Το απίστευτο «γερμανικό τελεσίγραφο» είναι πλέον γεγονός – προεξοφλεί δε ότι, η αποπληρωμή των δανειακών υποχρεώσεων της Ελλάδας, η οποία σχεδιάζεται να κυβερνάται από διορισμένο, ξένο επίτροπο, ως το πρώτο ίσως επίσημο προτεκτοράτο του Βερολίνου, θα προηγείται όλων των άλλων δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού. Ο γρίφος του PSI, καθώς επίσης το περίπλοκο παιχνίδι των κερδοσκόπων, τοποθετούνται πια σε δεύτερη μοίρα – αφού προέχει η ολοκλήρωση της εισβολής στην Ελλάδα, με την εγκατάσταση των δυνάμεων κατοχής.
Με τον εκβιασμό αυτό επιχειρείται προφανώς να εμποδιστεί η Ελλάδα στο μέλλον από ενέργειες, όπως η στάση πληρωμών ή/και η επιστροφή της στο εθνικό νόμισμα – οπότε να μην έχει στη διάθεση της κανένα απολύτως διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, απέναντι στους πιστωτές της. Στην αντίθετη περίπτωση, εάν δηλαδή η Ελλάδα δεν συμφωνήσει, τότε δεν θα λάβει άλλα δάνεια από την Τρόικα – τα οποία οι σύνδικοι του διαβόλου, το ΔΝΤ δηλαδή, τα έχει αναθεωρήσει στα 145 δις € (από τα 130 δις € που πρότεινε μέχρι σήμερα).
Εισερχόμαστε λοιπόν στο μεγάλο τελικό – με την Ελληνική, διορισμένη και μη εκλεγμένη κυβέρνηση να εκβιάζεται, είτε να υπογράψει την εξευτελιστική δήλωση υποτέλειας στη Γερμανία, είτε να οδηγήσει τη χώρα στη χρεοκοπία. Αν και κατά την άποψη μας η Γερμανία παίζει το τελευταίο της χαρτί, ενώ κάνει το λάθος να μην προσφέρει καμία αξιοπρεπή διέξοδο στην Ελλάδα (δεν επιτρέπεται ποτέ να κλείνεις και την τελευταία «δικλείδα ασφαλείας», εάν δεν θέλεις να πυροδοτήσεις μία καταστροφική έκρηξη), η κατάσταση είναι εξαιρετικά επικίνδυνη.
Η κατάρρευση της Ευρωζώνης φυσικά φαίνεται πιο πιθανή από ποτέ, όχι μόνο λόγω των συνεχιζόμενων, εβδομαδιαίων αμερικανικών επιθέσεων μέσω των εταιρειών αξιολόγησης, αλλά και επειδή δεν φανταζόμαστε ότι, η Ελλάδα θα υποταχθεί στους εκβιασμούς – ότι δεν θα πει «ΟΧΙ» δηλαδή στους άθλιους εισβολείς, οι οποίοι την απειλούν ευθέως με την «παράδοση» της εθνικής της κυριαρχίας.
Κατά την άποψη μας, παρά το ότι τα σύννεφα μοιάζουν να βαραίνουν απειλητικά πάνω από την Ελλάδα, ο μεγάλος χαμένος της παρτίδας (σκάκι με το διάβολο) θα είναι η Γερμανία – αφού, εάν τελικά διαλυθεί η Ευρωζώνη, αργά ή γρήγορα θα απομονωθεί. Έτσι, αφενός μεν θα χάσει τα 500 δις €, τα οποία έχει δανείσει η κεντρική της τράπεζα στην ΕΚΤ (άρθρο μας), αφετέρου θα υποχρεωθεί στην αποπληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων – όχι μόνο αυτών που οφείλει στην Ελλάδα, αλλά και όλων των υπολοίπων.
Παράλληλα φυσικά θα διογκωθούν και οι ζημίες του ιδιωτικού της τομέα (τράπεζες, επιχειρήσεις), ο οποίος θα υποχρεωθεί στη διαγραφή πολλών επισφαλειών του «Νότου» – ενώ η ανατίμηση του μάρκου, σε ενδεχόμενη υιοθέτηση του, θα σημάνει το τέλος της ηγεμονίας της στις εξαγωγές.
Πιθανότατα λοιπόν η Γερμανία θα οδηγηθεί σε τεράστιες, εξαιρετικά επικίνδυνες για τους Πολίτες της «οικονομικές και άλλες περιπέτειες» - ενώ δεν έχει καμία δυνατότητα/ικανότητα να ανταπεξέλθει με έναν οικονομικό, παγκόσμιο πόλεμο, επικεντρωμένο στο χρηματοπιστωτικό τομέα (εκτός του ότι δεν της ανήκει η μεγαλύτερη τράπεζα, η Deutsche Bank, έχει απόλυτη σχεδόν άγνοια και πλήρη ανεπάρκεια ή/και ανικανότητα στο χρηματοπιστωτικό τομέα).
Τόσο η αδιαλλαξία, όσο και η υπεροψία κάποτε τιμωρούνται – ενώ είναι καιρός να σταματήσει να αποτελεί η Ελλάδα το πειραματόζωο των παιδιών του Σικάγου και της πρωσικής Γερμανίας (η οποία τη θεωρούσε ανέκαθεν σαν τον «αποδιοπομπαίο τράγο», σαν το ιδανικό υποψήφιο «θύμα» καλύτερα, για τον παραδειγματισμό των υπολοίπων χωρών της Ευρωζώνης).
Καλώς ή κακώς λοιπόν πιστεύουμε ότι, η Γερμανία θα τιμωρηθεί τελικά για τα εγκλήματα των ναζί, για τα οποία ουσιαστικά δεν τιμωρήθηκε μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο – αφού της επιτράπηκε από τους εχθρούς της η διαγραφή του 50% των δημοσίων χρεών της, η επέκταση του χρόνου αποπληρωμής των υπολοίπων με χαμηλά επιτόκια, καθώς επίσης η μη πληρωμή των πολεμικών επανορθώσεων, μέχρι την ενδεχόμενη ένωση της (ενώ επιβραβεύθηκε με το σχέδιο Marshall, για την «επανεκκίνηση» της Οικονομίας της). Αν και η αγνωμοσύνη της είναι γνωστή σε όλους, υπάρχουν και κάποια όρια – τα οποία έχει μάλλον υπερβεί.
Ολοκληρώνοντας, ευτυχώς είπαμε για πρώτη φορά «όχι» στις νοτιοαμερικάνικες, απόλυτα αποτυχημένες μεθόδους του ΔΝΤ – μέσω των οποίων σχεδιάζει να οδηγήσει τους Έλληνες, λεηλατημένους και εξαθλιωμένους, στη χρεοκοπία (όπως συνέβη με την Αργεντινή, με την Ασία , με τη Βραζιλία κλπ.). Ιδιαίτερα η άρνηση των Ελλήνων επιχειρηματιών να αποδεχθούν την καταβαράθρωση των κατωτάτων αμοιβών, καθώς επίσης την κατάργηση των δύο μισθών (13ου και 14ου), αποτελεί αναμφίβολα ένα εξαιρετικά αισιόδοξο γεγονός – πόσο μάλλον αφού όλες οι αξίες (ακίνητα, ΑΕΠ κλπ.), διαμορφώνονται μεσοπρόθεσμα ανάλογα με τα μέσα εισοδήματα μίας χώρας.
Ας ελπίσουμε δε ότι θα πάψουν ορισμένα «ανεπαρκή» ή/και διατεταγμένα ΜΜΕ να μας «βομβαρδίζουν» με τις δήθεν επιτυχίες της Ιρλανδίας - το συνολικό χρέος της οποίας υπερβαίνει το 1.200% του ΑΕΠ της, έναντι μόλις 330% της Ελλάδας. Μίας «θυματοποιημένης» χώρας δηλαδή, στην οποία έχει ουσιαστικά εφαρμοσθεί η μέθοδος της μάλλον «δουλοπρεπούς» Τουρκίας (άρθρο μας) – μία μέθοδος που οδηγεί ξανά στη χρεοκοπία, μετά από χρόνια ελλειμματικά ισοζύγια εξωτερικών συναλλαγών, λόγω της δραστηριοποίησης των ξένων πολυεθνικών («ζώνες» χαμηλών εργατικών αμοιβών, φορολογικοί παράδεισοι του Καρτέλ).
Βέβαια στην υπερχρεωμένη Ιρλανδία δεν συμβαίνει ακριβώς το ίδιο, αφού έχει πλεονάσματα στο ισοζύγιο της – γεγονός όμως που οφείλεται στο ότι ανήκει στην Ευρωζώνη, οπότε «χρησιμοποιείται» ως βάση από τις αμερικανικές κυρίως πολυεθνικές, καθώς επίσης ως φορολογικός παράδεισος, έχοντας πολύ χαμηλούς συντελεστές επί των κερδών των επιχειρήσεων.
ΤΟ ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΣΥΝΔΡΟΜΟ
Σύμφωνα με την κυβέρνηση της ανατολικογερμανίδας κυρίας Merkel, η λύση της Ευρωζώνης δεν είναι άλλη από την πολιτική λιτότητας – παρά το ότι γνωρίζει ότι, τα μεγαλύτερα προβλήματα της Ευρώπης είναι η μη ισορροπημένη κατανομή ελλειμμάτων και πλεονασμάτων, η έλλειψη «λειτουργικής» κεντρικής τράπεζας, καθώς επίσης οι υπερχρεωμένες εμπορικές τράπεζες (άρθρο μας). Περαιτέρω, ο στασιμοπληθωρισμός, η ασύμμετρη παγκοσμιοποίηση και η εσφαλμένη αναδιανομή των εισοδημάτων – με την ανεργία να εξελίσσεται σε μία απίστευτα καταστροφική μάστιγα (με πρωταθλητή την Ισπανία, στην οποία ξεπερνάει επίσημα το 23%).
Στα πλαίσια αυτά, η πρόσφατη έκθεση της McKinsey, είναι αρκετά αποκαλυπτική. Οι ειδικοί ερευνητές της εταιρείας αυτής μελέτησαν μέχρι ποιο σημείο έχει φτάσει η μείωση των χρεών, σε διάφορες χώρες, μετά την κρίση του 2008 (Εικόνα Ι).
Σύμφωνα λοιπόν με τη μελέτη αυτή, οι Η.Π.Α. έχουν μειώσει το συνολικό χρέος τους (δημόσιο και ιδιωτικό) πολύ περισσότερο, σε σχέση με πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες – από 296% του ΑΕΠ το 2008, στα 279% το 2011. Αντίθετα, το συνολικό χρέος της Ισπανίας αυξήθηκε στο 363%, από 337% το 2008 – με τα νοικοκυριά να μην μπορούν να περιορίσουν τα χρέη τους (όπως επίσης συμβαίνει στην Ιταλία) και την ισπανική οικονομία να βυθίζεται στην ανεργία.
Γνωρίζοντας τώρα κανείς ότι, οι Η.Π.Α. εφαρμόζουν μία επεκτατική νομισματική πολιτική, αντίθετη ακριβώς από αυτήν που επιβάλλει η Γερμανία στην Ευρώπη, συμπεραίνει εύκολα πως το «γερμανικό σύνδρομο της λιτότητας» θα καταστρέψει τελικά την Ευρωζώνη. Δυστυχώς, η καγκελάριος αδυνατεί να κατανοήσει ότι, μία οικονομία συμπεριφέρεται εντελώς διαφορετικά από μία «νοικοκυρά» - η οποία, όταν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, μειώνει αμέσως (πολύ σωστά) τα έξοδα του νοικοκυριού της.
Ειδικότερα, η δυνατότητα εξυπηρέτησης των χρεών ενός κράτους, η βιωσιμότητα τους δηλαδή, εξαρτάται αφενός μεν από το ύψος τους, αφετέρου από το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα. Όταν σε μία οικονομία λοιπόν μειώνουν όλοι μαζί τις δαπάνες τους, όπως συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα και αλλού, το ακαθάριστο εθνικό εισόδημα περιορίζεται, ακολουθεί μία εκτεταμένη ύφεση και τα χρέη είναι αδύνατον πλέον να εξυπηρετηθούν. Επομένως, αυτό που φαίνεται απόλυτα λογικό για ένα νοικοκυριό, είναι εντελώς παράλογο για ένα κράτος – ότι είναι ορθολογικό δηλαδή για τα άτομα οδηγεί, σε συλλογικό επίπεδο, στην απόλυτη καταστροφή.
Το γεγονός αυτό φαίνεται να αδυνατεί να το συνειδητοποιήσει η κυρία Merkel, η οποία θεωρεί πως ότι είναι καλό για τα άτομα, είναι ανάλογα σωστό και για τις κοινωνίες τους. Παρά το ότι λοιπόν οι περισσότεροι επιστήμονες συστήνουν ανεπιφύλακτα τις επενδύσεις και την ανάπτυξη, μέσα από μία περισσότερο «ελαστική» νομισματική πολιτική (αύξηση της ποσότητας χρήματος, χαμηλά επιτόκια, αγορά ομολόγων από την κεντρική τράπεζα, ευρωομόλογα, ελεγχόμενος πληθωρισμός κλπ.), η βερολινέζα νοικοκυρά επιμένει στη δική της άποψη – ενδεχομένως βέβαια με εντελώς διαφορετικές σκοπιμότητες.
ΜΟΧΛΕΥΣΗ ΚΑΙ ΑΠΟΜΟΧΛΕΥΣΗ
Στην οικονομική θεωρία υπάρχει μία περιγραφή του φαινόμενου της μόχλευσης (leveraging), η οποία επεξηγεί το μηχανισμό που οδηγεί στη διαρκή αύξηση της ποσότητας των χρημάτων. Σύμφωνα με αυτήν έχουμε τα εξής:
(α) Κάποιος καταθέτει στην Τράπεζα Α ένα ποσόν 1.000 €. Η τράπεζα διατηρεί τα 200 € στους λογαριασμούς της (ρεζέρβες) και δανείζει τα 800 € στην Τράπεζα Β.
(β) Η Τράπεζα Β που δανείζεται τα 800 €, δημιουργεί διατηρεί αντίστοιχα τα 160 € στους λογαριασμούς της και δανείζει τα 640 € στην Τράπεζα Γ.
(γ) Η Τράπεζα Γ που δανείζεται τα 640 € διατηρεί τα 128 € και δανείζει τα 512 € που «περισσεύουν» κοκ.
Με αυτόν τον τρόπο, έχουμε στο τέλος «καινούργιες» καταθέσεις 5.000 € συνολικά, από την αρχική κατάθεση των πραγματικών 1.000 €, ρεζέρβες αυτά τα 1.000 € και νέες πιστώσεις 4.000 €. Δηλαδή, τα 1.000 € που κατέθεσε ένας και μοναδικός πελάτης έγιναν 4.000 € πιστώσεις και 1.000 € ρεζέρβες – επομένως, «ως δια μαγείας» πολλαπλασιάστηκαν.
Στο ίδιο παράδειγμα και από την αντίθετη φορά (απομόχλευση, deleveraging), εάν ο αρχικός πελάτης ζητήσει από την Τράπεζα Α να του επιστρέψει τα 1.000 €, τότε αυτή θα ζητήσει από την Τράπεζα Β τα 800 € που της είχε δανείσει, συμπληρώνοντας τα με τα 200 € που είχε διατηρήσει (ρεζέρβες) κοκ. Έτσι λοιπόν, τα 4.000 € πιστώσεις και τα 1.000 € ρεζέρβες, συνολικά 5.000 €, θα ξαναγίνονταν 1.000 €. Φυσικά, όταν η οικονομία λειτουργεί ομαλά, κάτι τέτοιο δεν συμβαίνει πρακτικά, αφού εμφανίζονται συνεχώς νέοι καταθέτες, οι τράπεζες δανείζονται επί πλέον χρήματα κλπ.
Σε κάθε περίπτωση όμως, δεν είναι τόσο εύκολη η διαδικασία της επιστροφής χρημάτων (απομόχλευσης), όσο αυτή του δανεισμού τους (μόχλευση) - ενώ εμπεριέχει πολλούς διαφορετικούς κινδύνους. Είναι λοιπόν πιθανόν, στο παράδειγμα μας, η Τράπεζα Β, η οποία για να επιστρέψει με τη σειρά της τα 800 € θα πρέπει να ζητήσει την αποπληρωμή των 640 € από την Τράπεζα Γ, να μην μπορέσει να το επιτύχει, επειδή η Τράπεζα Γ αντιμετωπίζει μεγάλα προβλήματα ρευστότητας και αδυνατεί να ανταπεξέλθει στις υποχρεώσεις της. Στην περίπτωση αυτή, η Τράπεζα Β είναι υποχρεωμένη (υπό κάποιες προϋποθέσεις φυσικά)
(α) να ζητήσει από κάποιον άλλο «πελάτη» της τα 640 € και
(β) να δημιουργήσει προβλέψεις ζημιών, επίσης 640 €.
Αφ’ ενός μεν λοιπόν η πιστωτική επέκταση στην αντίθετη της φορά, η πιστωτική συρρίκνωση δηλαδή, διπλασιάζει το πρόβλημα, αφ’ ετέρου, επειδή ο «πελάτης» που επιστρέφει τελικά το δάνειο είναι συνήθως ο υγιέστερος της πιστωτικής αλυσίδας, δημιουργούνται «στρεβλώσεις» στις αγορές (πραγματική οικονομία) και «διαφοροποιημένα» προβλήματα.
Για παράδειγμα, ο αρχικός πελάτης μπορεί να ζητήσει την επιστροφή των χρημάτων του όχι γιατί πανικοβλήθηκε σε σχέση με την ασφάλεια των καταθέσεων του (ο εφιάλτης των τραπεζών), αλλά επειδή έχει μειωθεί το εισόδημα του και θέλει να καλύψει τη διαφορά, για να διατηρήσει τις καταναλωτικές του συνήθειες. Στην περίπτωση αυτή έχουμε συρρίκνωση των αποταμιεύσεων, η οποία αναγκαστικά οδηγεί στη μείωση των επενδύσεων (αφού ο τράπεζες έχουν λιγότερα χρήματα για να δανείσουν σε επενδυτές), στην ανεργία κλπ.
Ένα δεύτερο παράδειγμα είναι να πανικοβληθεί η Τράπεζα Β και να σταματήσει να δανείζει τους πελάτες της (ιδιώτες, επιχειρήσεις, άλλες τράπεζες), προσπαθώντας επί πλέον να περιορίσει την έκθεση της στον πιστωτικό κίνδυνο – να ερευνήσει δηλαδή τα υφιστάμενα δάνεια της, να διαπιστώσει προβλήματα, να δημιουργήσει βιαστικά μεγαλύτερες του σύνηθες προβλέψεις και να προσπαθήσει να εισπράξει όσα περισσότερα χρήματα γίνεται, από όποιους πελάτες μπορεί (από τους υγιείς συνήθως). Ο πανικός της τράπεζας Β μεταφέρεται στην υπόλοιπη αγορά (αυτό έχει συμβεί στην πραγματικότητα), με αποτέλεσμα να ενταθεί το πρόβλημα. Και από εδώ λοιπόν προκαλείται μείωση των επενδύσεων, ανεργία κλπ.
Σύμφωνα όμως με τους ισχυρισμούς διαφόρων σήμερα, ο φόβος να λειτουργήσει περαιτέρω αντίστροφα η πίστωση έχει εξαλειφθεί, γεγονός που μεταξύ άλλων σημαίνει (στο παραπάνω θεωρητικό μοντέλο μας) ότι,
(α) ο αρχικός πελάτης δεν ζητάει πίσω τα χρήματα του – δεν έχει πανικοβληθεί δηλαδή (διαπιστώνοντας έντρομος ότι, οι καταθέσεις του δεν βρίσκονται στο θησαυροφυλάκιο της τράπεζας, αλλά έχουν δοθεί σαν δάνειο σε τρίτους, ενώ αυτός έχει αναλάβει εν αγνοία του το ρίσκο) ή/και δεν έχει ανάγκη να συμπληρώσει το εισόδημα του,
(β) τα προβλήματα ρευστότητας της Τράπεζας Β έχουν αποκατασταθεί και
(γ) ο πανικός των τραπεζών, τουλάχιστον στις μεταξύ τους συναλλαγές, έχει εκλείψει, οι επενδύσεις θα συνεχίσουν να αυξάνονται κλπ.
Εν τούτοις, με κριτήριο τη συμπεριφορά τόσο των τραπεζών, οι οποίες προτιμούν να διατηρούν τα κεφάλαια τους στην ΕΚΤ αντί να τα δανείζουν, όσο και των καταναλωτών (λιτότητα), καθώς επίσης των επιχειρήσεων και των επενδυτικών κεφαλαίων (αγορών), η πιστωτική συρρίκνωση συνεχίζεται – οπότε βιώνουμε μία συνεχιζόμενη περίοδο «απομόχλευσης» και αποπληθωρισμού (deflation), με αποτελέσματα μάλλον καταστροφικά για όλους μας.
ΕΠΟΛΟΓΟΣ
Σύμφωνα με πολλές οικονομικές αναλύσεις, η διαδικασία της απομόχλευσης έχει μόλις ξεκινήσει στις περισσότερες χώρες. Με κριτήριο τα στατιστικά στοιχεία του 2ου τετραμήνου του 2011 (McKinsey), το συνολικό χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό) έχει αυξηθεί σε όλες σχεδόν τις δέκα μεγαλύτερες οικονομίες του πλανήτη, μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση, αυξάνοντας παράλληλα το δημόσιο χρέος. Μόνο σε τρία κράτη έχει μειωθεί το συνολικό χρέος, ως ποσοστό επί του ΑΕΠ τους: στις Η.Π.Α., στην Αυστραλία και στη Ν. Κορέα.
Περαιτέρω, η διαδικασία της απομόχλευσης στη Σουηδία και στη Φιλανδία τη δεκαετία του 90, μας προσφέρει ένα αξιόλογο μάθημα, σε σχέση με αυτά που συμβαίνουν σήμερα. Σύμφωνα με τις συγκεκριμένες εμπειρίες, επίσης με άλλα ιστορικά παραδείγματα, υπάρχουν οι εξής δύο διαφορετικές φάσεις απομόχλευσης:
(α) Κατά την πρώτη φάση, η οποία διαρκεί αρκετά έτη, τα νοικοκυριά, οι επιχειρήσεις και τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, μειώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό τα χρέη τους. Ενώ συμβαίνει αυτό, η οικονομική ανάπτυξη (ΑΕΠ) είναι αρνητική ή ελάχιστα θετική, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το δημόσιο χρέος.
(β) Κατά τη δεύτερη φάση, το ΑΕΠ αυξάνεται (rebounds) με μεγάλο ρυθμό, οπότε το δημόσιο χρέος μειώνεται συνεχώς, για πολλά έτη. Η διαδικασία αυτή ξεκινάει με τη σταθεροποίηση των τραπεζών, η οποία οδηγεί σε αύξηση των παρεχομένων δανείων, συνεχίζεται με τις διαρθρωτικές αλλαγές, οι οποίες έχουν σαν αποτέλεσμα την ανάπτυξη του ιδιωτικού τομέα και την τόνωση των εξαγωγών, ενώ ολοκληρώνεται με την αύξηση των επενδύσεων, σαν αποτέλεσμα των υψηλότερων αποταμιεύσεων και της επανόδου της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Με στοιχεία του Ιανουαρίου του 2012, οι Η.Π.Α. είναι η πρώτη δυτική χώρα, στην οποία φαίνεται να πλησιάζει προς το τέλος της η διαδικασία απομόχλευσης. Το ύψος του χρέους του χρηματοπιστωτικού τομέα έχει επιστρέψει στα επίπεδα του 2000, ενώ οι οφειλές των επιχειρήσεων σε σχέση με το ΑΕΠ, έχουν περιορισθεί. Τα αμερικανικά νοικοκυριά έχουν περιορίσει τις οφειλές τους περισσότερο από τις άλλες χώρες, ενώ θα χρειαστούν περί τα δύο χρόνια ακόμη, για να επανέλθουν στα προ της κρίσης επίπεδα (2000).
Αντίθετα, η διαδικασία της απομόχλευσης στη Μ. Βρετανία, αλλά και σε πολλές άλλες χώρες της Ευρώπης, είναι πιο αργή - οπότε συμπεραίνει κανείς ότι, η μείωση του χρέους θα διαρκέσει περισσότερα χρόνια, ενώ θα οδηγήσει αρκετά κράτη στην αδυναμία εξυπηρέτησης των οφειλών τους (χρεοκοπία).
Τέλος, όσον αφορά την Ευρωζώνη, η πολιτική λιτότητας που επιβάλλεται από τη Γερμανία, σε συνδυασμό με την εσωτερική υποτίμηση που ακολουθείται, θα έχει σαν αποτέλεσμα να διαρκέσει πολύ περισσότερο η διαδικασία της απομόχλευσης – πόσο μάλλον αφού εξαρτάται από τις οικονομικές ιδιαιτερότητες της εκάστοτε χώρας. Στα πλαίσια αυτά είναι μάλλον σίγουρο ότι, εάν συνεχίσει να ακολουθείται η πολιτική λιτότητας, οι πλέον αδύναμες χώρες θα οδηγηθούν άδικα στη χρεοκοπία – με πρώτους υποψήφιους την Ελλάδα και την Πορτογαλία.
Αθήνα, 29. Ιανουαρίου 2012
Ο κ. Β. Βιλιάρδος είναι οικονομολόγος - σύμβουλος επιχειρήσεων, πτυχιούχος της ΑΣΟΕΕ Αθηνών, με μεταπτυχιακές σπουδές στο Πανεπιστήμιο του Αμβούργου