Πρωί κινήσαμε παρέα με τον μπάρμπα Θωμά να σημαδέψουμε τις ελιές για το κλάδεμα. Δικό του ήτανε το χωράφι, χρόνια πολλά το φρόντιζε, το καθάριζε, το φρεζάριζε για να 'ναι το χώμα αφράτο, μάζευε τον καρπό, μπόλιαζε και τα δέντρα ύστερα από καμιά καλοκαιρινή πυρκαγιά που λάχαινε να περάσει από μέσα του, να κάψει τις ελιές και να ξανασκάσουνε αγρέλοι από τα αποκαΐδια. Χρόνια πολλά τον έθρεψε τον Θωμά το χωράφι εκείνο με το λάδι που του 'δινε, μα τώρα πια εκείνος γέρασε και δεν μπορεί να το 'χει, αγριέψανε τα δέντρα, φουντώσανε και έτσι, μιας και η ελιά θέλει λωλό αφεντικό, όπως λένε στα χωριά μας, το πήρα του λόγου μου για να του πάω παρακάτω το βίο του, μαζί και τον δικό μου.
Πήγαμε λοιπόν σήμερα πρωί πρωί να κάνουμε το σχέδιο. Με κόκκινη μπογιά ανά χείρας σημάδευα τα κλαδιά που μου υποδείκνυε ο Θωμάς πως πρέπει να κλαδέψω. Να καθαρίσω τις ελιές, να τις κάνω νυφούλες, να χαίρεσαι να τις βλέπεις. Να καθαρίσω και τους αγρέλους για να τους μπολιάσουμε παρέα τον Μάρτη, να μαθαίνω. Γυρνούσαμε εδώ κι εκεί και παρακεί και σημαδεύαμε λοιπόν, μπρος ο Θωμάς και από πίσω εγώ να βλέπω και ν' ακούω, μα αντιλήφθηκα άξαφνα πως με κάποια δέντρα που ήτανε καταφανώς μες στο δικό μας κτήμα δεν ασχολιότανε καθόλου, τα προσπερνούσε κι έφευγε δίχως να τα κοιτάζει.
Αυτά δεν είναι δικά μας, μου είπε σαν τον ρώτησα και έμεινα να τον κοιτώ γεμάτος απορία. Είδε τα μάτια μου που είχανε γραμμένο ξεκάθαρα το ερώτημα και μου 'δειξε μια πέτρα. Μια κοτρόνα ήτανε στα ριζά μιας παλιάς ελιάς, που έδειχνε τα όρια. Κι άλλη μια στην άλλη άκρη του αγρού. Κι ένας δρυς στην παραπέρα άκρη, εκεί που το σύνορο ήτανε για μένα πια ξεκάθαρο, αφού υπήρχε και ξερολιθιά πέρα πέρα να το ορίζει.
Και τίνος είναι οι ελιές που δεν είναι δικές μας, τον ρώτησα.
Αλλωνών, απάντησε ξερά, πεθαμένοι είναι πια όλοι. Τα παιδιά, τα εγγόνια τους, τα ανίψια τους, όλοι οι κληρονόμοι δεν έχουνε φανεί ποτές τόσα χρόνια εδώ, ούτε και ξέρουνε τα χωράφια των παππούδων τους.
Δηλαδή περιτριγυριζόμαστε από πεθαμένους, συνέχισα και το μυαλό μου δούλευε προς ύπουλη κατεύθυνση.
Ναι, μου απάντησε το ίδιο ξερά.
Κι άμα πεθάνουμε κι εμείς οι δυο μπάρμπα Θωμά, ποιος θα ξέρει τότε τίνος είναι τα χωράφια και τα δέντρα;
Κανένας. Τώρα μονάχα εγώ τα ξέρω πια, και όχι όλα. Να, έχει ένα χωράφι από κει, που συνορεύει με το δικό μας και δεν ξέρω τίνος είναι. Πενήντα χρόνια δεν έχω δει κανέναν να 'ρθει. Ζούγκλα έγινε.
Και γιατί δεν τις κλαδεύουμε και τις ελιές των πεθαμένων, να τις μπολιάσουμε, να δώσουνε καρπό, βγήκε από μέσα μου τελικά η πονηρή μου σκέψη.
Δεν είναι δικές μας, σου λέω. Ποτέ δεν θα αγγίζεις ότι δεν είναι δικό σου, κατάλαβες;
Κατάλαβα, πώς δεν κατάλαβα. Αφού είδα τις δυο πέτρες που ορίζανε τα σύνορα απείραχτες για χρόνια. Ο αφέντης άνθρωπος δεν υπήρχε πια ούτε ως ανάμνηση, αλλά τα όρια που είχε συμφωνημένα με τους διπλανούς του μαρτυρούσανε ακόμα πως κάποτε υπήρξε. Κι όσοι απομείνανε πίσω, τον περιμένουνε, δεν αγγίζουνε τίποτα δικό του. Μήπως ξαναϋπάρξει περιμένουνε ή φοβούνται πως σαν θα πάνε κι αυτοί να τον βρούνε κάποτε, θα τους ζητήσει εκεί απάνω την ευθύνη για την κλεψιά.
Δεν ξαναμίλησα. Ακολουθούσα τον Θωμά και σημάδευα με την μπογιά όποιο κλαδί μου έδειχνε πως πρέπει να κοπεί, για να ’ρθω άλλη μέρα με το αλυσοπρίονο να κάνω τη δουλειά. Ώσπου φτάσαμε στον δρυ και στην ξερολιθιά που χώριζε το κτήμα μας από του αποθαμένου.
Ο άγραφτος νόμος της αγροτικής ζωής λέει πως όποιο χωράφι είναι πιο ψηλά από το άλλο, σ' αυτό ανήκει ο τοίχος, είπε ο Θωμάς και μου τον έδειξε πέρα πέρα με το δάχτυλο.
Κούνησα το κεφάλι μου πως κατάλαβα και χαμογέλασα με ικανοποίηση επειδή ο τοίχος θεωρούνταν δικός μας. Μα πάλι προς το συμφέρον μου τα είχα καταλάβει. Πρώην αστός, μεγαλωμένος μες στην σύγχρονη κοινωνία των συμφερόντων και της ιδιώτευσης. Δεν πρόλαβα να χαρώ όμως για πολύ την ιδιοκτησία μου.
Άμα ο διπλανός σού πει "μάζεψε τον τοίχο σου που γκρέμισε κι έπεσε μες στο χωράφι μου", είσαι υποχρεωμένος δίχως δεύτερη κουβέντα να πας να τον φτιάξεις, συνέχισε το σκεπτικό του ο Θωμάς σαν να μην είχε τελειώσει τα λόγια του τα πρότερα και έμεινα πάλι ενεός με τη σοφία των παλιών ανθρώπων, αλλά κυρίως με τη διαφορά νοοτροπίας μεταξύ εμού και του γηραιού μου φίλου. Μεταξύ των ανθρώπων της γης και των ανθρώπων της πόλης.
Γύρω μας όλοι νεκροί, τα δέντρα τους παρατημένα για μισόν αιώνα και βάλε, παρ' όλα αυτά εγώ, ο νέος αφέντης του χωραφιού, έπαιρνα μαθήματα καλής γειτονίας από τον παλιό, που έλεγε ό,τι είχε να πει για να αποσυρθεί με τη συνείδησή του ήσυχη, να μη φέρει ευθύνη.
Αφού τελειώσαμε μετά από λίγη ώρα τη δουλειά, κινήσαμε να φύγουμε για το χωριό. Περνώντας από την κοινοτική γεώτρηση, μου 'δειξε το ρολόι. Εδώ θα 'ρχεσαι κάθε φορά πριν βάλεις μπρος να ποτίσεις, άμα τύχει και βάλεις ποτέ μπαχτσέ μες στο χωράφι, μου είπε, θα γράφεις το νούμερο, θα πηγαίνεις ύστερα να ανοίγεις το νερό, θα κάνεις τη δουλειά σου, θα ποτίζεις τον κήπο σου και, όταν τελειώνεις, θα ξανάρχεσαι να γράφεις το νέο νούμερο για να πεις στην υπηρεσία της κοινότητας πόσο νερό έκαψες, κατάλαβες;
Τώρα πια είχα μείνει τελείως εμβρόντητος. Όλα επαφίονταν εδώ και χρόνια στον λόγο των ανθρώπων κι ακόμα αυτή η κατάσταση δεν είχε αλλάξει διόλου στο χωριό.
Κι άμα κάποιος δεν πάει να σημειώσει πόσο νερό έκαψε, τον ρώτησα μόνο και μόνο για ν' ακούσω την απάντηση.
Ε, αυτός θα κλέψει το νερό, αλλά κανένας δεν το κάνει αυτό το πράμα, αποκρίθηκε πάλι κοφτά και με μια βεβαιότητα που δεν χωρούσε αντίρρηση.
Τον πήγα με το τζιπ ως το σπίτι του.
Πού πήγε αυτή η Ελλάδα, πού πήγε αυτός ο λεβέντης λαός που ο λόγος του ήτανε συμβόλαιο, που έβαζε μια πέτρα πάνω στην άλλη και μένανε κι οι δυο εκεί για αιώνες να ορίζουνε, αναρωτήθηκα καθώς οδηγούσα μόνος μετά από λίγα λεπτά. Πώς καταντήσαμε έτσι εμείς οι νεότεροι; Πώς μας μετάλλαξε μέσα σε δυο γενιές η θεωρία της ιδιώτευσης και η πρακτική της κατανάλωσης, η ευκολία με την οποία μάθαμε να κατακτούμε τον βίο μας.
Μα καθώς είχα απομείνει έτσι συνοφρυωμένος και σκεπτικός, μια λάμψη ξαφνικά διαπέρασε τα μάτια μου. Εδώ είναι ακόμα αυτός ο λαός, αυτή η Ελλάδα. Μόλις την είχα συναντήσει και με δίδαξε τόσα πράγματα μέσα σε μισή ώρα! Πνέει τα λοίσθια αλλά υπάρχει ακόμα, χαμογέλασα. Το μόνο που έχουμε να κάνουμε εμείς, τα θύματα μιας κατασκευασμένης κρίσης καπιταλισμού, είναι να ξαναβρούμε σύντομα τους τελευταίους εκπροσώπους της και να είμαστε δεκτικοί σ' αυτά που θα μας δείξουν. Δεν είναι αργά για να το πράξουμε αυτό, είναι όμως η τελευταία μας ευκαιρία για να σωθούμε. Διότι, όταν σε λίγο καιρό αποδημήσουν κι οι τελευταίοι εκπρόσωποι του τσαγανού μας, τότε θα απομείνουμε πια ορφανοί. Θ' απομείνουμε να παλεύουμε δίχως κανένα παρελθόν με τα νύχια των αρπακτικών της νέας τάξης. Τότε θα πάμε χαμένοι. Γρηγορείτε λοιπόν.
Γιάννης Μακριδάκης