«Θα σας γδάρουν σαν λαγούς και θα ανεμίζουν τα τομάρια σας στους ‘Podemos’». Αυτή η προειδοποίηση, όπως αποκαλύφθηκε, των Σόιμπλε καιΤόμσεν μεταφέρθηκε στον Αλ. Τσίπρα, την εποχή που ο ΣΥΡΙΖΑ όδευε ακάθεκτος προς την κυβερνητική εξουσία. Επιβεβαιώνει τη σκληρή πραγματικότητα το πρόσφατο εξευτελιστικό «καψώνι», στο οποίο υπέβαλαν οι δανειστές την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, επιβάλλοντας την μέχρι νεωτέρας απόσυρση του πολυδιαφημισμένου νομοσχεδίου με μέτρα του «παράλληλου προγράμματος»: Το «γδάρσιμο» της 13ης Ιουλίου ήταν απλώς η αρχή. Η διαπόμπευση των ηττημένων θα είναι διαρκής καιαμείλικτη, ώστε ο παραδειγματισμός να «λάμψει» σε όλη την Ευρώπη.
Εικάζουμε πάντως ότι θα προκαλεί στον Σόιμπλε είτε γέλιο είτε κάποιον αμήχανο εκνευρισμό (στη δεύτερη περίπτωση ο ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να επαίρεται πως παίρνει μια μικρή «ρεβάνς»), ο…ανάλαφρος τρόπος με τον οποίον οι πολιτικά «γδαρμένοι» εξηγούν τι συμβαίνει, στην ίδια τους τη χώρα…
Εξαναγκασμός έξωθεν; Όχι δα. Απλώς, γκρίνιαζαν πολύ ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, Ποτάμι κι έτσι ο Ν. Βούτσηςαποφάσισε να εγκαταλειφθεί η «διαδικασία σύντμησης των συνεδριάσεων». Αυτό συνέβη με το περιλάλητο νομοσχέδιο. Έτερον ουδέν.
Ελήφθη, λοιπόν; Δεν είναι παραδειγματικό «γδάρσιμο», αλλά κάτι σαν οικειοθελής επίδειξη δερματικού μινιμαλισμού. Δεν ανεμίζει κανείς «τομάρια», απλώς χορεύουν οι αριστερές ψυχές σε πάρτι εορταστικό. Τι γιορτάζουμε; Ό,τι τραβά η ψυχή καθενός. Μπορεί την επικείμενη άφιξη της ανθυ-υπο-δόσης του ενός δισ. ευρώ. Μπορεί την μικρή αναβολή της «τακτοποίησης» του ασφαλιστικού. Μπορεί την απλότητα του πρωθυπουργού, που δήλωσε στη Βουλή ότι δεν «καβάλησε καλάμι». Καβαλάμε εμείς το μαγικό σκουπόξυλο της σουρεαλιστικής «επικοινωνιακής διαχείρισης» και πανηγυρίζουμε για ό,τι φαντασιωνόμαστε.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ηχεί κάπως παράξενο – αλλά πάντως συνεχίζει να ηχεί- το «επιχείρημα» της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ: «Σε εκλογές πήγαμε, καθένας ήξερε τι θα γινόταν». Μόνο που, εν προκειμένω, η αναζήτηση ηθικής-πολιτικής νομιμοποίησης προσκρούει σε πολλά τραχιά, αν και απλά ερωτήματα.
Θα μπορούσαν άραγε να εξηγήσουν Κουμουνδούρου και Μαξίμου από ποια ακριβώς προεκλογική δέσμευση προκύπτει λαϊκή έγκριση της κατοπινής εξέλιξης, πχ στο θέμα της πρώτης κατοικίας; Μέχρι πού φθάνει ο κυνισμός του «ήξεραν τι ψήφιζαν»; Καλύπτει και το πετσόκομμα του επιδόματος πετρελαίου θέρμανσης; Καλύπτει και τις νέες «νάρκες» στο δρόμο της ρύθμισης των 100 δόσεων;
Είπε ποτέ πχ ο ΣΥΡΙΖΑ ότι θα εξοβελίζονται από τη ρύθμιση των 100 δόσεων όσοι δεν καταφέρνουν να εξοφλήσουν τις νέες οφειλές (ΕΝΦΙΑ, ΦΠΑ) στην εφορία, εντός 30 ημερών από τότε που καθίστανται ληξιπρόθεσμες; Η δε συρρίκνωση του χρονικού περιθωρίου στις 15 ημέρες, από την 1η Ιουλίου 2016 και σε… καμία ημέρα από την 1η Ιανουαρίου 2017, σε ποιο ακριβώς σημείο της μικρής προεκλογικής περιόδου καταδείχθηκε ως πιθανό, έστω, ενδεχόμενο;
Εκτός εάν παραλείπονταν τα «ευκόλως εννοούμενα»… Όπερ σημαίνει ότι οι ψηφοφόροι έπρεπε να αντιληφθούν μόνοι τους πως υπό συνθήκες οικονομικής ανάκαμψης (στα μισά του 2016), αν όχι και εν μέσω «θετικών αλλαγών στην Ευρώπη» (πού θα πάει;), όποιος παραμένει οφειλέτης σίγουρα θα είναι εκουσίως «μπαταχτσής». Οπότε, όχι μόνο δεν του αξίζει ρύθμιση 100 δόσεων, αλλά να λέει και «ευχαριστώ» που δεν θα τιμωρείται με φυλάκιση 100 εβδομάδων ή με υποχρεωτική παρακολούθηση 100 διαλέξεων του Δ. Μάρδα περί προσέλκυσης επενδύσεων.
Τι άλλο «ήξεραν» όσοι επέλεξαν ΣΥΡΙΖΑ την 20η Σεπτεμβρίου, για οποιονδήποτε λόγο, με οποιαδήποτε διάθεση και με οποιοδήποτε… βάρος καρδιάς; Ανήκουν, μήπως, σε αυτή τη σφαίρα και τα τωρινά «ήταν υπερβολή η υπόσχεση για 13η σύνταξη»;
Πόσες διόδους διαφυγής από όλα αυτά νομίζει ότι έχει η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, που καμώνεται πως διαθέτει πολιτική-ηθική νομιμοποίηση; Σε αδρές γραμμές δύο, ατύπως ίσως και… δυόμιση. Την «γενικολογική», την «προοπτική» και τη μισή που αντιστοιχεί στο ανομολόγητο δόγμα «δεν φταίω εγώ, αν υπάρχουν εύπιστοι». Ας δούμε εκ του σύνεγγυς τις δυο, καθώς η μισή δεν «σηκώνει» πολλά λόγια. Θυμίζει απλώς, τηρουμένων των αναλογιών, τη «λογική», βάσει της οποίας ο Σημίτης και οΓιάννος δεν είχαν καμία ευθύνη για τους «εγκλωβισμένους» της Σοφοκλέους, παρά τις παροτρύνσεις τους…
Πρώτη «δίοδος», η «γενικολογική»: Θεωρείς πως επειδή προειδοποίησες, γενικώς, ότι «η διαπραγμάτευση με τους θεσμούς θα είναι διαρκής», νομιμοποιείσαι να άρεις όλες τιςδιαβεβαιώσεις που συνόδευαν (και «απάλυναν») την εν λόγω προειδοποίηση. Προφανώς και δεννομιμοποιείσαι. Διότι εάν πίστευες εκ των προτέρων πως υπό συνθήκες εφαρμογής τρίτου μνημονίου δεν νοούνται - στοιχειώδεις καν - «ασφαλιστικές δικλείδες», τότε εξαπατούσες τον κόσμο όταν διαβεβαίωνες ότι θα εμφανίζονταν και θα παρέμεναν ορατές κάποιες «κόκκινες γραμμές», ανάλογες εκείνων που σαρώθηκαν κατά την επτάμηνη διαπραγμάτευση. Εάν, πάλι, δεν το πίστευες σιωπηρώς, αλλά ήλπιζες το αντίθετο αφελώς, δέσμιος ίσως της ίδιας ευρω- αβελτερίας που οδήγησε στον όλεθροτης 13ης Ιουλίου, τότε πώς διάολο κουνάς το δάχτυλο στην κοινωνία και της λες «μετά την απομάκρυνση εκ της κάλπης ουδέν λάθος αναγνωρίζεται»;
Χρεώνει, δηλαδή, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ στην κοινωνία κάθε δικό της «τακτικό» και «στρατηγικό»στραπάτσο; Η κοινωνία ήταν αυτή που έλεγε, ή αυτή που άκουγε, πως «η συμφωνία της 20ης Φεβρουαρίου θα σήμαινε αρχικά κέρδος χρόνου και κατόπιν διαπραγματευτικό-πολιτικό»; Η κοινωνία ήταν αυτή που διαλαλούσε πως βρίσκει «ευήκοα ώτα» στις ΗΠΑ, για να καταλήξει – τοΔεκέμβριο του 2015 – να καταγγέλλει τον απύθμενο νεοφιλελευθερισμό του αμερικανόπνευστου ΔΝΤ;
Δεύτερη «δίοδος», η «προοπτική». Συνοπτικά: «Θα κριθούμε στο τέλος της τετραετίας». Εδώ η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ «ξεχνά» κάτι: Η κυβέρνηση δεν είναι Ιατρικό Κέντρο, με το οποίο κλείνει κάποιοςραντεβού για αργότερα. Ούτε υποψήφια, επίδοξη φοιτήτρια, που προετοιμάζεται για τις πανελλαδικές αξιώνοντας μέχρι τότε ησυχία, για να μελετήσει. Παρά τις καθεστωτικές αρλούμπες δεκαετιών, κάθε κυβέρνηση κρίνεται καθημερινά. Για όσα δεσμεύτηκε να κάνει στο (εκάστοτε) συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, για όσα ο κόσμος του μόχθου χρειάζεται, για όσα η κυβέρνηση κάνει, για πώς τα κάνει, για όσα «ξεχνά».
Δηλαδή, ο… αριστουργηματικός τρόπος της τραπεζικής ανακεφαλοποίησης θα κριθεί το 2019; Και το ζευγάρι που δεν θα λάβει φέτος επίδομα θέρμανσης, είτε επειδή διαθέτει το… τροφαντό εισόδημα των21.000 ευρώ είτε διότι η εξωπραγματική αντικειμενική αξία του ακινήτου υπερβαίνει τις 200.000 ευρώ, με το ξεροβόρι ποιου μελλοντικού χειμώνα θα πρέπει να ενώσει τη διαμαρτυρία ή και τις βρισιές του;
Το πλέον ενδιαφέρον ερώτημα είναι άλλο: Με ποιο γνώμονα θα «αποδεχθεί» να κριθεί, έστω και σε κάποια απροσδιόριστη μελλοντική στιγμή η κυβέρνηση, αν υποτεθεί (χλωμό…) ότι θα παραμείνει η ίδιακαι δεν θα καταστεί συντόμως «οικουμενική»; Η απάντηση είναι καθαρή: Βάσει ενός απελπιστικάχαμηλωμένου «πήχη» προσδοκιών.
Το πιστοποιεί το πρόσφατο παρελθόν. Μια κυβέρνηση που έπειτα από την ταπεινωτικήσυνθηκολόγηση της 13ης Ιουλίου τόλμησε να προβάλλει στα σοβαρά (;) ως διαπραγματευτικήεπιτυχία την αποτροπή της μετακόμισης του ΤΑΙΠΕΔ στο Λουξεμβούργο, όπως ξαφνικά ζήτησαν οιεκβιαστές-πιστωτές τη νύκτα εκείνη, τα πάντα θα ήταν ικανή να ισχυριστεί. Ακόμη και να παρουσιάσει ως επιτυχία πχ τον καθορισμό της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 75 έτη, αρκεί μερικές ώρες νωρίτερα κάποιος τεχνοκράτης των δανειστών να έχει ει «χουάι νοτ ατ δι έιτζ οφ 80; Κόστας Μιτσοτακις ιζ ματς όλντερ εντ λουκς γκρέιτ…»
Ήδη, ακόμη και στο επίπεδο των διακηρύξεων εγκαταλείπονται σιγά-σιγά οι δηλώσεις περί «πόνου ψυχής». Σε κάθε έναν Χρ. Σπίρτζη που εξομολογείται με πόσο βαριά καρδιά ιδιωτικοποιεί τα 14 αεροδρόμια, αντιστοιχούν κάμποσες ρήσεις περί παλαιότερων «αντιπολιτευτικών υπερβολών», αλλά και κάποιες ενδιαφέρουσες «ανακαλύψεις». Όπως πχ εκείνη του Ευ. Τσακαλώτου: Όποιος μισθωτός των 1.200 ευρώ ήθελε σπίτι στην Αγία Παρασκευή κι όχι στο Περιστέρι, τότε που δεν υποψιαζόταν ότι τα 1.200 θα εξέπιπταν στα 800 ή και σε επίδομα ανεργίας, δεν ήταν απλώς απερίσκεπτος. Ήταν, οπωσδήποτε, θαμπωμένος από νεοπλουτισμό. Η κοινωνία «πρέπει» να νιώσει πάλι ένοχη, αυτή τη φορά με «αριστερή» προτροπή!
Ο Σαμαράς είπε το «ουδείς αναμάρτητος» μια και καλή – και στο Βερολίνο. Ο μνημονιακός ΣΥΡΙΖΑτο βγάζει με το τσιγκέλι και επί ελληνικού εδάφους. Εμφανής δεν είναι η «αριστερή υπεροχή»;…
* Δημοσιεύθηκε στο "Πριν", την Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2015