Στην αέναη κίνηση των αναδιπλώσεων της ιστορίας που καθορίζει το κοινωνικό γίγνεσθαι και αποτελεί τον καμβά πάνω στον οποίο πλέκονται τ’ ανθρώπινα πεπρωμένα, λειτουργούν πάντα οι άνθρωποι και ιδιαίτερα εκείνοι που σε κάποια στιγμή αποφασίζουν. Το μεγάλο όμως πρόβλημα στο οποίο θα έδινα μεταφυσικές διαστάσεις είναι τούτο: πότε τούτη ή άλλη απόφαση αποβλέπει στο καλό της πατρίδας και του λαού και πότε αυτή ή άλλη επιλογή έχει ως κίνητρο το προσωπικό συμφέρον και την ανάδειξη;
Πρόκειται για ένα σταυρικό ζήτημα, το οποίο συνδέεται άμεσα μ’ αυτή τούτη τη φύση του ανθρώπου, η οποία έχει μέσα της ριζωμένο το ατομικό συμφέρον υπό διάφορες μορφές (για το πολύπλοκο αυτή ζήτημα βλ. το έργο μου: «Η Κομμουνιστική Ουτοπία», εκδ. «Κάδμος», 2010 και επανέκδοση από τον «Πελασγό»-Γιαννάκενα, σελ. 91 κ.ε. όπου το κεφάλαιο: «Η φύση του ανθρώπου και τα τρωτά χαρακτηριστικά του»).
Είναι επίσης ιστορικά γνωστό ότι – κατά κανόνα – οι λαοί άγονται και φέρονται από ισχυρές και ταλαντούχες προσωπικότητες, που έχουν την ικανότητα να τους «πείθουν» και να τους οδηγούν προς τις δικές τους επιλογές, σκέψεις και αποφάσεις έστω και ως δημαγωγοί. Αυτή την κοινωνική, πολιτική και ιστορική αλήθεια ανέδειξε ο Θουκυδίδης λέγοντας για την περίφημη Αθηναϊκή Δημοκρατία ότι αυτή, «ήτο κατ’ όνομα δημοκρατία (διότι) ουσιαστικώς εκυβερνάτο πραγματικώς από τον πρώτον της πολίτην», δηλαδή τον Περικλή. (Βλ. «Ιστορία» μετάφραση Ελ. Βενιζέλου και «Πολιτικά Θέματα», σελ. 90).
Έρχομαι στο θέμα:
Βρισκόμαστε, λοιπόν, στους μήνες Μάιο-Ιούνιο του 415 π.Χ. και στην Εκκλησία του Δήμου, στην περίφημη Πνύκα, οι Αθηναίοι πολίτες κάνουν απανωτές συνελεύσεις για το αν θα γίνει η εκστρατεία εναντίον της Σικελίας ή όχι. Οι ρήτορες ανεβοκατεβαίνουν στο βήμα της Πνύκας αναπτύσσοντας τα αντιτιθέμενα επιχειρήματα. Αποφασίζεται, τελικά, η εκστρατεία και ορίζονται οι αρχηγοί της: Αλκιβιάδης, Νικίας, Λάμαχος. Το εγχείρημα παράτολμο και με αβέβαια θετικά αποτελέσματα.
Το θέμα επανέρχεται για συζήτηση στην Εκκλησία του Δήμου. Οι δύο αντιτιθέμενες απόψεις εκτίθενται από τους δύο στρατηγούς. Ο Νικίας, προσπαθεί απεγνωσμένα να ματαιώσει την εκστρατεία και βροντά και αστράφτει στην Πνύκα αραδιάζοντας πληθώρα επιχειρημάτων. Αφού τα εξήντλησε όλα, χρησιμοποιεί το επιχείρημα, σε προσωπικό επίπεδο, για να εκθέσει τον συναρχηγό Αλκιβιάδη, ο οποίος ήταν ένθερμος θιασώτης της εκστρατείας. Λέει λοιπόν: «...Εάν πάλιν (είναι) κανείς ευτυχής διότι εξελέγει στρατηγός, συνιστά την εκστρατείαν αποβλέπων μόνον εις τον ίδιον αυτού συμφέρον (άλλωστε ών και πάρα πολύ νέος δια να είναι αρχηγός), δια να θαυμασθή δια τους ίππους που τρέφει και ωφεληθεί κάτι από την αρχηγίαν του, όπως επαρκέση εις την πολυτέλειαν του, μήτε εις αυτόν δώσατε την ευκαιρίαν να επιδειχθεί προσωπικώς με κίνδυνον της πόλεως». Ο Νικίας, συνεχίζοντας, επισημαίνει στο ακροατήριό του τους κινδύνους που δημιουργούνται για την πόλη, για το κράτος, από τη φιλοδοξία αυτών των ανθρώπων. Γι’ αυτό καθιστά τους συμπολίτες του συνυπεύθυνους προσθέτοντας: «Οφείλετε να έχετε υπόψιν, ότι αυτοί οι άνθρωποι ζημιώνουν τα δημόσια και σπαταλούν τα ίδια, και ότι το πράγμα είναι πάρα πολύ σοβαρόν και όχι τοιούτον, ώστε να ημπορεί να σχεδιασθή και επιχειρηθή εσπευσμένως υπό νεωτέρων». Σαφέστατοι οι υπαινιγμοί και οι ευθείες βολές κατά του νεώτερου Αλκιβιάδη σ’ όλα τα επίπεδα. Στο τέλος προκαλεί τον Πρύτανη της Συνέλευσης λέγοντας: «Και συ Πρύτανη, εάν νομίζεις ότι καθήκον έχεις να κήδεσαι της πόλεως, και θέλεις να δειχθείς αληθής καλός πολίτης, υπόβαλε πάλιν το ζήτημα εις νέαν συζήτησιν και ψηφοφορίαν του Αθηναϊκού λαού...».
Όμως, παρόλα αυτά, συνεχίζει ο Θουκυδίδης, «οι πλείστοι εκ των Αθηναίων, οι οποίοι επροχώρησαν εις το βήμα και έλαβον τον λόγον, ομίλησαν υπέρ της εκστρατείας και κατά της ανατροπής των αποφασισθέντων, τινες όμως ομίλησαν αντιθέτως». Ακολούθησε ο φιλόδοξος πολιτικός του αντίπαλος ο Αλκιβιάδης, ο οποίος γράφει ο Θουκυδίδης: «...επεθύμει ν’ ασκήση την αρχηγίαν, ελπίζων ούτω και την Σικελίαν να κατακτήση και την Καρχηδόνα, και συγχρόνως δια των πολεμικών του επιτυχιών να εξυπηρετήσει τα προσωπικά του συμφέροντα, αποκτών και πλούτη και δόξαν».
Ώστε, λοιπόν, εώς εδώ και αυτός ο Θουκυδίδης ταυτίζεται με τα όσα διατύπωσε ο Νικίας για τα εσώτερα κίνητρα του επιφανειακού πατριωτισμού του Αλκιβιάδη, ο οποίος επείγετο να γίνει η εκστρατεία, γιατί μέσα απ’ αυτή και μ’ αυτή θα «ικανοποιούσε τις επιθυμίες του» λέει ο Θουκυδίδης, γεγονός το οποίον «βραδύτερον υπήρξε αιτία της καταστροφής της πόλεως». Στην επιχειρηματολογία του Νικία, απάντησε ο Αλκιβιάδης, ο οποίος ανεβαίνοντας στο βήμα, είπε και τα εξής: « Αποφασίσαντες την εκστρατείαν, μη μεταβάλετε γνώμην, θεωρούντες την Σικελίαν ως μεγάλην δύναμιν. Διότι η πολυανθρωπιά των πόλεών της συγκρατείται από συμμίκτους άλλους: ... να επιδιώκομεν ευκαιρίαν όπως επιτεθώμεν... διότι θα εκινδυνεύουμεν να γίνωμεν ημείς οι ίδιοι υποτελείς...». Καταλήγοντας ο Αλκιβιάδης στη μακρά αγόρευσή του είπε: «Εν συντόμω αποφαίνομαι, ότι κατά τη γνώμη μου, πόλις συνηθισμένη εις την δραστηριότητα θα καταστραφεί ταχέως δια μεταπτώσεως εις την αδράνειαν...». Επανερχόμενος ο Νικίας και τονίζοντας την αναγκαιότητα της μεθοδευμένης προπαρασκευής της εκστρατείας λέει: «και εάν άλλος τις έχει αντίθετον γνώμην παραιτούμαι της αρχηγίας υπέρ αυτού».
Η γνώμη του Αλκιβιάδη υπερισχύει παρά τις προσπάθειες των αντιπάλων του να εμποδίσουν την εκστρατεία με κάθε μέσον (τον κατηγόρησαν ακόμη και ως υπεύθυνο για τον ακρωτηριασμό των Ερμών - Ερμοκοπίδας). Η εκστρατεία αρχίζει και όταν τα πλοία αναχωρούν από τον Πειραιά «Κατέβη και όλος σχεδόν ο άλλος πληθυσμός των πολιτών δια να προπέμψουν τους δικούς τους». Ο Θουκυδίδης, αφού περιγράψει τις πολεμικές επιχειρήσεις, οι οποίες οδήγησαν στην πανωλεθρία των Αθηναίων γράφει: «Και στρατός της ξηράς και στόλος και τα πάντα εχάθησαν και ολίγοι εκ των πολλών επανείδαν τας εστίας των».
Σ’ αυτή την ολοκληρωτική καταστροφή, παρέσυρε τους Αθηναίους ο συναρχηγός της εκστρατείας Αλκιβιάδης, για την ικανοποίηση των προσωπικών του φιλοδοξιών, παρά την αντίθεση του ετέρου συναρχηγού Νικία, ο οποίος μιλώντας στη Συνέλευση της Πνύκας, τον κατηγόρησε ευθέως ότι «τάσσεται υπέρ της εκστρατείας αποβλέπων μόνον εις το ίδιον αυτού συμφέρον (άλλωστε αν και πάρα πολύ νέος δια να είναι αρχηγός), δια να θαυμασθή για τους ίππους που τρέφει και ωφεληθεί κάτι από την αρχηγία του». Για τον λόγο αυτό, γράφει ο ιστορικός, ο Αλκιβιάδης «μετά μεγίστης ζέσεως εξωθεί εις την εκστρατείαν» (βλ. « Ιστορίαι», Βιβλία ΣΤ΄, 12 και Θ΄, 15, Η΄, 1.2).
Το ιστορικό δίδαγμα αυτής της καταστροφής είναι ότι: Η φιλόδοξη και τυχοδιωκτική πολιτική του Αλκιβιάδη, παρέσυρε την Εκκλησία του Δήμου στη Σικελική περιπέτεια, πάνω στην οποία επένδυσε την ενίσχυση του πολιτικού του προφίλ. Όμως, αυτή του η πράξη, μ’ αυτές τις συνέπειες, εμφανίστηκε στο λαό ως επέκταση του Αθηναϊκού μεγαλείου και ως ευκαιρία πλουτισμού του. Ανακύπτει, λοιπόν, το αμείλικτο, το αναπάντητο ερώτημα: πώς είναι δυνατόν οι λαοί να μπορούν να ψηλαφίσουν τις αληθινές προθέσεις των πολιτικών οι οποίο χρησιμοποιούν τον ηδυσμένο λόγο για να τους παραπλανήσουν;
Για να τελειώσω μ’ ένα σημερινό παραλληλισμό, ο οποίος συνδέεται με ανάλογες πολιτικές συμπεριφορές και με τις ίδιες φιλοδοξίες του Αλκιβιάδη, θέτω το ερώτημα: Γιατί οι σημερινοί πρωταγωνιστές της εθνικής μας καταστροφής αναλαμβάνουν με τόση ανευθυνότητα να «σώσουν» την Ελλάδα που οι ίδιοι κατέστρεψαν; Αυτοί επιχειρηματολογούν, όπως ο τυχοδιώκτης Αλκιβιάδης, ενώ παράγουν τα ίδια ολέθρια αποτελέσματα και ενώ ο «κυρίαρχος» λαός συμπεριφέρεται ως ανέμελος καβαλάρης μέσα στην άγνοια και τα προβλήματά του. Το τραγικό και διαχρονικό ερώτημα παίρνει μεταφυσικές διαστάσεις, αφού η Ιστορία και η πολιτική πρακτική διδάσκουν ότι: «Η φιλοδοξία ενός προσώπου γίνεται η φιλοδοξία μιας οικογένειας και η φιλοδοξία μιας οικογένειας γίνεται η φιλοδοξία των πολλών».
Ο Γάλλος πολιτικός φιλόσοφος Σ. Μοντεσκιέ, στον οποίο ανήκει η πιο πάνω διαπίστωση της δίνει την εξής ερμηνεία: «Οι άνθρωποι έχουν ανάγκη από μια μυστική αρχή, γιατί τα εγκλήματα που τιμωρεί, πάντα βαθιά, διαμορφώνονται στα κρυφά και στη σιωπή» (βλ. το έργο του: «Το πνεύμα των Νόμων», εκδ. «Αναγνωστίδης», Αθήνα, χ.χ. σελ. 47). Παρακολουθώντας την πολιτική ζωή της Ελλάδας διαπιστώνουμε την ορθότητα των θέσεων του Μοντεσκιέ που διατυπώθηκαν εδώ και τρεις αιώνες περίπου. Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει ανοιχτό στην ιστορία.
Επιμύθιο:
Ενώ, λοιπόν, ο Αλκιβιάδης, θεωρήθηκε υπεύθυνος της Σικελικής εκστρατείας των Αθηναίων και ενώ μετά την εκεί ήττα του κατέφυγε στους Σπαρτιάτες, που βρίσκονταν σε πόλεμο με τους συμπολίτες του και ενώ στη συνέχεια βρέθηκε στην Αυλή του Μεγάλου Βασιλέως των Περσών, βοηθώντας τον να νικήσει τους Αθηναίους, μέσα σε εφτά χρόνια επανέρχεται στην Αθήνα νικητής και τροπαιούχος. Προσφέροντας κάποιες εκδουλεύσεις στους Αθηναίους και με 100 τάλαντα που «συγκέντρωσε από την Καρία», επιστρέφει στην Αθήνα τον Ιούνιο του 407 π.Χ., είχαν περάσει μόλις εφτά χρόνια από την πανωλεθρία της, «εν μέσω ενθουσιώδους υποδοχής»! Τότε, λοιπόν, «Υπερασπίστηκε με λόγους τα πεπραγμένα του στη Βουλή και την Εκκλησία του Δήμου, που του απέδωσε την αποκλειστική ευθύνη για τη διεξαγωγή του πολέμου ορίζοντάς τον αρχιστράτηγο». Σύσσωμος η Εκκλησία του Δήμου συμφώνησε με την πρόταση αυτή «και κανείς δεν τόλμησε να εναντιωθεί σ’ αυτή την πρόταση»!
Για τη νέα του αυτή θέση ο Ξενοφών χρησιμοποιεί τη φράση «αναρρηθείς απάντων ηγεμών αυτοκράτωρ», η οποία, γράφουν οι Άγγλοι ιστορικοί, «θα μπορούσε να σημαίνει επίσημο ορισμό του Αλκιβιάδη, ως στρατηγού αυτοκράτορος, τίτλο που του αποδίδουν ο Διόδωρος και ο Πλούταρχος». Όμως, οι προ εφτά ετών καταστραφέντες Αθηναίοι δεν σταματούν μόνο στην απόδοση αυτού του μοναδικού τίτλου. Προχωρούν και στα εξής: «Η εξορία του Αλκιβιάδη ακυρώθηκε, η στήλη που ανέγραψε την καταδίκη του πετάχτηκε στη θάλασσα, οι αξιωματούχοι των Ελευσινίων Μυστηρίων έλαβον την εντολή να άρουν τις κατάρες που είχαν εκφέρει εναντίον του και η περιουσία του αποκαταστάθηκε». Και «ως επιστέγασμα όλων αυτών, συνόδευσε πεζός την ετήσια πομπή στα Ελευσίνια, η οποία γινόταν δια θαλάσσης από τότε που καταλήφθηκε η Δεκέλεια». Ώστε, λοιπόν, οι Αθηναίοι για να τιμήσουν τον Αλκιβιάδη παραβίασαν και τα θρησκευτικά θέσμια! (Για το παράδοξο αυτό γεγονός βλ. τον Δ΄ τόμο της «Ιστορίας της Αρχαίας Ελλάδας», έκδ. του Πανεπιστημίου του Καίμπριτζ, 1988 και επανέκδοση από την εφ. «Τα Νέα», Αθήνα 2005, σελ. 267-268). Πρόκειται για καταστάσεις, φαινόμενα και γεγονότα, τα οποία αποδεικνύουν την αστάθεια των λαών, τη ρευστότητα των αισθημάτων και το ευμετάβολο των αποφάσεών τους.
Έτσι κινούνται οι λαοί και η ιστορία και αλίμονο σ’ εκείνους που τους παίρνουν στα σοβαρά.
Αθήνα 22/1/2016
Πολιτικές Υποθήκες:
Από το έργο μου: «Η Κομμουνιστική Ουτοπία».
Μαρξ: «Η συνείδηση είναι κοινωνικό προϊόν και θα παραμείνει τέτοιο, όσο γενικά υπάρχουν άνθρωποι».
Πλάτων: «Η ιδέα του αγαθού είναι η ανωτάτη στην ιεραρχία των Μορφών. Είναι ο ήλιο του θείου κόσμου των Μορφών ή ιδεών… και είναι ακόμη η πηγή ή η αιτία όλης της γνώσης και όλης της αλήθειας».
Νίτσε: «Οι ιδέες υπόκεινται σε αέναη μεταβολή και όπως το φίδι που δεν μπορεί ν’ αλλάξει δέρμα αφανίζεται, το ίδιο τα πνεύματα που εμποδίζονται ν’ αλλάξουν ιδέες παύουν να υπάρχουν».
Εμπεδοκλής: «Οι άνθρωποι αλλάζοντας τη σωματική διάθεση αλλάζουν σκέψη. Όσο αλλάζουν στη φύση τους οι άνθρωποι τόσο και διαφορετικά σκέπτονται».
Γ. Φαράκος: Στα καθεστώτα του «υπαρκτού» σοσιαλισμού, οι διανοητές αν δεν εξοντώθηκαν παραμερίστηκαν ενώ οι αμφισβητίες και οι διαφωνούντες χαρακτηρίζονται ως προδότες και αντιμετωπίζονται με το φάρμακο της ηθικής και βιολογικής εξόντωσης».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου