηρεάστηκε από την ελληνική οικονομική κρίση αλλά και την ολιγωρία της κυβέρνησης Χριστόφια να υιοθετήσει επαρκή μέτρα αντιμετώπισής των συνεπειών. Τα λάθη της διακυβέρνησης Χριστόφια, όμως, συγκρινόμενα με «πολιτικοοικονομικά κακουργήματα» της διακυβέρνησης Αναστασιάδη σε μια διάρκεια λιγότερη από μήνα είναι «πταίσματα οικονομικής πολιτικής». Ιδιαίτερα, στην πρώτη του διαπραγμάτευση δέχθηκε εκβιασμό που δολοφονούσε, βασικά, την Κυπριακή Δημοκρατία. Για να γίνουν κατανοητές οι στάσεις στο Eurogroup και η σπασμωδικότητα των συνομιλιών με την Μόσχα, όμως, απαιτείται να υπογραμμιστεί το «πολιτικό μητρώο» του κ Αναστασιάδη. Λάθη όλοι κάνουν. Όμως, ο νέος Πρόεδρος, υπήρξε από τους φανατικότερους υποστηρικτές του σχεδίου Αναν, το οποίο, όπως είναι γνωστό, καταργούσε την ΚΔ και δημιουργούσε ένα κράτος καθ’ όλα υποτελές στην Μεγάλη Βρετανία και στην Τουρκία. Για την θεμελίωση αυτής της θέσης από άποψη νομικής και πολιτικής τάξης βλ. την έκθεση μια μεγάλης ομάδας ακαδημαϊκών από όλο τον κόσμο –«Πλαίσιο Αρχών για μια δίκαιη λύση και βιώσιμη λύση του Κυπριακού με γνώμονα το Διεθνές και Ευρωπαϊκό Δίκαιο”, από το Διεθνές Συμβούλιο Εμπειρογμωμόνων».http://www.ifestosedu.gr/32RuleofLaw.htm– όπου θεμελιώνεται ότι αντίβαινε ολοκληρωτικά στην διεθνή και ευρωπαϊκή νομιμότητα. Μετά το ΟΧΙ των κυπρίων το οποίο διασφάλισε ότι δεν παραβιάστηκε η διεθνής και ευρωπαϊκή νομιμότητα, ο κ Αναστασιάδης συνέχισε να την ίδια στάση. Όμως, πριν λίγους μήνες πριν τις προεδρικές εκλογές του Φεβρουαρίου 2013, συχνά έλεγε ότι «δέχεται την ετυμηγορία του ΟΧΙ». Δεν απέκλειε, όμως, εκτιμάται, μια συνηγορία σε ένα νέο παρόμοιο σχέδιο το οποίο πολλοί στο εξωτερικό θα ήθελαν να επαναφέρουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Οι θέσεις των πολιτικών προσώπων για το σχέδιο Αναν είναι καίριας σημασίας στην κυπριακή πολιτική ζωή αλλά και για την πορεία της Κυπριακής Δημοκρατίας στο μέλλον. Γι’ αυτό, μια σωστή αντίληψη των προβλημάτων της παρούσης συγκυρίας δεν είναι κατανοητή εάν δεν γίνει αντιληπτό ότι το ζήτημα μιας βιώσιμης λύσης του κυπριακού versus μια επάνοδο ενός σχεδίου που νομιμοποιεί τα τετελεσμένα της βίας ήταν κεντρικό και θα συνεχίσει να είναι καίριας σημασίας. Εξάλλου, με δεδομένους πλέον τους γιγαντιαίους υποθαλάσσιους πλουτοπαραγωγικούς πόρους, το είδος της «λύσεις» οι θέσεις ενός πολιτικού προσώπου στην Κύπρο που θα καταλάμβανε το ύπατο αξίωμα της πολιτείας είναι λογικό ότι θα επηρέαζε τις στρατηγικές παραστάσεις των άλλων κυβερνήσεων για το πώς εξελίσσονται τα στρατηγικά ζητήματα της Ανατολικής Μεσογείου. Η ροπή προς το «ναι» στις αξιώσεις ξένων ήταν κατιτί που αναφέρθηκε κατά κόρον κατά την διάρκεια του προεκλογικού αγώνα για τις προεδρικές. Τους φόβους για την μελλοντική του στάση ο Νίκος Αναστασιάδης προσπάθησε να τους κατευνάσει καθησυχαστικά ενώ πολλοί ψηφοφόροι του κόμματός του (75% εκ των οποίων ψήφισε κατά του σχεδίου Αναν) τον ψήφισαν προσδοκώντας ότι στο ζήτημα αυτό «θα είναι ένας νέος Νίκος Αναστασιάδης». Ο λόγος που υπογραμμίζεται αυτό το γεγονός είναι επειδή η εκλογή ενός προέδρου με «πολιτικό μητρώο» όπως του κ Αναστασιάδη, όπως πολλοί υπογράμμισαν κατά την διάρκεια του τελευταίου προεκλογικού αγώνα, σήμαινε ότι δόθηκε ένα πλανητικό μήνυμα σε όλους τους ενδιαφερομένους ως εξής: Εάν ο νέος Πρόεδρος λειτουργήσει κατευναστικά ενδέχεται να αλλάξει το καθεστώς της ΚΔ. Η Τουρκία, έτσι, μέσω ενός νέου σχεδίου Αναν, θα είχε αρχικά εν δυνάμει, και στην συνέχεια εμπράγματα, καταστεί επικυρίαρχη. Αυτό ήταν το διακύβευμα όταν απορρίφθηκε το σχέδιο Αναν και αυτό θα διακυβευτεί εάν υπάρξει ένα νέο σχέδιο Αναν. Ο φόβος πολλών είναι ότι εάν προκύψει ένα νέο σχέδιο Αναν ο νέος πρόεδρος θα πει ξανά «ναι». Με κάθε κριτήριο ανάλυσης των στρατηγικών προσεγγίσεων των μεγάλων δυνάμεων αλλά και κάθε άλλου κράτους (και κυρίως της Τουρκίας) το οποίο διαθέτει στοιχειώδη στρατηγικό σχεδιασμό, είναι λογικό να ορίζουν τους σκοπούς και τις στρατηγικές εκπλήρωσής τους με εκτιμήσεις για το ποιος θα ελέγχει τα επόμενα χρόνια τον γεωπολιτικό χώρο της σημερινής Κυπριακής Δημοκρατίας. Εάν η ΚΔ καταλυθεί και δημιουργηθεί ένα κρατίδιο που θα είναι προτεκτοράτο είναι λογικό και ορθολογιστικό οι κυβερνήσεις να θεωρούν ότι τον γεωπολιγικό χώρο της Κύπρου θα τον ελέγχουν πλέον άλλοι και όχι οι ίδιοι οι κάτοικοι του νησιού. Με διαφορετικά λόγια το ποιος θα ελέγχει την κυριαρχία στον κυπριακό χώρο είναι το βασικό κριτήριο που προσδιορίζει και τις στρατηγικές αποφάσεις των άλλων για τον έλεγχο του υποθαλάσσιου πλούτου της Ανατολικής Μεσογείου. Λογικό είναι τα άλλα κράτη για να εκπληρώσουν τα συμφέροντά τους να θέλουν να συναλλάσσονται με τον στρατηγικό κυρίαρχο του κυπριακού χώρου. Τέλος, στην αλυσίδα γεγονότων που επηρεάζουν τους στρατηγικούς προσανατολισμούς των άλλων κανείς θα πρέπει να λάβει υπόψη ότι αμέσως μετά την εκλογή του ως πρόεδρος ο Νίκος Αναστασιάδης επιβεβαίωσε τις εκτιμήσεις πολλών για την εμβέλειά του ως πολιτικός ηγέτης. Διέπραξε το ένα λάθος μετά το άλλο ακυρώνοντας κάθε δυνατότητα να ελεγχθούν τα προβλήματα που προκάλεσε η συστημική ευρωπαϊκή κρίση και κυρίως οι επιπτώσεις από τα ελληνικά κουρέματα και την ελληνική οικονομική ύφεση. Τα λάθη του Νίκου Αναστασιάδη μέχρι στιγμής σχετίζονται με τη διαπραγματευτική του στρατηγική στην ΕΕ, στις επαφές με την Ρωσία και το έλλειμμα συνεργασίας με την Ελλάδα. Την στιγμή που γράφονται οι παρούσες γραμμές, στο πεδίο της οικονομίας, της διπλωματίας και της στρατηγικής, οι εξελίξεις είναι καταιγιστικές. Αυτό όμως δεν ενδιαφέρει γιατί οι παράγοντες που υπογραμμίζουμε εδώ είναι μονιμότερου χαρακτήρα. Συγκεκριμένα, το στρατηγικό πλαίσιο των εξελίξεων προσδιορίζεται από τρία βασικά ζητήματα. Το πλαίσιο λύσης του κυπριακού ζητήματος που θα προσδιορίσει τον «κυρίαρχο» (αυτό που θα λαμβάνει τις αποφάσεις), το φυσικό αέριο και το πώς θα εξελιχθούν τα συμφέροντα και οι συμμαχίες. Το σχέδιο Αναν, για παράδειγμα –όπως ρητό τρόπο δηλωνόταν από Τούρκους και Βρετανούς πολιτικούς–, επιδίωκε να ελεγχθεί η Κύπρος στρατηγικά και πολιτικά από ξένες δυνάμεις, την πρώην αποικιοκρατική δύναμη και την Τουρκία η οποία θα νομιμοποιούσε τα παράνομα τετελεσμένα της βίας του 1974. Η νομιμοποίηση των εποίκων, επιπλέον, ήταν μια προσπάθεια πρωτόγνωρων ανθρωπολογικών αλλαγών οι οποίες θα οδηγούσαν σε αποδυνάμωση και εκμηδένιση του επί αιώνες αριθμητικά, πολιτισμικά και οικονομικά κυρίαρχου ελληνικού στοιχείου. Δεν είναι αναγκαίο να υπεισέλθουμε σε εκτενείς ιστορικές αναφορές για να καταδείξουμε ότι το στρατηγικό «ποτέ» των Βρετανών όταν οι κύπριοι ζήτησαν αυτοδιάθεση την δεκαετία του 1950 και η παρεμβολή της Τουρκίας παρά την Συνθήκη της Λοζάνης την δεκαετία του 1950, αποτέλεσαν αφετηρίες προσπαθειών ελέγχου της Κύπρου στις οποίες οι κύπριοι παρά τα πολλά τους λάθη αντιστάθηκαν με θαυμαστή επιτυχία. Επιτυχία η οποία, υπογραμμίζουμε ξανά, οφείλεται εν πολλοίς και στην οικονομική ανάπτυξη μετά το 1974. Λογικό είναι υπό αυτές τις συνθήκες όποιος θέλει να πλήξει την Κύπρο πολιτικά να επιδιώκει σε πρώτη φάση να την πλήξει οικονομικά. Στην ανάλυση που ακολουθεί θα γίνει εκτενής αναφορά στις θέσεις της Τουρκίας όπως τις περιγράφει ο υπουργός εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου στο Στρατηγικό Βάθος. Η διεθνής θέση της Τουρκίας (Εκδόσεις Ποιότητα). Θα μπορέσουμε, έτσι, να φωτίσουμε τα αλληλένδετα στρατηγικά ζητήματα που συζητούνται αυτή την στιγμή. Οι αναφορές και τα σχόλια θα καταδείξουν μια κραυγαλέα απουσία της Ελλάδας και της Κύπρου από τα στρατηγικά τεκταινόμενα. Το ελληνικό έλλειμμα στρατηγικής ενδέχεται να είναι, τελικά, αποφασιστικής σημασίας για την μεγαλύτερη ίσως συρρίκνωση των ελληνικών συμφερόντων μετά το 1922.
2. Η κινούμενη στρατηγική άμμος στο υπόβαθρο της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Το στρατηγικό παίγνιο περί την Κύπρο μπορεί να συνοψιστεί ως εξής: Ποιος ελέγχει στρατηγικά τον Κυπριακό χώρο, ποιος είναι ο «κυρίαρχος» και ποιανού οι αποφάσεις ενέχουν διανεμητικές συνέπειες όσον αφορά τον υποθαλάσσιο πλούτο και την γεωπολιτική σημασία του κυπριακού χώρου. Απαντώντας τέτοια ερωτήματα κανείς καλά κάνει να εστιάζει την προσοχή στην εξέταση της δομής συμφερόντων και στρατηγικών όπως γίνεται αντιληπτή στον τόπο και στον χρόνο. Εκτιμήσεις για το μέλλον μπορούν να γίνουν μόνο δοκιμαστικά και με δεδομένη την προβολή των τάσεων του παρελθόντος και του παρόντος. Τα αποτελέσματα της ιστορικής διαδρομής μπορούν, κάτω από κάποιες προϋποθέσεις, να σταθμιστούν και να εκτιμηθούν. Το μέλλον όμως δεν μπορεί να προβλεφτεί γιατί αφορά αστάθμητες δυναμικές και το μελλοντικό αποτέλεσμα την πολιτικής διάδρασης είναι πάντοτε εκτίμηση πολύ υψηλού προβλεπτικού ρίσκου. Το ενεργειακό ζήτημα και με δεδομένη πλέον την μεγάλη στρατηγική σημασία του φυσικού αερίου για τις διεθνείς ιεραρχίες ισχύος, είναι ένας ακόμη παράγων που καθιστά την Κύπρο ένα από τα σημαντικότερα στρατηγικά σημεία του πλανήτη. Μια σειρά κριτηρίων και παραγόντων, επιπλέον, αποτελούν σταθερές παραμέτρους των στρατηγικών παιγνίων που αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο. Θα μπορούσαμε να αναφερθούμε σε μερικές πτυχές διαχρονικής στρατηγικής σημασίας: Πρώτον, η στρατηγική εποπτεία της Μέσης και Μείζονος Ανατολής από τα δυτικά ηγεμονικά κράτη είναι πάγιο χαρακτηριστικό της στρατηγικής των ναυτικών δυνάμεων τους δύο τελευταίους αιώνες. Μετά το 1948 ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ και εκ του γεγονότος ότι το εβραϊκό κράτος έγινε μια πανίσχυρη πολιτική, στρατιωτική και διπλωματική δύναμη, συνδέθηκε άρρηκτα με την στρατηγική των δυτικών δυνάμεων, ιδιαίτερα των ΗΠΑ. Παρεπόμενα, η διένεξη Ισραήλ – Αράβων συμπλέχθηκε με την στρατηγική των μεγάλων δυτικών δυνάμεων, τις άλλες μεγάλες δυνάμεις που επιδιώκουν να διεισδύσουν στην περιοχή και με πλήθος περιφερειακών διενέξεων. Η προαναφερθείσα στρατηγική εποπτεία, επιπλέον, αφορά μια σειρά σκοπούς που εκτείνονται από τους ενεργειακούς πόρους μέχρι την παρεμπόδιση κάποιας περιφερειακής δύναμης να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας. Το τελευταίο αποτέλεσε και το κύριο αίτιο των δυτικών υπερπόντιων εξισορροπήσεων μετά το 1945 στην ευρύτερη ζώνη που αρχίζει από την Ευρώπη και φτάνει στην Κίνα (στρατηγική της περιμέτρου της Ευρασίας στην οποία εμπίπτουν δόγματα όπως του Τρούμαν για την Ελλάδα και του Κάρτερ για το Αφγανιστάν και την πιθανή κάθοδο της τότε ΕΣΣΔ στα «θερμά νερά»). Δεύτερον, η στρατηγική αξία της Κύπρου γίνεται κατανοητή εάν γνωρίζουμε τις κατά καιρούς αιτιολογήσεις των Βρετανών και Αμερικανών. Όμως, έχουμε μια ακριβέστερη εικόνα για το πώς οι άλλοι και κυρίως οι Τούρκοι βλέπουν την στρατηγική σημασία της Κύπρου αφότου κυκλοφόρησε στα ελληνικά το βιβλίο του νυν τούρκου Υπουργού Εξωτερικών Αχμέτ Νταβούτογλου, Στρατηγικό βάθος Η διεθνής θέση της Τουρκίας (Εκδόσεις Ποιότητα). Για τους σκοπούς της παρούσης ανάλυσης και με δεδομένες τις καταιγιστικές εξελίξεις μετά την εκλογή του Νίκου Αναστασιάδη στην Προεδρία, κρίνω σκόπιμο να παρατεθούν και σχολιαστούν εκτενή αποσπάσματα της ανάλυσης του Νταβούτογλου, τα οποία περιγράφουν με ακρίβεια τον σημερινό Τουρκικό σχεδιασμό. Για όποιον έχει ασχοληθεί με γεωπολιτική, εξάλλου, γνωρίζει ότι οι γεωπολιτικές παράμετροι στις οποίες αναφέρεται αφορούν όλους. Ασφαλώς, όλως ιδιαιτέρως αφορούν ζωτικά την Ελλάδα και την Κύπρο. Η ανάλυση του Νταβούτογλου δείχνει ότι η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα και παρά τα μεγάλα προβλήματα εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, διαθέτει στρατηγική σκέψη, θέαση των ιστορικών εξελίξεων που συνδέει το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον σύμφωνα με τα τουρκικά συμφέροντα και σκοπούς που αφορούν το τουρκικό εθνικό συμφέρον. Περιγράφει επίσης σε γενικές γραμμές τους στρατηγικούς προσανατολισμούς εκπλήρωσής της. Τρίτον, καλό είναι να ειπωθεί προγραμματικά, επίσης, ότι η Τουρκία λειτουργεί με στρατηγικό ορθολογισμό συμβατό με τα συμφέροντά της ο οποίος δεν επηρεάζεται από συναισθηματισμούς ή αυταπάτες πως μπορεί η διπλωματία, δήθεν, να επηρεαστεί από αισθητικές ή διαπροσωπικές σχέσεις. Ολοφάνερα, η Τουρκία χρησιμοποιεί τον πολιτισμό, τον συναισθηματισμό των άλλων, τις αισθητικές σχέσεις και τον ψυχολογικό παράγοντα ως κύρια εργαλεία της στρατηγικής της. Μιας στρατηγικής η οποία με ανελέητο ορθολογισμό θεωρεί τα κρατικά συμφέροντα ως τον άξονα της διεθνούς πολιτικής. Έτσι αντιμετώπιζε την Ελληνική κατευναστική πολιτική των δύο τελευταίων δεκαετιών και έτσι την αντιμετωπίζει τώρα: Οι στρατηγικοί της σκοποί είναι σταθεροί και εξελίσσονται σύμφωνα με πάγια γεωπολιτικά κριτήρια. Στις σχέσεις με την Ελλάδα αδράχνει κάθε ευκαιρία κατευναστικών στάσεων της Αθήνας και της Λευκωσίας. Εκμεταλλεύεται επίσης κάθε στιγμή ελληνικής αδυναμίας. Τα παραδείγματα είναι καθημερινά. Κανείς μπορεί να ανατρέξει στις δηλώσεις και απειλές του Νταβούτογλου στις 24.3.2013 την στιγμή που ο πρόεδρος της Κύπρου συμπιεζόταν στο τραπέζι του Προκρούστη του Eurogroup το οποίο ουσιαστικά επέβαλε εξοντωτικά μέτρα κατά της Κυπριακής Δημοκρατίας τα οποία κατεδαφίζουν την Κυπριακή Οικονομία. Τέταρτον, η περίπτωση των σχέσεων Τουρκίας – Ισραήλ, επίσης, είναι χαρακτηριστική και επιβεβαιώνει ακόμη μια φορά ότι η στρατηγική των κρατών σχετίζεται μόνο με υλιστικά κριτήρια, με στρατηγικές σκοπιμότητες για την κατανομή συμφερόντων και με τους συσχετισμούς δυνατοτήτων μεταξύ των εμπλεκομένων. Όλα αυτά και πολλά άλλα, εξάλλου, κινούνται μέσα στην δίνη της διεθνούς πολιτικής και ένα κράτος το οποίο διαθέτει στρατηγική προσαρμόζει αναλόγως τις τακτικές κινήσεις. Μέσα σε αυτή την δίνη οι αφελείς νομίζουν ότι μπορούν να επηρεάσουν τους άλλους με χορούς, αισθητικές σχέσεις και προσωπικές σχέσεις ενώ η αλήθεια είναι ότι στον διεθνή ανταγωνισμό τα κράτη προσέρχονται με μόνο έρεισμα την ισχύ και τις δυνατότητες επηρεασμού των άλλων σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Για την Τουρκία, οι διακηρύξεις πολιτισμικής εγγύτητας, η επίδειξη συμπάθειας με ιστορικές ή θρησκευτικές αιτιολογήσεις και η εκφρασμένη «αντιπάθεια στον σιωνισμό» ήταν εργαλειακού χαρακτήρα στο πεδίο της χάραξης και εφαρμογής στρατηγικής. Έτσι, η εκλογή νέου Προέδρου στην Κύπρο, η οικονομική αδυναμία της Κύπρου και της Ελλάδας και η παντελής απουσία τους από την διπλωματική σκακιέρα που καθιστά άλλους επιδιαιτητές των ελληνικών και κυπριακών συμφερόντων, προκάλεσαν καταιγιστικές ανακατατάξεις οι οποίες ξαφνιάζουν ακόμη και τον πιο ευφάνταστο αναλυτή των στρατηγικών εξελίξεων.
3. Πάγιοι στρατηγικοί σκοποί και τακτικές επιλογές της τουρκικής στρατηγικής
Ακολουθούν αποσπάσματα από το Στρατηγικό βάθος και σχολιασμός τους για φωτιστούν τόσο κεντρικές πτυχές της τουρκικής στρατηγικής όσο και οι στρατηγικές δομές της μεταψυχροπολεμικής εποχής στην περιφέρειά μας. Γράφει, μεταξύ άλλων, ο Αχμέτ Νταβούτογλου, συνδέοντας τους κεντρικούς άξονες της τουρκικής στρατηγικής όπως γίνονται αντιληπτοί στην Άγκυρα: «Παραβλέποντας την κρίση της Κύπρου, δεν είναι δυνατόν να τοποθετηθούν σε ένα λογικό πλαίσιο ούτε οι γενικές κατευθυντήριες γραμμές της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής ούτε και οι αλλαγές στη στρατηγική της θάλασσας … Τα ζητήματα, όπως του Αιγαίου και της Κύπρου, που περιλαμβάνονται στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, πέραν από τη σημασία που έχουν τα ίδια ενέχουν και μία ιδιαίτερη σημασία, που πηγάζει από τη διαπεριφερειακή αλληλεπίδραση. Γι’ αυτό τον λόγο είτε στα ζητήματα που σχετίζονται με τα πεδία διαπεριφερειακής αλληλεπίδρασης είτε στα δευτερεύοντα ζητήματα, όπως της Κύπρου και του Αιγαίου, πρέπει να ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι η Τουρκία δεν είναι μόνο μία χώρα του Αιγαίου αλλά και μία χώρα της Ανατολικής Μεσογείου, που εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλαίσιο, σε μία περιοχή που ξεκινάει από την Αδριατική και εκτείνεται ως τον κόλπο της Αλεξανδρέττας … Οι πολιτικές της Τουρκίας για την Κύπρο και το Αιγαίο πρέπει να επανεξεταστούν ακόμη στο πλαίσιο της συγκυρίας του Ψυχρού πολέμου. Μία Τουρκία που έχει αποκλειστεί από το Αιγαίο και έχει περικυκλωθεί στα νότια από τη «Ρωμαίικη Διοίκηση της νότιας Κύπρου» σημαίνει ότι τα περιθώριά της να κάνει ένα άνοιγμα στον κόσμο έχουν περιοριστεί σημαντικά … Το Αιγαίο αποτελεί το σημαντικότερο θαλάσσιο κομβικό σημείο της Ευρασιατικής παγκόσμιας ηπείρου στην κατεύθυνση Βορρά-Νότου. Σε αντίθεση με την περίπτωση της Ερυθράς θάλασσας και του Περσικού κόλπου, που κατέχουν παρόμοιες θέσεις, το Αιγαίο, που βρίσκεται σε μία κοντινή απόσταση και από τις τρεις ηπείρους και παρέχει τη δυνατότητα του ανοίγματος και στις τρεις χωρίς κάποιο χερσαίο εμπόδιο, έχει από αυτή την άποψη μία πρώτης τάξης στρατηγική σημασία όχι μόνο για την Ελλάδα και την Τουρκία, που διαθέτουν ακτές σε αυτή τη θάλασσα, αλλά κατ’ αρχάς για τις παρευξείνιες χώρες και έπειτα για όλες τις παγκόσμιες και περιφερειακές δυνάμεις που έχουν ανάγκη ενός μεταφορικού και εμπορικού κόμβου. Αυτή η παγκόσμιας κλίμακας σημασία έχει ενισχυθεί και με πάμπολλα περιφερειακά στοιχεία. Αυτή η θάλασσα-πέρασμα, που κατέχει μία προσδιοριστική θέση στη γεωπολιτική, γεωστρατηγική» (σ. 248 και 266-7). Αντίθετα με την Αθήνα η οποία ασταμάτητα μετά το 1974 αφήνει να σκουριάζουν οι κρίκοι της αλυσίδας των στρατηγικών της συμφερόντων που αρχίζουν από το Ισραήλ και διαμέσου της Κύπρου και του Αιγαίου φτάνουν στα Βαλκάνια και στην Ευρώπη, η Τουρκία βάση σχεδίου αποκτά ισχύ. Ασταμάτητα και μεθοδικά καλλιεργεί ερείσματα και ετοιμοπόλεμα την κατάλληλη στιγμή κινείται επιθετικά στο διπλωματικό και αν χρειαστεί στο πολεμικό πεδίο με απειλές, διπλωματικούς εξαναγκασμούς και πολεμικές πράξεις. Αλλάζει «φίλους» και «εχθρούς» «όπως τα πουκάμισά της» με αποκλειστικό κριτήριο τα εθνικά της συμφέρονται και την εξέλιξη των δυνατοτήτων και των στρατηγικών του κάθε δρώντα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα τόσο οι Κούρδοι στον περίγυρό της και εσωτερικά όσο και το Ισραήλ. Αυτά δεν είναι άνευ συνεπειών γιατί σχετίζονται με την στρατηγική της αξιοπιστία η οποία την κατάλληλη στιγμή, όπως ακριβώς συμβαίνει αρχές του 2013, την καθιστούν αξιόπιστο συνομιλητή των Ισραηλινών, των Αμερικανών, των Ευρωπαίων, των Ρώσων και όλων των άλλων. Οι συνέπειες για την Ελλάδα και την Κύπρο είναι βαθύτατων προεκτάσεων και πολλών επιπέδων: Δύο τουλάχιστον επίπεδα ενδιαφέρουν ζωτικά τους Έλληνες. Πάγιος και αναλλοίωτος σκοπός της Άγκυρας είναι η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας και συνεκμετάλλευσης του πλούτου και της γεωπολιτικής αξίας της Κύπρου με άλλες δυνάμεις της περιφέρειάς μας ή με μεγάλες ηγεμονικές δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στην ζώνη από τα Βαλκάνια μέχρι την Μέση Ανατολή. Αυτό μπορεί να το επιτύχει μόνο εάν εξουδετερωθεί η κυριαρχία της Κυπριακής Δημοκρατίας και νομιμοποιηθούν τα τετελεσμένα της εισβολής του 1974, κατιτί που επιδιώχθηκε το 2004 αλλά προσέκρουσε στο ΟΧΙ της κυπριακής κοινωνίας. Η τουρκική διεισδυτικότητα στα στρατηγικά πεδία της περιφέρειάς μας είναι ευθέως ανάλογη της Κυπριακής και Ελλαδικής αδυναμίας. Όταν ο πρόεδρος Τάσσος Παπαδόπουλος συγκρότησε συμφέροντα πολλών δυνάμεων συμπεριλαμβανομένων και των Ισραηλινών γύρω από το φυσικό αέριο, η Τουρκία βρέθηκε σε αδυναμία περιορισμένη να καταγράφει διαμαρτυρίες. Όταν Ελλάδα και Κύπρος το 2013 βρέθηκαν σε μεγάλη αδυναμία λόγω οικονομικής κρίσης ξεδιπλώθηκε, ομαλοποίησε τις σχέσεις με το Ισραήλ με διαμεσολάβηση των ΗΠΑ και απείλησε την Κυπριακή Δημοκρατία να μην συνδέσει το φυσικό αέριο με μελλοντικά έσοδα και κατ’ αυτό τον τρόπο έξοδο από την κρίση. Έτσι, με εκπληκτική ταχύτητα εν μέσω λαθών του Κύπριου Προέδρου ο οποίος δέχθηκε τον εκβιασμό του Eurogroup στις 16 Μαρτίου 2013 και εν μέσω αβάστακτων οικονομικών καταστροφών της Κύπρου –ουσιαστικά γρήγορα μετά από αυτό η ΚΔ έπαυσε να είναι χρηματοοικονομικό κέντρο– είχαμε τέσσερεις τουλάχιστον ενδεικτικές στρατηγικές κινήσεις των οποίων χωρίς να προδικάζουμε το πώς θα εξελιχθούν άρχισαν να κινούνται ως εξής: Πρώτον, μετά από έντονη διπλωματική προσπάθεια των ΗΠΑ το Ισραήλ ζήτησε συγνώμη για το επεισόδιο του Μαβί Μαρμαρά και αυτό θεωρήθηκε ως μια νέα αφετηρία στις στρατηγικές σχέσεις Τουρκίας-Ισραήλ. Δεύτερον, ισραηλινοί σχολιαστές και ένας πρώην υπουργός εξωτερικών αμέσως μετά δήλωναν ότι «για το φυσικό αέριο (που αφορά και την Κύπρο) θα συνομιλήσουμε με την Τουρκία». Το πώς θα εξελιχθεί αυτό το ζήτημα είναι ίσως και το σημαντικότερο ερώτημα για τις μελλοντικές στρατηγικές σχέσεις στην Ανατολική Μεσόγειο. Τρίτον, σχεδόν ταυτόχρονα η Άγκυρα δήλωνε ότι η «Νότια Κύπρος δεν είναι από μόνης της κάτοχος των υποθαλάσσιων πόρων». Τέταρτον, η Ρωσία έδειξε μεγάλη απροθυμία να προχωρήσει σε συναλλαγές με την ΚΔ παρά τις επί μέρες προσπάθειες των κυπρίων ενώ ο Ρώσος πρωθυπουργός Μεντβέντεφ με δηλώσεις που μπορεί να θεωρηθεί ότι αλλάζουν στάσεις παγιωμένες επί δεκαετίες με δηλώσεις του (21.3.2013) κινήθηκε προς την ίδια κατεύθυνση: Σχολιάζοντας τις προτάσεις για εξασφάλιση μεριδίων στα κοιτάσματα του υποθαλάσσιου φυσικού αερίου της Κύπρου ή της ναυτικής βάσης, ως θέματα υπό συζήτηση, αλλά «περίπλοκα», ενώ δεν παρέλειψε να υπενθυμίσει τις τυχόν ενστάσεις της Τουρκίας. «Ήρθαν οι εταίροι μας, συνέχισε, και μας έφεραν ένα ολόκληρο πακέτο προτάσεων, συμπεριλαμβάνοντας όντως μια επιλογή από υλικά περιουσιακά στοιχεία, τα οποία θεωρούν ότι θα μπορούσαν να εξεταστούν προς απόκτηση από τη Ρωσική Ομοσπονδία. Αναφερόμενος στις προσφορές υποθαλάσσιων οικοπέδων φυσικού αερίου, ο κ. Μεντβέντεφ χαρακτήρισε το ζήτημα «όχι απλό» και πρόσθεσε ότι «κατά πρώτον, δεν καταλαβαίνω καλά την αξία τους και, κατά δεύτερον, γνωρίζουμε ότι υπάρχουν εκεί ιδιαίτερα προβλήματα με την Τουρκία. Γι’ αυτό, το λέω άλλη μια φορά ότι είναι ένα πολύ δύσκολο ζήτημα για συζήτηση». Αυτές οι ενδεικτικές τάσεις, εάν ανατρέξουμε στον τύπο των ημερών, διαπιστώνουμε ότι περιέργως προκάλεσαν αναστάτωση στην Ελληνική πλευρά. Αυτό οφείλεται, ακριβώς, στο γεγονός ότι, στην Ελλάδα και στην Κύπρο τις δύο τελευταίες δεκαετίες καλλιεργήθηκε και τελικά κυριάρχησε η αντίληψη ότι η ισχύς δεν διαδραματίζει πλέον τον παραμικρό ρόλο στην διεθνή πολιτική και ότι λειτουργικές συνεργασίες σε ωφελιμιστική βάση φέρνουν συνεργασία και ειρήνη. Επίσης πως οι αισθητικές σχέσεις επιλύουν διεθνείς διενέξεις, πως η ΕΕ είναι όχι ένα εθνοκρατοκεντρικό σύστημα αλλά ένα σύστημα γραμμικών και περίπου αλτρουιστικών συνεργασιών όπου το εθνικό συμφέρον πλέον δεν διαδραματίζει ρόλο (δεν υπάρχει τέτοιος όρος, έγραψε σημαίνων στέλεχος της διακυβέρνησης που μας έριξε στον λάκκο των λεόντων της ΟΝΕ), πως η πλανητικοποίηση (που με ιδεολογικούς όρους διαστρέφεται και αναφέρεται ως «παγκοσμιοποίηση» υπονοώντας ύπαρξη μιας παγκόσμιας κοινωνίας) ακυρώνει την σημασία των κρατών και της ισχύος και πως θα έχουμε πλέον ένα εύρυθμο, σταθερό και περίπου ενωμένο πλανήτη. Οποιαδήποτε αντίθετη άποψη πυροβολούνταν ως αιρετική, εθνικιστική και ακραία. Μια τέτοια αντίληψη της διεθνούς πολιτικής είναι, εν τούτοις, παντελώς ανορθολογική και βρίσκεται στον αντίποδα κάθε έννοιας ενδοκρατικού ή διακρατικού ορθολογισμού. Το τίμημα ήταν η χρεοκοπία της Ελλάδας και της Κύπρου. Σε αντιδιαστολή με μια τέτοια πολιτική και πνευματική παρακμή, τα υπόλοιπα κράτη που λειτουργούν ή προσπαθούν να λειτουργήσουν ορθολογιστικά. Δεν βλέπουν τα ζητήματα της διεθνούς πολιτικής με συναισθηματικούς ή άλλους στρεβλωτικούς φακούς. Μπορούν έτσι να εστιάσουν την προσοχή τους στην ανάπτυξη της κρατικής ισχύος, την βελτίωση της ανταγωνιστικότητας του κράτους και των επιχειρήσεων και την ενίσχυση της άμυνας και της ασφάλειας ως προϋπόθεση σταθερότητας και ισόρροπων σχέσεων. Επανερχόμενοι στον Νταβούτογλου και το βιβλίο του Στρατηγικό βάθος, ήδη από την αρχή της δεκαετίας του 2000 με τα κείμενά του και ως σύμβουλος του Ερτογάν και στην συνέχεια ως υπουργός εξωτερικών βλέπει τα άλλα κράτη χωρίς στρεβλωτικούς φακούς. Προσδιορίζει με επάρκεια τις μεταψυχροπολεμικές δομές του διεθνούς συστήματος και προσανατολίζει την τουρκική στρατηγική με τρόπο που προδιαγράφει μια εξωτερική πολιτική στηριγμένη με αυστηρότητα στα εθνικά συμφέροντα. Σε αυτή ακριβώς την βάση, η Τουρκία αναπτύσσει ρευστές σχέσεις και συμφωνίες με κράτη όπως οι ΗΠΑ, η Ρωσία και το Ισραήλ. Ο Νταβούτογλου, με τον οποίο η Ελλάδα και η Κύπρος θα πρέπει τώρα να αναμετρηθούν από θέση αδυναμίας, μπορεί να διατυπώνει υπερβολικούς στρατηγικούς στόχους αλλά τους εντάσσει σε μια ξεκάθαρη στρατηγική αντίληψη των διεθνών σχέσεων. Αυτό γίνεται αντιληπτό από τον ξεκάθαρο τρόπο που περιγράφει το στρατηγικό περιβάλλον και τις σχέσεις με την Ελλάδα και την Κύπρο: «Η γεωοικονομική και γεωπολιτισμική αλληλεπίδραση της Βαλκανικής χερσονήσου με τη χερσόνησο της Μικράς Ασίας και τη Μέση Ανατολή, παρουσιάζει μία πολύπλοκη δομή στο εσωτερικό της αποτελούμενη από χιλιάδες νησιά, νησίδες και βραχονήσια. Τα νησιά του Αιγαίου, που ταξινομούνται σε έξι βασικές ομάδες –νησιά του βόρειου Αιγαίου, των βόρειων Σποράδων, των Κυκλάδων, του ανατολικού Αιγαίου, των Δωδεκανήσων και του νότιου Αιγαίου– σχηματίζοντας μεταξύ τους στρατηγικά περάσματα δημιουργούν στρατηγικούς υποάξονες που αυξάνουν τη συνολική σημασία του Αιγαίου. Τα νησιά του Αιγαίου, που έχουν συνολικό εμβαδό περίπου 23.000 τετρ. χιλ., καλύπτουν σχεδόν το 10% του θαλάσσιου χώρου. Το γεγονός ότι η συντριπτική πλειονότητα των νησιών του Αιγαίου βρίσκεται υπό ελληνική κυριαρχία αποτελεί το σημαντικότερο αδιέξοδο της πολιτικής της εγγύς θαλάσσιας περιοχής της Τουρκίας. Η βασική πηγή προβλήματος στο Αιγαίο είναι η αγεφύρωτη αντίφαση μεταξύ της γεωλογικής και γεωπολιτικής πραγματικότητας και του ισχύοντος καθεστώτος. Το γεγονός ότι τα νησιά του Αιγαίου είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της Μικράς Ασίας και το ότι ο πολιτικός διαχωρισμός που έχει προκύψει, σε αντίθεση με τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες, με τις διεθνείς συνθήκες έχει προσκυρωθεί υπέρ της Ελλάδας παρέχουν το κατάλληλο έδαφος, για να αναφύονται διάφορα ζητήματα … Η εγγύτητα ενός σημαντικού μέρους των ελληνικών νησιών στη μικρασιατική ακτή σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως επιχειρησιακή βάση εναντίον της Μικράς Ασίας, και η περικύκλωση των υδάτινων διαδρόμων, που εξασφαλίζουν το πέρασμα από την Προποντίδα στη Μεσόγειο, από αυτά τα νησιά, αξιολογούνται από την Τουρκία ως ένα πολύ σοβαρό κενό ασφάλειας. … Στην περίπτωση που η ελληνική θέση αποκτήσει ισχύ, η Τουρκία θα βρεθεί αντιμέτωπη με μία στρατηγική πολιορκία, αλλά θα επηρεαστεί απευθείας και στις οικονομικές της δραστηριότητες (σ. 268,269»). Η Τουρκία στο πλαίσιο ενός τέτοιου προγραμματικά προσδιορισμένου στρατηγικού σκοπού σημαίνει ότι «για να γίνει μία πραγματική περιφερειακή δύναμη, είναι υποχρεωμένη να αυξήσει την πολιτική και οικονομική της επιρροή στις θαλάσσιες αρτηρίες που εκτείνονται από το Αιγαίο ως την Αδριατική και από το Σουέζ ως την Ερυθρά θάλασσα. Είναι αναπόφευκτο η Τουρκία να ακολουθήσει μία δραστήρια πολιτική σε κάθε σημείο που οδηγεί τον Εύξεινο Πόντο και το Αιγαίο στις ανοικτές θάλασσες» (σ. 270). Έτσι, για να μπορέσει η Τουρκία να ανέλθει τα σκαλοπάτια της περιφερειακής ηγεμονίας, συνεχίζει ο Νταβούτογλου, «είναι αναπόφευκτη η ανάπτυξη νέων κινήσεων στον άξονα αυτό της αλληλεπίδρασης που συνδέει τα Βαλκάνια με τη Μέση Ανατολή. Για να μην επηρεαστεί αρνητικά η Τουρκία από αυτή την αλληλεπίδραση, πρέπει να μελετηθούν με προσοχή τι είδους αποτελέσματα θα προκύψουν βραχυπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα από τις νέες στρατηγικές διευθέτησης διαφορών και κινήσεων στον άξονα Βαλκανίων-Μέσης Ανατολής και Αδριατικής-Ανατολικής Μεσογείου-Περσικού κόλπου» (σ. 274). Μετά από σχεδόν δύο δεκαετίες κατευναστικές τακτικές απέναντι στην Τουρκία η Ελλάδα και η Κύπρος δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τις δύσκολες προκλήσεις της δεκαετίας του 2010. Τονίζουμε λοιπόν περαιτέρω την τουρκική στρατηγική τόσο επειδή περιγράφει με ενδιαφέροντα τρόπο το στρατηγικό περιβάλλον όσο και επειδή (για ακόμη μια φορά) θα αποτελέσει τον κύριο ανταγωνιστή τα χρόνια που έρχονται. Στο Στρατηγικό βάθος το οποίο ο ίδιος ο Νταβούτογλου δηλώνει ότι αποτελεί το εγχειρίδιο της τουρκικής διπλωματίας της διακυβέρνησης Ερτογάν, οι αναφορές στην Κύπρο φωτίζουν απολύτως το τι θα μπορούσε να συζητείται μεταξύ Τουρκίας, ΗΠΑ, Ρωσίας, Ισραήλ και ενδεχομένως άλλων δυνάμεων που εμπλέκονται εάν η Ελλάδα και η Κύπρος περιέλθουν σε θέση στρατηγικής και πολιτικής αδυναμίας που τους καθιστά αναξιόπιστους στρατηγικούς συνομιλητές. Προσδιορίζοντας την τουρκική στρατηγική, γράφει ο Νταβούτογλου: «Η Κύπρος, που κατέχει μία κεντρική θέση παγκοσμίως από την άποψη της ίσης σχεδόν απόστασης που απέχει από την Ευρώπη, την Ασία και την Αφρική, βρίσκεται μαζί με την Κρήτη πάνω σε έναν άξονα όπου τέμνονται και οι υδάτινες αρτηρίες. Η Κύπρος που βρίσκεται μεταξύ των Στενών, που χωρίζουν την Ασία από την Ευρώπη, και της διώρυγας του Σουέζ, η οποία χωρίζει την Ασία από την Αφρική, επέχει επίσης τόπο μιας σταθερής βάσης και αεροπλανοφόρου που είναι σε θέση να ελέγχει τις περιοχές του Περσικού κόλπου και της Κασπίας και τις υδάτινες αρτηρίες του Άντεν και του Ορμούζ, οι οποίες αποτελούν τις σημαντικότερες υδάτινες περιοχές που συνδέουν Ευρασία και Αφρική. Δεν μπορεί κανείς να παραβλέψει τη στρατηγική θέση της Κύπρου λόγω της οποίας οι Άγγλοι, παρότι η μεγαλοπρεπής αποικιακή τους περίοδος έχει παρέλθει [ανεπιστρεπτί], αποφάσισαν και μέχρι σήμερα διατηρούν σ’ αυτήν στρατιωτική βάση, όπως δεν μπορεί να παραβλέψει ότι το νησί κατά τη διάρκεια του Ψυχρού πολέμου αποτέλεσε πεδίο θερμότατων κρίσεων. Μια χώρα που παραμελεί την Κύπρο δεν είναι δυνατόν να έχει έναν αποφασιστικό λόγο στις παγκόσμιες και περιφερειακές πολιτικές. Δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στις παγκόσμιες πολιτικές, διότι αυτό το μικρό νησί κατέχει μία θέση που μπορεί να επηρεάσει άμεσα τους στρατηγικούς συνδέσμους μεταξύ Ασίας και Αφρικής, Ευρώπης και Αφρικής και Ευρώπης και Ασίας. Και δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική στις περιφερειακές πολιτικές, διότι η Κύπρος με την ανατολική της άκρη ομοιάζει με ένα βέλος στραμμένο προς τη Μέση Ανατολή και με τη δυτική της άκρη συγκροτεί τον θεμέλιο λίθο των στρατηγικών ισορροπιών της Ανατολικής Μεσογείου, των Βαλκανίων και της Βόρειας Αφρικής … Η στρατηγική αυτή θέση, που είναι εξαιρετικά σημαντική ανεξάρτητα από τις ιδιότητες στις προηγούμενες περιόδους, κατά τη μεταψυχροπολεμική περίοδο απέκτησε νέα στοιχεία με την εμφάνιση νέων ισορροπιών. Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ είχε ως αποτέλεσμα να αναδυθεί το θέμα των εναλλακτικών οδών στον ενεργειακό και εμπορικό άξονα, που ξεκινάει από την Κεντρική Ασία και φτάνει στην Ευρώπη, όπως η Δυτική Ασία, η Ανατολική Μεσόγειος και η Νότια Ασία. Η Κύπρος βρίσκεται ως σταθερή παράμετρος πάνω σε αυτή τη διαδρομή είτε αυτοί οι νέοι άξονες ακολουθήσουν μία άμεση διαδρομή προς τον κόλπο της Αλεξανδρέττας και την Ανατολική Μεσόγειο είτε μία έμμεση διαδρομή μέσω της Νότιας Ασίας, του Άντεν και του Σουέζ ή εναλλακτικά μέσω του Εύξεινου Πόντου και των Στενών, για να καταλήξουν στη Μεσόγειο» (σ. 274,275). Τώρα, η μεγάλης σημασίας στρατηγική θεώρηση του Νταβούτογλου προχωρεί σε εκτιμήσεις για την Γερμανία που ενδεχομένως φωτίζουν κάποιες σημαντικές πτυχές των συμβάντων γύρω από την Γερμανική στάση στο Εurogroup τον Μάρτιο 2013. Επίσης, τις συζητήσεις της τελευταίας στιγμής με την Ρωσία και το Ισραήλ και την παρέμβαση των ΗΠΑ για εξομάλυνση των σχέσεων Ισραήλ – Τουρκίας, κατιτί που αφορά ζωτικά τον υποθαλάσσιο πλούτο της Κύπρου και της Ελλάδας. Γράφει, ο Νταβούτογλου: «Η Γερμανία, η οποία έχει συμφέροντα μαζί με τη Ρωσία στο να διέρχεται η σύνδεση Κεντρικής Ασίας-Ευρώπης βόρεια του Εύξεινου Πόντου, επέδειξε προθυμία στο θέμα της ένταξης της Κύπρου στην ΕΕ, η οποία κατά κάποιο βαθμό ερμηνεύεται ως προσπάθεια να αποκτήσει ένα στρατηγικό προβάδισμα στον νότιο άξονα, όπου μειονεκτεί έναντι των ΗΠΑ. Η Ευρώπη, που με την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ θα αυξήσει τον έλεγχό της πάνω στον κόλπο της Αλεξανδρέττας και στην έξοδο της Ανατολικής Μεσογείου, ταυτόχρονα θα αποκτήσει και μία θέση που θα της επιτρέπει να μετέχει στην περιοχή της Μέσης Ανατολής. Αν αναλογιστεί κανείς και το γεγονός ότι τα πετρέλαια της Μοσούλης και της Σαουδικής Αραβίας κατευθύνονται επίσης στην Ανατολική Μεσόγειο, καθίσταται πασιφανές ότι η κεντρική θέση που κατέχει αυτή η περιοχή από την άποψη των ενεργειακών αξόνων της θα αποτελέσει στο μέλλον τη βασικότερη παράμετρο του παγκόσμιου ανταγωνισμού. … Ένα άλλο σημαντικό πεδίο στο οποίο τέμνονται ο παγκόσμιος ανταγωνισμός και οι περιφερειακές πολιτικές είναι ο ανταγωνισμός άσκησης επιρροής στη Μέση Ανατολή και στα Βαλκάνια, των οποίων τα πεπρωμένα συνδέθηκαν μεταξύ τους περισσότερο στις συγκυρίες της μεταψυχροπολεμικής περιόδου. Αναπτύσσεται έτσι σημαντική αλληλεπίδραση μεταξύ αυτών των δύο περιοχών, οι οποίες στο πλαίσιο της δομής του διπολικού συστήματος του Ψυχρού πολέμου φαίνονταν να είναι ασύνδετες… (σ. 277)». Έτσι, λοιπόν, ενώ για την Αθήνα για χρόνια παρατηρείται ηχηρή σιωπή για τα στρατηγικά γινόμενα της Ανατολικής Μεσογείου ή ακούονται ανεύθυνες κραυγές όπως «η Κύπρος είναι μακριά». Σε αντίθεση με την Αθήνα, η Άγκυρα έχει ρητή και από καιρό χαραγμένη στρατηγική για την Κύπρο γύρω από την οποία το 2013 κατόρθωσε να κάνει τις άλλες ενδιαφερόμενες δυνάμεις να περιστρέφονται γύρω από αυτή. Επειδή δε συχνά πολλοί στις συζητήσεις παρεμβάλλονται διάφορες απόψεις για την «διένεξη τουρκοκυπρίων και ελληνοκυπρίων» (διένεξη η οποία όπως και τα ιστορικά νήπια γνωρίζουν εντάσσεται στην λογική της μετά-αποικιακής στρατηγικής διαίρει και βασίλευε της Μεγάλης Βρετανίας), ο νυν Υπουργός Εξωτερικών της Τουρκίας δεν έχει αναστολές να τονίσει ότι το γεωπολιτικό ενδιαφέρον της Άγκυρας με την Κύπρο διακρίνεται από την τουρκοκυπριακή κοινότητα στο νησί: «Στο πλαίσιο αυτό το Κυπριακό δεν είναι ούτε ένα συνηθισμένο τουρκοελληνικό εθνοτικό ζήτημα ούτε απλώς μία χρονίζουσα τουρκοελληνική ένταση. Η Τουρκία, η οποία κατέχει μία θέση που επηρεάζεται άμεσα από όλες αυτές τις ισορροπίες, είναι υποχρεωμένη να αξιολογήσει την επί του Κυπριακού πολιτική της έξω από το περιορισμένο πλαίσιο των τουρκοελληνικών σχέσεων. Το Κυπριακό μετατρέπεται με μία συνεχώς αυξανόμενη ταχύτητα σε ένα ζήτημα Ευρασίας και Μέσης Ανατολής-Βαλκανίων (Δυτικής Ασίας-Ανατολικής Ευρώπης). Η πολιτική επί του Κυπριακού πρέπει να τεθεί σε ένα νέο στρατηγικό πλαίσιο, σύμφωνο προς το ήδη διαμορφωμένο νέο [διεθνές] στρατηγικό πλαίσιο. .. Ο δεύτερος σημαντικός άξονας του Κυπριακού ζητήματος είναι η σημασία της γεωγραφικής θέσης του νησιού από γεωστρατηγική άποψη. Ο άξονας αυτός καθεαυτός είναι ζωτικής σημασίας ανεξάρτητα από το ανθρώπινο στοιχείο που βρίσκεται εκεί. Ακόμη κι αν δεν υπήρχε ούτε ένας μουσουλμάνος Τούρκος εκεί, η Τουρκία όφειλε να διατηρεί ένα Κυπριακό ζήτημα. Καμία χώρα δεν μπορεί να μείνει αδιάφορη σε ένα τέτοιο νησί που βρίσκεται στην καρδιά του ζωτικού της χώρου. Όπως τα Δωδεκάνησα, όπου δεν υπάρχει πλέον ένας επαρκής τουρκικός πληθυσμός, εξακολουθούν να διατηρούν τη σημασία τους για την Τουρκία και όπως οι ΗΠΑ, παρόλο που δεν έχουν καμία πληθυσμιακή προέκταση προς την Κούβα και τα υπόλοιπα νησιά της Καραϊβικής, ενδιαφέρονται άμεσα γι’ αυτά, έτσι και η Τουρκία είναι υποχρεωμένη από στρατηγική άποψη να ενδιαφέρεται για την Κύπρο πέραν του ανθρώπινου παράγοντα (σ. 278, 279)».
4.Το στρατηγικό παίγνιο αρχές του 2013 και τα φρικτά ελλείμματα στρατηγικής της Ελλάδας και της Κύπρου.
Οι αναφορές στις θέσεις του Τούρκου υπουργού εξωτερικών που παραθέσαμε και σχολιάσαμε πιο πάνω θεωρούμενες υπό το πρίσμα των στρατηγικών εξελίξεων γύρω από την Κύπρο τον Μάρτιο 2013 υπογραμμίζουν την απουσία Ελληνικής στρατηγικής (Ελλαδικής και Κυπριακής). Με δεδομένο αυτό το γεγονός επανεκκίνηση μιας Ελλαδικής και κυπριακής στρατηγικής ενόψει καταιγιστικών στρατηγικών ανακατατάξεων όπως ήδη προδιαγράφονται, απαιτεί πρωτίστως μια ορθολογιστική κατανόηση τόσο των λειτουργιών και δυναμικών της διεθνούς πολιτικής εν γένει όσο και των στρατηγικών δομών της περιφέρειάς μας και ιδιαίτερα της τουρκικής στρατηγικής. Στρατηγική δεν υπάρχει όταν ένα κράτος έχει κακή θεωρία του διεθνούς συστήματος, άγνοια των στρατηγικών των άλλων κρατών και λανθασμένη εκτίμηση για τον ρόλο της ισχύος στις διεθνείς σχέσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι ενώ τον Μάρτιο 2013 καταιγιστικές στρατηγικές ανακατατάξεις έθεσαν την Κυπριακή οικονομία και το κυπριακό κράτος στο σύνολό του στο τραπέζι του Προκρούστη, όχι μόνο η Λευκωσία αλλά και η Αθήνα ήταν παντελώς απόντες. Στο κρίσιμο Eurogroup της 16ηςΜαρτίου 2013 όπου ουσιαστικά οι στερούμενοι πολιτικής νομιμοποίησης τεχνοκράτες εκβίασαν τον Κύπριο Πρόεδρο –το δήλωσε ο ίδιος αλλά έγινε και ευρεία συζήτηση διεθνώς– και με το να εντάξουν τις καταθέσεις στο μνημόνιο δολοφόνησαν την ΚΔ ως χρηματοοικονομικό κέντρο της περιφέρειάς μας, ο Έλληνας αντιπρόσωπος μαζί με τους άλλους πίεζε τον υπό εκβιασμό Κύπριο (αντί να τον προστατεύσει με βέτο). Σε κάθε περίπτωση, δεν έθεσε θέμα αρνησικυρίας επί ενός ζητήματος που οι αποφάσεις ήταν ομόφωνες. Στην συνέχεια όταν η Κύπρος απεγνωσμένα, σπασμωδικά, απροετοίμαστα και γι’ αυτό ανορθολογικά έστειλε τον κύπριο Υπουργό οικονομικών στην Μόσχα για να διαπραγματευτεί βοήθεια και διέξοδο, η Ελλάδα (αλλά και ο κύπριος Υπουργός Εξωτερικών) ήταν απόντες. Το ίδιο ισχύει για το «διπλωματικό όργιο» κατά την διάρκεια της ίδιας περιόδου με πρωτοστάτη τις ΗΠΑ που οδήγησε σε επανεξέταση των σχέσεων Ισραήλ – Τουρκίας και στις στάσεις της Ρωσίας που αναφέραμε πιο πάνω. Χαρακτηριστικά τον εκβιασμό των τεχνοκρατών κατά του κύπριου προέδρου ακολούθησαν δεκάδες χιλιάδες δηλώσεις και αναλύσεις διεθνώς που στηλίτευαν τον εγκληματικό ανορθολογισμό των τεχνοκρατών των Βρυξελλών (όσον αφορά το ζήτημα των καταθέσεων) ενώ οι ίδιοι οι τεχνοκράτες δήλωναν δημόσια ότι έκαναν λάθος (επειδή ο φόβος για τις καταθέσεις στην Ευρώπη θα μπορούσε να οδηγήσει σε μείζονα κρίση). Μολαταύτα, μέσα στον γιγαντιαίο διαπραγματευτικό χώρο της ΕΕ όπου όριο είναι ο ουρανός γι αναπτυχθεί μια καλά οργανωμένη διπλωματία στηρίζοντας τα εθνικά της συμφέροντα. Και πάλιν, όμως, η Ελλάδα και η Κύπρος ήταν απούσες ενώ παρέλειψαν να εκμεταλλευτούν τους φόβους των τρίτων για να ακυρώσουν την δολοφονική επίθεση κατά της Κύπρου επιτυγχάνοντας έτσι να αντεπιτεθούν αξιώνοντας βιώσιμη διέξοδο. Ακόμη, επειδή στρατηγικές ανακατατάξεις όπως οι προαναφερθείσες δεν αποτελούν αστραπή εν αιθρία αλλά χρήζουν προετοιμασίας, ο Έλληνας πρωθυπουργός επισκεπτόμενος την Τουρκία δέκα περίπου μέρες προηγουμένως φαίνεται να μην είχε αντιληφτεί οτιδήποτε. Έτσι όταν πλέον η Ρωσία έκανε σαφή την στάση της και η Τουρκία να αναπτύσσει μια έντονη εκβιαστική διπλωματία, οι τεχνοκράτες της τρόικας συνέχιζαν να πιέζουν την Κύπρο. Αυτά τα γεγονότα συντελούνταν την στιγμή που η Κυπριακή οικονομία κατέρρεε. Οι κυπριακές τράπεζες ήταν κλειστές και οι φόβοι επέκτασης των συνεπειών στην Ελλάδα ήταν πολύ πιθανές, ενώ καμιά διπλωματική δραστηριότητα δεν παρατηρήθηκε. Εκτός από την νέα κατάσταση στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ την επομένη, στις 24.3.2013, ο Τούρκος Υπουργός Εξωτερικών αξίωνε με διάβημα στον Αμερικανό ομόλογό του να μην προχωρήσουν οι Κύπριοι στην δημιουργία ταμείου απόκτησης πόρων από μελλοντική εκμετάλλευση του φυσικού αερίου. Πρότεινε ταχύρυθμες διαδικασίες «επίλυσης του κυπριακού», με απειλητικό τρόπο δήλωνε ότι η νόμιμη Κυπριακή Δημοκρατία δεν μπορεί να εκμεταλλευτεί τον υποθαλάσσιο πλούτο και υπέβαλλε προτάσεις για αγωγούς του ισραηλινού και κυπριακού φυσικού αερίου διαμέσου της Τουρκίας. Ως και όλα αυτά να μην αφορούν την Ελλάδα, δεν αντιληφθήκαμε να κινείται κατιτί στην Αθήνα ή στην Λευκωσία. Το αντίθετο: κυριαρχούσε ένας μαζοχιστικός λόγος όπου αποδιδόταν συλλογική ευθύνη στην Ελλαδική και Κυπριακή κοινωνία. Οι πιο πάνω ενδεικτικές αναφορές σε μερικές στρατηγικές πτυχές των διεθνών ανακατατάξεων στην περιφέρειάς μας και στο πασίδηλο έλλειμμα της ελλαδικής και κυπριακής στρατηγικής δεν μπορεί να είναι χωρίς συνέπειες για την θέση και τον ρόλο των δύο κρατών. Οι παραστάσεις αδυναμίας, το έλλειμμα κρατικής ισχύος και η διπλωματική απουσία καθιστούν ένα οποιοδήποτε κράτος αναξιόπιστο διπλωματικό δρώντα και αναξιόπιστο στρατηγικό συνομιλητή. Για τις ανάγκες του παρόντος κειμένου και ανεξάρτητα του πώς θα εξελιχθούν τα πιο πάνω, οι αναφορές που προηγήθηκαν επαρκούν για να πούμε ότι Ελλάδα και Κύπρος επειδή θίγονται ζωτικά συμφέροντά τους αλλά και επειδή το διακύβευμα είναι η σταθερότητα τις επόμενες δεκαετίες επείγει με όποιες δυνάμεις και ερείσματα διαθέτουν να συγκροτήσουν μια ορθολογιστική εθνική στρατηγική. Οι ανταγωνιστές τους είναι παρόντες δραστηριοποιούμενοι ενεργά και επιφέροντας πλήγματα κατά των Ελληνικών εθνικών συμφερόντων. Μεταξύ άλλων, τα συμφέροντα που αφορούν τον υποθαλάσσιο πλούτο από το Αιγαίο μέχρι την Κύπρο αλλά και ζητήματα κρατικής επιβίωσης που αφορούν την Ελληνική Επικράτεια στην Θράκη και στο Αιγαίο και την επιβίωση της Κυπριακής Δημοκρατίας ως ανεξάρτητο κράτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου